ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Δάσκαλος είναι αυτός που μεταδίδει στους άλλους γνώση ή κάποια επιδεξιότητα με τα λόγια ή το παράδειγμά του. Ο αποτελεσματικός δάσκαλος παρέχει συνήθως εξηγήσεις ή συμπληρωματικά στοιχεία ή χρησιμοποιεί κάποια άλλη μέθοδο με σκοπό να βοηθήσει τους ακροατές του να δεχτούν και να θυμούνται όσα ακούν. Διδασκαλία είναι η μετάδοση γνώσεων ή η νουθεσία που δίνεται με σκοπό τη συμμόρφωση. Το κύριο εβραϊκό ρήμα που αποδίδεται «διδάσκω» είναι το ρήμα λαμάδ. (Δευ 4:1) Ένα άλλο εβραϊκό ρήμα, το ρήμα γιαράχ, σημαίνει «διδάσκω· κατευθύνω». Η εβραϊκή λέξη λέκαχ (διδασκαλία) σημαίνει βασικά «αποδοχή». (Δευ 32:2· παράβαλε Ιερ 9:20, όπου στη φράση «ας δεχτεί το αφτί σας το λόγο του στόματός του» εμφανίζεται το συγγενικό ρήμα.) Η ίδια αυτή λέξη αποδίδεται «πειστικότητα» στο εδάφιο Παροιμίες 16:21. Εκτός από το ρήμα διδάσκω, το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιεί επίσης το ρήμα παιδεύω, που σημαίνει «διδάσκω· τιμωρώ· διαπαιδαγωγώ», καθώς και το ρήμα κατηχέω, που σημαίνει «διδάσκω προφορικά».
Ο Ιεχωβά Θεός, ο Δημιουργός, είναι ο Μεγάλος Εκπαιδευτής, ή αλλιώς Δάσκαλος, των υπηρετών του. (1Βα 8:36· Ψλ 27:11· 86:11· 119:102· Ησ 30:20· 54:13) Τα ίδια τα δημιουργικά έργα—όπως τα κατοικίδια ζώα και η γη—διδάσκουν ότι υπάρχει ένας πάνσοφος Θεός και προσφέρουν ένα πεδίο έρευνας και παρατήρησης το οποίο μέχρι σήμερα οι άνθρωποι έχουν αγγίξει μόνο εν μέρει και επιφανειακά. (Ιωβ 12:7-10· Παρ 6:6) Στα εν λόγω δημιουργικά έργα, τα σοφά άτομα διακρίνουν αποδείξεις του έργου των χεριών του Θεού καθώς και του γεγονότος ότι κάθε ζωή εξαρτάται από τον Θεό. Οι άνθρωποι που δεν ενεργούν σε αρμονία με αυτή την πληθώρα των αποδείξεων είναι, όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος, «αδικαιολόγητοι».—Ρω 1:20.
Επιπρόσθετα, μέσω ειδικών αποκαλύψεων, ο Ιεχωβά Θεός έχει διδάξει στους ανθρώπους το όνομα, τους σκοπούς και τους νόμους του. (Παράβαλε Εξ 4:12, 15· 24:12· 34:5-7.) Αυτές οι αποκαλύψεις βρίσκονται στο Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, και αποτελούν βάση για την ορθή διδασκαλία του θελήματός του. (Ρω 15:4· 2Τι 3:14-17) Το πνεύμα του Θεού επίσης λειτουργεί ως δάσκαλος.—Ιωα 14:26.
Όσοι λαβαίνουν τη διδασκαλία του Ιεχωβά έχουν την υποχρέωση να ενεργούν σε αρμονία με αυτήν—“θα περπατούν στους δρόμους του” και “θα σφυρηλατήσουν τα σπαθιά τους σε υνιά και τα δόρατά τους σε δρεπάνια”. (Ησ 2:3, 4· Μιχ 4:2, 3) Εκτιμώντας την αξία της διδασκαλίας του Ιεχωβά και επιθυμώντας να συμμορφωθούν με αυτήν, οι υπηρέτες του προσεύχονται: «Δίδαξέ με, Ιεχωβά, την οδό σου. Θα περπατώ στην αλήθεια σου. Ενοποίησε την καρδιά μου για να φοβάται το όνομά σου».—Ψλ 86:11· 27:11· 119:33.
Ο Μωυσής, θέλοντας να τονίσει τη σπουδαιότητα της συμμόρφωσης με τη διδασκαλία που παρείχαν οι ιερείς ως διορισμένοι από τον Ιεχωβά δάσκαλοι του λαού στον αρχαίο Ισραήλ, είπε: «Πρέπει να ενεργήσεις σύμφωνα με αυτά που θα σου ανακοινώσουν από τον τόπο που θα εκλέξει ο Ιεχωβά· και πρέπει να προσέξεις να ενεργήσεις σύμφωνα με κάθε κατεύθυνση που θα σου δώσουν. Σύμφωνα με το νόμο που θα σου υποδείξουν και σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που θα σου πουν πρέπει να ενεργήσεις. Δεν πρέπει να παρεκκλίνεις από αυτά που θα σου ανακοινώσουν, είτε δεξιά είτε αριστερά». (Δευ 17:10, 11· 24:8) Στα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Όλα όσα γράφτηκαν παλιότερα γράφτηκαν για τη διδασκαλία μας, ώστε, μέσω της υπομονής μας και μέσω της παρηγοριάς από τις Γραφές, να έχουμε ελπίδα». (Ρω 15:4) Επομένως, θα κάνουμε καλά να ερευνούμε τις εντολές, να προσέχουμε τις θεμελιώδεις αρχές, να διδασκόμαστε καλά τα διδάγματα που εκτίθενται σε ολόκληρο τον εμπνευσμένο Λόγο του Θεού και στη συνέχεια να συμμορφωνόμαστε με αυτά στη ζωή μας.—Βλέπε ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ.
Όσοι γίνονταν μαθητές του Ιησού Χριστού τον αποκαλούσαν Δάσκαλο, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την εξουσία του καθώς και την ευθύνη που είχαν εκείνοι να συμμορφώνονται με τις οδηγίες του. (Λου 5:5· 9:33) Παρόμοια, μια ομάδα δέκα λεπρών που ικέτευσαν τον Ιησού για έλεος τον αποκάλεσαν με αυτόν τον τρόπο.—Λου 17:13.
Μολονότι η διδασκαλία απαιτεί συμμόρφωση και δεν παρέχεται απλώς για διασκέδαση, μπορεί να μεταδοθεί με αναζωογονητικό τρόπο. Ο Ιεχωβά κατηύθυνε τον Μωυσή να διδάξει στον Ισραήλ έναν ύμνο στον οποίο έλεγε: «Η διδασκαλία μου θα στάξει σαν βροχή, τα λόγια μου θα σταλάξουν σαν δροσιά, σαν ψιλόβροχο πάνω στο χορτάρι». (Δευ 32:2) Στον Χριστιανό επίσκοπο Τιμόθεο, ο Παύλος έγραψε ότι έπρεπε «να διδάσκει με πραότητα εκείνους που δεν έχουν ευνοϊκή διάθεση· μήπως ο Θεός τούς δώσει μετάνοια που οδηγεί σε ακριβή γνώση της αλήθειας». (2Τι 2:25) Ωστόσο, η διδασκαλία μπορεί να περιλαμβάνει διαπαιδαγώγηση με τη μορφή τιμωρίας. Αυτού του είδους τη διαπαιδαγώγηση δεν είναι πάντοτε εύκολο να την αποδεχτεί κανείς, αλλά όταν ανταποκριθεί σε αυτήν, τότε του αποφέρει «ειρηνικό καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη».—Εβρ 12:7-11.
Δεν παρέχεται κάθε διδασκαλία με σωστό κίνητρο ούτε ο αντικειμενικός της σκοπός είναι κατ’ ανάγκην επωφελής για τον αποδέκτη της. «Ο Μωυσής διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων», αλλά σε ηλικία 40 ετών ταυτίστηκε ανοιχτά με τους Εβραίους και άφησε πίσω αυτό που θα μπορούσε να ήταν η κληρονομιά του στη βασιλική αυλή της Αιγύπτου. (Πρ 7:22) Ο Ησαΐας έκανε λόγο για προφήτες στον Ισραήλ οι οποίοι δίδασκαν ψεύδη, και ο Μιχαίας έγραψε για ιερείς που δίδασκαν «με αντίτιμο». (Ησ 9:15· Μιχ 3:11) Κάποιοι στρέφονταν ανόητα σε χυτά αγάλματα αναζητώντας διδασκαλία. (Αββ 2:18) Οι στρατιώτες που φρουρούσαν το μνήμα του Ιησού ήταν διατεθειμένοι, κατόπιν δωροδοκίας, να κάνουν όπως τους δασκάλεψαν και να πουν ψέματα για το τι είχε συμβεί στο σώμα του Ιησού.—Ματ 28:12-15.
Η Διδασκαλία Μεταξύ των Ισραηλιτών. Στον Ισραήλ, οι γονείς είχαν τη θεόδοτη ευθύνη να διδάσκουν τα παιδιά τους. (Δευ 4:9· 6:7, 20, 21· 11:19-21· Ψλ 78:1-4) Δάσκαλοι του έθνους ως συνόλου ήταν οι προφήτες, οι Λευίτες—ιδιαίτερα οι ιερείς—και άλλοι σοφοί άντρες.—Παράβαλε 2Χρ 35:3· Ιερ 18:18· βλέπε ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Προφήτες. Οι προφήτες δίδασκαν στο λαό τις ιδιότητες και τους σκοπούς του Ιεχωβά, εξέθεταν την αδικοπραγία των Ισραηλιτών και τους υποδείκνυαν την ορθή πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν. Συνήθως οι προφήτες μετέδιδαν τη διδασκαλία τους προφορικά και κατόπιν την κατέγραφαν. (Παράβαλε 1Σα 12:23-25· Ησ 7:3, 4· 22:15, 16· Ιερ 2:2.) Οι μέθοδοι διδασκαλίας τους περιλάμβαναν τη χρήση ερωτήσεων (Ιερ 18:13, 14· Αμ 3:3-8· Αγγ 2:11-14), παραβολών και παραδειγμάτων (2Σα 12:1-7· Ησ 10:15· Ιερ 18:3-10), αινιγμάτων (Ιεζ 17:2) και συμβολικών πράξεων (1Βα 11:30-32· Ιερ 13:4-11· 19:1-12· 27:2· 28:10-14· Ιεζ 4:1–5:4).
Ιερείς και Λευίτες. Ευθύνη των ιερέων και των Λευιτών ήταν να διδάσκουν το νόμο του Θεού στο έθνος του Ισραήλ. (Λευ 10:11· 14:57· 2Χρ 15:3· 35:3) Αυτό το έκαναν με διάφορους τρόπους. Κάθε σαββατιαίο έτος, στη διάρκεια της Γιορτής των Σκηνών, διάβαζαν ολόκληρο το Νόμο σε όλο το λαό—άντρες, γυναίκες, παιδιά και πάροικους. (Δευ 31:9-13) Σε μερικές περιπτώσεις, οι Λευίτες εντύπωναν τους θεϊκούς νόμους στους ακροατές λαβαίνοντας αποκρίσεις από το λαό. (Παράβαλε Δευ 27:14-26.) Εκτός από το ότι διάβαζαν το Νόμο, οι ιερείς και οι Λευίτες αναμφίβολα εξηγούσαν και τη σημασία του. (Παράβαλε Νε 8:8.) Επίσης, οι δικαστικές αποφάσεις τις οποίες εξέδιδαν δίδασκαν αρχές θεϊκής δικαιοσύνης.—Δευ 17:8-13· 1Χρ 26:29· 2Χρ 19:8-11.
Γραμματείς. Τον καιρό της επίγειας διακονίας του Ιησού, οι γραμματείς έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο ως δάσκαλοι του Νόμου. Δεν ασχολούνταν, όμως, με τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες του λαού. Όπως και οι Φαρισαίοι, έδιναν μεγαλύτερη έμφαση σε διατάξεις γύρω από τεχνικές λεπτομέρειες και στις παραδόσεις και όχι στο έλεος, στη δικαιοσύνη και στην πιστότητα. Καθιστούσαν το Νόμο δυσβάσταχτο για το λαό. (Ματ 23:2-4, 23, 24· Λου 11:45, 46) Η διδασκαλία τους δεν ήταν όσο αποτελεσματική θα μπορούσε να είναι, επειδή κρατούσαν στάση ανωτερότητας απέναντι στον κοινό λαό και δεν αποτελούσαν αξιομίμητα παραδείγματα.—Παράβαλε Ματ 23:3, 6, 7· Ιωα 7:48, 49· βλέπε ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.
Τι έκανε τη διδασκαλία του Ιησού εξαιρετικά αποτελεσματική;
Μολονότι οι θρησκευτικοί ηγέτες του Ιουδαϊσμού προφανώς δεν ήταν ειλικρινείς όταν τον προσφωνούσαν «Δάσκαλο», ο Ιησούς Χριστός αναγνωριζόταν ως δάσκαλος από πιστούς και απίστους. (Ματ 8:19· 9:11· 12:38· 19:16· 22:16, 24, 36· Ιωα 3:2) Οι υπηρέτες που στάλθηκαν να τον συλλάβουν εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ με τη διδασκαλία του ώστε γύρισαν με άδεια χέρια, λέγοντας: «Ποτέ δεν έχει μιλήσει έτσι άλλος άνθρωπος». (Ιωα 7:46) Ο Ιησούς δίδασκε «ως άτομο που είχε εξουσία, και όχι όπως οι γραμματείς». (Ματ 7:29) Η Πηγή της διδασκαλίας του ήταν ο Θεός (Ιωα 7:16· 8:28), ο δε Ιησούς μετέδιδε τις πληροφορίες με απλότητα, ακαταμάχητη λογική, ερωτήσεις που υποκινούσαν σε σκέψεις, εντυπωσιακά σχήματα λόγου και παραβολές γεμάτες νόημα που αντλούσε από πράγματα οικεία στους ακροατές του. (Ματ 6:25-30· 7:3-5, 24-27· βλέπε ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ.) Ο Ιησούς χρησιμοποιούσε επίσης έμπρακτα μαθήματα, όπως όταν σε μια περίπτωση έπλυνε τα πόδια των μαθητών του για να τους διδάξει ότι έπρεπε να υπηρετούν ο ένας τον άλλον.—Ιωα 13:2-16.
Η γνώση του Ιησού είχε εμπλουτιστεί από τη στενή σχέση που είχε με τον Πατέρα και Θεό του προτού έρθει στη γη. Επομένως γνώριζε τον Θεό όπως κανένας άλλος άνθρωπος, και αυτό τον καθιστούσε ικανό να παρέχει έγκυρη διδασκαλία σχετικά με τον Πατέρα του. Όπως είπε ο ίδιος: «Κανείς δεν γνωρίζει πλήρως τον Γιο, εκτός από τον Πατέρα, ούτε γνωρίζει κανείς πλήρως τον Πατέρα, εκτός από τον Γιο και εκείνον στον οποίο ο Γιος θέλει να τον αποκαλύψει».—Ματ 11:27· Ιωα 1:18.
Ο Ιησούς γνώριζε επίσης στην εντέλεια το γραπτό Λόγο του Θεού. Όταν ρωτήθηκε ποια εντολή ήταν η μεγαλύτερη στο Νόμο, συνόψισε χωρίς δισταγμό ολόκληρο το Νόμο σε δύο εντολές, παραθέτοντας από το Δευτερονόμιο (6:5) και το Λευιτικό (19:18). (Ματ 22:36-40) Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της διακονίας του αναφέρθηκε, είτε κάνοντας παραπομπές είτε εκφράζοντας παράλληλες σκέψεις, στα μισά περίπου βιβλία των Εβραϊκών Γραφών—Γένεση (2:24· Ματ 19:5· Μαρ 10:7, 8), Έξοδο (3:6· Ματ 22:32· Λου 20:37), Λευιτικό (14:2-32· Ματ 8:4), Αριθμούς (30:2· Ματ 5:33), Δευτερονόμιο (5:16· Ματ 15:4· Μαρ 7:10), Πρώτο Σαμουήλ (21:4-6· Ματ 12:3, 4), Πρώτο Βασιλέων (17:9· Λου 4:26), Ιώβ (42:2· Ματ 19:26), Ψαλμούς (8:2· 110:1· Ματ 21:16· 22:44), Παροιμίες (24:12· Ματ 16:27), Ησαΐα (6:9, 10· Ματ 13:14, 15· Ιωα 12:40), Ιερεμία (7:11· Ματ 21:13· Μαρ 11:17· Λου 19:45, 46), Θρήνους (2:1· Ματ 5:35), Δανιήλ (9:27· Ματ 24:15), Ωσηέ (6:6· Ματ 9:13), Ιωνά (1:17· Ματ 12:40), Μιχαία (7:6· Ματ 10:21, 35, 36), Ζαχαρία (13:7· Ματ 26:31) και Μαλαχία (3:1· Ματ 11:10).
Επιπρόσθετα, το τέλειο παράδειγμα του Ιησού προσέδιδε πραγματικό κύρος στα όσα δίδασκε. (Ιωα 13:15) Ο Ιησούς δεν ήταν σαν τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, σχετικά με τους οποίους είπε: “Όλα όσα σας λένε να τα κάνετε και να τα τηρείτε, αλλά να μην ενεργείτε σύμφωνα με τις πράξεις τους, γιατί λένε αλλά δεν εκτελούν”.—Ματ 23:3.
Άλλοι παράγοντες που έκαναν τη διδασκαλία του Ιησού έγκυρη και αποτελεσματική ήταν το γεγονός ότι κατανοούσε τους ανθρώπους και εκδήλωνε στοργικό ενδιαφέρον. Η οξεία του διάκριση γινόταν ακόμη οξύτερη χάρη στη θαυματουργική γνώση που διέθετε για το παρελθόν και τους διαλογισμούς των άλλων. (Ματ 12:25· Λου 6:8· Ιωα 1:48· 4:18· 6:61, 64· 13:11) «Ο ίδιος ήξερε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο». (Ιωα 2:25) Συμπονούσε τόσο πολύ τους ανθρώπους ώστε θυσίαζε την απαραίτητη για αυτόν ανάπαυση για να τους διδάξει. Σε κάποια περίπτωση, ο Ιησούς και οι μαθητές του πήραν ένα πλοιάριο και κατευθύνθηκαν προς μια απομονωμένη τοποθεσία για να αναπαυτούν για λίγο. «Αλλά οι άνθρωποι τους είδαν να πηγαίνουν και το έμαθαν πολλοί, και από όλες τις πόλεις έτρεξαν μαζί εκεί, με τα πόδια, και τους πρόλαβαν. Βγαίνοντας, λοιπόν, είδε ένα μεγάλο πλήθος και τους σπλαχνίστηκε, επειδή ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Και άρχισε να τους διδάσκει πολλά πράγματα».—Μαρ 6:31-34.
Ο Ιησούς συμπεριφερόταν στους ακροατές του με κατανόηση. Όταν οι μαθητές του δεν συλλάμβαναν το νόημα μιας παραβολής, τους το εξηγούσε υπομονετικά. (Ματ 13:10-23) Έχοντας γνώση των περιορισμών τους, δεν τους κατέκλυζε με πληροφορίες. (Ιωα 16:4, 12) Όποτε χρειαζόταν, ο Ιησούς ουσιαστικά επαναλάμβανε τις ίδιες πληροφορίες. (Μαρ 9:35· 10:43, 44) Όταν απαντούσε σε ερωτήσεις, συχνά ενίσχυε την απάντησή του με παραβολές ή έμπρακτα μαθήματα, δημιουργώντας έτσι βαθιά εντύπωση στις διάνοιες των ακροατών και υποκινώντας τις ικανότητες σκέψης τους.—Ματ 18:1-5, 21-35· Λου 10:29-37.
Το Πνεύμα του Θεού Διδάσκει. Στη διάρκεια των τριάμισι ετών της επίγειας διακονίας του, ο Ιησούς εκπαίδευσε τους αποστόλους του για να συνεχίσουν το έργο που είχε αρχίσει ο ίδιος. Ως ατελείς άνθρωποι, εκείνοι δεν ήταν δυνατόν να θυμούνται κάθε λεπτομέρεια της διδασκαλίας του. Αλλά ο Ιησούς τούς υποσχέθηκε: «Ο βοηθός, το άγιο πνεύμα, το οποίο θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα επαναφέρει στη μνήμη σας όλα όσα σας είπα». (Ιωα 14:26) Αυτό σήμαινε ότι το πνεύμα του Θεού θα τους δίδασκε ό,τι χρειαζόταν να γνωρίζουν για να επιτελέσουν τη διακονία τους. Ειδικότερα θα τους βοηθούσε να κατανοήσουν όσα είχαν ακούσει πρωτύτερα αλλά δεν είχαν καταλάβει. Ως μέσο υπενθύμισης, το άγιο πνεύμα θα επανέφερε στη μνήμη τους πράγματα που τους είχε πει ο Ιησούς ενόσω ήταν μαζί τους. Και ως δάσκαλος, θα τους έδειχνε τη σωστή εφαρμογή των λόγων του.—Παράβαλε Ιωα 2:19-22· βλέπε ΑΛΗΘΕΙΑ («Το Πνεύμα της Αλήθειας»).
Όταν θα φέρνονταν μπροστά σε δημόσιες συνάξεις, σε βασιλιάδες και σε άλλους υψηλά ιστάμενους κυβερνητικούς αξιωματούχους, οι μαθητές του Ιησού θα μπορούσαν να βασιστούν στο πνεύμα του Θεού, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτό θα δρούσε ως μέσο υπενθύμισης και ως δάσκαλος. Όπως ένας φίλος, θα επανέφερε στη μνήμη τους αυτά που έπρεπε να πουν και θα τους βοηθούσε να κάνουν τις κατάλληλες εφαρμογές. Το αποτέλεσμα θα ήταν να δοθεί καλή μαρτυρία και επίσης να αποστομωθούν οι εναντιούμενοι. (Ματ 10:18-20· Μαρ 13:11· Λου 12:11, 12· 21:13-15) Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πέτρος και ο Ιωάννης μπόρεσαν να μιλήσουν με τόλμη όταν τους ανέκρινε το ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο, το Σάνχεδριν, γύρω από το πώς είχαν θεραπεύσει κάποιον εκ γενετής κουτσό. Κανείς δεν θα περίμενε ποτέ να έχουν τέτοια παρρησία «άνθρωποι αγράμματοι και συνηθισμένοι». Τα μέλη του Σάνχεδριν απόρησαν. Τα λόγια δε του Πέτρου, σε συνδυασμό με την παρουσία του θεραπευμένου ανθρώπου, έκαναν εκείνους τους πολυμαθείς άντρες να μην έχουν «τίποτα να αντιπαραθέσουν».—Πρ 4:5-14.
Εφόσον ολόκληρος ο Λόγος του Θεού γράφτηκε υπό θεϊκή έμπνευση (2Τι 3:16), αυτός μόνο περιέχει τη διδασκαλία του πνεύματος. Συνεπώς, οι Χριστιανοί δεν πρέπει να δίνουν καμιά προσοχή σε διδασκαλίες που συγκρούονται με το Λόγο του Θεού. Όπως έγραψε ο απόστολος Ιωάννης: «Δεν έχετε ανάγκη να σας διδάσκει κανείς· αλλά, όπως το χρίσμα από αυτόν σας διδάσκει σχετικά με όλα τα πράγματα και είναι αληθινό και δεν είναι ψέμα, και όπως σας δίδαξε, εσείς να παραμένετε σε ενότητα με αυτόν». (1Ιω 2:27) Εκείνοι στους οποίους απηύθυνε αυτά τα λόγια ο Ιωάννης ήταν γεννημένοι από το πνεύμα Χριστιανοί. Είχαν γνωρίσει τόσο τον Ιεχωβά Θεό όσο και τον Γιο του, τον Χριστό Ιησού. Ήταν πλήρως κατατοπισμένοι γύρω από την αλήθεια του Θεού. Δεν χρειάζονταν, λοιπόν, ως δασκάλους άτομα που αρνούνταν τον Πατέρα και τον Γιο. Το μόνο που θα έκαναν τέτοιοι δάσκαλοι θα ήταν να τους παροδηγήσουν και να τους απομακρύνουν από αυτό που γνώριζαν ότι ήταν η αλήθεια, η οποία διδασκόταν από το πνεύμα του Θεού και εκτίθετο σαφώς στα Ιερά Συγγράμματα. (1Ιω 2:18-26) Γι’ αυτόν το λόγο οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να δέχονται αποστάτες δασκάλους στα σπίτια τους και μάλιστα δεν έπρεπε να τους λένε ούτε χαιρετισμό.—2Ιω 9-11.
Μαθήτευση και Διδασκαλία. Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς Χριστός ανέθεσε στους ακολούθους του να κάνουν μαθητές, βαφτίζοντάς τους και διδάσκοντάς τους όλα όσα είχε παραγγείλει. (Ματ 28:19, 20) Αυτό το εκτεταμένο έργο διδασκαλίας ξεκίνησε την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., όταν περίπου 3.000 Ιουδαίοι και προσήλυτοι δέχτηκαν τον Ιησού ως τον υποσχεμένο Μεσσία και βαφτίστηκαν. Η διδασκαλία αυτών των νέων μαθητών δεν τελείωσε με την ομιλία του αποστόλου Πέτρου η οποία είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν αυτοί ακόλουθοι του Χριστού Ιησού. Είχαν πολλά ακόμη να μάθουν. Γι’ αυτόν το λόγο, όσοι είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ από μακρινούς τόπους για να παρευρεθούν στη Γιορτή της Πεντηκοστής παρέτειναν την παραμονή τους εκεί ώστε να μπορέσουν να αφοσιωθούν στη διδασκαλία των αποστόλων. Κάθε ημέρα συγκεντρώνονταν στην περιοχή του ναού, προφανώς για να ακούσουν τους αποστόλους. Και άλλοι Ιουδαίοι και προσήλυτοι άκουσαν τα καλά νέα εκεί, και ο αριθμός των πιστών αντρών αυξήθηκε τελικά σε 5.000 περίπου. (Πρ 2:14–4:4) Εκτός από τη δημόσια διδασκαλία στο ναό, οι απόστολοι διακήρυτταν επίσης τα καλά νέα για τον Ιησού Χριστό από σπίτι σε σπίτι.—Πρ 5:42· βλέπε ΚΗΡΥΓΜΑ, ΚΗΡΥΚΑΣ («Από Σπίτι σε Σπίτι»).
Αργότερα, ο διασκορπισμός των πιστών λόγω διωγμού και η έναρξη του κηρύγματος ανάμεσα στους μη Ιουδαίους επέκτειναν το έργο μαθήτευσης σε μακρινούς τόπους. (Πρ 8:4-12· 11:1-26) Ωστόσο, όπως είχε συμβεί και στην Ιερουσαλήμ, το δημόσιο κήρυγμα και η διδασκαλία χρησιμοποιούνταν συνήθως για τον εντοπισμό των ενδιαφερομένων, και στη συνέχεια εκείνοι που γίνονταν μαθητές συνέχιζαν να διδάσκονται. Στην Έφεσο, για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος δίδασκε δημόσια στη συναγωγή. Όταν εγέρθηκε εναντίωση, χώρισε τους μαθητές από τους Ιουδαίους που δεν πίστευαν και εκφωνούσε σε αυτούς ομιλίες στην αίθουσα της σχολής του Τυράννου. (Πρ 19:8-10) Επίσης, ο Παύλος δίδασκε τους μαθητές στα σπίτια τους και αναζητούσε και άλλα ενδιαφερόμενα άτομα διδάσκοντας από σπίτι σε σπίτι. Όπως υπενθύμισε ο ίδιος στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου: «Δεν δίστασα να σας πω οποιαδήποτε από τα πράγματα που ήταν επωφελή και να σας διδάξω δημόσια και από σπίτι σε σπίτι».—Πρ 20:20, 21· παράβαλε Πρ 18:6, 7 σχετικά με τη δράση του Παύλου στην Κόρινθο· βλέπε ΜΑΘΗΤΗΣ.
Δάσκαλοι στη Χριστιανική Εκκλησία. Μέσω της δράσης του αποστόλου Παύλου και άλλων, ιδρύθηκαν Χριστιανικές εκκλησίες σε πολλά μέρη, οι οποίες συνέχισαν να απολαμβάνουν αυξήσεις. Υπήρχε ανάγκη για δασκάλους με τα κατάλληλα προσόντα οι οποίοι θα βοηθούσαν όλους όσους ήταν συνταυτισμένοι με αυτές τις εκκλησίες “να φτάσουν στην ενότητα όσον αφορά την πίστη και την ακριβή γνώση του Γιου του Θεού, στο επίπεδο ενός πλήρως αναπτυγμένου άντρα, στο μέτρο του αναστήματος που αντιστοιχεί στην πληρότητα του Χριστού”. (Εφ 4:11-13) Αυτό εναπόθετε βαριά ευθύνη στους ώμους εκείνων που υπηρετούσαν ως δάσκαλοι, ευθύνη η οποία είχε άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των συγχριστιανών τους. Η θέση των δασκάλων ήταν τόσο σημαντική ώστε κατατάσσεται τρίτη, αμέσως μετά τους αποστόλους και τους προφήτες, στη διάταξη των μελών της εκκλησίας. (1Κο 12:28) Δεν επρόκειτο για θέση που αναλάμβανε ο οποιοσδήποτε Χριστιανός (1Κο 12:29), και δεν την αναλάμβαναν ποτέ γυναίκες. Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Δεν επιτρέπω σε γυναίκα να διδάσκει ή να ασκεί εξουσία σε άντρα». (1Τι 2:12) Με αυτή την ιδιότητα υπηρετούσαν οι επίσκοποι, ή αλλιώς οι πρεσβύτεροι, που διορίζονταν στις θέσεις τους από το άγιο πνεύμα.—Πρ 20:17, 25-30· 1Τι 3:1, 2· 5:17.
Αυτοί οι πρεσβύτεροι έπρεπε να είναι αξιομίμητα παραδείγματα και ακριβείς στη διδασκαλία τους, προσκολλημένοι πάντοτε στον εμπνευσμένο Λόγο του Θεού. Ως δάσκαλοι με τα κατάλληλα προσόντα, λειτουργούσαν ως θωράκιση κατά της πτώσης από την αληθινή πίστη, με το να είναι πάντοτε άγρυπνοι να διορθώνουν εκείνους που είχαν πέσει θύματα εσφαλμένης διδασκαλίας και με το να αναλαμβάνουν δράση εναντίον εκείνων που προήγαν αιρέσεις.—1Τι 4:6, 7, 16· 6:2β-6· 2Τι 2:2, 14-26· 3:14-17· Τιτ 1:10, 11· 2:1, 6, 7· 3:9-11· παράβαλε Απ 2:14, 15, 20-24.
Οι πρεσβύτεροι που εργάζονταν σκληρά στη διδασκαλία των συγχριστιανών τους ήταν άξιοι σεβασμού, εκτίμησης (παράβαλε Εβρ 13:17), ακόμη και προαιρετικής υλικής βοήθειας. Αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έγραψε: «Επιπλέον, όποιος διδάσκεται προφορικά [κατηχούμενος, Κείμενο] το λόγο ας συμμετέχει σε όλα τα καλά πράγματα με εκείνον που παρέχει αυτή την προφορική διδασκαλία». (Γα 6:6) «Οι πρεσβύτεροι, που προΐστανται με καλό τρόπο, ας θεωρούνται άξιοι διπλής τιμής, ειδικά εκείνοι που εργάζονται σκληρά στην ομιλία και στη διδασκαλία. Διότι η γραφή λέει: “Δεν πρέπει να φιμώσεις ταύρο όταν αλωνίζει”· επίσης: “Ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του”».—1Τι 5:17, 18.
Οι άντρες που επιδίωκαν ανιδιοτελώς να γίνουν επίσκοποι, έχοντας τα προσόντα να διδάσκουν τους άλλους στην εκκλησία, “επιθυμούσαν καλό έργο”. (1Τι 3:1) Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο μαθητής Ιάκωβος δεν είχε σκοπό να αποτρέψει τέτοιους άντρες από το να αποκτήσουν τα προσόντα να διδάσκουν όταν έγραψε: «Μη γίνεστε πολλοί δάσκαλοι, αδελφοί μου, γιατί γνωρίζουμε ότι θα λάβουμε βαρύτερη κρίση». (Ιακ 3:1) Αντίθετα, αυτά τα λόγια τόνιζαν τη βαριά ευθύνη που επωμίζονται οι δάσκαλοι στην εκκλησία. Προφανώς κάποιοι είχαν αυτοανακηρυχτεί δάσκαλοι, μολονότι δεν είχαν διοριστεί ούτε είχαν τα προσόντα για αυτή τη θέση. Τα άτομα που είχε υπόψη του ο Ιάκωβος πιθανώς έμοιαζαν πολύ με εκείνους για τους οποίους έγραψε ο Παύλος στον Τιμόθεο: «Ορισμένοι έχουν εκτραπεί σε μάταια λόγια, καθώς θέλουν να είναι δάσκαλοι του νόμου, αλλά δεν αντιλαμβάνονται ούτε αυτά που λένε ούτε αυτά για τα οποία δίνουν ισχυρές διαβεβαιώσεις». (1Τι 1:6, 7) Προφανώς αυτά τα άτομα επιθυμούσαν την εξοχότητα η οποία περιέβαλλε όποιον ήταν δάσκαλος των ομοπίστων του. Αλλά ο Ιάκωβος τοποθέτησε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση δείχνοντας ότι οι απαιτήσεις ήταν περισσότερες για τους δασκάλους στην εκκλησία. Αυτοί θα έπρεπε να δώσουν σοβαρότερο λογαριασμό από ό,τι οι Χριστιανοί γενικά. (Παράβαλε Ρω 14:12.) Ωστόσο, όπως και οι άλλοι, θα έσφαλλαν και αυτοί σε λόγο.—Ιακ 3:2.
Με ποια έννοια έπρεπε να είναι δάσκαλοι όλοι οι Χριστιανοί. Ενώ σχετικά λίγοι υπηρετούσαν ως δάσκαλοι στην εκκλησία, ο επιθυμητός στόχος για όλους τους Χριστιανούς ήταν να αποκτήσουν την ικανότητα να διδάσκουν τις πεποιθήσεις τους στους άλλους, τουλάχιστον κατ’ ιδίαν. Αυτό το σημείο έγινε σαφές στους Εβραίους Χριστιανούς: «Αν και οφείλατε να είστε δάσκαλοι από άποψη χρόνου, εσείς χρειάζεστε πάλι να σας διδάσκει κάποιος από την αρχή τα στοιχειώδη πράγματα των ιερών εξαγγελιών του Θεού». Εφόσον οι Ιουδαίοι ήταν οι πρώτοι που είχαν λάβει τα καλά νέα σχετικά με τον Χριστό, θα έπρεπε πράγματι να είναι, όχι πνευματικά νήπια, αλλά παραδείγματα σε Χριστιανική ωριμότητα και ικανότητα διδασκαλίας. (Εβρ 5:12–6:2) Συνεπώς, εδώ ο θεόπνευστος συγγραφέας μιλάει προφανώς για τη διδασκαλία γενικά, και όχι για τη διδασκαλία από διορισμένους δασκάλους. Κάπως παρόμοια, λοιπόν, είναι και η αναφορά του στον Ιουδαίο ο οποίος, με βάση τη γνώση του, γίνεται «άτομο που διορθώνει τους παράλογους ανθρώπους, δάσκαλος των νηπίων». (Ρω 2:17-20) Ο Παύλος δείχνει, όμως, ότι και στα πλαίσια αυτής της διδασκαλίας, η πορεία της ζωής κάποιου πρέπει να εναρμονίζεται με ό,τι αυτός διδάσκει, προκειμένου να φέρνει η διδασκαλία τιμή στον Θεό.—Ρω 2:21-24.
Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν επίσης να μαθαίνουν ο ένας από τον άλλον. Οι νεότερες γυναίκες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να διδάσκονται από τις ηλικιωμένες «να αγαπούν τους συζύγους τους, να αγαπούν τα παιδιά τους, να είναι σώφρονες, αγνές, εργατικές στο σπίτι, καλές, να υποτάσσονται στους συζύγους τους, για να μην ακούγονται υβριστικά λόγια για το λόγο του Θεού». Τέτοια κατ’ ιδίαν διδασκαλία ήταν αποτελεσματική όταν υποστηριζόταν από το καλό παράδειγμα.—Τιτ 2:3-5· παράβαλε 2Τι 1:5· 3:14, 15.