Ελπίς για τους Ζώντας και τους Νεκρούς
ΔΙΕΡΩΤΗΘΗΚΑΤΕ ποτέ πού είναι οι νεκροί; Αν είναι στον ουρανό ή στον άδη ή διατελούν περιωρισμένοι σε κανένα άλλο τόπο όπως το «λίμπο» ή το καθαρτήριο; Ή ακριβώς ποια είναι η κατάστασις των νεκρών; Διερωτηθήκατε ποτέ γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; Τι συμβαίνει στον θάνατο; Μόνο το σώμα είναι που πεθαίνει, και όχι και η ψυχή, ή πεθαίνουν και τα δύο; Τι είναι ψυχή; Πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι υποβάλλουν στον εαυτό τους αυτά τα ερωτήματα. Αλλά σ’ αυτά τα σημεία υπάρχουν περίπου τόσες θεωρίες όσοι και άνθρωποι επάνω στη γη.
Δεν είναι παράδοξο το να υπάρχουν τόσο πολλές αντιμαχόμενες γνώμες ενώ όλες οι θρησκείες του «Χριστιανισμού» ισχυρίζονται ότι οι δοξασίες των υποστηρίζονται από ένα εναρμόνιο βιβλίο, την Αγία Γραφή; Ασφαλώς η Γραφή δεν είναι τόσο αόριστη ή συγχυτική σ’ αυτά τα ζητήματα όσο είναι οι θεωρίες και φιλοσοφίες των ανθρώπων, ούτε και διαιρείται σε τόσες αντιμαχόμενες γνώμες σχετικά με τον τόπο και την κατάστασι των νεκρών. Πραγματικά, η Γραφή είναι σε πλήρη αρμονία πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Η Γραφή διασαφηνίζει ότι ο άνθρωπος επλάσθη. Σημειώστε το εδάφιο Γένεσις 2:7 (ΜΝΚ) σ’ αυτό το σημείο: «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.» Έτσι, μαθαίνομε ότι ο άνθρωπος αποτελεί συνένωσιν δύο πραγμάτων, του «χώματος εκ της γης» και της «πνοής ζωής». Η ένωσις των δύο τούτων πραγμάτων ή παραγόντων παρήγαγε μια ζώσα ψυχή ή πλάσμα που λέγεται άνθρωπος. Ο απόστολος Παύλος ωνόμασε τον Αδάμ «ψυχήν ζώσαν» στην επιστολή 1 Κορινθίους 15:45. Το ότι αυτή η ψυχή, ο Αδάμ, μπορούσε να πεθάνη, αναφέρεται σαφώς από τον Θεό στη Γένεσι 2:17: «Θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» Δεν πρέπει να υπάρχη αμφισβήτησις στη διάνοια των νοημόνων πλασμάτων για τη θνητότητα του Αδάμ.
Γιατί πεθαίνει ο άνθρωπος; Και πάλι η Γραφή μάς απαντά καθαρά στο τρίτο κεφάλαιο της Γενέσεως ότι ο άνθρωπος παρήκουσε στην εντολή του Θεού και απεδείχθη ακατάλληλος για ύπαρξι. Τα εδάφια 17-19 περιέχουν την απαγγελία της δικαστικής αποφάσεως: «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» Η καταδίκη αυτή δεν λέγει τίποτα για τιμωρία του ανθρώπου σ’ έναν τόπο αιωνίων βασάνων, ούτε αναφέρει τίποτα για κανένα «λίμπο» ή καθαρτήριο. Εκθέτει σαφώς ότι ο άνθρωπος πρέπει να μοχθή και κατόπιν να επιστρέψη στη γη από την οποίαν επλάσθη. Αυτό δεν είναι ό,τι είδαμε στα περασμένα έξη χιλιάδες χρόνια;
Και οι προφήται ακόμη επίστευαν ότι οι νεκροί επέστρεφαν στο χώμα. Το θεόπνευστο υπόμνημα στον Εκκλησιαστή 3:19, 20 λέγει: «Διότι το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και έν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ’ ουδέν το κτήνος· διότι τα πάντα είναι ματαιότης. Τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον· τα πάντα έγειναν εκ του χώματος, και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα.» Το συμπέρασμα είναι ότι τα ζώα όσο και ο άνθρωπος είναι πλασμένα από το ίδιο χώμα, αναπνέουν τον ίδιον αέρα, και στον θάνατο και οι δύο πηγαίνουν στον ίδιο τόπο. Και οι δύο είναι πλασμένοι από χώμα και επιστρέφουν πάλι και οι δύο στο χώμα.
Μερικοί μπορεί να εγείρουν αντίρρησι σ’ αυτή την άποψι και να πουν: «Δεν είναι αυτή μάλλον μια άποψις απελπισίας; Δεν επιζή κάποιο μέρος του ανθρώπου; Τι να πούμε για την ψυχή; Δεν επιζή αυτή μετά τον θάνατο του ανθρωπίνου σώματος;» Η Γραφή εκθέτει ειδικά ότι το ζων πλάσμα άνθρωπος είναι ψυχή, και πουθενά δεν λέγει ότι ο άνθρωπος κατέχει μια ψυχή ζώσα χωριστά απ’ το σώμα του. Μετά την ανάγνωσι του Ιεζεκιήλ 18:4, 20 δεν πρέπει να υπάρχη αμφιβολία στη διάνοια εκείνων που πιστεύουν στη Γραφή ότι η ψυχή πεθαίνει. Τα εδάφια εκείνα λέγουν πολύ θετικά: «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.» Αν πεθαίνη, τότε δεν είναι αθάνατος, όπως ισχυρίζονται μερικοί.
Όσο για την κατάστασι των νεκρών, σημειώστε τι λέγει ο λόγος του Θεού σ’ αυτό το ζήτημα: «Διότι οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν, ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν· επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη. Πάντα όσα εύρη η χειρ σου να κάμη, κάμε κατά την δύναμίν σου· διότι δεν είναι πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία, εν τω άδη όπου υπάγεις.» Μέσα στα λίγα αυτά εδάφια η Γραφή μάς λέγει καθαρά ότι οι νεκροί είναι στον τάφο, ότι «δεν γνωρίζουσιν ουδέν,» ότι «δεν είναι πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία» εκεί. Αν αυτή είναι η κατάστασις των νεκρών, τότε αυτοί δεν υφίστανται συνειδητά παθήματα ή βάσανα, όπως διδάσκουν μερικοί, ούτε και είναι σε μια κατάστασι μακαριότητος. Οι νεκροί απλώς και σαφώς δεν γνωρίζουν τίποτα. Δεν έχουν συναίσθησι. Είναι νεκροί.—Εκκλησ. 9:5, 10.
Μερικοί μπορεί να δοκιμάζουν κάποια απογοήτευσι νομίζοντας ότι οι ασεβείς δεν τιμωρούνται για τις πονηρές των πράξεις ούτε οι δίκαιοι αμείβονται για τις αγαθές των προσπάθειες. Οι ασεβείς δεν μένουν ατιμώρητοι. Είναι όπως «τα κτήνη τα φθειρόμενα.» Πεθαίνουν χωρίς ελπίδα να ξαναζήσουν ποτέ. Οι δίκαιοι που πεθαίνουν έχουν ελπίδα αναστάσεως από τους νεκρούς. Ο Ιησούς ετόνισε την ελπίδα της αναστάσεως με τους εξής λόγους: «Μη θαυμάζετε τούτο· διότι έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού· και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής· οι δε πράξαντες τα φαύλα, εις ανάστασιν κρίσεως.» Όπως ο Ιησούς εκάλεσε τον Λάζαρον να βγη έξω από το μνημείον τέσσερες μέρες μετά την ταφή του, έτσι θα καλέση όλους τους ανθρώπους που τηρούνται στη μνήμη του Θεού και αυτοί θα βγουν με μια ευκαιρία να ζήσουν σε όλη την αιωνιότητα κάτω από τη διάταξι της Βασιλείας του. Αυτή ήταν η ελπίς των προφητών του Θεού, να ζουν υπό την βασιλείαν του Θεού δια Χριστού. Όπως έγραψε ο Ιώβ: «Είθε να με έκρυπτες εν τω τάφω, να με εσκέπαζες εωσού παρέλθη η οργή σου, να προσδιώριζες εις εμέ προθεσμίαν, και τότε να με ενθυμηθής! Εάν αποθάνη ο άνθρωπος, θέλει αναζήσει; πάσας τας ημέρας της εκστρατείας μου θέλω περιμένει, εωσού έλθη η μεταλλαγή μου. Θέλεις καλέσει, και εγώ θέλω σοι αποκριθή· θέλεις επιβλέψει εις το έργον των χειρών σου.»—Ψαλμ. 49:12, 15· Ιωάν. 5:28, 29· Ιώβ 14:13-15.
Αλλ’ εμείς που ζούμε σήμερα και ασκούμε πίστι στον Ιεχωβά Θεό και στον Υιόν του Ιησούν Χριστόν, έχομε την ανεκλάλητη ελπίδα να μην πεθάνωμε ποτέ! Μερικοί μπορεί να το θεωρήσουν αυτό δυσκολοπίστευτο· και όμως είναι αληθές. Ακούστε τους λόγους του Ιησού (Ιωάν. 11:25, 26) : «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει. Και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ, δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;»
Οι μάρτυρες του Ιεχωβά το πιστεύουν. Αυτή είναι η ελπίς των νεκρών και των ζώντων. Οι νεκροί τη λαμβάνουν μέσω μιας αναστάσεως· οι ζώντες μέσω του πνεύματος και της δυνάμεως του Θεού, ο οποίος κάνει αυτή την ελπίδα και κατανοητή και δυνατή.