«Μη Λησμονής Πάσας τας Ευεργεσίας Αυτού»
Αφήγησις υπό ΑΛΜΠΕΡΤ ΒΑΝΤΡΕΣ
ΟΤΑΝ ήμουν σε ηλικία επτά ετών, η μητέρα μου πέθανε στο Στρασβούργο. Ο πατέρας μου ήταν τελείως απορροφημένος από τη ζωή του ως επιχειρηματίας και διέθετε λίγον καιρό για μας, τα παιδιά. Εν τούτοις, ήταν συνήθειά μας να διαβάζωμε το βράδυ ένα κεφάλαιο από τη Γραφή. Δεν εδίδοντο σχόλια, αλλά το βιβλίο αυτό άρχισε βαθμιαίως να επηρεάζη πολύ δυνατά τον τρόπο μου τού σκέπτεσθαι. Ο Ψαλμός 103 με συνεκίνησε σε συγκλονιστικό βαθμό και αργότερα εσκεπτόμουν συχνά γύρω απ’ αυτόν. Ιδιαιτέρως για το εδάφιο 2: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Ιεχωβά, και μη λησμονής πάσας τας ευεργεσίας αυτού.»—ΑΣ.
Όταν απεφοίτησα από το σχολείο το 1916, ο πόλεμος εδοξάζετο και οι νέοι άνθρωποι ενεθαρρύνοντο να καταταγούν ως εθελονταί στο στρατό. Αυτό, εν τούτοις, δεν συνέπιπτε με ό,τι είχα διαβάσει στη Γραφή. Η αγάπη είναι το θέμα της Γραφής και όχι το μίσος. Μια γεμάτη άστρα νύχτα έκαμα την προσευχή: «Κάμε με να γνωρίσω την οδόν εις την οποίαν πρέπει να περιπατώ· διότι προς σε ύψωσα την ψυχήν μου. Δίδαξόν με να κάμνω το θέλημά σου· διότι συ είσαι ο Θεός μου· το πνεύμα σου το αγαθόν ας με οδηγήση εις οδόν ευθείαν.» (Ψαλμ. 143:8, 10) Μου εφαίνετο σαν εφιάλτης, όταν άκουα ειδήσεις για χιλιάδες δυστυχημάτων στο πεδίον της μάχης. Η στάσις μου ήταν: Αν κάποιος πιστεύη στον Θεό, τότε οφείλει να υπακούη σ’ αυτόν. Γιατί εκείνοι, που ομολογούν ότι πιστεύουν στον Θεό, δεν υπακούουν σ’ αυτόν;
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΣΚΟΤΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ
Ξαφνικά, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ετελείωσε. Το επόμενο έτος, το Φωτόδραμα της Δημιουργίας προεβλήθη στο Κελ, όπου εμέναμε. Ήταν μια υπέροχη κινηματογραφική ταινία που έδειχνε το σκοπό του Θεού για το ανθρώπινο γένος. Άρχιζε με την προετοιμασία της γης για τον άνθρωπο, κι έδειχνε την ιστορία της ανθρωπίνης οικογενείας από την αρχή της ως τον καιρό, που είναι ακόμη μελλοντικός, οπότε η βασιλεία του Θεού θα εκχύση αιώνιες ευλογίες πάνω στο ανθρώπινο γένος. Ανταποκρίθηκα μ’ ενθουσιασμό σ’ αυτό το άγγελμα. Ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα! Έδωσα, λοιπόν, αμέσως παραγγελία για μια Γραφή και για τους επτά τόμους των βοηθημάτων Γραφικής σπουδής, που ελέγοντο «Γραφικαί Μελέται». Εδιάβασα επανειλημμένως τα θαυμάσια κεφάλαια του πρώτου τόμου, που ωνομάζετο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων και το οποίον έδειχνε πώς η σκοτεινή περίοδος της αμαρτίας επάνω στη γη θα ετελείωνε με μια χαρούμενη πρωία. Πόσο ευτυχής ήμουν που μου εξηγήθη καθαρά η ουράνια κλήσις! Έμαθα πολλές παραγράφους από μνήμης.
Ύστερ’ από μερικές εβδομάδες μ’ επεσκέφθη ένας διάκονος, που μου έδωσε βοήθεια. Γρήγορ’ άρχισα να παρακολουθώ τακτικά Γραφικές συναθροίσεις, αλλ’ ο πατέρας μου δεν το επεδοκίμαζε. Κάποτε, ενώ μελετούσα ως τα μεσάνυχτα, άνοιξε βιαίως την πόρτα και αξίωσε να σβήσω αμέσως το φως. Ήταν ένας πασίγνωστος έμπορος στην κοινότητα, και δεν είχε καμμιά διάθεσι να γίνη καταγέλαστος εξαιτίας μου. Με απείλησε ότι θα με έδιωχνε από το σπίτι.
Ήμουν αποφασισμένος να κρατήσω σφιχτά τις αλήθειες που είχα μάθει, και συνεπώς αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά. Εβαπτίσθηκα ένα έτος αργότερα. Ο πατέρας μου ασκούσε συνεχώς πίεσι, αλλά ο Ψαλμός 27:10 (ΜΝΚ) ήταν μια δύναμις για μένα: «Και αν ο πατήρ μου . . . με εγκαταλείψωσιν, ο Ιεχωβά όμως θέλει με προσδεχθή.»
Το 1920 εγνωρίσθηκα μ’ έναν ολοχρόνιο κήρυκα των αγαθών νέων, ο οποίος έδινε μαρτυρία στην πόλι όπου είχα γεννηθή. Μου έδωσε πολλή ενθάρρυνσι. Με τον καιρό, οι περιστάσεις εδημιούργησαν την ανάγκη να εγκαταλείψω το σπίτι, αλλά στην πόλι Μανχάιμ βρήκα αμέσως εργασία. Ευχαρίστησα τον Ιεχωβά, που μου παρείχε πνευματική δύναμι, όταν την χρειαζόμουν πάρα πολύ.
Επί τέλους, είχα πολύν καιρό στη διάθεσί μου· εδιάβαζα, λοιπόν, επιμελώς και σύντομα ανέλαβα τη διακονία. Η εναντίωσις είχε στην πραγματικότητα χρησιμεύσει να με ενισχύση στην απόφασί μου να συνεχίσω σ’ αυτά που είχα μάθει. Ήμουν γεμάτος από ευγνωμοσύνη και δεν ήθελα να λησμονήσω ποτέ τις ευεργεσίες που μου είχε δείξει ο Ιεχωβά. Στο Μανχάιμ συνήντησα πάλι το διάκονο που είχε κηρύξει στη γενέτειρά μου και που τόση βοήθεια μου είχε προσφέρει, και συχνά εργασθήκαμε μαζί στη διακονία του αγρού. Ο διάκονος αυτός ύστερ’ από χρόνια απέθανε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουθάουζεν, παραμένοντας πιστός στον Θεό μέχρι θανάτου.
Τώρα, η επιθυμία μου ήταν να γίνω ένας ολοχρόνιος κήρυξ των αγαθών νέων. Το συγκινητικό άρθρο στο τεύχος της Σκοπιάς της 15ης Ιανουαρίου 1923 (στη Γερμανική), που έφερε τον τίτλο «Η Βασιλεία των Ουρανών Επλησίασε», μου έδωσε την αναγκαία ενθάρρυνσι. Έλεγε:
«Από το 1914 ο Βασιλεύς της δόξης ανέλαβε τη δύναμί του και βασιλεύει. Εκαθάρισε τα χείλη της τάξεως του ναού και τους εξαποστέλλει με το άγγελμα. . . . Εστέ πιστοί και αληθινοί μάρτυρες για τον Κύριο. Προχωρήστε στον αγώνα μέχρις ότου ερημωθή κάθε ίχνος της Βαβυλώνος. Διακηρύξατε το άγγελμα σε όλα τα μήκη και πλάτη. Ο κόσμος πρέπει να μάθη ότι ο Ιεχωβά είναι Θεός και ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων. Αυτή είναι η ημέρα όλων των ημερών. Ιδού, ο Βασιλεύς βασιλεύει. Σεις είσθε τα όργανα διαφημίσεώς του. Λοιπόν, διαφημίσατε, διαφημίσατε, διαφήμισατε, τον Βασιλέα και την βασιλεία του.» Η Σκοπιά αυτή ήταν ο μόνιμος σύντροφός μου για μερικούς μήνες, μέχρις ότου έγινε μόνο μια δέσμη από εφθαρμένες σελίδες.
ΠΡΟΣΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΛΗΣΙ
Την 1η Ιανουαρίου 1924, όταν ήμουν σε ηλικία είκοσι δύο ετών, ανέλαβα την ολοχρόνια διακονία και είχα πολύ μεγάλη χαρά που ήμουν σε θέσι ν’ αφιερώσω όλο τον χρόνο μου στο να φέρω Γραφικές αλήθειες στους άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελα να δείξω ότι δεν είχα λησμονήσει τις ευεργεσίες που μου είχε κάμει ο Ιεχωβά.
Στη διάρκεια μιας υπηρεσίας βαπτίσματος, μερικοί φίλοι από το Μάιντς και το Βισμπάντεν με παρακινούσαν να υπάγω μαζί τους και να τους βοηθήσω για να οργανώσουν εκεί μια εκκλησία. Εδέχθηκα με χαρά, και σύντομα διωρίσθηκα επίσκοπος εκκλησίας του Μάιντς και του Βισμπάντεν, όπου παρέμεινα ως το 1933. Εκάλυψα επανειλημμένως τον τομέα με το άγγελμα της Βασιλείας, και έδωσα Γραφικές διαλέξεις.
Περισσότεροι όμιλοι μελέτης εσχηματίσθησαν και μερικά από τα άτομα, στα οποία εδώσαμε τη μαρτυρία, ανήκουν ακόμη στις εκκλησίες Βισμπάντεν, Μάιντς και Μπαντ Κρόυτσναχ—άλλοι έχουν κοιμηθή στο θάνατο. Σ’ εκείνο τον καιρό δεν είχαμε αυτοκίνητα. Όλες μας οι μετακινήσεις εγίνοντο με ποδήλατα, και συχνά διετρέχαμε από πενήντα έως ενενήντα χιλιόμετρα σε μια μόνο ημέρα για να συμμετάσχουμε στη διακονία. Αλλά ο ενθουσιασμός μας για το ότι κάναμε το κήρυγμα ήταν πάντοτε μεγάλος.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, έλαβα, επίσης, μέρος στο κήρυγμα που έγινε στις πόλεις Ραϊνχάουζεν, Έσσεν-Νασσάου, Τάουνους, Χουνσρύκ, Νάχεταλ και Σααρμπρύκεν. Όταν κυττάζω πίσω, μπορώ μ’ ευγνωμοσύνη μόνο να πω ότι ο Ιεχωβά έκαμε με θαυμάσιο τρόπο προμήθεια για όλες μου τις ανάγκες. Ουδέποτε εδοκίμασα έλλειψι των αναγκαίων της ζωής και πάντοτε αμείφθηκα πλουσίως για ό,τι είχα αφήσει πίσω, ακριβώς όπως είπε ο Κύριος στο εδάφιο Ματθαίος 19:29: «Και πας όστις αφήκεν οικίας, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει, και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει.» Σήμερα μπορώ να ιδώ τη θαυμαστή ανάπτυξι της οργανώσεως του Θεού. Νέοι διάκονοι έχουν εξέλθει από κάθε τομέα, στον οποίον είχα διορισθή, και μερικοί απ’ αυτούς είναι στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος. Χαίρω για την μερίδα που μου έδωσε ο Ιεχωβά σ’ αυτή την αύξησι.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Το έτος 1933 εσημείωσε την έναρξι του Χιτλερικού καθεστώτος και πλήρη αλλαγή στη μέθοδο της υπηρεσίας μας. Το θέρος του 1934 έπρεπε να πάμε «κάτω από την επιφάνεια», διεξάγοντας το έργο του κηρύγματος μυστικά. Μπορούσα να δω καθαρά ότι αυτό θα ήταν μια σκληρή πάλη, αλλά η υπόσχεσις στην Αποκάλυψι 2:11 με ενεδυνάμωσε: «Ο νικών δεν θέλει αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου.»
Όπου ο εχθρός προξενούσε βαθιές πληγές στις εκκλησίες, το πιο επείγον έργον ήταν το της παρηγορίας, εποικοδομήσεως και εφοδιασμού των αδελφών με την στοιχειώδη πνευματική τροφή με την οποίαν ο Ιεχωβά πιστά εξακολούθησε να μας εφοδιάζη. Πολλοί αδελφοί διεκινδύνευσαν τη ζωή τους για να διαπιστώσουν ότι τα Γραφικά έντυπα διενέμοντο. Ο Ιεχωβά ήταν το καταφύγιό μας και η πηγή της δυνάμεώς μας σε όλους τους καιρούς της θλίψεως.—Ψαλμ. 46:1.
Τα Γραφικά έντυπα εισήγοντο μυστικά από την Ελβετία, την Ολλανδία και την περιοχή του Σάαρ. Αυτά δεν περιωρίζοντο μόνο στη Σκοπιά, αλλά περιελάμβαναν και δεμένα βιβλία, επίσης, όπως η Διαφύλαξις και Προετοιμασία. Οι αδελφοί εξεδήλωναν βαθιά εκτίμησι για την πνευματική αυτή τροφή, και η χαρά των μας απεζημίωνε για όλες τις απογοητεύσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζαμε. Μερικές φορές μου προσεφέρθη η ευκαιρία να παραμείνω στην ωραία Ελβετία. Αλλ’ απήντησα ότι δεν μου ήταν δυνατόν ν’ αφήσω τους αδελφούς μου, οι οποίοι δεν είχαν κλίνει τα γόνατά των στον Βάαλ.
Αφού η Γκεσταπό με αναζητούσε και είχε ένταλμα συλλήψεώς μου, μου ήταν δύσκολο να διέλθω τα σύνορα. Σε μια περίπτωσι δύο από μας συμβαδίζαμε παίζοντας τις φυσαρμόνικες μας, οπότε ένας Ελβετός φρουρός μας εφώναξε. Παρουσιασθήκαμε ωσάν να είχαμε χάσει το δρόμο μας, και κατωρθώσαμε να περάσωμε μ’ επιτυχία τα σύνορα. Πολλές φορές δεν εγνώριζα πού να περάσω τη νύχτα, διότι οι αδελφοί, με τους οποίους είχα συνδεθή, ήσαν κάτω από παρακολούθησι οι ίδιοι. Πολλές φορές κοιμήθηκα σε τραίνα που ταξίδευαν, αλλά κι εκεί εγίνοντο έλεγχοι. Συχνά μπορούσαμε να δούμε την προστατευτική χείρα του Ιεχωβά σε ενέργεια. Η πίστις μου με έφερε ολοένα πλησιέστερα σ’ Αυτόν, επειδή ήταν ο Μόνος, στον οποίον μπορούσα να βασισθώ. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος: «Κατά πάντα θλιβόμενοι, αλλ’ ουχί στενοχωρούμενοι· απορούμενοι, αλλ’ ουχί απελπιζόμενοι.»—2 Κορ. 4:8.
ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΔΙΑΦΥΓΗ
Μια μέρα στην Καρλσρούη επεσκέφθηκα την αδελφή μου, που ήταν, επίσης, σπουδάστρια της Γραφής. Καθώς πλησίασα στο σπίτι, είδα έναν άνδρα ντυμένο απλά να περιμένη απέναντι. Τον προσπέρασα και προχώρησα δια μέσου της αυλής προς το σπίτι. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας δεύτερος άνδρας. Του φώναξα, παρακαλώντας τον να κρατήση για μένα την πόρτα ανοικτή. Όταν η αδελφή μου με είδε, σχεδόν ελιποθύμησε. Κατάλαβα αμέσως τι συνέβαινε, και γι’ αυτό έκαμα στροφή και βάδισα κατ’ ευθείαν πίσω από τους δύο άνδρες, που εστέκοντο ακόμη στην αυλή, και κατευθύνθηκα προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η αδελφή μου αργότερα μου είπε ότι οι άνδρες ήσαν αξιωματικοί της Γκεσταπό, και αναζητούσαν εμέ!
Στις πολλές δίκες των συνδιακόνων μου, το όνομά μου ανεφέρετο συχνά, επειδή ήμουν πολύ γνωστός, λόγω των πολλών ετών μου στο κήρυγμα. Οι άνδρες της Γκεσταπό ήσαν πάντοτε επί τα ίχνη μου, και λίγο έλειψε μερικές φορές να με συλλάβουν. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά έδειξε την προστατευτική του δύναμι.
Σε μια περίπτωσι είχα δύο βαλίτσες γεμάτες με Γραφικά έντυπα, που είχα φέρει μέσω των συνόρων για να τις παραδώσω στη Μπον και στο Κάσσελ. Αργά το βράδυ έφθασα στη Μπον κι ετοποθέτησα τις βαλίτσες στο υπόγειο του επισκόπου της εκκλησίας. Το επόμενο πρωί στις πεντέμιση το κουδούνι της πόρτας εχτύπησε. Ήταν η Γκεσταπό. Ο επίσκοπος της εκκλησίας εχτύπησε την πόρτα μου για να μου πη ότι ήσαν εδώ. Εφόσον δεν υπήρχε ευκαιρία να φύγω, έπρεπε απλώς να περιμένωμε και να δούμε τι θα συνέβαινε.
Όταν ήλθαν στην πόρτα μου, ρώτησαν τι έκανα εδώ. Απήντησα ότι έκανα ένα ταξίδι, παράλληλα με την κάθοδο του Ποταμού Ρήνου και ήθελα να επισκεφθώ τους βοτανικούς κήπους της Μπον. Έκαμαν τότε έλεγχο στα χαρτιά μου και τα επέστρεψαν σκεπτικοί. Στον επίσκοπο της εκκλησίας είπαν να ετοιμασθή για να πάη μαζί τους. Αργότερα μου είπε ότι, όταν έφθασαν στο αστυνομικό τμήμα, ο αξιωματικός ερώτησε: «Υπήρχε κι ένας άλλος σύντροφος. Πού τον έχετε;»
«Δεν τον φέραμε μαζί μας», ήταν η απάντησις. «Πρέπει να πάμε να τον πάρωμε;»
«Να τον πάρετε;» ρώτησε ο αξιωματικός, έκπληκτος για την ανοησία των. «Νομίζετε ότι θα σας περιμένη να επιστρέψετε;»
Φυσικά, δεν επερίμενα, αλλά είχα αναχωρήσει αμέσως με τα Γραφικά έντυπα για το Κάσσελ.
Σε μια άλλη περίπτωσι έφερα δύο βαριές βαλίτσες γεμάτες με Γραφικά έντυπα στο Μπούργκσολμς, κοντά στο Βέτσλαρ. Η ώρα ήταν περίπου ένδεκα σε μια κατάμαυρη νύχτα. Δεν έβλεπα, ούτε άκουα κανέναν, αλλά, εν τούτοις, είχα την αντίληψι ότι με παρακολουθούσαν. Όταν έφθασα στο σπίτι του αδελφού, αμέσως του είπα να κρύψη τις βαλίτσες σε μέρος ασφαλές. Το άλλο πρωί στις πεντέμιση ήλθε η αστυνομία. Εστεκόμουν ακριβώς στο μέσον του δωματίου, και μόλις ετοιμαζόμουν να πλυθώ.
«Την περασμένη νύχτα ήλθε εδώ ένας άνδρας με δύο μεγάλες βαλίτσες. Χωρίς αμφιβολία, ελάβατε πάλι βιβλία. Πού είναι;»
Η γυναίκα του σπιτιού, που είχε ανοίξει την πόρτα, απήντησε: «Ο σύζυγος μου είναι ήδη στην εργασία του και δεν γνωρίζω τι συνέβη απόψε, επειδή δεν ήμουν στο σπίτι.»
Ο αστυνομικός δεν επείσθη. «Αν δεν μου δώσετε τις βαλίτσες, τότε είμαι υποχρεωμένος να ερευνήσω το σπίτι.» Όταν αυτή δεν έκανε καμμιά κίνησι, διέταξε: «Μη φύγης. Πηγαίνω να βρω τον δήμαρχο για να πάρω άδεια για έρευνα.»
Ενώ διαρκούσε η συνομιλία, εστεκόμουν στο μέσον του δωματίου, και απορούσα για το ότι δεν με είδε. Υποθέτω ότι θα έπρεπε να είχε τυφλωθή όσον αφορά την παρουσία μου. Όταν έφυγε για να βρη τον δήμαρχο, βγήκα από την οπισθία έξοδο. Οι γείτονες πρέπει να είχαν παρατηρήσει κάτι, διότι ήσαν περιχαρείς για τη διαφυγή μου, όπως μου ελέχθη αργότερα. Μέσα στα δάση ετελείωσα το ντύσιμό μου, κι επήγα στον επόμενο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου συνέχισα το ταξίδι μου.
ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΙΣ
Το καλοκαίρι του 1937 είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω μια Γραφική συνέλευσι στο Παρίσι και να μιλήσω στον πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορδ, σχετικά με το έργο κηρύγματος στη Γερμανία. Στο μεταξύ οι περισσότεροι από τους αδελφούς στο Ζάχσεν είχαν συλληφθή. Γι’ αυτό, όταν επέστρεψα, προσπάθησα να τακτοποιήσω πάλι τα πράγματα εκεί. Αλλά τη δεύτερη μέρα της δράσεώς μας εγώ και ο αδελφός που με συνώδευε συνελήφθημεν. Μας πήραν στη Γκεσταπό στο Βερολίνο, όπου επακολούθησε μια περίοδος ανακρίσεως σαράντα ημερών, από τις οποίες οι δέκα πρώτες ημέρες ήσαν οι πιο φρικτές. Έπειτα μας παρέδωσαν στο ειδικό δικαστήριο στη Φραγκφούρτη επί του Μάιν και μου επεβλήθη καταδίκη φυλακίσεως πέντε ετών.
Στη διάρκεια της περιόδου της δίκης ερωτήθηκα γιατί δεν ήθελα να υπηρετήσω τον Αδόλφο Χίτλερ. Απήντησα: «Καθ’ όσον γνωρίζω, ο Αδόλφος Χίτλερ απαιτεί εκατό τοις εκατό συμμετοχή.» Η απάντησις ήταν, «Ναι, πράγματι!» Απήντησα: «Τότε, κύριε Δικαστά, θα είχατε την ευχαρίστησι να μου πήτε τι απομένει για τον Θεό, όταν λέγη: ‘Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν’;» Προς απάντησιν, επακολούθησε ένας καθαρισμός του λάρυγγός του, εκδήλωσις αμηχανίας. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά, που μου έδωσε το θάρρος να τον αντιπροσωπεύσω επαξίως και με παρρησία. Η προηγουμένη μου μελέτη της Γραφής υπήρξε μια πραγματική πηγή δυνάμεως για μένα.
Γεμάτος ευγνωμοσύνη, ενώ βρισκόμουν στην ‘απομόνωσι’ τα επόμενα δυόμισυ χρόνια, μπορούσα να συνεχίσω την με προσευχή ανάγνωσι της Γραφής, διότι κατώρθωσα ν’ αποκτήσω ένα αντίτυπο από τους αξιωματούχους της φυλακής. Ολόκληρη την Αγία Γραφή την εδιάβασα δυο φορές, τις δε Ελληνικές Γραφές τις εδιάβασα σχεδόν δέκα φορές.
Αργότερα, μαζί μ’ έναν όμιλο από άλλους δεκαπέντε, μ’ έβαλαν να εργασθώ στο εργαστήριο του ράπτου των φυλακών. Εκεί παρουσιάσθησαν πάρα πολλές ευκαιρίες για να δώσω μαρτυρία. Σε μια περίπτωσι κατώρθωσα να δώσω μια ομιλία πάνω στο θέμα «Πού Είναι οι Νεκροί;», κι ένας Καθολικός κληρικός, που ήταν, επίσης, φυλακισμένος, υπετίθετο ότι θα εξέφραζε κατόπιν τις σκέψεις του σχετικά με το θέμα. Τα μάτια πολλών ανοίχθηκαν καθώς άκουσαν τελικά τον κληρικό να λέγη με απελπισία: «Όλοι οι ειδωλολάτραι πιστεύουν στη ζωή μετά θάνατον· γιατί να την πιστεύωμε κι εμείς;» Η απάντησις ήταν: «Ω, μήπως κι αυτοί διαβάζουν τη Γραφή;»
Λίγο προτού τελειώση η περίοδος της φυλακίσεώς μου, ανεσκόπησα προσεκτικά κατάλληλα Γραφικά εδάφια, διότι περίμενα να φερθώ πάλιν ενώπιον της Γκεσταπό. Αυτό και συνέβη· στη διάρκεια δε τριών ημερών κατώρθωσα να δώσω καλή μαρτυρία και να συντρίψω τα επιχειρήματα των εναντιουμένων, όπως ακριβώς είχε υποσχεθή ο Ιησούς: «Εγώ θέλω σας δώσει στόμα και σοφίαν, εις την οποίαν δεν θέλουσι δυνηθή να αντιλογήσωσιν, ουδέ να αντισταθώσι πάντες οι εναντίοι σας.»—Λουκ. 21:15.
Έπειτα με πήραν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουθάουζεν. Είπαν ότι αυτό έγινε με τον σκοπό να με «εξαλείψουν από τη γη.» Αλλά κι εδώ πάλι το χέρι του Ιεχωβά δεν εσμικρύνθη, και ουδέποτε θα λησμονήσω τις ευεργεσίες που μου έκαμε στη διάρκεια αυτού του καιρού. Μ’ ετοποθέτησαν στο συνεργείο κατασκευής δρόμων, και με μια δίαιτα από γογγύλια και μαύρο καφέ οι δυνάμεις μου εξηντλήθησαν σε τρείς μήνες. Το βάρος μου ήταν μόνο εβδομήντα πέντε πάουντς και προετοιμαζόμουν ν’ αποθάνω οποτεδήποτε. Αλλά τότε ήλθε η διαταγή: «Είκοσι ένας φυλακισμένοι από τα Παραπήγματα Ι να παρουσιασθούν στα μαγειρεία.» Ήμουν μεταξύ αυτών. Σύντομα άρχισα να ανακτώ τις δυνάμεις μου, κι ευχαρίστησα τον Ιεχωβά για την ελεήμονα κατεύθυνσί του. Ύστερ’ από οκτώμισυ χρόνια οι πόρτες άνοιξαν στο 1945, και ήμεθα πάλι ελεύθεροι.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ
Τον Αύγουστο έφθασα στο Βισμπάντεν, και τον Σεπτέμβριο αρχίσαμε το έργο της αναδιοργανώσεως. Εφόσον πολλές οργανωτικές οδηγίες είχαν εκδοθή στη διάρκεια των ετών που είχαμε εργασθή κάτω από την επιφάνεια, ελάβαμε μια ανανεωτική σειρά μαθημάτων στο Μαγδεμβούργο. Έγιναν διευθετήσεις ώστε υπηρέται περιοχής και περιφερείας να επισκέπτωνται τακτικά τις εκκλησίες. Με την εφαρμογή των οδηγιών που ελάβαμε, το έργο κηρύγματος στη Γερμανία επροχώρησε με αξιοθαύμαστο τρόπο. Κι εδώ πάλι μπορούσα να ιδώ τη χάρι του Ιεχωβά, καθώς οδηγεί τον λαό του μέσω της οργανώσεώς του.
Έχουν περάσει τώρα είκοσι χρόνια αφότου απελύθημεν από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Χίτλερ. Στη διάρκεια του καιρού αυτού είχα το προνόμιο να υπηρετώ σε έργο περιφερείας και περιοχής. Υπήρξε μια διακονία που ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει πλουσίως και που μου έφερε μεγάλη χαρά. Αδελφοί συχνά λέγουν: «Μπορείτε να θυμηθήτε, όταν διεθέσατε σ’ έμενα το πρώτο Γραφικό βοήθημα;» ή, «είσθε ο πρώτος που με επεσκέφθητε.» Από καιρό σε καιρό είχαμε επιπρόσθετες αναψυκτικές σειρές μαθημάτων, από τις οποίες η πιο εντυπωτική και διδακτική ήταν στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, την οποία είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω το 1960. Πόσο εξετίμησα τις φιλάγαθες εξηγήσεις του διδασκάλου μας! Έκτοτε προσπαθήσαμε να εφαρμόσωμε τα πράγματα που εμάθαμε, προς ευλογίαν των αδελφών μας.
Ήταν για μένα μια ειδική χαρά και έκπληξις, όταν έλαβα την πρόσκλησι για τη Συνέλευσι, «Αύξησις της Θεοκρατίας», στη Νέα Υόρκη το 1950. Η πτήσις δια μέσου του μεγάλου ωκεανού, η τεραστία πόλις της Νέας Υόρκης με τις πολλές όψεις της, η παμμεγέθης συνέλευσις στο Στάδιο Γιάγκη, οι οκτώ ημέρες που ήσαν γεμάτες με θαυμάσιες διδασκαλίες—όλες αυτές οι εντυπώσεις είναι αλησμόνητες. Μια αδελφή μετέφραζε για μας τις ομιλίες στη Γερμανική, και κρατήσαμε πολλές σημειώσεις για να μπορέσωμε να βοηθήσωμε τους αδελφούς μας στις πατρίδες μας. Εφόσον είχα κάμει έργο σχετικό με συνελεύσεις στη Γερμανία, έδειξα ειδικό ενδιαφέρον με το να παρατηρώ την ομαλή λειτουργία της οργανώσεως αυτής της συνελεύσεως κι εξήταζα το κάθε τι από κοντά.
Δύο χρόνια αργότερα εδοκίμασα μεγάλη χαρά, όταν άκουσα ότι μια άλλη συνέλευσις του λαού του Ιεχωβά επρόκειτο να γίνη στην πόλι της Νέας Υόρκης στη διάρκεια του θέρους του 1953. Με τη χάρι του Ιεχωβά κατώρθωσα πάλι να παρευρεθώ. Αληθινά, εδώ ήταν ένας λαός τελείως χωριστός εκ του κόσμου για να υπηρετήση τα συμφέροντα του Ιεχωβά. Αργότερα μέσα στο ίδιο έτος, σε μια συνέλευσι στη Νυρεμβέργη, εγνωρίσθηκα με μια γεμάτη ζήλο κι επιμέλεια αδελφή, που ενησχολείτο στη διακονία ολοχρονίως. Το 1954 νυμφευθήκαμε, και από τότε με συνοδεύει στη διακονία περιοχής. Ήταν προνόμιό μας να παρακολουθήσωμε μαζί την αλησμόνητη Συνέλευσι «Το Θείον Θέλημα» στην πόλι της Νέας Υόρκης το 1958. Κι εδώ, επίσης, ελάβαμε ευλογίες, που μας ενεθάρρυναν να παραμείνωμε άγρυπνοι και να εκπληρώσωμε την υποχρέωσί μας να μη λησμονήσωμε ποτέ τις ευεργεσίες που μας έχει κάμει ο Ιεχωβά.
Έζησα τις ευτυχέστερες ώρες της ζωής μου σ’ αυτές τις τρεις διεθνείς συνελεύσεις στη Νέα Υόρκη. Ουδέποτε θα είχα δοκιμάσει όλ’ αυτά τα καλά πράγματα, αν δεν είχα αρπάσει την ευκαιρία ν’ ασχοληθώ στην ολοχρόνια υπηρεσία, όταν ήμουν νέος. Κατ’ επανάληψιν είδα ότι δεν είναι δύσκολο για τον Ιεχωβά να μας βοηθήση με πολύ ή λίγο.
Όλα τα περασμένα χρόνια απέδειξαν ότι μπορώ να έχω ειρήνη καρδιάς και ικανοποίησι, αν κάνω το καλύτερο που μπορώ και εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου θέτοντας τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν εμπόδια, αλλά, όταν αυτά υπερπηδώνται, συμβάλλουν πάρα πολύ στην αύξησι της πνευματικής μας δυνάμεως.
Η ειλικρινής προσευχή μου κι επιθυμία είναι, όπως η αγάπη μου και η πιστότης μου εξακολουθήσουν ν’ αυξάνουν ώστε, όταν προχωρήσω σε ηλικία και η δύναμις και η υγεία μου ελαττωθούν, να εξακολουθώ να είμαι πλούσιος σε έργα αίνου προς τον Ιεχωβά, που μου έχει κάμει τόσο πολλές ευεργεσίες.