Γιατί Γηράσκομε και Πεθαίνομε
ΚΑΘΕ φυσιολογικός άνθρωπος επιθυμή να έχη ζωή με καλή υγεία. Επιζητούμε ανακούφισι από τους πόνους και τις παθήσεις που επιφέρει η ασθένεια κι επιποθούμε κάποιον τρόπο διαφυγής από την εξασθενητική επίδρασι που έχει το γήρας στα σώματά μας. Λυπούμεθα, επίσης, όταν βλέπωμε τους προσφιλείς μας να καταθλίβωνται απ’ αυτά. Γι’ αυτό, πολλοί άνθρωποι ερωτούν, «Αποτελούσαν όλ’ αυτά μέρος του αρχικού σκοπού του Θεού; Όταν ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο, ήταν σκοπός του να γηράσκη ο άνθρωπος και να γίνεται κωφός ή τυφλός; Ήθελε μήπως να ζαρώνη το δέρμα του ανθρώπου λόγω ηλικίας, ν’ ασθενή η καρδιά του και να φθείρωνται τα άλλα του όργανα; Πραγματικά, έπλασε μήπως ο Θεός τον άνθρωπο για να πεθαίνη;»
Όχι, ο Ιεχωβά Θεός δεν εδημιούργησε τον άνθρωπο για ένα τέτοιο ελεεινό μέλλον. Η Αγία Γραφή μάς λέγει ότι ο Ιεχωβά επρομήθευσε μια ωραία παραδεισιακή κατοικία για το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, και τους ευλόγησε. Ο Θεός, ανασκοπώντας το δημιουργικό του έργον, ορθά το εχαρακτήρισε ‘καλόν λίαν’. (Γέν. 1:28, 31) Αυτό σημαίνει ότι ο Αδάμ και η Εύα επλάσθησαν τέλειοι, χωρίς κανένα ελάττωμα στη διάνοια ή στο σώμα. (Δευτ. 32:4· Παροιμ. 10:22) Είχαν την προοπτική να ζήσουν για πάντα.
Ενδιαφέρει να σημειωθή ότι οι σύγχρονοι επιστήμονες γνωρίζουν ότι το ανθρώπινο σώμα συνεχώς ανανεώνεται με την ανανέωσι των κυττάρων του. Και λέγουν ότι, κάτω από ορθές συνθήκες, μπορεί να ζη για πάντα. Ο Δόκτωρ Λάινους Πάουλιγκ, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ, εξήγησε ότι οι ιστοί του ανθρωπίνου σώματος αντικαθίστανται μόνοι των και, θεωρητικά, πρέπει να εξακολουθούν έτσι για πάντα. Ο βιοχημικός Ουίλλιαμ Μπεκ παρετήρησε επίσης: «Δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίον ο θάνατος, στη φύσι των πραγμάτων πρέπει να είναι αναπόφευκτος.» Ωστόσο, οι άνθρωποι, παρ’ ότι επλάσθησαν έτσι εξακολουθούν να γηράσκουν και να πεθαίνουν. Γιατί; Ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, μας δίνει την ικανοποιητική απάντησι.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΟΗΣ
Όταν ο Ιεχωβά εδημιούργησε τον Αδάμ και την Εύα. αυτοί έγιναν το επίγειο μέρος της μεγάλης οικογενείας του Θεού, που περιελάμβανε ήδη ένα μεγάλο αριθμό πνευματικών πλασμάτων στους ουρανούς. Ο Θεός ήταν ο Πατήρ του ανθρωπίνου ζεύγους, αφού αυτός τους είχε δώσει ζωή. Το δώρον της ζωής, όμως, ήταν υπό όρους· δηλαδή, θα εξακολουθούσε να είναι δικό τους, μόνο ενόσω αυτοί θα εκπληρούσαν τον όρον της στοργικής υπακοής στον ουράνιο Πατέρα τους. Η υπακοή στον νόμο είναι αναγκαία για τη συνεχή ειρήνη και την καλή τάξι, και γι’ αυτό έπρεπε ν’ αναγνωρίζουν τον Θεό ως τον Υπέρτατον Άρχοντά των. Το ήξεραν αυτό; Ναι, διότι ο Ιεχωβά τούς έθεσε υπό δοκιμήν η οποία ετόνιζε τη σοβαρότητα της υπακοής. Ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι, καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.»—Γέν. 2:16, 17.
Αυτή η δοκιμασία υπακοής δεν ήταν δύσκολη. Δεν εστερούντο της αναγκαίας τροφής, ούτε δοκιμάσθηκαν πέραν της ικανότητός των. Εν τούτοις, η υπακοή των θα έδειχνε ότι εκτιμούσαν τη σχέσι των με τον Θεό. (1 Ιωάν. 5:3) Μολονότι μερικοί έχουν την ιδέα ότι ο ‘απαγορευμένος καρπός’ εσχετίζετο με σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρός και γυναικός, δεν πρόκειται περί αυτού. Ο ίδιος ο Θεός τους είχε πει ήδη «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην.» (Γέν. 1:28) Όταν τους διέταξε ο Θεός να μη φάγουν τον καρπό ενός ωρισμένου δένδρου, αυτό εσήμαινε απλώς ότι ο Θεός ξεχώρισε ένα από τα πολλά καρποφόρα δένδρα της Εδέμ και διέταξε το ανθρώπινο ζεύγος να μη φάγη από τον καρπό του.
Γιατί το δένδρο ωνομάσθηκε «ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού»; Διότι, ως αποτέλεσμα της εντολής του Θεού, ο καρπός του εσυμβόλιζε γνώσι, μάλιστα χωριστά από τις ρητές εντολές του Θεού όσον αφορά το τι είναι «καλόν» και τι είναι «κακόν» γι’ αυτά. Το να λάβη, λοιπόν, το ανθρώπινο ζεύγος απ’ αυτόν τον καρπό θα εσήμαινε ότι έστρεφαν τα νώτα στον ουράνιο Πατέρα τους και απέρριπταν τη θεία του καθοδήγησι και το τέλειο θέλημά του. Μολονότι ήταν απλή, η δοκιμασία περιελάμβανε πολλά. Περιελάμβανε την εξάρτησι του ανθρώπου από τον Δημιουργό του και την αναγνώρισι από μέρους του ανθρώπου της θείας εξουσίας. Θυμηθήτε, επίσης, ότι ο Ιησούς Χριστός εφήρμοσε σε ατελείς ανθρώπους τον κανόνα ότι «ο εν τω ελαχίστω πιστός, και εν τω πολλώ πιστός είναι· και ο εν τω ελαχίστω άδικος, και, εν τω πολλώ άδικος είναι.» (Λουκ. 16:10) Πόσο περισσότερο εφηρμόζετο αυτό σε τέλεια πλάσματα!
Γιατί παρέβη η Εύα τον νόμο του Θεού κι έφαγε από τον καρπό; Η ιδέα δεν άρχισε απ’ αυτήν, αλλά παρουσιάσθηκε στην Εύα από ένα πνευματικό πλάσμα που εχρησιμοποίησε ένα χαμερπή όφιν για να μιλήση μέσω αυτού. Εκείνο το πνευματικό πλάσμα, που προσδιορίζεται στην Βίβλο ως Σατανάς ή Διάβολος καλείται γι’ αυτό «ο όφις ο αρχαίος.» (Αποκάλ. 12:9) Το αόρατο πλάσμα, μιλώντας δια μέσου του όφεως, φανερά αρνήθηκε την αλήθεια της Θείας εντολής που ανέφερε η Εύα. Παρέστησε τον καρπό του δένδρου ως δυνάμενο να την κάμη να είναι ως ο Θεός, αποφασίζοντας μόνη της τι ήταν «καλόν» και τι ήταν «κακόν.» Η Εύα τότε άρχισε να θεωρή τον καρπό ως πολύ επιθυμητόν και παρήκουσε στον Θεό τρώγοντας από τον καρπό. Ο Αδάμ, ο σύζυγος και κεφαλή της, όταν διεπίστωσε τι είχε κάμει αυτή, δεν αντιτάχθηκε στην πράξι της, αλλ’ ενώθηκε μαζί της σ’ αυτήν.—Γέν. 3:1-6· Ιακ. 1:14, 15· 1 Κορ. 11:3.
Με την άνομη αυτή πράξι κατέστησαν ένοχοι αμαρτίας, και γι’ αυτό επέφεραν στους εαυτούς των την ποινή της αμαρτίας. (1 Ιωάν. 3:4) Εξετάζοντας την ορθότητα της αποφάσεως του Θεού, δεν πρέπει να κάμωμε το λάθος να κρίνωμε τη σοβαρότητα της πράξεως του Αδάμ και της Εύας με τον τρόπο που βλέπουν πολλοί τα πράγματα στην εποχή μας. Σήμερα η παρακοή στους γονείς είναι κοινή, και συχνά περνά ατιμώρητη. Και η κλοπή, επίσης, είναι κοινή, και πολλοί φρονούν ότι, αν το κλεπτόμενο πράγμα είναι μικρό, η κλοπή δεν πειράζει και τόσο. Η εξέγερσις και η καταφορά εναντίον της εξουσίας είναι, επίσης, συχνή σήμερα. Αλλ’ αυτό δεν διορθώνει τα πράγματα! Μέγα μέρος της σαπρής καρποφορίας που βλέπομε σήμερα υπό τη μορφή αυξανομένης εγκληματικότητας και κακουργίας οφείλεται σε παράλειψι των γονέων και άλλων οι οποίοι κατέχουν εξουσία να διορθώσουν τα πράγματα από την αρχή.—Παροιμ. 13:24· Εκκλησ. 8:11.
Ο Θεός δεν επρόκειτο να ενθαρρύνη την αδικοπραγία με παράλειψι επιβολής του νόμου του. Ο Αδάμ και η Εύα, με την παρακοή τους, έδειξαν μεγάλη έλλειψι αγάπης για Εκείνον που είχε προνοήσει τόσο θαυμάσια γι’ αυτούς. Αυτοί ήσαν ένοχοι κλοπής, διότι έλαβαν αυτό που είπε ο Δημιουργός των ότι δεν ήταν δικό τους. Και το χειρότερο, ενώθηκαν με τον εχθρό του Θεού και, με τις πράξεις των, απεκάλεσαν τον Θεό ψεύτη. Ο Ιεχωβά ώφειλε τόσο απέναντι του εαυτού του όσο και απέναντι όλης της παγκοσμίου οικογενείας του να κρατήση ψηλά τον νόμο. Αυτό έκαμε. Ως αποτέλεσμα της εσκεμμένης αμαρτίας του, το άνομο ζεύγος εξεβλήθη από την Εδέμ για να πεθάνη.—Γέν. 3:22-24.
Η επίδρασις της αμαρτίας σ’ αυτούς θα μπορούσε να παρομοιωθή με ό,τι συμβαίνει σε μια λεπτή μηχανή, όταν δεν χρησιμοποιήται κατάλληλα, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστού. Η μηχανή θα παρουσιάση αδυναμίες και, με τον καιρό, θα παύση να λειτουργή. Ομοίως, ο Αδάμ και η Εύα, ως αποτέλεσμα της αγνοίας των οδηγιών του Πλάστου των, έχασαν τη τελειότητά των. Οι διάνοιες και τα σώματά των άρχισαν να καταρρέουν, και τελικά έπαυσαν να λειτουργούν, στον θάνατο. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα που επέφερε σ’ αυτούς η παρακοή και η αφαίρεσις της ευνοίας του Θεού. (Γέν. 3:16-19) Αφού εξήντλησε ο Αδάμ την τεράστια ζωτικότητα του άλλοτε τελείου σώματός του, πέθανε σε ηλικία 930 ετών. Δηλαδή μέσα στη συμβολική «ημέρα» των χιλίων ετών, που είχε ορίσει ο Θεός.—Γέν. 5:5· 2 Πέτρ. 3:8.
ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ
Αλλά, αφού εμείς σήμερα δεν παρακούσαμε στον νόμο εκείνο της Εδέμ, γιατί συμβαίνει ώστε κι εμείς επίσης ν’ αρρωσταίνωμε και να πεθαίνουμε; Για τον εξής λόγο: Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ γεννήθηκαν μετά την παρακοή του, και αφού είχε εκδιωχθή από την οικογένεια του Θεού. Γι’ αυτό και οι απόγονοί του εκληρονόμησαν την αμαρτία και τον θάνατο από αυτόν. Όλοι οι άνθρωποι κληρονομούν ατέλεια, διότι όλοι προέρχονται από τον Αδάμ και την Εύα. Όπως μας λέγει το Γραφικό βιβλίο του Ιώβ: «Τις δύναται να εξάξη καθαρόν από ακαθάρτου; ουδείς.» (Ιώβ 14:4) Επίσης, στην επιστολή προς Ρωμαίους 5:12, η Γραφή εξηγεί: «Δι’ ενός ανθρώπου [Αδάμ] η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους.» Ακριβώς όπως μια τέλεια μηχανή δεν μπορεί να παραχθή από μια ατελή φόρμα, έτσι κι ο Αδάμ με την ατέλειά του δεν μπορούσε να παραγάγη τέλεια τέκνα, απηλλαγμένα από αμαρτία.—Ψαλμ. 51:5.
Η επίδρασις της αμαρτίας του Αδάμ και της Εύας στους απογόνους των μπορεί να παραβληθή με ό,τι συμβαίνει συχνά όταν άνθρωποι που αγνοούν τον νόμο του Θεού και ζουν ανήθικα, αποκτούν τέκνα. Τέτοιοι άνθρωποι μπορεί ν’ αποκτήσουν ασθένειες στα γεννητικά όργανα που τους έδωσε ο Θεός για να γεννήσουν τα τέκνα των. Τα τέκνα των «ακαθάρτων» αυτών γονέων μπορεί να γεννηθούν φυσικώς ή διανοητικώς βλαμμένα λόγω της αμαρτίας των γονέων των. Έτσι και οι πρώτοι μας γονείς έγιναν «ακάθαρτοι,» ατελείς, υποκείμενοι σε νοσήματα, και τελικά σε θάνατο. Μπορούσαν να διαβιβάσουν στους απογόνους των μόνον εκείνο που είχαν αυτοί οι ίδιοι: ατέλεια, ασθένεια και θάνατο. Γι’ αυτό κι εμείς όλοι γηράσκομε και πεθαίνομε, και πράττομε τόσο εύκολα ό,τι είναι κακό.
Εν τούτοις, άλλο είναι το να κάνωμε άθελα σφάλματα λόγω της κληρονομημένης αμαρτίας, κι εντελώς άλλο είναι το να κάνωμε εσκεμμένα εκείνο που ξέρομε ότι είναι εσφαλμένο. (1 Ιωάν. 5:16) Αν κανείς αληθινά μετανοή για σφάλματα που κάνει λόγω κληρονομημένων αδυναμιών, μπορεί ν’ αναμένη σπλαγχνική συγχώρησι από τον Θεό. (Παροιμ. 28:13) Αλλά πρέπει να προσέχη ώστε, αφού γνωρίζει τι είναι ορθόν, να μη προτιμά εσκεμμένα ν’ ακολουθή μια πορεία αντίθετη στο θέλημα του Θεού. Το να ενεργή έτσι θα εσήμαινε απώλεια της ευνοίας του Θεού και αυτής της ζωής.—Δευτ. 30:15-20· Εβρ. 10:26, 27.
Ευτυχώς, ο Ιεχωβά έλαβε στοργική πρόνοια να σώση τους αμαρτωλούς που μετανοούν από τα κακά αποτελέσματα της κληρονομημένης αμαρτίας και του θανάτου. Η μεγαλειώδης αυτή απαλλαγή θα έλθη μέσω της λυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Η Αγία Γραφή λέγει σχετικά με αυτή την πρόνοια: «Τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού.» (1 Ιωάν. 4:9) Στον ωρισμένο καιρό του Θεού, λοιπόν, υπό τη Βασιλική εξουσία του Υιού του, η κληρονομημένη ανθρώπινη ατέλεια βαθμηδόν θ’ αφαιρεθή, και το ανθρώπινο γένος δεν θα υφίσταται πια τ’ αποτελέσματα της αμαρτίας του Αδάμ. Ακόμη και ο θάνατος που εκληρονομήσαμε από τον Αδάμ δεν θα έχη πια εξουσία σ’ εμάς! (Αποκάλ. 21:3, 4· 1 Κορ. 15:26) Μπορείτε να είσθε ένας που θ’ απολαύση αυτές τις ευλογίες. Πώς; Επωφελούμενοι από την πρόνοια που έλαβε ο Ιεχωβά και αποδεικνύοντας την αγάπη σας σ’ αυτόν με την τήρησι των εντολών του.—Ιερεμ. 7:23· Εκκλησ. 12:13.