Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Η Γραφή λέγει ότι ο Μωυσής έζησε εκατόν είκοσι χρόνια. Πώς, λοιπόν, έγραψε, στον Ψαλμό 90:10, ότι τα χρόνια ενός ανθρώπου είναι μόνο εβδομήντα ή ογδόντα;—Ι. Ο., Αγγλία.
Η επιγραφή του ψαλμού 90 λέγει: «Προσευχή του Μωυσέως, του ανθρώπου του Θεού.» Ιουδαίοι Ταλμουδικοί συγγραφείς καθώς επίσης πολλοί λόγιοι συμφωνούν στο ν’ αποδώσουν αυτό τον Ψαλμό στο Μωυσή. Παραδείγματος χάριν, ο Φρανζ Ντέλιτς, γνωστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, έγραψε: «Δύσκολα μπορεί να βρεθή ένα φιλολογικό μνημείο της αρχαιότητος το οποίο μπορεί με τέτοιο λαμπρό τρόπο ν’ αποδείξη την εκ παραδόσεως μαρτυρία της προελεύσεώς του όσο αυτός ο Ψαλμός. Όχι μόνο όσον αφορά το περιεχόμενό του, αλλά επίσης και σχετικά με το φιλολογικό του ύφος, είναι απολύτως προσωπικό του Μωυσέως.»
Στον Ψαλμό 90 ο Μωυσής έγραψε: «Αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη, και εάν, εν ευρωστία, ογδοήκοντα έτη, πλην και το καλήτερον μέρος αυτών είναι κόπος και πόνος, διότι ταχέως παρέρχεται, και ημείς πετώμεν.» (Ψαλμ. 90:10) Πολλοί διερωτήθησαν πώς μπορούσε ο Μωυσής να το γράψη αυτό εφόσον αυτός ο ίδιος έζησε πέραν απ’ αυτή την ηλικία. Σύμφωνα με το εδάφιο Δευτερονόμιον 34:7: «Ήτο ο Μωυσής εκατόν είκοσι ετών, ότε απέθανε· δεν ημαυρώθησαν οι οφθαλμοί αυτού, ουδέ ηλαττώθη η δύναμις αυτού.»
Αυτό δεν παρουσιάζει στην πραγματικότητα ένα σοβαρό πρόβλημα. Μολονότι δεν γνωρίζομε την ηλικία του Μωυσέως όταν συνέταξε αυτόν τον ψαλμό, είναι καταφανές ότι από όσο παρατηρούσε εγνώριζε ότι εβδομήντα έτη ήταν μια πλήρης ζωή, και ογδόντα έτη ήταν πέραν από το κανονικό. Είναι σαφές ότι οι περισσότεροι από τους ενηλίκους Ισραηλίτας της γενεάς η οποία εξήλθε από τη δουλεία της Αιγύπτου δεν ήσαν με χαρακτηριστικό τρόπο μακρόβιοι. Εκείνοι οι οποίοι ήσαν ηλικίας άνω των είκοσι ετών τον καιρό της εξόδου απωλέσθησαν στο τέλος των σαράντα ετών της περιπλανήσεως.
Πράγματι, υπήρξαν εξαιρέσεις, όπως ο Μωυσής (120), ο Ααρών (123), ο Ιησούς του Ναυή (110) και ο Χάλεβ (άνω των 85). Αλλά αυτές οι εξαιρέσεις δεν αλλάζουν το γενικό όριο ηλικίας, που δίδεται στον Ψαλμό 90:10. Και ενθυμείσθε ότι ο Θεός απ’ ευθείας είχε αποφασίσει να ζήσουν ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ πέραν απ’ εκείνη τη γενεά των κι έτσι να εισέλθουν στη Γη της Επαγγελίας. Όταν ο Χάλεβ ήταν ογδόντα πέντε ετών, ωμίλησε για την ηλικία και τη δύναμί του ως κάτι πολύ ασυνήθιστο.—Αριθμ. 14:30· 33:39· Ιησ. Ναυή 14:10, 11· 24:29.
Κατά καιρούς διαβάζομε στις εφημερίδες για κάποιον που ζη σε ηλικία εκατό ετών, ή λίγο περισσότερο. Υπάρχουν ακόμη ωρισμένοι όμιλοι, όπως αυτοί που ζουν στα Όρη του Καυκάσου στη Σοβιετική Ένωσι, οι οποίοι είναι γνωστοί για τη μακροβιότητά των, προφανώς ως αποτέλεσμα κληρονομικών παραγόντων και του τρόπου των ζωής. Η διαφήμισις που γίνεται σ’ αυτά τα παραδείγματα τονίζει ότι αποτελούν εξαιρέσεις. Γεγονός παραμένει ότι το μέσον όριον ζωής σε πολλές χώρες σήμερα είναι προς το τέλος της δεκαετίας από το εξηκοστό έτος ή στις αρχές της δεκαετίας του εβδομηκοστού, που προσεγγίζει στον αριθμό που αναφέρεται στον Ψαλμό 90:10.
Όταν ομιλούν για τη μακροβιότητα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η σύγχρονη επιστήμη έφερε μεγάλη παράτασι στο όριο της ανθρωπίνης ζωής. Με μια έννοια αυτό αληθεύει. Με την ελάττωσι της βρεφικής θνησιμότητος και των θανάτων της παιδικής ηλικίας, ο μέσος όρος του μήκους της ζωής ηύξησε. Στην Αγγλία κατά το έτος 1850 το όριο ήταν ακριβώς κάτω από τα σαράντα έτη για τους άρρενες, και τα 1947 έγινε εξήντα. Αλλά για ένα ενήλικο η προσδοκία ζωής για μια ωρισμένη ηλικία έχει παραμείνει περίπου η αυτή. Παραδείγματος χάριν, τα 1850 ένας άνδρας σαράντα ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσε να ελπίζη ότι θα ζήση ώσπου να γίνη εξήντα επτά ετών. Το 1962, με όλες τις ιατρικές προόδουςτου ανθρώπου, η προσδοκία ενός άρρενος σαράντα ετών ήταν να φθάση τα 71,7, ή αύξησι μόνο 4,7 ετών από το 1850.
Συνεπώς, μολονότι είναι πιθανόν να υπήρχαν μερικές εξαιρέσεις, όπως του ιδίου του Μωυσέως, η θεόπνευστη δήλωσις, «αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη», αληθεύει σήμερα όπως και την εποχή του Μωυσέως.