Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Τι εννοεί το εδάφιον 1 Θεσσαλονικείς 4:17 όταν λέγη, «Ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν, θέλομεν αρπαχθή μετ’ αυτών εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα»;—Η.Π.Α.
Αυτό αναφέρεται στους συγκληρονόμους του Ιησού Χριστού που ζουν στον καιρό της παρουσίας του με Βασιλική εξουσία.
Ιδιαίτερα το εν λόγω εδάφιο κατανοείται καλύτερα στο φως του θέματος που εξήταζε ο απόστολος Παύλος όταν έγραφε στους Θεσσαλονικείς. Διαβάζομε: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, διά να μη λυπήσθε, καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού. Διότι τούτο σας λέγομεν διά του λόγου του Ιεχωβά, ότι ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν εις την παρουσίαν του Κυρίου, δεν θέλομεν προλάβει τους κοιμηθέντας· επειδή αυτός ο Κύριος θέλει καταβή απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, και οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθή πρώτον· έπειτα ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν, θέλομεν αρπαχθή μετ’ αυτών εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα· και ούτω θέλομεν είσθαι πάντοτε μετά του Κυρίου. Λοιπόν παρηγορείτε αλλήλους με τους λόγους τούτους.»—1 Θεσσ. 4:13-18, ΜΝΚ.
Μπορούμε να ιδούμε ότι το υπό εξέτασιν σημείον είναι η ανάστασις των συγκληρονόμων του Χριστού. Οι συγκληρονόμοι του που πέθαναν πριν από την παρουσία του με Βασιλική εξουσία παρέμειναν κοιμώμενοι στον θάνατο. Μετά την έναρξι της παρουσίας του, όμως, όλοι αυτοί οι νεκροί επρόκειτο να αναστηθούν σε αθάνατη, πνευματική ζωή, για να ενωθούν με τον Κύριό τους. Τι παρηγορητική σκέψις ήταν αυτή για τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης εξαιτίας της θλίψεως που υπέστησαν!—1 Θεσσ. 1:6.
Αλλά δεν υπάρχει Γραφικός λόγος να συμπεράνωμε ότι ο Ιησούς επρόκειτο να κατεβή κατά γράμμα από τον ουρανό και ότι η ανάστασις και η ενδόξασις των κοιμωμένων στον θάνατο θα ήταν ορατή στους ανθρώπους της γης. Γιατί; Διότι ο Ιησούς Χριστός, ως πνευματικό πρόσωπο στον ουρανό, ‘κατοικεί φως απρόσιτον.’ «Ουδείς των ανθρώπων είδεν, ουδέ δύναται να ίδη» αυτόν όπως είναι ως πνεύμα. (1 Τιμ. 6:16) Γι’ αυτό η υπόστασίς του παραβάλλεται με την υπόστασι του ουρανίου Πατρός του. (Εβρ. 1:2, 3) Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν ‘κατέρχεται’ ή ‘κατεβαίνει’ με την ίδια έννοια που λέγει η Βίβλος για τον Ιεχωβά Θεό ότι κατεβαίνει. Λόγου χάριν, η Αγία Γραφή λέγει για τον Ιεχωβά: «Και έκλινε τους ουρανούς, και κατέβη, και γνόφος υπό τους πόδας αυτού.» (2 Σαμ. 22:10) «Ιδού, ο Ιεχωβά εξέρχεται εκ του τόπου αυτού, και θέλει καταβή, και πατήσει επί τα ύψη της γης.» (Μιχ. 1:3) Είναι φανερό ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε κατά γράμμα τον τόπο της κατοικίας του στους αοράτους ουρανούς, αλλ’ έστρεψε την προσοχή του στους ανθρώπους της γης, επιδεικνύοντας τη δύναμί του σ’ αυτούς. Ομοίως, στην παρουσία του, όπως ετόνισε ο απόστολος Παύλος, ο Ιησούς Χριστός θα έστρεφε την προσοχή του κάτω σ’ αυτή τη γη και θ’ ασκούσε τη δύναμί του ν’ αναστήση τους συγκληρονόμους του που κοιμούνται στον θάνατο.
Θα ήταν η ανάστασίς των ορατή στα ανθρώπινα μάτια; Αυτό απλούστατα δεν μπορούσε να γίνη. Γιατί; Διότι αυτοί θα είναι σαν τον Ιησού Χριστό και με την ομοιότητα της αναστάσεώς του. (Ρωμ. 6:5) Έχουν ανάστασι σαν τη δική του. Και για την ανάστασι του Ιησού, οι Γραφές μάς λέγουν ότι αυτός ‘εζωοποιήθη διά του πνεύματος.’ (1 Πέτρ. 3:18) Για να γίνη ορατός ο Ιησούς από τους μαθητάς του, χρειάσθηκε να υλοποιηθή με σώμα σάρκινο. Αυτό χρησίμευσε για να τους αποδείξη ότι πραγματικά ήταν ζωντανός. (Πράξ. 1:3) Η ανάστασίς του, όμως, ήταν αόρατη σε ανθρώπινα μάτια. Οι φρουροί του τάφου του Ιησού ‘εταράχθησαν και έγιναν ως νεκροί’, όχι επειδή είδαν τον Ιησού αναστημένον, αλλά εξαιτίας του αγγέλου ο οποίος απεκύλησε τον λίθον από τον τάφο.—Ματθ. 28:3, 4.
Ομοίως, η ανάστασις των συγκληρονόμων του Ιησού Χριστού είναι αόρατη. Στην περίπτωσί των, όμως, οι Γραφές δεν δίνουν καμμιά απόδειξι ότι αυτοί θα παραμείνουν στη γειτονιά της γης και αμέσως μετά την ανάστασί των αποκαλύπτονται ότι είναι ζωντανοί στους ομοπίστους των.
Με βάσι αυτό το προηγούμενο, μπορούμε να κατανοήσωμε ότι αυτό που αναφέρεται ότι οι ζώντες ‘θ’ αρπαγούν’ δεν μπορεί να σημαίνη ότι τα σώματά των από σάρκα και αίμα θ’ αρχίσουν να πλέουν προς τα πάνω για να συναντήσουν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν με αυτό που μερικοί χαρακτηρίζουν ως «έκστασιν.» Ο Ιησούς δεν θα είναι στον κατά γράμμα αέρα σε μια κατά γράμμα νεφέλη, διότι ‘κατοικεί φως απρόσιτον’ στους υψίστους ουρανούς, στο αόρατο πνευματικό βασίλειο. Εν τούτοις, το θέλομεν ‘αρπαχθή’ πρέπει να σχετίζεται με κάτι που πραγματικά συμβαίνει εν σχέσει με την ανάστασι.
Θα μπορούσε αυτό να σχετίζεται με την αρπαγή των από τον καταδικασμένο κόσμο της ανθρωπότητος; Θα μπορούσε ν’ αναφέρεται στην εξύψωσί των, για να συγκαθήσουν στα επουράνια διά Ιησού Χριστού επειδή προωρίσθηκαν μ’ αυτόν για την ουράνια κληρονομιά; (Εφεσ. 1:3· 2:6) Όχι, αυτό δεν ήταν εκείνο που εξήταζε ο Παύλος στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς.
Η αναφορά στο θέλομεν ‘αρπαχθή’ ήταν ένα σημείο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι Χριστιανοί της Θεσσαλονίκης για να παρηγορήσουν αλλήλους όταν θα πέθαιναν οι συγκληρονόμοι του Ιησού. Προφανώς, το γεγονός ότι οι συγκληρονόμοι είναι τώρα χωρισμένοι από τον καταδικασμένο κόσμο δεν αποτελεί πραγματική πηγή παρηγορίας όταν συμβαίνη θάνατος μέσα στην εκκλησία του λαού του Θεού. Επίσης το να είναι χωρισμένοι με αυτόν τον τρόπον και ενωμένοι με τον Ιησούν με μια πνευματική έννοια δεν μπορούσε απλούστατα να σημαίνη ότι είναι ‘πάντοτε με τον Κύριον.’ Όταν οι συγκληρονόμοι του Χριστού τερματίσουν την επίγεια σταδιοδρομία των, δεν υπάρχει πια αυτή η κατάστασις, διότι τότε στην ανάστασι θα είναι προσωπικά με τον Κύριόν των και μάλιστα για πάντα. Και φυσικά, ο καταδικασμένος κόσμος επίσης θα παρέλθη. Επί πλέον, ένας άνθρωπος θα μπορούσε τώρα στη γη να είναι χωρισμένος από τον κόσμο για ένα χρονικό διάστημα, αλλά αργότερα ν’ απολέση την αμοιβή να είναι με τον Κύριον Ιησούν Χριστόν λόγω απιστίας.—Αποκάλ. 2:10.
Επομένως, τα λόγια του Παύλου στους Θεσσαλονικείς τονίζουν ότι υπάρχει κάτι διαφορετικό για την ανάστασι εκείνων που πεθαίνουν πριν από την παρουσία του Χριστού με Βασιλική εξουσία και εκείνων που τελειώνουν την επίγεια πορεία των και πεθαίνουν στη διάρκεια αυτής της παρουσίας. Αυτή η διαφορά μπορεί να παρατηρηθή από την Αποκάλυψι 14:13, όπου διαβάζομε: «Μακάριοι οι νεκροί οίτινες αποθνήσκουσιν εν Κυρίω από του νυν [δηλαδή, από τον καιρό της ελεύσεώς του με τη δόξα της Βασιλείας]. Ναι, λέγει το πνεύμα, διά να αναπαυθώσιν από των κόπων αυτών· και τα έργα αυτών ακολουθούσι με αυτούς.» Ενώ οι συγκληρονόμοι του Χριστού που πέθαναν πριν από την παρουσία του χρειάσθηκε να κοιμηθούν στον θάνατο, εκείνοι που τελειώνουν την επίγεια σταδιοδρομία των στη διάρκεια της παρουσίας του δεν χρειάζεται να κοιμηθούν. Αυτοί αμέσως ανασταίνονται σε ουράνια ζωή. Παύουν από τους επίγειους κόπους των και εισέρχονται κατ’ ευθείαν στην ουράνια υπηρεσία. Ως αόρατα πνευματικά πρόσωπα, αυτοί ‘αρπάζονται’, σαν σε νεφέλαις (σύμβολον του αοράτου), για να είναι για πάντα με τον αόρατο Κύριόν τους. Αυτό επίσης είναι σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Πάντες μεν δεν θέλουμεν κοιμηθή [δηλαδή, δεν θα παραμείνωμε στην κατάστασι του θανάτου αναμένοντας μια ανάστασι στο μέλλον], πάντες όμως θέλομεν μεταμορφωθή, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού.»—1 Κορ. 15:51, 52.
Ώστε, εκείνο που έγραψε ο Παύλος στην επιστολή 1 Θεσσαλονικείς 4:13-18, ήταν, ουσιαστικά, αυτό το ενθαρρυντικό άγγελμα: Οι κεχρισμένοι Χριστιανοί που πεθαίνουν πριν από την παρουσία του Κυρίου κοιμούνται στον θάνατο. Όταν αρχίση αυτή η αναμενόμενη παρουσία, θ’ αναστηθούν σε ουράνια ζωή ως αθάνατα πνευματικά όντα. Οι κεχρισμένοι Χριστιανοί, όμως που είναι ζωντανοί στη διάρκεια αυτής της παρουσίας, δεν κοιμούνται στον θάνατο. Στον θάνατο αυτοί αμέσως μεταμορφώνονται και λαμβάνονται στον ουρανό για να είναι με τον Χριστό για πάντα.
● Στην επιστολή 1 Κορινθίους 10:13 ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Πειρασμός δεν σας κατέλαβε ειμή ανθρώπινος· πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε.» Ποια είναι η πηγή αυτού του πειρασμού και πώς ο Θεός κάνει την έκβασι για τον Χριστιανό;—Η.Π.Α.
Όπως φαίνεται από τις πείρες του Ισραήλ στην έρημο, τις οποίες ανέφερε ο Παύλος στα προηγούμενα εδάφια, ο «πειρασμός» έρχεται με περιστατικά που θα μπορούσαν να υποκινήσουν ένα άτομο να παραβή τον νόμο του Θεού. Παραπάνω σ’ αυτό το κεφάλαιο, ο Παύλος έγραψε: «Ταύτα δε έγειναν παραδείγματα ημών [των Χριστιανών] διά να μη είμεθα ημείς επιθυμηταί κακών, καθώς και εκείνοι επεθύμησαν. Μηδέ γίνεσθε ειδωλολάτραι, καθώς τινές εξ αυτών· ως είναι γεγραμμένον, ‘Εκάθισεν ο λαός διά να φάγη και να πίη και εσηκώθησαν να παίζωσι.’ Μηδέ ας πορνεύωμεν, καθώς τινές αυτών επόρνευσαν, και έπεσον εν μια ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες. Μηδέ ας πειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινες αυτών επείρασαν, και απωλέσθησαν υπό των όφεων. Μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινες αυτών εγόγγυσαν, και απωλέσθησαν υπό του εξολοθρευτού.»—1 Κορ. 10:6-10.
Μήπως αυτές οι περιστάσεις ήσαν τέτοιας φύσεως ώστε οι Ισραηλίται να μην μπορούν ν’ αντισταθούν στους πειρασμούς που περιλαμβάνονταν; Εξετάστε τα γεγονότα. Οι Ισραηλίται επεθύμησαν ‘κακά πράγματα’ όταν ο Ιεχωβά θαυματουργικά τους επρομήθευσε ορτύκια για ένα μήνα. Εστερούντο κρέατος για ένα χρονικό διάστημα, αλλά ήσαν καλά εφωδιασμένοι με το μάννα για να τρώγουν. Αλλά υπεχώρησαν στον πειρασμό μιας τέτοιας απεριόριστης απληστίας ώστε «ο συνάξας το ολιγώτερον, εσύναξε δέκα γομόρ,» δηλαδή δύο χιλιάδες διακόσιες λίτρες ορτύκια.—Αριθ. 11:19, 20, 31-35.
Προηγουμένως, όταν ο Μωυσής ελάμβανε τον Νόμο στο Όρος Σινά, οι Ισραηλίται έγιναν «ειδωλολάτραι,» όπως αναφέρει ο Παύλος. Ασχολήθηκαν στη μοσχολατρεία και επεδόθησαν σε σαρκικές απολαύσεις. Γιατί; Η απουσία του ορατού των άρχοντος ήταν το περιστατικό που έδωσε αφορμή στον πειρασμό, διότι είπαν στον Ααρών: «Σηκώθητι κάμε εις ημάς θεούς, οίτινες να προπορεύωνται ημών· διότι ούτος ο Μωυσής, ο άνθρωπος όστις εξήγαγε ημάς εκ γης Αιγύπτου, δεν εξεύρομεν τι απέγεινεν αυτός.»—Έξοδ. 32:1, 6.
Λίγο πριν εισέλθουν στην γη της επαγγελίας, χιλιάδες Ισραηλίται δελεάσθηκαν από Μωαβίτιδες γυναίκες. Με τη συναναστροφή τους μ’ αυτές τις γυναίκες διεγέρθηκαν τα αμαρτωλά των πάθη ως το σημείο να διαπράξουν σεξουαλική ανηθικότητα. Αυτή είναι η περίπτωσις που αναφέρεται από τον Παύλο, όταν έπεσαν χιλιάδες σε μια μέρα λόγω της αμαρτίας των.—Αριθμ. 25:1.
Κατά καιρούς, οι Ισραηλίται υποχωρούσαν επίσης και στον πειρασμό του στασιαστικού γογγυσμού. Σε μια περίπτωσι μίλησαν εναντίον του Ιεχωβά και του Μωυσέως: «Διά τι ανεβίβασας ημάς εξ Αιγύπτου διά ν’ αποθάνωμεν εν τη ερήμω; Διότι άρτος δεν είναι, και ύδωρ δεν είναι· και η ψυχή ημών αηδίασε τον άρτον τούτον τον ελαφρόν.» (Αριθ. 21:5) Με τέτοιους γογγυσμούς οι Ισραηλίται ‘έθεταν σε δοκιμασία την υπομονή του Ιεχωβά.’ Τον έθεταν σε δοκιμασία για το αν αυτοί οι γογγυσμοί θα αφήνονταν ατιμώρητοι.
Μια από τις περιπτώσεις, στις οποίες οι Ισραηλίται δεν άνθεξαν στον πειρασμό να γογγύζουν, ήταν μετά την καταστροφή των στασιαστών Κορέ, Δαθάν, Αβειρών και των συντρόφων τους. Αυτό έγινε επειδή άρχισαν να σκέπτωνται ότι η εκτέλεσις των στασιαστών ήταν αδικία. Το εδάφιον Αριθμοί 16:41 λέγει τα εξής: «Την δε ακόλουθον ημέραν πάσα η συναγωγή των υιών Ισραήλ εγόγγυσαν εναντίον του Μωυσέως και του Ααρών, λέγοντες, Σεις εφονεύσατε τον λαόν του Ιεχωβά.» Ως συνέπεια της κατηγορίας των για τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης, 14.700 Ισραηλίται απωλέσθησαν από μια πληγή που έστειλε ο Θεός.—Αριθ. 16:49.
Προφανώς κανένας απ’ αυτούς τους γογγυσμούς δεν ήταν τέτοιας φύσεως ώστε οι Ισραηλίται να μην μπορέσουν ν’ αντισταθούν. Αλλά οι Ισραηλίται υπεχώρησαν στον πειρασμό επειδή ελησμόνησαν τον Ιεχωβά, τη στοργική του φροντίδα γι’ αυτούς και τη δικαιοσύνη του νόμου του και των οδών του. Έχασαν την πίστι των.
Όπως και στην περίπτωσι των Ισραηλιτών, οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν πειρασμούς που είναι συνήθεις στην ανθρώπινη πείρα. Αν λοιπόν οι Χριστιανοί καταβάλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες ν’ αντισταθούν σ’ αυτούς τους πειρασμούς και να εμπιστευθούν στον Ιεχωβά Θεό να τους στηρίξη, μπορούν να μείνουν πιστοί. Αυτό οφείλεται στο ότι ‘ο Θεός είναι πιστός’ και δεν θα επιτρέψη στο λαό του να ‘πειρασθή πέραν των δυνάμεών του.’ Ποτέ δεν θα εγκαταλείψη τους δούλους του ως το σημείο να επιτρέψη να περιέλθουν σε καταστάσεις ή περιστάσεις που θα καθιστούσαν ανθρωπίνως αδύνατον να πράξουν το θέλημά του.
Ο Ιεχωβά, στην περίπτωσι των περιστατικών και των καταστάσεων που επιτρέπει να παρουσιασθούν δίνει την έκβασι ενισχύοντας τον λαό του ν’ αντισταθή στον πειρασμό. Λόγου χάριν, μπορεί οι άλλοι να υποβάλουν ένα Χριστιανό σε σωματική βία για να τον εξαναγκάσουν ν’ απαρνηθή την πίστι του. Αυτό το περιστατικό μπορεί να θέση σε πειρασμό τον Χριστιανό να υποχωρήση για να διαφύγη περαιτέρω βασανισμό και πιθανώς και τον θάνατο. Αλλά βάσει της θεοπνεύστου διαβεβαιώσεως που δίδεται από τον απόστολο Παύλο, γνωρίζει ότι οι περιστάσεις που δίνουν αφορμή στον πειρασμό δεν είναι παρά προσωρινές. Ο Ιεχωβά δεν θα επιτρέψη ν’ αναπτυχθή η κατάστασις ως το σημείο που να μη μπορή να ενισχύση τη Χριστιανική πίστι και την πνευματική δύναμι αρκετά ώστε να τηρηθή ακεραιότης.
Επίσης ο Ιεχωβά, με το πνεύμα του υποστηρίζει εκείνους που υφίστανται πιέσεις. Το άγιο πνεύμα του Θεού, ενεργώντας ως ένας υπενθυμητής και διδάσκαλος, επαναφέρει στη μνήμη των πράγματα που πρέπει να γνωρίζουν από την Αγία Γραφή για ν’ αντισταθούν στον πειρασμό και τους βοηθεί να διακρίνουν την ορθή εφαρμογή αυτών των πραγμάτων. (Ιωάν. 14:26) Γι’ αυτό και δεν απατώνται ώστε ν’ ακολουθήσουν εσφαλμένη πορεία. Κατανοούν τα πραγματικά ζητήματα που περιλαμβάνονται. Πολλοί υποστηρίχθηκαν έτσι από τον Ιεχωβά να συνεχίσουν την πιστότητα των ως τον θάνατο. Δεν ήταν ο θάνατος που απετέλεσε την έκβασι γι’ αυτούς, αλλά η βοήθεια που παρέσχε ο Ιεχωβά κατέστησε δυνατόν γι’ αυτούς να εγκαρτερήσουν ως το τέλος χωρίς να υποκύψουν στον πειρασμό.
Ο Ιεχωβά, όχι μόνον βοηθεί τους δούλους του με το πνεύμα του, αλλά χρησιμοποιεί και τους αγγέλους του επίσης υπέρ αυτών. Το εδάφιο Εβραίους 1:14 λέγει: «Δεν είναι πάντες λειτουργικά πνεύματα εις υπηρεσίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας να κληρονομήσωσι σωτηρίαν;»