Η Γενναιοδωρία Ανταποδίδει
«Η ΑΓΑΘΟΠΟΙΟΣ ψυχή θέλει παχυνθή», είναι η διαβεβαίωσις που δίνει η Αγία Γραφή. (Παροιμ. 11:25) Το άτομο που ασκεί αληθινή γενναιοδωρία δεν πρέπει να φοβάται ότι εξ αιτίας της θα φθάση στο σημείο να δοκιμάση έλλειψι.
Εν τούτοις, για να το πιστέψη κανείς αυτό χρειάζεται πίστις. Πραγματικά, η Αγία Γραφή συνδέει τη γενναιοδωρία με την πίστι. Στον Ιάκωβο 2:14-17 διαβάζομε: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεστε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν.»
Τώρα κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθή ‘Αν δίνω τα υπάρχοντα μου για να βοηθήσω τους άπορους αδελφούς και αδελφές, μπορεί να μην έχω τίποτε για δική μου ασφάλεια αν μου τύχουν οικονομικές δυσκολίες. Σ’ αυτή την περίπτωσι, ποιος θα με βοηθήση’; Αυτές οι σκέψεις θα μπορούσαν να εμποδίσουν ένα άτομο να είναι γενναιόδωρο με τα υπάρχοντά του. Έτσι, ασφαλώς χρειάζεται πίστις για να πιστέψη ότι το να δίνη γενναιόδωρα δεν θα βλάψη την ασφάλειά του σε κάποιο μεταγενέστερο καιρό. Ναι, χρειάζεται πίστις για να πιστέψωμε ότι, αν κάποτε βρεθούμε σε πραγματική ανάγκη, το πνεύμα του Θεού που ενεργεί στις διάνοιες και στις καρδιές των ομοπίστων μας, θα τους υποκίνηση να έλθουν προς βοήθειά μας.
Εκτός από την πίστι, το άτομο πρέπει να έχη το ορθό ελατήριο στην εκδήλωσι γενναιοδωρίας. Αν, επί παραδείγματι, του λείπη η αγάπη, η προσφορά του δεν θα έχη καμμιά αξία στα μάτια του Θεού. Ο απόστολος Παύλος έδωσε ένα ισχυρό επιχείρημα πάνω σ’ αυτό όταν έγραψε: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου δια να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.»—1 Κορ. 13:3.
Εκείνοι που δίνουν για να κερδίσουν επαίνους από τους ανθρώπους, μπορεί να κερδίσουν τις κολακείες που επιζητούν. Αλλά γι’ αυτούς το να δίνουν δεν φέρνει καμμιά άλλη ανταμοιβή. Ο Ιησούς Χριστός το έδειξε αυτό καθαρά όταν συμβούλευε ν’ αποφεύγωνται αυτού του είδους οι προσφορές. Είπε: «Όταν λοιπόν κάμνης ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, καθώς κάμνουσιν οι υποκριταί εν ταις συναγωγαίς και εν ταις οδοίς, δια να δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων· αληθώς σας λέγω, εχουσιν ήδη τον μισθόν αυτών. Όταν δε συ κάμνης ελεημοσύνην, ας μη γνωρίση η αριστερά σου τι κάμνει η δεξιά σου, δια να ήναι η ελεημοσύνη σου εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αυτός θέλει σοι ανταποδώσει εν τω φανερώ.»—Ματθ. 6:2-4.
Δεν έχει καμμιά αξία το να δίνη κανείς από τον χρόνο του, τα υπάρχοντά του και τις ικανότητές του απλώς για να εντυπωσιάση τους άλλους ή για ν’ αποκομίση κάποιο προσωπικό όφελος. Η Χριστιανική γενναιοδωρία πρέπει να είναι εντελώς ανιδιοτελής. Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Και εάν δανείζητε εις εκείνους, παρ’ ων ελπίζετε πάλιν να λάβητε, ποια χάρις χρεωστείται εις εσάς; διότι και οι αμαρτωλοί εις αμαρτωλούς δανείζουσι δια να λάβωσι πάλιν τα ίσα. Πλην . . . δανείζετε, μηδεμίαν απολαβήν ελπίζοντες, και θέλει είσθαι ο μισθός σας πολύς, και θέλετε είσθαι υιοί του Υψίστου· διότι αυτός είναι αγαθός προς τους αχάριστους και κακούς.»—Λουκ. 6:34, 35.
Εκείνοι που άκουσαν τα λόγια του Ιησού ήσαν άνθρωποι υποχρεωμένοι να τηρούν τον Μωσαϊκό νόμο, ο οποίος ήδη παρήγγελλε να κάνουν άτοκα δάνεια στους άπορους συμπατριώτες τους. (Έξοδ. 22:25) Έτσι, ακόμη και κάποιος που είχε κακή φήμη, που ήταν ‘αμαρτωλός’, το να κάμη ένα άτοκο δάνειο σε κάποιον που μπορούσε να το εξοφλήση, δεν ήταν τίποτε ιδιαιτέρως σημαντικό. Ο ‘αμαρτωλός,’ μπορούσε ακόμη να κάμη τέτοιο δάνειο με την ελπίδα ν’ αποκομίση κάποια μελλοντική χάρι από τον οφειλέτη. Εν τούτοις, το είδος της γενναιοδωρίας που ενεθάρρυνε ο Ιησούς Χριστός, προχωρούσε πέρα απ’ αυτό που έκανε ένας γνωστός ‘αμαρτωλός.’ Απαιτούσε να μιμηθή κάποιος τη γενναιοδωρία του Ιεχωβά, μια γενναιοδωρία που εκτείνεται σημαντικά ακόμη και σε αχάριστα, χωρίς εκτίμησι άτομα. Κατά συνέπεια, οι αφωσιωμένοι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού πρέπει να είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους πραγματικά άπορους, των οποίων οι οικονομικές περιστάσεις είναι τέτοιες που ίσως δεν θα μπορέσουν ποτέ να εξοφλήσουν. Αυτό πράγματι απαιτεί αγάπη και πίστι.
Ένα άτομο μπορεί να γίνη ένοχο πολύ σοβαρής αμαρτίας, όταν η προσφορά του δεν έχη το ορθό ελατήριο και υπάρχη έλλειψις πίστεως. Αυτό φαίνεται στην περίπτωσι του Ανανία και της Σαπφείρας. Αυτοί είδαν πώς άλλοι εκουσίως πωλούσαν τις περιουσίες τους και έδιναν αυτά που εισέπρατταν στους αποστόλους, για να τα χρησιμοποιήσουν εκείνοι προς βοήθεια απόρων ομοπίστων. Προφανώς ο Ανανίας και η Σαπφείρα επεζήτησαν να τους επαινέσουν οι άλλοι για τη γενναιοδωρία τους. Αλλά τους έλειπε η πίστις για τη φροντίδα του Θεού. Μολονότι δεν ήσαν υποχρεωμένοι, πώλησαν ένα αγρό κι έπειτα συμφώνησαν να προσφέρουν μέρος μόνο από τα χρήματα που έλαβαν. Εν τούτοις, προσπάθησαν ψευδώς να φανούν πιο γενναιόδωροι απ’ ό,τι ήσαν πραγματικά με το να υποκριθούν ότι πρόσφεραν ολόκληρο το ποσόν. Μέσω του αποστόλου Πέτρου, ο Θεός ο ίδιος εξέθεσε την εσκεμμένη απάτη τους και τους απήγγειλε την καταδίκη του θανάτου.—Πράξ. 5:1-11.
Έτσι, λοιπόν, για να βλέπη ο Ιεχωβά με εύνοια στις εκφράσεις γενναιοδωρίας, πρέπει να είναι γνήσιες. Ο Ιεχωβά θ’ ανταμείψη τα γενναιόδωρα άτομα, με το να τα ευλογήση και να τα ενισχύση να περάσουν δύσκολους καιρούς χωρίς να χάσουν την πνευματική τους ζωή. Μολονότι μπορεί προσωρινά να δοκιμάσουν δύσκολες στιγμές, ακόμη και σειρά από οικονομικές δυσχέρειες, δεν θα υποκύψουν στην απόγνωσι και στην απελπισία. Μια Γραφική παροιμία λέγει: «Ο δίκαιος πίπτει επτάκις και σηκώνεται.» (Παροιμ. 24:16) Ο ψαλμωδός εξέφρασε την εμπιστοσύνη του ως εξής: «Επί τον Θεόν ήλπισα· δεν θέλω φοβηθή· Τι να μοι κάμη σαρξ;»—Ψαλμ. 56:4.
Επί πλέον, όταν οι άλλοι βλέπουν ένα πολύ γενναιόδωρο άτομο να φθάνη σε πραγματική ανάγκη, θα είναι πολύ πιο διατεθειμένοι να το βοηθήσουν παρά έναν που είναι φιλάργυρος. Και όσο για τη Χριστιανική εκκλησία, το πνεύμα του Θεού που ενεργεί στις διάνοιες και τις καρδιές εκείνων που είναι συνταυτισμένοι μ’ αυτήν, τους υποκινεί να βοηθήσουν τους απόρους ομοπίστους. Έτσι μέσω των ομοπίστων, ο Ιεχωβά Θεός ανταμείβει τις πράξεις γενναιοδωρίας.
Η αληθινή γενναιοδωρία είναι πραγματικά μια έκφρασις αγάπης. Και υπάρχουν περιπτώσεις που η αγάπη απαιτεί περιορισμό στη γενναιοδωρία. Παραδείγματος χάριν, μερικοί άνθρωποι είναι απερίσκεπτοι, οκνηροί και απρόθυμοι να δεχθούν εργασία μολονότι υπάρχουν εργασίες που θα μπορούσαν να κάμουν. Θα ήταν προς βλάβην τους, το να τους επιτραπή να επωφελούνται από τη γενναιοδωρία των άλλων. Στην περίπτωσι αυτών των ατόμων εφαρμόζεται ο Γραφικός κανών: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.»—2 Θεσσ. 3:10.
Οι περιστάσεις, επίσης, μπορεί να περιορίσουν τον βαθμό στον οποίο μπορεί ένα άτομο να δίνη στους άλλους. Επί παραδείγματι, η ευθύνη για τη φροντίδα των μελών της οικογενείας, έρχεται πρώτη. Έτσι, θα ήταν σφάλμα για ένα πατέρα να δίνη «στους άλλους με τρόπο που να εμποδίζη την από μέρους του κατάλληλη προμήθεια για την οικογένεια.—1 Τιμ. 5:8.
Παρ’ ολ’ αυτά, ακόμη κι εκείνος που έχει λίγα υλικά αγαθά, μπορεί να είναι γενναιόδωρος. Μπορεί να έχη ευκαιρίες να δαπανήση χρόνο μ’ εκείνους που είναι μόνοι. Ίσως να μπορή να τους ενθαρρύνη με λόγια. Ή ίσως θα μπορούσε να συμμετάσχη με άλλους σε κάποια εποικοδομητική δραστηριότητα, κάνοντας απλώς ένα περίπατο στο πάρκο ή στο δάσος. Επίσης, ένα άτομο θα μπορούσε να δώση από τη σωματική του δύναμι για να κάμη προσωπικά, υποβοηθητικά πράγματα για τους άλλους.
Έτσι, μολονότι ένα άτομο μπορεί να έχη περιορισμούς, μπορεί ακόμη ν’ απολαμβάνη την υγιά επίδρασι του να είναι «ιλαρός δότης.» (2 Κορ. 9:7) Αν είναι γενναιόδωρος με όσα έχει και χρησιμοποιή κρίσι όταν δίνη στους άλλους, θ’ ανταμειφθή με εσωτερική χαρά και ικανοποίησι. Θα είναι ευχαριστημένος, γνωρίζοντας ότι ενεργεί σε αρμονία με το θέλημα του Θεού. Επομένως μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα εξακολουθήση ν’ απολαμβάνη την ευλογία, την καθοδήγησι και τη φροντίδα του Θεού.
Πράγματι, όταν ενδιαφερόμεθα βαθειά για την ευημερία των άλλων, θα υποκινούμεθα ν’ ανταποκριθούμε στις ανάγκες τους, δίνοντας γενναιόδωρα από τον χρόνο, τις δυνάμεις και τα υπάρχοντά μας. Αν το κάνωμε αυτό, θα εξακολουθήσωμε ν’ απολαμβάνωμε πλούσιες αμοιβές ως επιδοκιμασμένοι δούλοι του Θεού.