Ο Αγών μου να Είμαι Άριστος—Το Άξιζε;
Σκέψεις Ενός Ολυμπιονίκη
ΑΠΟ χρόνια ωνειρευόμουν αυτή τη στιγμή που θ’ αγωνιζόμουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν Σάββατο, 17 Οκτωβρίου 1964, ογδόη ημέρα των Αγώνων στο Τόκυο της Ιαπωνίας.
Και οι 75.000 θέσεις του Εθνικού Σταδίου ήσαν γεμάτες. Οι δρόμοι του Τόκυο έμοιαζαν έρημοι—σχεδόν όλοι ήσαν μπροστά στους δέκτες της τηλεοράσεως. Είχε έλθει ο καιρός για τους τελικούς του δρόμου των 200 μέτρων.
Έλαβα τη θέσι μου μπροστά στη γραμμή εκκινήσεως μαζί με επτά άλλους δρομείς. Όλοι μας είχαμε περάσει με επιτυχία τους προκριματικούς αγώνες που είχαν διεξαχθή τις προηγούμενες ημέρες. Γι’ αυτή την απόστασι των διακοσίων μέτρων, ήμαστε οι ταχύτεροι άνθρωποι στον κόσμο.
Η έντασις ήταν σχεδόν αφόρητη και δεν προερχόταν μόνο από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που μας παρακολουθούσαν. Η κύρια αιτία ήταν ο εθνικισμός. Οι Αγώνες είχαν καταλήξει να γίνουν ένας μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των Ρώσων και των Αμερικανών. Καθημερινώς σ’ ολόκληρο τον κόσμο εγίνοντο συγκρίσεις των μεταλλίων που είχε κερδίσει κάθε χώρα. Τα σχολεία μας, οι δήμαρχοι, οι κυβερνήται, ακόμη και ο πρόεδρος, είχαν στείλει τηλεγραφήματα για να μας υπενθυμίσουν ότι αγωνιζόμεθα για τη χώρα μας και ότι η χώρα μας είναι η καλύτερη.
Οι εφημερίδες επίσης μας επίεζαν, υπολογίζοντας τα μετάλλια που υπέθεταν ότι θάπρεπε να κερδίσωμε. Έκαναν να φαίνεται ότι το να κερδίσωμε ήταν ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου, ότι δηλαδή η χώρα μας θα έχανε το γόητρο της αν εμείς χάναμε. Πραγματικά, ο Κοκίσι Τσουμπουράγια, ο Ιάπων μαραθωνοδρόμος, αυτοκτόνησε μετά την ήττα του. Άφησε ένα σημείωμα με το οποίο ζητούσε συγγνώμη επειδή ‘επρόδωσε την πατρίδα του.’
Έτσι άρχισα να σκέπτωμαι: ‘Δεν μπορώ ν’ αφήσω τη χώρα μου να υποβιβασθή. Δεν θα μπορέσω ν’ αντιμετωπίσω τους φίλους και τους συγγενείς όταν γυρίσω στο σπίτι ηττημένος.’ Ήμουν ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο δρόμο 200 μέτρων και γι’ αυτό το λόγο είχαν την απαίτησι να κερδίσω.
Επίσης, οι νέγροι που ζητούσαν αναγνώρισι μ’ επίεζαν. Συχνά μου έλεγαν ότι άλλοι νέγροι είχαν χάσει και ότι έτσι είχαν υποβιβάσει το λαό μας στα μάτια των άλλων. Γι’ αυτό τώρα εγώ έπρεπε να κερδίσω χάριν των νέγρων της Αμερικής. Εν τούτοις, άλλοι νέγροι ασκούσαν πίεσι για να μποϋκοτάρουν τους Αγώνες ώστε να δείξουν στην Αμερική ότι δεν θα μπορούσε να κερδίση χωρίς εμάς τους νέγρους.
Αλλά κυρίως σκεπτόμουν την οικογένειά μου και τους φίλους μου, τους οποίους δεν ήθελα να στενοχωρήσω. Ήμουν ο ήρωας τους. Με υπεστήριζαν μ’ επευφημούσαν. Όταν κέρδιζα, κέρδιζαν κι εκείνοι. Όταν εγώ έχανα, έχαναν κι εκείνοι. Ίσως θα μπορέσετε να με καταλάβετε καλύτερα αν σας πω λίγα λόγια για το παρελθόν μου.
ΑΛΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ
Μεγάλωσα στο Ντητρόιτ του Μίσιγκαν και ήμουν το ένατο από ένδεκα παιδιά. Απ’ όσα μπορώ να θυμηθώ, η μητέρα μου κι ο πατέρας μου ήσαν χωρισμένοι. Η μητέρα εργαζόταν πολλές ώρες στο σπίτι προσπαθώντας να μας αναθρέψη.
Ήμουν πάντοτε αθλητής. Επειδή το διάβασμα και το γράψιμο ήσαν δύσκολα για μένα, το να είμαι το ταχύτερο αγόρι στη γειτονιά ή ο καλύτερος παίχτης, ήταν κάτι για μένα· ήταν ένας στόχος στη ζωή μου.
Στο γυμνάσιο, σχεδόν από την αρχή, τα πήγα πολύ καλά με τον αθλητισμό. Επί τρία χρόνια—το 1959, 1960 και 1961 αγωνιζόμουν στην Παναμερικανική Ομάδα Στίβου του Γυμνασίου μας. Ο δρόμος των 220 γυαρδών (200 μέτρων) ήταν η ειδικότης μου. Επίσης, είχα εκλεγή να παίξω επί δύο χρόνια στις ομάδες του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ-μπωλ όλης της πολιτείας.
Κανονικά, οι κολλεγιακές σπουδές θα έπρεπε να είναι έξω από τις επιδιώξεις μου. Αλλά τώρα τα πανεπιστήμια άρχισαν να μου κάνουν προσφορές για να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες μου. Ταξίδεψα σε πολλά πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτά προσπαθούσαν να με προσελκύσουν με δώρα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά τη φτώχεια της οικογενείας μου, ήμουν σε θέσι να έχω χρήματα στην τσέπη μου, ακόμη και να οδηγώ μια Κάντιλλακ! Απέκτησα την άδεια οδηγού στην τραπεζαρία ενός μπαρ, χωρίς καν να περάσω από εξετάσεις οδηγήσεως! Ένα από τα κοντινά πανεπιστήμια που προσπαθούσε να εξασφαλίση τις υπηρεσίες μου είχε φροντίσει γι’ αυτό.
Εν τούτοις, απεφάσισα να πάω στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Αριζόνας και γρήγορα κέρδισα παγκόσμια διάκρισι στον κόσμο του στίβου. Στο δεύτερο έτος των σπουδών μου έσπασα το παγκόσμιο ρεκόρ του δρόμου των 220 γυαρδών. Οι παγκόσμιοι ηγέτες ήθελαν να με συναντήσουν και να μου σφίξουν το χέρι. Στη Μόσχα συνήντησα τον Νικήτα Κρούστσεφ. Αλλά η φήμη και τα ταξίδια σ’ ολόκληρο τον κόσμο για ν’ αγωνισθώ σε συναντήσεις στίβου δεν εφαίνοντο να είχαν κάποια αξία για μένα.
Πίσω στην Πολιτεία της Αριζόνας απελάμβανα ειδική μεταχείρισι απλώς επειδή ήμουν ο πιο ταχύς δρομεύς. Οι άνθρωποι με γέμιζαν δώρα—‘ζαχαρωτά’ όπως τα ονομάζουν οι αθληταί. Έτσι, είχα πάντοτε χρήματα, καινούργια ρούχα κι ένα αυτοκίνητο. Συχνά έστελνα χρήματα στο σπίτι μου για να βοηθήσω μερικά μέλη της οικογενείας μας. Βέβαια, μου άρεσε η εύνοια και η προσοχή. Αλλά ήξερα ότι αυτά δεν ήσαν κατάλληλα- υπετίθετο ότι ήμεθα άμισθοι ερασιτέχναι αθληταί, αλλά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά.
ΑΔΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ
Μολονότι οι ικανότητές μου μού έφερναν δόξα, εν τούτοις, ένα μήνα προτού πάω στο Τόκυο με είχαν διώξει από ένα ξενοδοχείο στις Νότιες Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή ήμουν νέγρος. Η ιδιοκτήτρια μου είπε σαρκαστικά, «Δεν προσφέρομε υπηρεσίες για τη δική σας ράτσα εδώ.» Ήταν αργά την νύχτα και το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν ένας τόπος για να κοιμηθώ.
Εκείνο περίπου τον καιρό οι λευκοί είχαν δολοφονήσει τρεις δημοσίους υπαλλήλους στην Πολιτεία του Μισσισσιπή. Είχαν επίσης εξαπολύσει σκύλους εναντίον των νέγρων στο Νότο επειδή ζητούσαν καλύτερη εκπαίδευσι. Αλλά τα ταξίδια μου σ’ όλο τον κόσμο μ’ έπεισαν ότι οι αδικίες συμβαίνουν παντού. Σε άλλες χώρες οι προσωπικές ελευθερίες τις οποίες θεωρούσα σαν κάτι συνηθισμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά απηγορεύοντο με αυστηρό τρόπο.
Θλιβόμουν για τους ανθρώπους που υπέφεραν. Αλλά τι μπορούσα να κάμω. Κατάλαβα ότι το πρόβλημα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν απλώς φυλετικό πρόβλημα. Όταν οι νέγροι είχαν εξουσία μετεχειρίζοντο μερικές φορές τους άλλους νέγρους τόσο άσχημα όσο κι οι λευκοί. Η κοινή λογική μου έλεγε ότι δεν υπήρχε τίποτε που μπορούσα να κάμω, και γι’ αυτό απεφάσισα να μη θυσιάσω το μέλλον μου με το ν’ αναμιχθώ με κάποιο τρόπο σ’ αυτό το πρόβλημα.
Όσο για μένα, εκείνο τον καιρό όλα τα πράγματα πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Όταν ήμουν μικρό παιδί, ήμαστε τόσο φτωχοί ώστε πολλές φορές πηγαίναμε να κοιμηθούμε νηστικοί και αυτό δεν ήθελα να μου ξανασυμβή. Έτσι έμαθα να είμαι ο ήσυχος τύπος του ανθρώπου με τους τρόπους που αρέσουν στον κόσμο. Οι άνθρωποι συχνά μου έλεγαν: ‘Αν κερδίσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν έχεις ανάγκη να στενοχωριέσαι για τίποτε. Κάποια μεγάλη Εταιρία θα σε προσλάβη απλώς επειδή θα είσαι ήρωας των Ολυμπιακών Αγώνων.’ Έτσι, ήθελα ν’ αποφύγω κάθε φασαρία και να κερδίσω στο Τόκυο.
Μερικοί έλεγαν ότι ήμουν ένας ‘εκ φύσεως’ δρομεύς, ‘ο καλύτερος δρομεύς από τότε που ο Τζέσυ Όουενς ήταν στον καιρό της ακμής του.’ Αλλά πιστέψτε με, εργάσθηκα σκληρά για ν’ αναπτύξω την ικανότητά μου. Αγωνίσθηκα για να γίνω ο καλύτερος. Αλλ’ αν η νίκη μου στους Ολυμπιακούς αγώνες επρόκειτο να σημάνη για μένα αυτό που έλεγε ο κόσμος, τότε υπελόγιζα ότι άξιζε τον κόπο.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη έντασι στη ζωή μου, απ’ όσο όταν καταλάβαμε τις θέσεις μας στη γραμμή εκκινήσεως για τους τελικούς των Ολυμπιακών Αγώνων.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Έσκυψα εμπρός στη γραμμή εκκινήσεως στη Λωρίδα Επτά. Η στρατηγική μου ήταν να σπεύσω να προηγηθώ προτού φθάσωμε στη στροφή και ν’ αναγκάσω τους άλλους να με ακολουθήσουν και να κοπιάσουν περισσότερο. Διότι, αν ένας αθλητής δεν τρέχη με άνεσι δεν μπορεί να κάνη το καλύτερο που μπορεί.
Ο αρμόδιος ανήγγειλε: «Στις θέσεις σας. Έτοιμοι!» Κατόπιν, ένα όπλο έδωσε το σήμα: «ΜΠΑΜ!» Έκανα ένα καλό ξεκίνημα. Όταν έφθασα στη στροφή σκέφθηκα: ‘Πέτυχα! Προηγούμαι! Θα κερδίσω.’ Το μόνο πράγμα που έβλεπα μπροστά μου ήταν το τέρμα. Επετάχυνα το τρέξιμο μου όσο περισσότερο μπορούσα. Νίκησα!
Βρισκόμουν σ’ ένα άλλο κόσμο. Το κάθε τι γύρω μου φαινόταν ακίνητο· βρισκόμουν σε συναισθηματική υπερδιέγερσι. Είχα επιτύχει ένα καινούργιο Ολυμπιακό ρεκόρ και οι άλλοι έλεγαν ότι θα μπορούσα να είχα σπάσει και το δικό μου παγκόσμιο ρεκόρ αν δεν φυσούσε αντίθετος άνεμος.
Καθώς στεκόμουν στην κορυφή του βάθρου των νικητών, κι ενώ έπαιζαν την «Αστερόεσσα,» ήθελα να είμαι υπερήφανος για όσα είχα κάμει για τη χώρα μου. Και πράγματι απελάμβανα τις ζητωκραυγές των χιλιάδων ανθρώπων. Αλλά ταυτόχρονα, κατάλαβα ότι αυτό ήταν μια ουτοπία. Διότι οι ίδιες αδικίες που συγκλόνιζαν τους ανθρώπους προτού σταθώ σ’ αυτό το βάθρο του νικητού εξακολουθούσαν ακόμη να υπάρχουν.
Διερωτήθηκα: ‘Τι πρόκειται να μου συμβή τώρα που όλα τελείωσαν; Τι θα κάμουν οι υποστηρικταί μου; Θα με εγκαταλείψουν; Τι είδους εργασία θα βρω;’ Ήμουν ευτυχισμένος τρομαγμένος αλλά και θυμωμένος—όλα την ίδια στιγμή.
Καθώς ωδηγούσα προς το Ολυμπιακό Χωριό, κοίταξα για πρώτη φορά το χρυσό μετάλλιο. Δεν ήταν αυτό που περίμενα· ήταν απλώς ένα ασημένιο δολλάριο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα συνηθισμένα. Έτσι ρώτησα τον εαυτό μου: ‘Τι είναι αυτός ο κόσμος! Όλα αυτά τα χρόνια εργάσθηκα σκληρά για να κερδίσω αυτό το πράγμα;’ Αισθανόμουν ωργισμένος, μολονότι θα έπρεπε να αισθάνωμαι ευτυχισμένος. Αυτό ήταν μια πραγματική απογοήτευσις.
Λίγες μέρες αργότερα έτρεξα τα τελευταία 400 μέτρα στην σκυταλοδρομία των 1.600 μέτρων. Επέτυχα ένα καινούργιο Ολυμπιακό και παγκόσμιο ρεκόρ και κέρδισα ακόμη ένα χρυσό μετάλλιο. Μετά από ένα ταξίδι στην Αυστραλία για να λάβω μέρος σε ωρισμένες συναντήσεις, επέστρεψα σπίτι.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ—ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Καθώς επέστρεψα σπίτι σκεπτόμουν την νέα φάσι της ζωής μου που μόλις άρχιζε δηλαδή να βρω μια εργασία και ν’ αποκτήσω μια οικογένεια. Εν τούτοις, πρώτα απ’ όλα, μαζί με άλλα μέλη της Ολυμπιακής ομάδος πήγαμε στον Λευκό Οίκο και λάβαμε τα συγχαρητήρια του Προέδρου Τζόνσον.
Περίμενα να εξετάσω διάφορες προσφορές εργασίας και να διαλέξω εκείνη που ήθελα. Επί χρόνια οι άνθρωποι μου έλεγαν ότι αυτό θα συνέβαινε αν εκέρδιζα για τη χώρα μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλ’ αυτό δεν ήταν αληθινό. Οπουδήποτε πήγαινα οι άνθρωποι δεν εφαίνοντο να εντυπωσιάζωνται επειδή ήμουν ένας Ολυμπιονίκης. Βέβαια, τους άρεσε να συζητούν γι’ αυτό. Αλλ’ όταν ερχόταν η ώρα να με προσλάβουν, μ’ έβλεπαν σαν ένα ακόμη νέγρο, κάποιον που δεν έκαμε για τη δουλειά τους. Φυσικά άρχισα να πικραίνωμαι.
Μετά από λίγους μήνες έλαβα ένα τηλεφώνημα που με ρωτούσε αν ενδιαφερόμουν να παίξω επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Δεν είχα παίξει ποδόσφαιρο επί δύο χρόνια γιατί είχα συγκεντρώσει την προσοχή μου ιδιαίτερα στο αγώνισμα του δρόμου. Αλλά έψαχνα απεγνωσμένα για εργασία κι έτσι είπα «ναι.» Η ομάδα «Τζάιαντς» (Γίγαντες) της Νέας Υόρκης με προσέλαβε υπολογίζοντας ότι με την ταχύτητα που είχα, θα τους ήμουν χρήσιμος.
Πράγματι, απογοητευμένος, όπως ήμουν, εργάσθηκα σκληρά και βοήθησα την ομάδα. Επί τρία χρόνια είχα μεγάλη επιτυχία και για ένα χρονικό διάστημα ήμουν αρχηγός της αμύνης. Ένας αθλητικός αρθρογράφος είπε: «Αφότου ο Κάρο παίζει με την ομάδα των Γιγάντων της Νέας Υόρκης, έγινε ένας από τους καλύτερους κεντρικούς οπισθοφύλακες της χώρας.»
Ενώ είχα μόνο τρία παιχνίδια να παίξω για να τελειώσω τον τρίτο χρόνο, πληγώθηκα στο γόνατο και ο προπονητής μου είπε ότι δεν θα έπρεπε να παίξω άλλο εκείνο το έτος. Αλλά αργότερα ήλθε ο γιατρός και είπε ότι οι γυμνασταί μου ήθελαν να παίξω. Δημιουργήθηκε μια διαμάχη σχετικά με το πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα μου, διότι νωρίτερα εκείνο το έτος είχα αναμιχθή σε μια φυλετική διαμάχη στην ομάδα μας.
Ως αποτέλεσμα, στο τέλος της εποχής μ’ επώλησαν σε άλλη ομάδα. Ο λόγος που επικαλέσθηκαν ήταν ότι προξενούσα φασαρίες και ότι δεν μπορούσα να παίξω επειδή ήμουν τραυματισμένος. Η ομάδα στην οποία μ’ επώλησαν με μεταχειρίσθηκε με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, απεφάσισα να παραιτηθώ, μολονότι είχα κερδίσει 27.000 δολλάρια το προηγούμενο έτος.
ΕΝΑΣ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΣ
Προσπάθησα αλλά δεν κατώρθωσα να βρω μια έντιμη εργασία. Τελικά τοποθέτησα χρήματα σε μια αλυσίδα καταστημάτων ετοίμων φαγητών κι έχασα χρήματα. Ήμουν ωργισμένος και πικραμένος. Πίστευα ότι οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να με κοιτάζουν σαν ένα ανδρείκελο που ενώ είχε την ευκαιρία να γίνη κάτι, τελικά απέτυχε.
Αυτό μ’ επηρέαζε διανοητικά. Είχα αρχίσει να χάνω κάθε χαρά στη ζωή. Άρχισα να καπνίζω κάθε μέρα μαριχουάνα, κάνοντας όνειρα για το πώς θα βρισκόμουν και πάλι στην κορυφή. Η σύζυγός μου ήθελε να με βοηθήση αλλά δεν μπορούσε. Σκέφθηκα ότι η οικογένειά μου (είχαμε τώρα δύο παιδιά) θα αισθανόταν καλύτερα χωρίς εμένα. Έτσι, εγκατέλειψα το σπίτι μου.
Με τον καιρό, έφθασα στα τελευταία σκαλοπάτια της ηθικής σαν άνθρωπος, κάνοντας συντροφιά με εμπόρους ναρκωτικών και πόρνες. Άρχισα να παίζω τυχερά παιγνίδια και να μυρίζω κοκαΐνη. Επειδή είχα μεγαλώσει σ’ ένα γκέττο του Ντητρόιτ, εγνώριζα πολλούς από τους ανθρώπους με τους οποίους τώρα συνεργαζόμουν. Σύντομα αυτοί άρχισαν να με βλέπουν σαν ένα από τα ‘παιδιά,’ όπως λέγουν στη γλώσσα των, και διευθέτησαν ώστε να γίνω ένας έμπορος ναρκωτικών.
Μετά από μερικούς μήνες συνήλθα κι έρριξα ένα ερευνητικό βλέμμα στον εαυτό μου. Είχα αναμιχθή στα ίδια ακριβώς πράγματα που πάντοτε μισούσα. Το κάθε τι γύρω μου ήταν αρνητικό· δεν είχα κανένα πόρο ζωής. Δεν ήξερα τι να κάνω ούτε που να στραφώ. Είχα μια Αγία Γραφή και άρχισα να την διαβάζω, αλλά δεν φαινόταν να έχη καμμιά σημασία για μένα. Απεφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι.
ΕΠΙΤΕΥΞΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ
Η σύζυγός μου έδειξε κατανόησι. Το γεγονός ότι τα παιδιά μου πράγματι με είχαν στερηθή φαινόταν από το βλέμμα που υπήρχε στα μάτια τους. Ανέλαβα μια εργασία στην κομητεία κι εργαζόμουν εναντίον της παιδικής εγκληματικότητος. Αλλά σύντομα ανηγγέλθηκαν περιορισμοί στον προϋπολογισμό, πράγμα που εσήμαινε ότι ήταν πιθανόν ν’ απολυθώ. Λόγω της υπερηφάνειας μου, αισθάνθηκα και πάλι απογοητευμένος.
Με τη συγκατάθεσι της συζύγου μου, πούλησα ένα μέρος της περιουσίας μας και χρησιμοποίησα τα χρήματα για να δημιουργήσω μια διαφημιστική αντιπροσωπεία. Ο συνεταίρος μου ήταν ένας πολύ ταλαντούχος εμπορικός αντιπρόσωπος και εγώ ανέλαβα τον τομέα των δημοσίων σχέσεων. Οι άνθρωποι με ήξεραν και με ανεγνώριζαν, και σύντομα ταξίδευα σ’ ολόκληρη την Νέα Υόρκη συναντώντας πελάτες. Η επιχείρησις ευημερούσε.
Καθώς γύριζα μια μέρα σπίτι από την εργασία, η σύζυγός μου μ’ ερώτησε, αν συμφωνούσα να μελετήση την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Την ερώτησα, «Γιατί;» Μου είπε ότι οι γονείς μιας από τις μαθήτριές της (εδίδασκε σ’ ένα δημοτικό σχολείο) τής είχε δώσει ένα βιβλίο με τίτλο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Και μια άλλη καθηγήτρια τής είχε πει ότι αν ήθελε να μάθη οτιδήποτε για την Αγία Γραφή, έπρεπε να ρωτήση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Πρόσφατα είχαμε συζητήσει για διάφορες θρησκείες διότι ο γιος μας πλησίαζε στη σχολική ηλικία και πιστεύαμε ότι ήταν αναγκαίο να λάβη μια θρησκευτική εκπαίδευσι. Αλλά η συζήτησίς μας δεν είχε συμπεριλάβει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το μόνο που εγνώριζα ήταν ότι ο κόσμος τους θεωρούσε σαν ένα είδος παράξενων ανθρώπων. Εν τούτοις, αν εκείνη ήθελε να μελετήση μαζί τους εγώ δεν είχα αντίρρησι.
Εργαζόμουν σχεδόν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, αλλά στις λίγες στιγμές της αναπαύσεως η σύζυγός μου μού ανέφερε τα πράγματα που μάθαινε. Μια εβδομάδα αργότερα μ’ επεσκέφθη ο σύζυγος αυτής της γυναίκας με την οποία μελετούσε.
ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΛΟΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΦΘΩ
Μου είπε πόσο θαυμαστός τόπος μπορούσε να γίνη η γη αν απλώς οι άνθρωποι ζούσαν μαζί με ειρήνη. Συμφώνησα. Κατόπιν είπε: «Δεν είναι φανερό ότι ο Παντοδύναμος Θεός δεν ευθύνεται για τις παγκόσμιες συνθήκες σήμερα;»
Αυτό με κατέπληξε. «Αν ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος, τότε ποιος είναι; ήθελα να μάθω.
«Ο Σατανάς ή Διάβολος» είπε. Κι εκείνο που με εξέπληξε είναι ότι άνοιξε την Αγία Γραφή και μου έδειξε. Το εδάφιο 2 Κορινθίους 4:4 λέγει: «Ο θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον νουν, δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού.»
Ο Μάρτυς μού εξήγησε ότι ο Σατανάς είναι «ο θεός του κόσμου τούτου.» Και πραγματικά η προσοχή μου ελκύσθηκε όταν μου μίλησε για τρομερές αδικίες που διαπράττονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι του Σατανά και αυτός επηρεάζει τους ανθρώπους του, μου ετόνισε ο Μάρτυς. Αυτό με βοήθησε να καταλάβω ένα άλλο εδάφιο που μου έδειξε. Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Ο άρχων του κόσμου τούτου θέλει εκβληθή έξω.»—Ιωάν. 12:31.
Προφανώς, οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν απ’ αυτό το ισχυρό πνευματικό πρόσωπο, τον Σατανά ή Διάβολο. Αλλ’ ο Θεός μπορεί, εξήγησε ο Μάρτυς. Και θα το κάμη, έτσι ώστε ο σκοπός του να δημιουργήση μια ειρηνική γη κάτω από τη διακυβέρνησι της βασιλείας του μπορεί να πραγματοποιηθή. Αυτό φαινόταν λογικό. Ήταν πραγματικά κάτι που άξιζε να το σκεφθώ,
ΒΟΗΘΗΘΗΚΑ ΚΑ ΛΑΒΩ ΜΙΑ ΟΡΘΗ ΑΠΟΦΑΣΙ
Ο Μάρτυς επανήλθε πολλές φορές και όταν μ’ εύρισκε στο σπίτι κάναμε μια ακόμη Γραφική συζήτησι. Άρχισα πραγματικά να πιστεύω όσα εμάθαινα, εφόσον προήρχοντο ακριβώς μέσα από τον Λόγο του Θεού. Επί παραδείγματι, δεν εγνώριζα ότι ο Θεός είχε όνομα. Εν τούτοις, εκεί μέσα στην Αγία Γραφή, στον Ψαλμό 83:18, λέγει ότι το όνομα του είναι ΙΕΧΩΒΑ. Μου άρεσε να μαθαίνω αυτά τα πράγματα.
Αλλά όσα έλεγε η Αγία Γραφή για το ότι ο Σατανάς είναι ο θεός του κόσμου τούτου άρχισαν να μ’ ενοχλούν, και ιδιαίτερα όταν λέγη ότι οι ακόλουθοι του Ιησού δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου. (Ιωάν. 17:14-16) Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν το ότι ήμουν αναμεμιγμένος στην πολιτική, επειδή ένας κύριος πελάτης στο Διαφημιστικό μας γραφείο ήταν ο πιθανώτερος νέγρος υποψήφιος δήμαρχος στο Ντητρόιτ.
Έτσι, μια μέρα είπα στον Μάρτυρα: «Γνωρίζω ότι είσαι ένα σοβαρό άτομο· προσπαθείς να με βοηθήσης. Αλλά είμαι πολύ απασχολημένος με τη νέα διαφημιστική μου εργασία και δεν θέλω να σε βάζω σε δύσκολη θέσι ώστε να έρχεσαι και να μη με βρίσκης σπίτι.»
Λίγο αργότερα εκτύπησα στην πλάτη μου, κι επειδή το τραύμα πήρε άσχημη τροπή κατέληξα τελικά σ’ ένα νοσοκομείο. Στη διάρκεια του χρόνου που ήμουν στο νοσοκομείο οι Μάρτυρες ήλθαν να μ’ επισκεφθούν και έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον. Σκέφθηκα: Αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτε για μένα. Απλώς γνωρίζουν ότι είμαι ο σύζυγος της Γκλέντα κι όμως με μεταχειρίζονται τόσο στοργικά. Αυτό, όμως, πραγματικά μου άρεσε.
Εν τω μεταξύ είχα παρατηρήσει αλλαγές στη σύζυγό μου. Να ένα παράδειγμα: Η μικρή κόρη μιας Μάρτυρος είχε πεθάνει και η σύζυγός μου ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τη μητέρα. Την κοίταζα και σκέφθηκα: ‘Ποτέ δεν ενεργούσε έτσι στο παρελθόν. Γιατί δείχνει τόσο ενδιαφέρον και μαγειρεύει φαγητό γι’ αυτή τη γυναίκα και πηγαίνει να την βοηθή;’ Αυτά τα πράγματα σκεπτόμουν καθώς ήμουν εκεί στο νοσοκομείο.
Εν τω μεταξύ, η διαφημιστική μας επιχείρησις άρχισε να πηγαίνη άσχημα. Είχε καταλήξει να γίνη Εταιρία τεσσάρων ανδρών κι εγώ ήμουν απαραίτητος για να κρατώ τα πράγματα σε τάξι. Αλλά μέχρι τον καιρό που βγήκα από το νοσοκομείο, η επιχείρησις είχε τόσο πολύ χειροτερεύσει ώστε όλοι την είχαν εγκαταλείψει. Πάλι ήμουν αποτυχημένος από οικονομική άποψι.
Εγνώριζα τι είδους άνθρωπος ήθελα να είμαι. Να είμαι σε θέσι ν’ αγαπώ και να με αγαπούν και να είμαι ευτυχισμένος. Είδα τις αλλαγές στη σύζυγό μου και διεπίστωσα ότι αυτό ήταν εκείνο που κι εγώ επιθυμούσα. Εκείνο που είχε παραμείνει στο μυαλό μου ήταν ότι ο Σατανάς είναι ο θεός αυτού του συστήματος και ότι χρειαζόμουν βοήθεια για ν’ αγωνισθώ εναντίον της επιρροής του. Έτσι, όταν βγήκα από το νοσοκομείο τηλεφώνησα στον Μάρτυρα και του είπα ότι ήθελα μια Γραφική μελέτη.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ
Μετά την πρώτη μου μελέτη τον Δεκέμβριο του 1972, πήγα στην Αίθουσα Βασιλείας. Όλοι εκεί έδειξαν ενδιαφέρον και χαρά όταν με είδαν. Και παρετήρησα ότι αυτό εχαροποίησε πολύ τη σύζυγό μου. Θυμάμαι ότι ένας από τους ομιλητάς ανέφερε πώς ο σύζυγος είναι η κεφαλή της οικογενείας και ότι πρέπει ν’ αναλαμβάνη την ηγεσία. Σκέφθηκα, ‘Η σύζυγός μου το κάνει αυτό μελετώντας με τα παιδιά, πηγαίνοντας τα στις συναθροίσεις, προσευχόμενη μαζί τους ενώ εγώ δεν έχω κάμει τίποτε.’
Την επομένη εβδομάδα τα παιδιά ήσαν άρρωστα και η σύζυγός μου είπε: «Αν θέλης μείνε με τα παιδιά, εγώ θα πάω στη συνάθροισι.» Δεν σκέφθηκε ότι κι εγώ θα ήθελα να πάω. Αλλά την κοίταξα και είπα: «Εγώ είμαι εκείνος που πρέπει να έχω την ηγεσία. Έτσι, θα παραμείνης εσύ στο σπίτι με τα παιδιά.»
Αυτή με κοίταξε έκπληκτη—αλλά πιστεύω ότι ήταν ευχαριστημένη. Κι εγώ αισθανόμουν ευχαριστημένος, κάπως υπερήφανος επειδή είχα αρχίσει ν’ αναλαμβάνω την ηγεσία στην οικογένειά μου. Από τότε ελάχιστες φορές έχασα τις συναθροίσεις. Πραγματικά με βοήθησαν να κάμω αλλαγές που έφεραν σ’ όλη την οικογένειά μας την ευτυχία.
Εν τω μεταξύ, μπόρεσα να βρω τον τύπο της εργασίας που πάντοτε ήθελα, ως διευθυντής διαφημίσεων σε μια εφημερίδα. Ήμουν πολυάσχολος—πάντοτε σε κίνησι—οι άνθρωποι μ’ εγνώριζαν κι εγώ γνώριζα ανθρώπους κι έτσι άρχισα να κάνω σχέδια για το πώς θα μπορούσα να προωθήσω την εργασία μου. Στην πραγματικότητα είχα κι άλλες, επιπρόσθετες προσφορές για εργασία. Αλλά εξακολούθησα να πηγαίνω στις συναθροίσεις και αυτό ήταν καλό διότι όσα έμαθα εκεί πραγματικά επηρέασαν τη ζωή μου.
Επί παραδείγματι, εγνώριζα πόσο κακό κάνει η χρήσις των σκληρών ναρκωτικών και είχα παύσει να τα χρησιμοποιώ. Εν τούτοις, κάπνιζα ακόμη μαριχουάνα. Δεν μου φαινόταν ότι ήταν τόσο κακό αφού η χρήσις της ήταν τόσο κοινή. Αλλά σε μια συνάθροισι τονίσθηκε ότι το κάπνισμα είναι αντιγραφικό. Η Αγία Γραφή λέγει ότι θα πρέπει να «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος.» Κατάλαβα καλά ότι αυτό εσήμαινε ότι έπρεπε να εγκαταλείψω τη μαριχουάνα αν ήθελα να ευαρεστώ τον Ιεχωβά Θεό.—2 Κορ. 7:1.
Σε μια άλλη συνάθροισι τονίσθηκε ότι η μοιχεία είναι κάτι κακό. Η Αγία Γραφή λέγει: «Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας και η κοίτη αμίαντος· τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός.» (Εβρ. 13:4) Έτσι, διέκρινα ότι έπρεπε να κάμω μερικές βαθύτερες αλλαγές.
Επιθυμούσα να ευχαριστώ τον Θεό κι έτσι προσευχόμουν σ’ αυτόν γι’ αυτά τα ζητήματα. Αλλά τότε διάβασα κάτι στη Σκοπιά σχετικά με την ανάγκη να λέμε πάντοτε την αλήθεια στον Ιεχωβά. Έτσι, εξομολογήθηκα σ’ αυτόν από την καρδιά μου ότι απελάμβανα αυτά τα κακά πράγματα—και ότι πολλές φορές τ’ αναζητούσα—αλλά ότι τώρα, πάνω από οτιδήποτε άλλο, ήθελα πραγματικά να τον ευχαριστήσω. Με το να πω την αλήθεια στον Θεό και να θέσω την εμπιστοσύνη μου σ’ αυτόν για βοήθεια, έκοψα αυτές τις κακές συνήθειες. Ακόμη και το κάπνισμα της μαριχουάνας δεν δυσκολεύθηκα να το εγκαταλείψω τόσο όσο πίστευα.
Ήταν εκπληκτικό το πόσο ευτυχισμένος αισθανόμουν. Άρχισα να έχω ένα σκοπό στη ζωή, μια κατεύθυνσι. Τα παιδιά μου άρχισαν ν’ αποβλέπουν σε μένα για κατεύθυνσι. Όλοι εκτιμούσαμε τον Ιεχωβά και παρακολουθούσαμε τις συναθροίσεις μαζί. Ήταν πραγματικά θαυμάσιο! Απελάμβανα αυτές τις αλλαγές που συνέβαιναν σ’ εμένα και στην οικογένειά μου περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Ήμουν πεπεισμένος ότι είχα βρη την αλήθεια και σκέφθηκα ότι όλοι οι φίλοι μου—εκείνοι που ήσαν απογοητευμένοι και γεμάτοι προβλήματα και ανηθικότητα—οπωσδήποτε θα ήθελαν να μάθουν γι’ αυτήν. Αλλά ούτε ένας, ούτε ένας δεν ενδιαφέρθηκε. Στην πραγματικότητα άρχισαν να με περιγελούν, αποκαλώντας με «ο κήρυκας.» «Έρχεται ο κήρυκας,» έλεγαν.
Έτσι, διέκρινα ότι αυτοί οι άνθρωποι του κόσμου δεν ήσαν πραγματικοί φίλοι μου. Εγώ ήθελα για φίλους άτομα που αγαπούσαν τον Θεό. Έτσι, για να συμβολίσουμε την αφιέρωσι της ζωής μας να υπηρετούμε τον Ιεχωβά Θεό, η σύζυγός μου κι εγώ βαπτισθήκαμε στις 20 Μαΐου 1973.
Άρχισα να εκτιμώ περισσότερο από κάθε τι άλλο τα θαυμαστά πράγματα που συνέβαιναν σε μένα,—την καλή μου σχέσι με τον Θεό, με την οικογένειά μου και με τους Χριστιανούς αδελφούς μου. Μολονότι είχα μια ενδιαφέρουσα, καλοπληρωμένη εργασία, αυτή αποσπούσε το ενδιαφέρον μου κι επίσης ήταν γεμάτη από κακές συναναστροφές και πειρασμούς. Συνέχισα να σκέπτομαι το εδάφιο: «Φθείρουσι τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί.» (1 Κορ. 15:33) Έτσι, εγκατέλειψα την εργασία μου ως διευθυντής διαφημίσεων μολονότι ήταν ο τύπος της εργασίας που πάντοτε επιθυμούσα.
ΥΛΙΚΟΣ ΠΤΩΧΟΤΕΡΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΛΟΥΣΙΟΣ
Ένας Μάρτυς στην εκκλησία με προσέλαβε ως βοηθό ελαιοχρωματιστού. Δεν εκέρδιζα πολλά χρήματα, αλλά ήμουν ευτυχής. Δεν μ’ ενδιέφερε πια να τηρήσω μια εικόνα δόξης. Ήθελα απλώς να υπηρετώ τον Ιεχωβά. Εγνώριζα ότι είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, το μόνο Πρόσωπο που μπορεί να διευθετήση όλες τις αδικίες. Η Γραφική απόδειξις—η εκπλήρωσις των προφητειών και η δύναμις της Αγίας Γραφής να φτιάξη τη ζωή μας—με είχε πείσει γι’ αυτό.
Όταν επιστρέψαμε από μια μεγάλη συνέλευσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1973 είπα στη σύζυγό μου: «Πρέπει να κάνω έργο σκαπανέως (ολοχρόνιο κήρυγμα). Εφόσον είχαμε περισσότερα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που μπορούσαμε να πωλήσωμε, δεν υπήρχε τίποτε που μπορούσε να με σταματήση. Έτσι άρχισα έργο σκαπανέως.
Μετά από λίγο σκέφθηκα, ‘θα μπορούσαμε να προσφέρωμε την υπηρεσία μας εκεί όπου η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας είναι μεγαλύτερη.’ Κατά σύμπτωσι, ο Φρεντ Κούπερ, ένα άτομο με το οποίο πήγαινα μαζί στο γυμνάσιο, μου τηλεφώνησε από την πολιτεία της Γεωργίας. Αυτός είναι τώρα ένας πρεσβύτερος σε μια εκκλησία εκεί και είχε ακούσει ότι εγώ είχα γίνει Μάρτυς. Του είπα ότι σκεπτόμουν να πάω εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη. Έτσι καταλήξαμε στο να πωλήσωμε το σπίτι μας και να μετακομίσωμε στην πολιτεία της Γεωργίας.
Το έργο σκαπανέως ήταν μια πραγματική χαρά, αλλά λόγω του προβλήματος της πλάτης μου και της ανάγκης να βρω μια εργασία για να συντηρήσω την οικογένειά μου, αναγκάσθηκα τελικά να εγκαταλείψω το έργο σκαπανέως, τον Μάιο του 1975. Εν τούτοις, τον Σεπτέμβριο διωρίσθηκα πρεσβύτερος σε μια τοπική εκκλησία. Από τότε, η σύζυγός μου κι εγώ δίνομε μερικά μαθήματα σ’ ένα δημοτικό σχολείο για ν’ αντιμετωπίσομε τα έξοδά μας. Όχι, δεν έχομε πολλά από υλική άποψι, αλλά είμαστε πλούσιοι με πιο σπουδαίους τρόπους.
Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, ο γιος μου ενδιαφέρεται για τα πνευματικά πράγματα—διαβάζει την Αγία Γραφή και η δική μας μελέτη τον βοηθεί. Πριν από ένα περίπου χρόνο, όταν ήταν ηλικίας επτά ετών με ρώτησε αν μπορούσε να εγγραφή στη Θεοκρατική Σχολή της εκκλησίας. Μέσα μου αναπήδησα από χαρά. Στην ηλικία του εκείνο που σκεπτόμουν πάντοτε ήταν τα σπορ· και πώς θα γινόμουν ένας μεγάλος αστέρας του στίβου. Κι εγνώριζα ότι η Πόλις του Πέιτον θα με παρακαλούσε τότε να συγκροτήσω μια μικρή ομάδα ή κάτι παρόμοιο.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ
Πιστεύω ότι ο αθλητισμός είναι καλός—όταν είναι στη θέσι του. Αλλά από την ίδια ακριβώς την αρχή υπάρχει απάτη. Οι αθληταί ειδωλοποιούνται σαν να είναι υπεράνθρωποι, ενώ είναι πραγματικά σάρκα και αίμα, όπως οποιοσδήποτε άλλος. Και—τα παιδιά υποχρεώνονται να δαπανούν όλο τους τον εαυτό στον αθλητισμό—αυτό στην πραγματικότητα είναι επιχείρησις, δεν είναι αθλητισμός. Και, κοιτάξτε πόσο βλάπτονται οι νεώτεροι, οι οποίοι τίθενται κάτω από τέτοια πίεσι για να γίνουν οι καλύτεροι, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούν να γίνουν.
Ακόμη κι όταν ένας διακριθή και αυτό είναι απάτη. Γιατί; Διότι δεν διαρκεί, δεν είναι κάτι πράγματι ικανοποιητικό. Οι αστέρες σύντομα αντικαθιστώνται και γενικά ξεχνιώνται. Κατόπιν επακολουθεί απογοήτευσις, κατάθλιψις καθώς και προβλήματα υγείας. Τι είναι επομένως εκείνο που αξίζει;
Αντί ν’ ανταγωνίζεται κανείς με τους άλλους για να γίνη ο καλύτερος, το να βοηθή και να υπηρετή τους άλλους είναι αυτό που πραγματικά φέρνει ικανοποίησι. Αυτό είναι εκείνο που έκαμε ο Χριστός. Ήλθε για να ‘υπηρετήση, όχι να υπηρετηθή.’ (Ματθ. 20:28) Πράγματι, η θερμή ενότης που αυτό το πνεύμα της ανιδιοτελείας και η αγάπη εμφυτεύουν μέσα σε μια οικογένεια και σε μια εκκλησία είναι εκείνο που κάνει τη ζωή πραγματικά αξιόλογη.—Ενώ ο αγώνας για να διακριθή κανείς ως ο καλύτερος δεν κάνει αυτό.—Από συνεργάτη.
[Εικόνα στη σελίδα 612]
«Κέρδισα ακόμη ένα χρυσό μετάλλιο»
[Εικόνα στη σελίδα 614]
«Η ομάδα «Τζάιαντς» της Νέας Υόρκης με προσέλαβε»
[Εικόνα στη σελίδα 617]
«Άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή με την οικογένειά μου»