Το Κείμενον των Χριστιανικών Γραφών—Πόσο Ακριβές Είναι;
ΑΦΟΥ μπορείτε να διαβάσετε αυτό το περιοδικό, είναι πιθανόν να κατέχετε ένα αντίτυπο των Χριστιανικών Γραφών, που λέγεται κοινώς «Καινή Διαθήκη.» Τα εικοσιεπτά βιβλία που αποτελούν αυτό το μέρος της Αγίας Γραφής συμπληρώθηκαν πριν από 1.879 έτη περίπου. Μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη ότι το αντίτυπο των Χριστιανικών Γραφών που έχετε αντιπροσωπεύει επακριβώς τα όσα είπαν οι αρχικοί Βιβλικοί συγγραφείς;
Αυτό μπορεί να φαίνεται αμφίβολο σε μερικούς. Μπορεί να σκέπτωνται ότι η μεταβίβασις αυτών των συγγραμμάτων μέσα σε χρονικό διάστημα δύο χιλιετηρίδων περίπου κατέληξε σε απώλεια του πρωτοτύπου Βιβλικού κειμένου.
Τα πράγματα όμως είναι εντελώς αντίθετα. Μια σημαίνουσα προσωπικότης στα κείμενα της Βίβλου, ο Φρέντερικ Γ. Κένυον, λέγει: «Δεν είναι άσκοπο να τονισθή και πάλι με ισχυρό τρόπο ότι κατ’ ουσίαν το κείμενο της Βίβλου είναι βέβαιο: Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για την Καινή Διαθήκη.»
Πώς μπορούν οι λόγιοι να είναι τόσο βέβαιοι ότι εμείς σήμερα έχομε τις Χριστιανικές Γραφές ουσιαστικά όπως εγράφησαν; Επειδή εξήτασαν πολλές χιλιάδες αντίγραφα αυτών των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Αυτά τα «χειρόγραφα» παρέχουν ένδειξι ότι το κείμενο των Χριστιανικών Γραφών είναι καταπληκτικά ακριβές.
ΜΙΑ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΑΝΤΙΘΕΣΙΣ
Είναι ασύνηθες για ένα αρχαίο έγγραφο να υποστηρίζεται από μεγάλο αριθμό χειρογράφων. Παραδείγματος χάριν, από το βιβλίο Ιστορία, που εγράφη από τον Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο τον Νεώτερο (61-113 μ.Χ.) μόνο επτά αντίγραφα επιζούν. Το αρχαιότερο απ’ αυτά χρονολογείται από το έτος 850 μ.Χ., δηλαδή επτά και πλέον αιώνες μετά τον καιρό της συγγραφής του πρωτοτύπου. Ομοίως, από την ιστορία του Έλληνος συγγραφέως Ηροδότου υπάρχουν οκτώ μόνο αντίγραφα από τα οποία το αρχαιότερο είναι γραμμένο 1.300 χρόνια μετά τον καιρό της συγγραφής του πρωτοτύπου.
Αλλά τι θα λεχθή για τις Χριστιανικές Γραφές; Σε αξιοσημείωτη αντίθεσι, τα προσφάτως εκδοθέντα χειρόγραφα αυτού του μέρους της Αγίας Γραφής στην πρωτότυπη Ελληνική γλώσσα ανέρχονται τώρα σε 5.269. Επί πλέον, ευρήματα χειρογράφων από αρχαίες μεταφράσεις αυτών των συγγραμμάτων στη Συριακή, Λατινική, Γοτθική και άλλες γλώσσες αυξάνουν τη μαρτυρία με άλλα 10.000 χειρόγραφα ή και περισσότερα. Αυτή η εκτεταμένη αντιγραφή και μετάφρασις δεν έχει γίνει για κανένα άλλο έγγραφο σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Αλλ’ αυτό πρέπει ν’ αναμένεται μόνο για τα συγγράμματα που είναι αληθινά ‘θεόπνευστα.’—2 Τιμ. 3:16.
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτών των χειρογράφων από την πρωτότυπη γλώσσα είναι η εγγύτης των προς τον καιρό της συγγραφής της Βίβλου. Τεμάχια παπύρου από μέρη των Χριστιανικών Γραφών στην Ελληνική χρονολογούνται από την αρχή του δευτέρου αιώνος (από το 100 και μετά) μ.Χ., και ίσως και από το τέλος του πρώτου αιώνος.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ—ΓΙΑΤΙ
Είναι επόμενο ότι πολλές χιλιάδες αντίγραφα που έγιναν στη διάρκεια των αιώνων θα είχαν ως αποτέλεσμα διαφορές μεταξύ των σε ωρισμένα σημεία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό.
Παραδείγματος χάριν, τα αρχαιότερα Ελληνικά Βιβλικά χειρόγραφα έγιναν μ’ ένα τύπο γραφής με κεφαλαία που είναι γνωστά ως «ούνσιαλς.» Αυτός ο όρος προέρχεται από τη Λατινική λέξι που σημαίνει «ένα δωδέκατον» και αναφέρεται ίσως στα μεγάλα γράμματα που κατελάμβαναν αρχικά ένα δωδέκατο μιας γραμμής. Στα χειρόγραφα με τα κεφαλαία δεν εχώριζαν σχεδόν οι λέξεις μεταξύ των.
Οι Βιβλικοί αρχαιολόγοι παρουσίασαν ένα πρόβλημα που μπορεί ν’ ανακύψη απ’ αυτόν τον τύπο γραφής όταν οι λέξεις γράφωνται χωρίς ν’ αφήνεται διάστημα μεταξύ των. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέση σύγχυσι στο διαχωρισμό των διαφόρων λέξεων, (π.χ. σ’ ένα Αγγλικό χειρόγραφο μπορεί να υπάρχη η φράσις «GODISNOWHERE.» Αν χωρίσωμε τη φράσι ως εξής: «GOD IS NOWHERE,» θα σημαίνη «Ο ΘΕΟΣ ΟΥΔΑΜΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ.» Αν όμως τη χωρίσωμε ως εξής: GOD IS NOW HERE,» θα σημαίνη «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ ΕΔΩ.») Όταν ανακύπτη αυτό το είδος προβλήματος σε χειρόγραφα των Χριστιανικών Γραφών, όμως, ποτέ δεν είναι πολύ σοβαρή η διαφορά της εννοίας.
Για να φέρωμε ένα παράδειγμα: Σύμφωνα με το βιβλίο Αντιμετώπισις Χειρογράφων της Καινής Διαθήκης, διάφορες απόψεις χωρισμού λέξεως και στίξεως του πρωτοτύπου Ελληνικού κειμένου δίνουν τις επόμενες δύο κυριώτερες πιθανότητες μεταφράσεως των εδαφίων Ιωάννης 1:3, 4.
α. «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ο γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων.»
β. «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν. Ό γέγονεν εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων.»
Είναι φανερό ότι η γενική έννοια αυτού του Γραφικού εδαφίου είναι ίδια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Άλλος ένας λόγος για τον οποίον τα αρχαία Ελληνικά Βιβλικά χειρόγραφα διαφέρουν σε ελάχιστες λεπτομέρειες είναι ότι ωρισμένα κεφαλαία γράμματα της Ελληνικής αλφαβήτου ομοιάζουν μεταξύ των. Έτσι, δύο χειρόγραφα ή δύο ομάδες χειρογράφων μπορεί να έχουν λέξεις με όμοια εμφάνισι, αλλά με διαφορετική σημασία σε ωρισμένα μέρη. Επίσης, μερικές φορές, η αντιγραφή εγίνετο καθ’ υπαγόρευσιν. Ωρισμένα χειρόγραφα δείχνουν ότι σε μεμονωμένες περιπτώσεις οι γραφείς συνέχεαν τις λέξεις που είχαν τον ίδιο ήχο (όπως οι λέξεις «κώμη» και «κόμη.»)
Η Εικονογραφημένη Εγκυκλοπαιδεία της Βίβλου του Ζόντερβαν αναφέρει μερικές άλλες ακόμη αιτίες των παραλλαγών των Βιβλικών χειρογράφων: «Το βλέμμα ενός αντιγραφέως μπορεί να επήδησε από την πρώτη φορά που απαντάται μια λέξις στη δεύτερη φορά που απαντάται η ίδια λέξις, παραλείποντας την ενδιάμεση ύλη· μπορεί επίσης να είχε διαβάσει την ίδια η λέξι ή φράσι δύο φορές· ή μπορεί να έκανε σύγχυσι μιας λέξεως αντί της άλλης που είχε όμοια εμφάνισι. . . .»
Στην αρχή λοιπόν της Χριστιανικής Εποχής τα χειρόγραφα που αντεγράφησαν σε διάφορες περιοχές άρχισαν να παρουσιάζουν ποικιλίες μεταξύ των. Επειδή αυτά τα έγγραφα αντεγράφησαν και επαναντεγράφησαν, ήλθαν σε ύπαρξι οικογένειες χειρογράφων με τις ίδιες βασικές ιδιομορφίες. Έτσι, λοιπόν, οι λόγιοι σήμερα μιλούν για το Αλεξανδρινό κείμενο, το Δυτικό κείμενο, το κείμενο της Καισαρείας και το Βυζαντινό κείμενο.
Ενδιαφέρει να σημειωθή ότι πολλά χειρόγραφα έχουν «μικτά» ή «ρευστά» κείμενα. Γιατί; Ένας λόγος είναι ότι οι αντιγραφείς συχνά αντέγραφαν ένα τμήμα (παραδείγματος χάριν, τα ευαγγέλια) από ένα χειρόγραφο, και ένα άλλο τμήμα (παραδείγματος χάριν, τις επιστολές του αποστόλου Παύλου) από ένα διαφορετικό χειρόγραφο. Επίσης, αφού τελείωναν ένα νέο αντίγραφο, οι γραφείς μπορεί να έκαναν διορθώσεις από ένα χειρόγραφο διαφορετικό από εκείνο από το οποίο είχαν αντιγράψει.
ΕΝΤΥΠΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Στο έτος 1514 εξεδόθησαν τυπωμένες για πρώτη φορά οι Χριστιανικές Γραφές στην Ελληνική γλώσσα. Αυτό ήταν στον πέμπτο τόμο του έργου που είναι γνωστό ως «Κομπλουτενσιανό Πολύγλωττο.» Αυτή η έκδοσις των Χριστιανικών Γραφών στην Ελληνική γλώσσα, όμως καθυστέρησε στη δημοσίευσι και δεν εμφανίσθηκε στην αγορά παρά μόνο το 1522. Δεν είναι γνωστό ποια χειρόγραφα εχρησίμευσαν ως βάσις αυτού του τυπωμένου Ελληνικού κειμένου.
Στο έτος 1516, ο Ολλανδός λόγιος Ντεσιντέριους Έρασμος εξέδωσε μια έντυπη έκδοσι των Χριστιανικών Γραφών στην Ελληνική γλώσσα. Μολονότι αυτή τυπώθηκε δύο χρόνια αργότερα από το Πολύγλωττον κείμενο που αναφέρθη προηγουμένως, το κείμενο του Εράσμου ήταν το πρώτο που διετέθη στην αγορά. Λόγω του μικρού του μεγέθους και της χαμηλής του τιμής, απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Στη διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνος το κείμενο του Εράσμου έγινε γνωστό ως «παραδεδεγμένο κείμενο» (τέξους ρεσέπτους). Όλες οι κυριότερες Προτεσταντικές μεταφράσεις των Χριστιανικών Γραφών στην Ευρώπη πριν από το έτος 1881, περιλαμβανομένης και της περιφήμου Κατ’ Εξουσιοδότησιν Μεταφράσεως ή Μεταφράσεως Βασιλέως Ιακώβου, εβασίζοντο σ’ αυτό το Ελληνικό κείμενο.
Εν τούτοις, ο Έρασμος συνεκέντρωσε το Ελληνικό του κείμενο, ως επί το πλείστον από έξη μόνο χειρόγραφα, από τα οποία κανένα δεν ήταν αρχαιότερο από τον δέκατο αιώνα μ.Χ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, έκανε το τυπωμένο αντίτυπό του από δύο χειρόγραφα του δωδεκάτου περίπου αιώνος. Έτσι, το έγκυρο χειρόγραφο για το παραδεδεγμένο κείμενο είναι ανεπαρκές και απέχει πολλούς αιώνες από τον καιρό της συγγραφής αυτών των θεοπνεύστων Γραφικών βιβλίων.
Με την ανακάλυψι πολυαρίθμων χειρογράφων μεγαλυτέρας αρχαιότητος, οι λόγιοι άρχισαν να εκτυπώνουν το παραδεδεγμένο κείμενο μ’ ένα σύστημα υποσημειώσεων για να δείχνουν πού και πώς αυτά τα αρχαιότερα χειρόγραφα διέφεραν από το παραδεδεγμένο κείμενο. Στους συγχρόνους καιρούς εμφανίσθηκαν πολλές εκδόσεις των Χριστιανικών Γραφών στην Ελληνική γλώσσα που διέφεραν σημαντικά από το τυπωμένο κείμενο που εξεδόθη πρώτη φορά από τον Έρασμο.
Η αιτία τούτου είναι απλή. Ενώ ο Έρασμος δεν είχε παρά λίγα χειρόγραφα με τα οποία εργάσθηκε, οι λόγιοι σήμερα έχουν πολλές χιλιάδες απ’ αυτά. Οι ειδικοί, μπορούν συχνά να εξιχνιάσουν την ιστορία διαφόρων παραλλαγών και να επισημάνουν εκείνο που έγραψε κατά πάσαν πιθανότητα ο θεόπνευστος συγγραφεύς ενός Γραφικού βιβλίου. Το αποτέλεσμα της κοπιώδους εργασίας των λογίων που ασχολήθηκαν με το κείμενο ήταν οι εκδόσεις του τυπωμένου Ελληνικού κειμένου που παρουσιάζουν, με ακρίβεια μεγαλύτερη του παραδεδεγμένου κειμένου, εκείνο που έγραψαν πραγματικά οι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς.
«ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΗ ΤΟ ΕΝ ΧΙΛΙΟΣΤΟΝ»
Μέχρι ποίου βαθμού τα χειρόγραφα των Ελληνικών Γραφών διαφέρουν μεταξύ των; Υπολογισμοί του αριθμού των διαφορών, που λέγονται «παραλλαγές στη διατύπωσι,» στα Ελληνικά χειρόγραφα και στις αρχαίες μεταφράσεις, υπερβαίνουν τις 200.000. Μήπως αυτό σημαίνει ότι το κείμενο των Χριστιανικών Γραφών έχει αλλοιωθή απελπιστικά; Στην πραγματικότητα, ο αριθμός αυτός είναι πολύ παραπλανητικός. Πώς συμβαίνει αυτό;
Στο βιβλίο Μια Γενική Εισαγωγή στην Αγία Γραφή, ο Νόρμαν Λ. Γκάισλερ και ο Ουίλλιαμ Ε. Νιξ τονίζουν ότι: «Υπάρχει ασάφεια όταν λέγεται ότι υπάρχουν περίπου 200.000 διαφορές στα υπάρχοντα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, επειδή αυτές οι διαφορές αφορούν μόνο 10.000 μέρη της Καινής Διαθήκης. Αν μια και μόνη λέξις είναι κακογραμμένη σε 3.000 διάφορα χειρόγραφα, υπολογίζονται έτσι 3.000 διαφορές ή «παραλλαγές.»
Επί πλέον, οι περισσότερες από τις παραλλαγές είναι απλώς μηχανικές, σχετίζονται με πράγματα όπως είναι η ορθογραφία (που είναι ανάλογη με τη διαφορά μεταξύ των λέξεων) και η σειρά των λέξεων. Ένας λόγιος εδήλωσε ότι από 160.000 παραλλαγές εκείνες που θα μπορούσαν να εγείρουν αμφιβολία ως προς την έννοιά τους ανήρχοντο μόνο σε 400. Απ’ αυτές, μόνο 50 ήσαν πραγματικά σημαντικές. Ομοίως, ο Φέντον Τζων Άντονυ Χορτ, ένας φημισμένος παγκοσμίως λόγιος του Ελληνικού κειμένου των Χριστιανικών Γραφών, γράφει:
«Η αναλογία των λέξεων σε ολόκληρο το Ελληνικό κείμενο των Χριστιανικών Γραφών που είναι ουσιαστικά παραδεκτή παντού ως αναμφισβήτητη, είναι πολύ μεγάλη, όχι λιγώτερη, σύμφωνα μ’ ένα πρόχειρο υπολογισμό, από τα επτά όγδοα του συνόλου. Το υπόλοιπο ένα όγδοο, επομένως, που αποτελείται κατά μέγα μέρος από αλλαγές στη διάταξι των λέξεων και άλλες σχετικώς ασήμαντες παραλλαγές, συνιστούν την όλη έκτασι της επικρίσεως . . . το ποσόν της οποίας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθή ως ουσιώδης διαφορά . . . και δύσκολα μπορεί να υπερβή το εν χιλιοστόν του όλου κειμένου.»
Οποιαδήποτε μετάφρασι των Χριστιανικών Γραφών και αν έχετε, δεν υπάρχει λόγος ν’ αμφιβάλλετε για το αν το Ελληνικό κείμενο στο οποίο βασίζεται αντιπροσωπεύη με σημαντική πιστότητα εκείνο που έγραψαν αρχικά οι θεόπνευστοι συγγραφείς αυτών των Γραφικών βιβλίων. Μολονότι τώρα έχουν περάσει σχεδόν 2.000 χρόνια από τον καιρό της αρχικής του συγγραφής, το Ελληνικό κείμενο των Χριστιανικών Γραφών αποτελεί θαύμα ακριβούς μεταβιβάσεως.
[Εικόνα στη σελίδα 409]
Μέρος του Βατικανού χειρογράφου Νο. 1209 (του τετάρτου αιώνος μ.Χ.). Έχει μόνο κεφαλαία γράμματα και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαστήματα μεταξύ των λέξεων
[Εικόνα στη σελίδα 410]
Το τυπωμένο Ελληνικό κείμενο του Εράσμου με τη Λατινική του μετάφρασι. Το Ελληνικό κείμενο (με ελάχιστες διαφορές) έγινε το «παραδεδεγμένο κείμενο»
[Εικόνα στη σελίδα 411]
Μια πρόσφατη έκδοσις των Χριστιανικών Γραφών στην Ελληνική, υπό Εμπερχαρντ Νέστλε. Ένα σύστημα υποσημειώσεων αναφέρει τις διάφορες παραλλαγές