Η Αγιότης του Θεού—Όπως Μεγαλύνεται στο Λευιτικό
«ΑΓΙΟΙ θέλετε είσθαι· διότι άγιος είμαι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σας.» Αυτή η εντολή του Δημιουργού η οποία επανειλημμένως εδόθη στον λαό του, τον Ισραήλ, στην έρημο, προσδιορίζει ευκρινώς το θέμα του Γραφικού βιβλίου του Λευιτικού. (Λευιτ. 19:2, ΜΝΚ) Στην πραγματικότητα, ο όρος «άγιος» εμφανίζεται πάνω από εκατό φορές σ’ αυτό το βιβλίο, πιο συχνά παρά σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της Αγίας Γραφής.
Το όνομα «Λευιτικόν» είναι πολύ κατάλληλο, διότι το βιβλίο ασχολείται κυρίως με την τυπική λατρεία του Ιεχωβά Θεού όπως την απέδιδαν σ’ αυτόν οι ιερείς της φυλής του Λευί και με τον ρόλο τους στο να διατηρούν τον Ισραήλ ένα άγιο έθνος.
Ποιος έγραψε το Λευιτικόν; Σε μερικές γλώσσες, όπως στη Γερμανική, το βιβλίο χαρακτηρίζεται απλώς ως το «3ον βιβλίον του Μωυσέως.» Αυτό το όνομα ταιριάζει με τα γεγονότα, διότι πολλές φορές οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, αναφερόμενες στο Λευιτικόν, το αποδίδουν στον Μωυσή.a Επίσης, αποτελεί μέρος της Πεντατεύχου, που σημαίνει «πέντε τεύχη» ή «πενταπλούς τόμος.» Έτσι, όλες οι παραπομπές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές που αποδίδουν άλλα μέρη της Πεντατεύχου στον Μωυσή χρησιμεύουν για να υποστηρίξουν πως και το Λευιτικόν εγράφη από τον Μωυσή. Το γεγονός και μόνο ότι το Λευιτικόν αρχίζει με τη λέξι «Και» δείχνει ότι συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα βιβλία της Εξόδου.
Πότε εγράφη το Λευιτικόν; Έχοντας υπ’ όψι μας τα προηγούμενα φθάνομε στο λογικό συμπέρασμα ότι ο Μωυσής έγραψε το Λευιτικόν όταν ήταν στην έρημο, στη διάρκεια εκείνου ακριβώς του καιρού που συνέβησαν τα γεγονότα που αναγράφονται σ’ αυτό. Αυτή η άποψις υποστηρίζεται από το γεγονός ότι αρκετές από τις εντολές του έχουν εφαρμογή μόνο στις καταστάσεις που υπήρχαν στην έρημο. Και, πραγματικά, το βιβλίο αποκαλύπτει την ατμόσφαιρα που υπήρχε ακριβώς μέσα στο στρατόπεδο της ερήμου.
Ποια περίοδο χρόνου καλύπτει αυτό το βιβλίο; Η Έξοδος, το προηγούμενο βιβλίο, αναφέρει γεγονότα που συνέβησαν την πρώτη ημέρα του πρώτου μηνός του δευτέρου έτους. (Έξοδ. 40:17) Και το πρώτο εδάφιο του ακολούθου βιβλίου των Αριθμών μας περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν την πρώτη ημέρα του δεύτερου μηνός του ιδίου έτους. Επομένως συμπεραίνομε ότι η χρονική περίοδος που καλύπτεται από το Λευιτικόν δεν μπορούσε να ήταν περισσότερη από ένα σεληνιακό μήνα. Και δεν μπορούσε να ήταν λιγώτερη από οκτώ ημέρες, διότι αυτός είναι ο χρόνος που χρειάσθηκε για την εγκατάστασι του ιερατείου που περιγράφεται στο βιβλίο του Λευιτικού.—Λευιτ. 9:1.
Γιατί εγράφη το Λευιτικόν; Τι αξία είχε για τους Ισραηλίτας των αρχαίων χρόνων; Κατ’ αρχήν, το βιβλίο περιέχει κανονισμούς που αφορούν ωρισμένα χαρακτηριστικά που αποτελούσαν ήδη μέρος της αληθινής λατρείας. Επί παραδείγματι, καθώριζε να γίνωνται θυσίες ζώων όπως εκείνες που προσεφέροντο στον Ιεχωβά πολύν καιρό πριν, από τον Άβελ, τον Νώε, τον Αβραάμ και τον Ιακώβ. (Γεν. 4:4· 8:20, 21· 22:13· 31:54) Το Λευιτικόν, επίσης, μας ομιλεί για τον διορισμό του Ααρών και των υιών του (και των αρρένων απογόνων τους) ως ένα ειδικό ιερατείο που θα επέβλεπε την τυπική λατρεία και την καθημερινή ζωή των Ισραηλιτών. Πριν από την ύπαρξι αυτού του ιερατείου, η κεφαλή της οικογενείας υπηρετούσε ως ιερεύς στην προσφορά θυσιών.—Γέν. 46:1· Ιώβ 1:5.
Μέσω των εντολών που βρίσκονται στο βιβλίο του Λευιτικού, ο Ιεχωβά Θεός ενετύπωσε στις διάνοιες των Ισραηλιτών την ανάγκη να είναι ένας άγιος λαός και επίσης πώς θα μπορούσαν να είναι άγιοι θρησκευτικώς και ηθικώς. Επίσης μέσω των περιεχομένων αυτού του βιβλίου, ο Θεός συνεβούλευσε τους Ισραηλίτας σχετικά με το θέλημα του που αφωρούσε τις ετήσιες εορτές των, τα εβδομαδιαία και ετήσια σάββατά των, τις κατάλληλες και ακατάλληλες σεξουαλικές σχέσεις, τη διατροφή και άλλα ζητήματα. Μεταξύ των πιο σημαντικών απαγορεύσεων ήταν και η απαγόρευσις να τρώγουν αίμα. Και ο Θεός συνώψισε τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να φέρωνται ο ένας προς τον άλλο με την εντολή: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» (Λευιτ. 17:10-14· 19:18) Πραγματικά, το Λευιτικόν καθώριζε το πώς έπρεπε να ζουν οι Ισραηλίται για να είναι ένας άγιος λαός για τον Ιεχωβά Θεό.
Όσον αφορά τους σημερινούς Χριστιανούς, η αξία των περιεχομένου του Λευιτικού γίνεται φανερή ιδιαίτερα στην προς Εβραίους επιστολή. Από εκεί μαθαίνομε ότι το Λευιτικόν ιερατείο και οι θυσίες του εξεικόνιζαν πράγματα πολύ μεγαλύτερα—το ιερατείο και τη θυσία του Ιησού Χριστού, καθώς και άλλα καλά πράγματα που θα προέκυπταν απ’ αυτό. Είναι ενισχυτικό για την πίστι να παρατηρήσωμε εμείς οι Χριστιανοί σήμερα τη σοφία του Θεού που εγίνετο φανερή μ’ αυτούς τους νόμους που αφωρούσαν τη σωματική υγεία, και οι οποίοι νόμοι αποκαλύπτουν γνώσι γεγονότων τα οποία δεν εξετιμήθησαν από τους ανθρώπους του ιατρικού κόσμου παρά χιλιάδες χρόνια αργότερα. Είναι επίσης ενισχυτικό για την πίστι να παρατηρήσωμε την εκπλήρωσι ωρισμένων προφητειών που βρίσκονται στο Λευιτικόν, όπως ήταν αυτές που ασχολούντο με την αποστασία του Ισραήλ και την επιστροφή του στην εύνοια του Θεού.—Λευιτ. 26:29, 41-44· Θρήνοι 4:10· Νεεμ. 9:31.
ΘΥΣΙΕΣ—ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ
Τα κεφάλαια ένα έως επτά και δεκαέξη του Λευιτικού ασχολούνται με διάφορα είδη θυσιών που μπορούσαν να προσφέρουν οι Ισραηλίται, ή που απαιτούντο να προσφέρουν, χάριν αγιότητας. Τα ολοκαυτώματα και οι ειρηνικές προσφορές ήσαν προαιρετικές θυσίες. Ως ολοκαύτωμα, ολόκληρο το ζώο ή το πτηνό εκτός από το δέρμα του και τα πτερά του, καταναλίσκετο στο θυσιαστήριο. Στις ειρηνικές προσφορές ένα συγκεκριμένο τμήμα του ζώου προσεφέρετο στο θυσιαστήριο, πράγμα που αντιπροσώπευε το μερίδιο του Θεού στη θυσία· ένα μέρος αυτού ετρώγετο από τον ιερέα και ένα μέρος από τον άνθρωπο που προσέφερε τη θυσία.—Λευιτ. 1:1-17· 3:1-17· 5:8· 7:11-36.
Η προσφορά περί αμαρτίας και η προσφορά περί ανομίας ήσαν υποχρεωτικές θυσίες. Η πρώτη είχε σκοπό να προσφέρη εξιλέωσι για αμαρτίες που διεπράττοντο ακουσίως ή από λάθος. Γι’ αυτήν, το είδος του ζώου που προσεφέρετο εξηρτάτο από το τίνος η αμαρτία έπρεπε να εξιλεωθή, αν δηλαδή επρόκειτο για αμαρτίες αρχιερέως, αρχόντων, του λαού σαν σύνολο ή ενός ανθρώπου από τον κοινό λαό.—Λευιτ. 4:1-35· 6:24-30.
Οι αμαρτίες που απαιτούσαν μια προσφορά περί ανομίας ήσαν πιο σοβαρές. Αυτές είχαν σκοπό να καλύψουν την προσωπική ενοχή ενός ατόμου λόγω απιστίας, απάτης ή ληστείας, και αυτή η ενοχή έδειχνε ως ένα βαθμό ότι ήταν εκούσια. Τρία πράγματα εζητούντο από τον κλέπτη: μια θυσία ζώου, απόδοσι του κλεμμένου αντικειμένου και, σε ωρισμένες περιπτώσεις, ένα πρόστιμο 20 τοις εκατό. Οι κανονισμοί που ρύθμιζαν τις θυσίες αποκαλύπτουν το θαυμάσιο αίσθημα της δικαιοσύνης του Ιεχωβά Θεού. Ελαμβάνετο υπ’ όψιν η θέσις του ατόμου, τα οικονομικά μέσα που διέθετε και ο βαθμός της ενοχής του. (Λευιτ. 5:1-6:7· 7:1-7) Σε συνδυασμό μ’ αυτές τις θυσίες, δύο φορές εγίνετο υπενθύμισις στους Ισραηλίτας ότι δεν έπρεπε να φάγουν το αίμα.—Λευιτ. 3:17· 7:26, 27.
Το κεφάλαιο 16 αναφέρει τις πιο σημαντικές θυσίες του Νόμου, οι οποίες προσεφέροντο την ημέρα του εξιλασμού. Εκείνη την ημέρα εγίνοντο θυσίες για τις αμαρτίες του λαού καθώς και ολοκαυτώματα. Περιελαμβάνετο επίσης η ανακοίνωσις των αμαρτιών του λαού μπροστά σ’ ένα ζωντανό τράγο, ο οποίος κατόπιν αφήνετο ελεύθερος στην έρημο. Η σημασία αυτής της ημέρας ετονίζετο από το γεγονός ότι οι Ισραηλίται δεν έπρεπε να κάνουν καμμιά εργασία εκείνη την ημέρα, αλλά να ‘ταπεινώνουν τας ψυχάς των,’ πράγμα που προφανώς εσήμαινε ότι ενήστευαν.—Ψαλμ. 35:13.
Παράλληλα με τις θυσίες ζώων μπορούσαν να γίνωνται και ωρισμένες αναίμακτες προσφορές. Αυτές αποτελούντο από φρυγανισμένο ή χονδροαλεσμένο σιτάρι ή σεμίδαλι, τα οποία έψηναν στην ‘κάψα’ ή στο τηγάνι.—Λευιτ. 2:1-16.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ
Για να υπηρετήση ο Ααρών ως αρχιερεύς και οι τέσσερις γιοι του ως υφιερείς, ο Θεός προσέταξε τον Μωυσή να κάνη μια ειδική τελετή για να χρισθή το ιερατείο. Αυτή περιελάμβανε την προσφορά ωρισμένων ζώων, μέρη των οποίων «εκίνησεν» ο Ααρών και οι γυιοι του ενώπιον του Ιεχωβά. Ολόκληρη η εορτή διήρκεσε οκτώ ημέρες. Προς επιβεβαίωσι ότι αυτά έγιναν κατόπιν εντολής του Θεού και ότι είχαν την επιδοκιμασία του, «εφάνη η δόξα του Ιεχωβά εις πάντα τον λαόν. Και εξήλθε πυρ απ’ έμπροσθεν του Ιεχωβά και κατέφαγεν επί του θυσιαστηρίου το ολοκαύτωμα . . . ιδών δε πας ο λαός ηλάλαξαν και έπεσον κατά πρόσωπον αυτών.»—Λευιτικόν κεφάλαια 8 και 9, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά Θεός θεωρούσε την υπηρεσία που προσέφεραν οι ιερείς πολύ σπουδαίο ζήτημα. Κατά καιρούς τούς προειδοποιούσε ότι η αποτυχία να συμμορφωθούν με όλες τις απαιτήσεις του θα κατέληγε στην ποινή του θανάτου γι’ αυτούς. Όταν δύο από τους γιους του Ααρών, ο Ναδάβ και ο Αβιούδ, έλαβαν ακατάλληλη πρωτοβουλία σχετικά με τη λατρεία της σκηνής, «εξήλθε πυρ παρά του Ιεχωβά και κατέφαγεν αυτούς.» Πιθανόν αυτοί οι δύο να ενήργησαν κάτω από την επίδρασι του οινοπνεύματος, διότι αμέσως μετά ο Ιεχωβά Θεός απηγόρευσε στους ιερείς να πίνουν κρασί ή σίκερα όταν υπηρετούσαν στη σκηνή του μαρτυρίου. Αυτοί απλώς δεν θα μπορούσαν να εκτελούν με συνέπεια τα καθήκοντά τους ενόσω θα ήσαν κάτω από την επίδρασι του οινοπνεύματος, όπως ακριβώς και οι υπεύθυνοι δούλοι του Θεού σήμερα.—Λευιτ. 10:1-10.
Ένας άρρην απόγονος του Ααρών, για να υπηρετήση ως ιερεύς, έπρεπε να είναι άγιος με την έννοια ότι ήταν απηλλαγμένος από σωματικές αναπηρίες. Δεν έπρεπε να είναι κουτσός, τυφλός, καμπούρης, ή να υπέφερε από κάποια δερματική ασθένεια. Ένας ιερεύς υπέκειτο σε περιορισμούς όσον αφορά τον θρήνο που έκανε για τους νεκρούς καθώς και για το ποιαν θα ενυμφεύετο. Για τον αρχιερέα οι απαγορεύσεις ήσαν ακόμη πιο αυστηρές. Υπήρχαν επίσης περιορισμοί σχετικά με το ποιοι από την οικογένεια του ιερέως μπορούσαν να τρώγουν από τα άγια πράγματα που προσεφέροντο στη σκηνή του μαρτυρίου.—Λευιτικόν, κεφάλαια 21 και 22.
ΝΟΜΟΙ ΠΟΥ ΚΑΘΩΡΙΖΑΝ ΤΙ ΗΤΑΝ ΚΑΘΑΡΟ ΚΑΙ ΤΙ ΑΚΑΘΑΡΤΟ
Για να είναι οι Ισραηλίται ένας άγιος λαός, ο Ιεχωβά Θεός τους έδωσε νόμους σχετικά με το τι θεωρούσε ως καθαρό και τι ως ακάθαρτο. Με την ποινή του θανάτου απηγορεύοντο ωρισμένες ανήθικες συνήθειες, όπως η πορνεία και η κτηνοβασία. Λόγω αυτών των διεφθαρμένων συνηθειών ο Ιεχωβά απεφάσισε να καταστρέψη τους κατοίκους της Χαναάν. Παρόμοια ποινή, ελάμβαναν οι αποστάται, εκείνοι που συμμετείχαν σε οποιαδήποτε μορφή ψευδούς λατρείας ή εσχετίζοντο με τον πνευματισμό, καθώς κι εκείνοι που βλασφημούσαν το άγιο όνομα του Ιεχωβά Θεού.—Κεφάλαια 18 και 20.
Σύμφωνα με το Λευιτικόν, οι Ισραηλίται δεν μπορούσαν να φάγουν τη σάρκα ωρισμένων ζώων είτε ήσαν αυτά κατοικίδια, είτε άγρια ζώα. Αυτές οι απαγορεύσεις εξυπηρετούσαν δυο σκοπούς. Από τη μια πλευρά, απηγόρευαν τη βρώσι ωρισμένων ειδών κρέατος από τα οποία ήταν πολύ πιθανόν αυτοί που έτρωγαν να προσβληθούν από βλαβερούς μικροοργανισμούς. Και, από την άλλη πλευρά, αυτές οι απαγορεύσεις χρησίμευαν για να κάνουν ισχυρότερο τον φραγμό μεταξύ των Ισραηλιτών και των εθνών που τους περιέβαλλαν. Με το να είναι έτσι αποχωρισμένοι ως ένας λαός άγιος για τον Ιεχωβά Θεό, θα είχαν λιγώτερες πιθανότητες να έλθουν σε επαφή με τους άλλους λαούς και να μάθουν τις κακές των συνήθειες. (Παράβαλε 1 Κορινθίους 15:33) Επίσης, το άγγιγμα ενός νεκρού σώματος, είτε ήταν ανθρώπου είτε κτήνους, καθιστούσε ακάθαρτους τους ανθρώπους, ακόμη και τα μαγειρικά σκεύη. Η σοφία αυτών των περιορισμών εξετιμήθη από τον ιατρικό κόσμο χιλιετηρίδες αργότερα, όταν οι άνθρωποι ανεκάλυψαν τα μικρόβια. Οι νόμοι που αφορούσαν την ακαθαρσία λόγω λέπρας, καθώς και η διάταξις να φυλάσσεται ο λεπρός σε απομόνωσι ήσαν πολύ λεπτομερείς. Υπήρχαν επίσης νόμοι που αφορούσαν ζητήματα όπως ήταν η ακαθαρσία λόγω γενετικών εκκρίσεων και γεννήσεως τέκνων.—Κεφάλαια 11-15.
Σχετικά μ’ αυτούς τους νόμους, οι Ισραηλίται δεν είχαν λάβει την εντολή απλώς ‘ν’ αγαπούν τον πλησίον τους σαν τον εαυτό τους,’ αλλά τους είχε επίσης λεχθή το τι περιελάμβανε αυτή η εντολή. Ήσαν υποχρεωμένοι να ελέγχουν τον αμαρτωλό και να δείχνουν ενδιαφέρον για τους τυφλούς, τους χωλούς, τους κωφούς, και επίσης τους πτωχούς, από τους οποίους δεν είχαν το δικαίωμα να ζητούν τόκο. Δεν έπρεπε να συκοφαντούν, ούτε να εξαπατούν στα μέτρα και στα σταθμά. Όποιος έβλαπτε σκόπιμα τον συνάνθρωπό του, επρόκειτο να τιμωρηθή.—Λευιτ. 19:9-18, 26, 32-37.
ΣΑΒΒΑΤΑ ΚΑΙ ΕΟΡΤΑΙ
Βασικά, οι Ισραηλίται είχαν λάβει εντολή να τηρούν τριών ειδών σάββατα. Κατ’ αρχήν, υπήρχε το εβδομαδιαίο σάββατο, όχι την Κυριακή, την πρώτη μέρα της εβδομάδος, αλλά την εβδόμη ημέρα. Κατόπιν, έπρεπε να εορτάζουν την πρώτη ημέρα κάθε μηνός. Και τρίτον, υπήρχε ένα σαββατιαίο έτος οπότε δεν εφύτευαν τίποτε ούτε εθέριζαν για ένα ολόκληρο έτος και η γη έμενε ακαλλιέργητη για ν’ αναπαυθή. Για να μπορούν οι Ισραηλίται να εορτάζουν αυτό το σάββατο που διαρκούσε ένα έτος, ο Ιεχωβά υπέσχετο ότι οι εσοδείες των στο έκτο έτος θα ήσαν επαρκείς ώστε να αρκέσουν μέχρι και το όγδοο έτος οπότε θα ήσαν σε θέσι ν’ απολαύσουν τον θερισμό της σποράς εκείνου του έτους. Το μεγάλο Ιωβηλαίο, το πεντηκοστό έτος, ερχόταν μετά από επτά σαββατιαία έτη. Σ’ εκείνο το έτος κάθε άνθρωπος επανακτούσε οποιαδήποτε περιουσία είχε χάσει στη διάρκεια των προηγουμένων σαράντα εννέα ετών λόγω ασθενείας, περιστάσεων ή κακής διαχειρίσεως. Έτσι, δεν υπήρχαν ποτέ οικογένειες που επ’ αόριστον επλούτιζαν, ενώ άλλοι επ’ αόριστον επτώχευαν.—Κεφάλαια 23 και 25.
Το Λευιτικόν καθορίζει επίσης τις απαιτήσεις του Ιεχωβά για τον εορτασμό των τριών ετησίων εορτών. Αυτές έδιναν την ευκαιρία στον λαό να ‘ευφραίνεται ενώπιον του Ιεχωβά’ και συνέβαλλαν στην ενίσχυσι της σχέσεως των Ισραηλιτών με τον Θεό, καθώς αυτοί Τον ελάτρευαν ενωμένοι. (Λευιτ. 23:40) Κατ’ αρχήν, στην αρχή της ανοίξεως ερχόταν το Πάσχα, μ’ ένα εορτασμό που διαρκούσε μια εβδομάδα και περιελάμβανε άζυμο άρτο. Ακολουθείτο από την εορτή των εβδομάδων ή την Πεντηκοστή, στο τέλος της ανοίξεως που διαρκούσε μόνο μια μέρα. Η τρίτη εορτή ερχόταν το φθινόπωρο, μετά το τέλος του θερισμού. Ωνομάζετο εορτή της συγκομιδής ή της σκηνοπηγίας, διότι στη διάρκεια του εορτασμού οι Ισραηλίται έπρεπε να περάσουν ολόκληρη την εβδομάδα σε σκηνές, πράγμα που τους υπενθύμιζε τον καιρό που κατοικούσαν σε σκηνές μέσα στην έρημο.
Το βιβλίο του Λευιτικού μπορεί να λεχθή ότι φθάνει στο αποκορύφωμά του στο κεφάλαιο 26, το οποίο μας λέγει για τις ανταμοιβές της υπακοής και τις συνέπειες της ανυπακοής. Ο Ιεχωβά επληροφόρησε τους Ισραηλίτας, «Εάν περιπατήτε εις τα προστάγματά μου,» τότε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Θα είχαν ευημερία, αφθονία γεννημάτων και ειρήνη, θα νικούσαν τους εχθρούς των και θα εγίνοντο πολυάριθμοι. Εν τούτοις, ‘αν κατεφρόνουν τα προστάγματα του Θεού,’ θα είχαν πείνα, λοιμούς, ήττες στις μάχες και θα τους έπαιρναν αιχμαλώτους σε ξένη γη. Αλλά το κεφάλαιο τελειώνει με μια ελπίδα αποκαταστάσεως, η οποία πραγματικά έλαβε εκπλήρωσι όταν οι Ισραηλίται επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα το 537 π.Χ. Τελικά, το 27 κεφάλαιο ασχολείται με τη λήψι ωρισμένων όρκων και περιλαμβάνει και τον επίλογο.
Το βιβλίο του Λευιτικού έχει πράγματι μεγάλη αξία για τους δούλους του Θεού σήμερα, όπως είχε και για τους δούλους του στους αρχαίους χρόνους. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, τονίζει την υπερβάλλουσα αμαρτωλότητα και την ανάγκη για μια απολυτρωτική θυσία, την ιερότητα του αίματος και τη σπουδαιότητα της δικαιοσύνης και της αγάπης. Αλλά, πάνω από όλα, μας βοηθεί να καταλάβωμε τη σπουδαιότητα της μεγαλειότητας του Ιεχωβά ως του μεγάλου Νομοθέτου, δίδοντας έμφασι στο όνομά του και στην αγιότητά του.
[Υποσημειώσεις]
a Παράβαλε το Ρωμαίους 10:5 με το Λευιτικόν 18:5· Ιωάννης 7:22 με Λευιτικόν 12:3 και Λουκάς 2:22 με Λευιτικόν 12:2.