Αγάπη σε Δράσι
«Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.»—1 Κορ. 13:8
1. Γιατί δεν πρέπει να μας εκπλήσση η έλλειψις πραγματικής αγάπης στον κόσμο;
Σ’ ΑΥΤΟΝ τον κόσμον, κατ’ επανάληψι βλέπομε και ακούομε τη λέξι «αγάπη.» Υπάρχει σε τραγούδια, βιβλία, κινηματογραφικά φιλμ, αφίσες, επιγραφές, ακόμα και σε κουμπιά. Εν τούτοις, διαπιστώνομε ότι ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου η αυτοθυσιαστική αγάπη είναι πράγματι σπάνια. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσση, διότι πολλοί άνθρωποι λανθασμένα θεωρούν το πάθος και τον αισθηματισμό σαν αγάπη. Δεν γνωρίζουν την αγάπη που διακρίνει τους αληθινούς μαθητάς του Ιησού Χριστού. Αυτή η αγάπη ξεπερνά την αγάπη ενός ατόμου προς τον πλησίον του ως τον εαυτόν του. Περιλαμβάνει, αν είναι ανάγκη, την προθυμία να δώση κανείς τη ζωή του υπέρ των Χριστιανών αδελφών του. Έτσι, ένα άτομο θα εμιμείτο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος εθελουσίως κατέθεσε τη ζωή του για το ανθρώπινο γένος.—1 Ιωάν. 3:16-18.
2. Ποιο είναι το υπό εξέτασιν θέμα στην επιστολή 1 Κορινθίους κεφάλαιον 13;
2 Ασφαλώς, η Χριστιανική αγάπη είναι ενεργητική και εκδηλώνεται με το θετικό αγαθό που κάνει για τους άλλους. Επειδή είναι ένα αίσθημα ή συναίσθημα, αυτή η αγάπη δεν μπορεί εύκολα να ορισθή. Ο τρόπος όμως, με τον οποίον εκφράζεται μπορεί να περιγραφή. Και στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους, κεφάλαιον, 13 βρίσκομε μια αληθινά αριστοτεχνική περιγραφή της αγάπης που πρέπει να έχουν οι Χριστιανοί. Η έμφασις σ’ αυτό το κεφάλαιο δεν τίθεται στην έκφρασι της αγάπης του Θεού για την ανθρωπότητα, ούτε της δικής μας αγάπης προς τον Ιεχωβά Θεό. Αλλά η κυρία σημασία της ύλης είναι το πώς θα πρέπη να εκδηλώνωμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας.
3. Ποια ήσαν μερικά από τα προβλήματα που υπήρχαν στην εκκλησία της Κορίνθου;
3 Αυτό εχρειάζοντο οι Χριστιανοί της Κορίνθου, διότι δεν απελάμβαναν αγαθές σχέσεις μεταξύ των. Όπως φαίνεται από μια εξέτασι ολόκληρης της επιστολής 1 προς Κορινθίους, η εκεί εκκλησία είχε προβλήματα ζηλοτυπίας, διαπληκτισμών, διαιρέσεων, κομπασμών, ανηθικότητος, ανεντιμότητος και ανεπίτρεπτων ελευθεριών. Μερικοί στην εκκλησία της Κορίνθου επιθυμούσαν να έχουν γόητρο. Ήθελαν να επισκιάζουν ο ένας τον άλλον ως προς τις ικανότητες και τα δώρα ή χαρίσματα.—1 Κορ. 1:10, 11· 3:2, 3· 4:6, 7· 5:1, 2· 6:7, 8· 8:1, 2, 7-13· 11:18, 19· 12:14-18.
‘Η ΥΠΕΡΕΧΟΥΣΑ ΟΔΟΣ’
4. Είχαν τα ίδια χαρίσματα όλοι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος μ.Χ.;
4 Φυσικά, δεν ήταν εσφαλμένο για ένα άτομο να θεωρή επιθυμητά τα καλύτερα χαρίσματα του πνεύματος και να θέλη ένας άνθρωπος να υπηρετή την εκκλησία ως απόστολος, προφήτης ή διδάσκαλος. Αλλά ο απόστολος Παύλος ετόνισε: «Μη πάντες είναι απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες ενεργούσι θαύματα; μη πάντες έχουσι χαρίσματα ιαμάτων; μη πάντες λαλούσι γλώσσας; μη πάντες διερμηνεύουσι;» (1 Κορ. 12:29, 30) Εν τούτοις, υπήρχε κάτι που μπορούσαν να κάνουν όλοι μέσα στην εκκλησία. Πραγματικά, ήταν κάτι πολύ πιο έξοχο από την επιδίωξι των ‘καλυτέρων χαρισμάτων.’ Αυτό γίνεται φανερό από την ενθάρρυνσι που δίνει ο απόστολος: «Ζητείτε δε μετά ζήλου τα καλήτερα χαρίσματα. Και έτι πολύ υπερέχουσαν οδόν σάς δεικνύω.»—1 Κορ. 12:31.
5, 6. (α) Τι εννοούσε ο απόστολος Παύλος με τη φράσι ‘υπερέχουσα οδός;’ (β) Πώς ετόνισε ότι απόκτησις ικανοτήτων δεν ήταν το σπουδαιότερο πράγμα για τους αληθινούς Χριστιανούς;
5 Ποια είναι αυτή η υπερέχουσα οδός; Είναι η οδός της αγάπης. Ήταν ανάγκη να κάνουν αλλαγές οι Χριστιανοί της Κορίνθου στην αξιολόγησι των ‘χαρισμάτων’ και να θέσουν την αγάπη τους σε δράσι. Ο Παύλος, τονίζοντας πώς η αγάπη είναι μεγαλυτέρας αξίας από τις ικανότητες και τα δώρα ή χαρίσματα, έγραψε: «Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, έγεινα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν. Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμά μου για να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.»—1 Κορ. 13:1-3.
6 Η ικανότης ενός Χριστιανού να λαλή γλώσσες άλλες εκτός από τη μητρική του γλώσσα, θα ήταν βέβαια ένα πολύτιμο χάρισμα. Ακόμη μεγαλύτερη θα ήταν η ικανότης να μιλά τη γλώσσα των αγγέλων που είναι δημιουργήματα ανώτερα από τον άνθρωπο. Αλλ’ αν το άτομο χρησιμοποιούσε το χάρισμα αυτό για να αυξήση την εξοχότητά του ή αν, με κάποιον άλλο τρόπο, ενεργούσε με εσφαλμένο ελατήριο, δεν θα ήταν εποικοδομητικός στους συνανθρώπους του, περιλαμβανομένων και των Χριστιανών αδελφών του. Θα έμοιαζε απλώς μ’ ένα μεγάλο κρότο που ακούγεται από ένα μεγάλο χάλκινο όργανο ή κύμβαλο. Επί πλέον, χωρίς αγάπη, τα χαρίσματα της προφητείας, της θαυματουργικής γνώσεως και θαυματουργικής πίστεως δεν θα χρησίμευαν στην ενθάρρυνσι των άλλων. Αυτά τα δώρα ή χαρίσματα δεν θα εχρησιμοποιούντο τότε ορθώς. Ομοίως εκείνος που θα έδινε γενναιόδωρα από τα αποκτήματά του στους άλλους, έτσι απλώς για να καυχάται, δεν θα ωφελείτο. Δεν θα ελάμβανε καμμιά αμοιβή. Τι κι αν προτιμούσε να υποστή παθήματα ή και θάνατο ακόμη, με σκοπό ίσως να γίνη ήρως στα μάτια των ανθρώπων; Και πάλι, αν δεν είχε πραγματική αγάπη για τον Θεό ούτε για τους συνανθρώπους του, η προθυμία του να κάνη την υπέρτατη θυσία δεν θα τον ωφελούσε μ’ ένα διαρκή τρόπο. Εκτός από τις επευφημίες θνητών ανθρώπων, δεν θα ελάμβανε τίποτε απολύτως. (Παράβαλε με Ματθαίον 6:1-4.) Αφού η αγάπη είναι τόσο ουσιώδης, καλά θα κάνωμε να εξετάσωμε τι εμείς ατομικά κάνομε σχετικά με την επίδειξι αυτής της θαυμάσιας ιδιότητος. Επιδιώκομε εμείς πραγματικά την «υπερέχουσαν οδόν;»
ΠΩΣ Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ
7. Πώς δείχνομε αγάπη όταν υφιστάμεθα δύσκολες εμπειρίες;
7 Το εδάφιο 1 Κορινθίους 13:4 λέγει: «Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί.» Τι απαιτεί αυτό από εμάς; Όταν μας προκαλούν, μας καταπιέζουν, μας εξοργίζουν ή μας κακοπαριστάνουν, πώς πρέπει ν’ αντιδράσωμε; Ο μακρόθυμος άνθρωπος αποφεύγει βεβιασμένες ενέργειες ή συναισθηματικές εξάψεις. Υπομένει κάτω από δυσμενείς περιστάσεις, και το κάνει αυτό με την ελπίδα ότι οι υπαίτιοι της δυσάρεστης καταστάσεως θα βοηθηθούν έτσι ν’ αλλάξουν τρόπο ενεργείας. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να είμεθα ευγενικοί, όχι σκληροί, τραχείς ή μισητοί, αλλά στοργικοί, πράοι, φιλικοί και εξυπηρετικοί. (Παράβαλε με Ρωμαίους 12:20, 21· 1 Πέτρου 2:18-23.) Λόγω γνησίου ενδιαφέροντος για τους ομοπίστους μας, πρέπει ευχαρίστως να ανεχώμεθα την ιδιοσυγκρασία τους και οποιαδήποτε αδυναμία συνειδήσεως μπορεί να έχουν. Δεν πρέπει να επιμένωμε στα δικαιώματά μας, αλλά να μη χρησιμοποιούμε τη Χριστιανική μας ελευθερία στο πλήρες. Έτσι, δεν θα σκανδαλίζωμε τους άλλους, παρέχοντάς τους αφορμή να εγκαταλείψουν την αληθινή λατρεία.—Ρωμ. 14:1-4, 19-21.
8. Γιατί η έπαρσις, η καύχησις και η ζηλοτυπία είναι άστοργα πράγματα;
8 Μας λέγονται, επίσης τα εξής: «Η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται» (1 Κορ. 13:4) Αν εμείς πραγματικά αγαπούμε τους Χριστιανούς αδελφούς μας, πώς θα μπορούσαμε να ζηλέψωμε ή να φθονήσωμε τα επιτεύγματά των, τις ευλογίες ή τις ικανότητές των; Αντιθέτως, θα χαιρώμεθα μαζί τους και θα είμεθα ευτυχείς για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν στην εποικοδόμησι της εκκλησίας. (Ρωμ. 12:15, 16) Ομοίως, πώς θα μπορούσαμε εμείς συνεχώς να εξυψώνωμε τον εαυτό μας και να εξαίρωμε τα δικά μας επιτεύγματα και τις πείρες μας; Αυτό θα ήταν αποθαρρυντικό για κείνους που μας ακούουν. Μπορεί ν’ αρχίσουν να φρονούν ότι εκείνοι, έκαναν πολύ λίγα σε σύγκρισι μ’ εμάς. Το να επαιρώμεθα και να καυχώμεθα θα εξευτέλιζε τους άλλους και θ’ αφαιρούσε τη δόξα που πρέπει ν’ αποδίδεται στον Ιεχωβά Θεό. Πόσο άστοργο θα ήταν αυτό! Θα ήταν καλύτερο να μειώνωμε στο ελάχιστο τον ρόλο μας. Είμεθα απλώς δούλοι του Θεού, και σ’ αυτόν πρέπει ν’ αποδίδεται κάθε έπαινος και αίνος για αύξησι στη Χριστιανική εκκλησία. (1 Κορ. 3:5-9) Η ταπεινότης θα μας εμποδίση να έχωμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας και θα μας συγκρατήση από το να προσπαθούμε να εντυπωσιάσωμε τους άλλους με μια δήθεν σπουδαιότητα.
9. Επειδή, η αγάπη «δεν ασχημονεί» τι απαιτεί αυτό από μάς;
9 Επίσης, η αγάπη «δεν ασχημονεί.» (1 Κορ. 13:5) Όταν έχωμε γνήσια αγάπη, μισούμε όλες τις μορφές του κακού. Αλλά περιλαμβάνονται περισσότερα απ’ αυτό. Η έκφρασις ‘να μην ασχημονούμε’ μπορεί επίσης να σημαίνη ‘να μην είμεθα τραχείς.’ (Βλέπε Τη Νέα Αγγλική Βίβλο.) Σε όλες τις σχέσεις η αγάπη υπονοεί ορθή διαγωγή. Εκείνος που αγαπά δεν υποβλέπει τους πτωχούς και τους ενδεείς, αποφεύγοντας τη συναναστροφή τους. Δεν περιορίζει τις συναναστροφές του μόνο με ωρισμένους λίγους εκλεκτούς. (Παράβαλε με Ιάκωβον 2:1-9.) Η ευπρεπής διαγωγή περιλαμβάνει επίσης και την επίδειξι σεβασμού στην κατάλληλη εξουσία. Αν έχωμε αληθινή αγάπη, θα σεβασθούμε το πρόσωπο και την ιδιοκτησία των άλλων. Σ’ αυτό βέβαια περιλαμβάνονται και οι τόποι των συναθροίσεών μας. Πόσο ακατάλληλο είναι για τα παιδιά να γράφουν επάνω στις καρέκλες ή να τρέχουν ολόγυρα, ακόμη και να ρίχνουν κάτω τους άλλους. Αυτή η απρεπής διαγωγή δεν έχει θέσι στη Χριστιανική εκκλησία. Αντανακλά δυσμενώς στον τρόπο με τον οποίον οι γονείς εποπτεύουν τα παιδιά τους.
10. Πώς μπορούμε να δείξωμε ότι δεν ζητούμε τα δικά μας συμφέροντα;
10 Ο απόστολος Παύλος, συνεχίζοντας την περιγραφή του, περί αγάπης γράφει τα εξής: «[Η αγάπη] δεν ζητεί τα εαυτής.» (1 Κορ. 13:5) Η αγάπη ενδιαφέρεται ενεργώς για όλα τα μέλη της εκκλησίας—νέους και ηλικιωμένους ασθενείς και αναπήρους, αυτούς που εργάζονται σκληρά στη διδασκαλία, στο κήρυγμα και στη μαθήτευσι. Η αγάπη είναι άγρυπνη στις ανάγκες των ομοπίστων και σπεύδει ν’ ανταποκριθή, να είναι εξυπηρετική. Δεν επιμένει στον δικό της τρόπο. (1 Κορ. 10:23, 24) Η θαυμάσια αυτή ιδιότης δεν έχει τίποτε το κοινό με τη φιλοσοφία του «εγώ πρώτος.» Είναι τελείως ανιδιοτελής.
11. Εφόσον η αγάπη «δεν παροξύνεται», τι πρέπει να αποφεύγωμε;
11 Εφόσον η αγάπη «δεν παροξύνεται,» θα ήταν βέβαια εσφαλμένο να βρίσκωμε δικαιολογίες για να εξαπτώμεθα από οργή. (1 Κορ. 13:5) Πρέπει να είμεθα ‘βραδείς εις οργήν,’ αποφεύγοντας τις εξάψεις θυμού. (Ιακ. 1:19) Μέσα στην οικογένεια, αυτό απαιτεί απ’ όλους να προσπαθούν να είναι υπομονητικοί με τα ελαττώματα των άλλων. Και μέσα στην εκκλησία, οι πρεσβύτεροι ιδιαίτερα πρέπει να δίνουν το παράδειγμα της υπομονής όταν αδελφοί και αδελφές φαίνεται ότι είναι επιλήσμονες και αμελείς, ή παραλείπουν να πάρουν στα σοβαρά τις Χριστιανικές τους ευθύνες.
12. Τι θα απεδείκνυε ότι δεν ‘διαλογιζόμεθα το κακό’ που μας έκαναν;
12 Επί πλέον, σε αρμονία με τη Γραφική περιγραφή της αγάπης, δεν πρέπει να ‘διαλογιζώμεθα το κακόν’ που μας έχει γίνει. (1 Κορ. 13:5) Θα ήταν άστοχο να φιλοξενούμε μνησικακίες και να σκεπτώμεθα, το πώς ωρισμένα άτομα μας έβλαψαν, σαν να διατηρούμε ‘χάρτη σφαλμάτων.’ Το παρελθόν πρέπει να παραμερίζεται και πρέπει να δείχνωμε καλωσύνη σ’ εκείνους που μπορεί να μας έβλαψαν.—Παροιμ. 20:22· 24:29· 25:21, 22.
13. Ποια είναι μερικά άδικα πράγματα στα οποία η αγάπη δεν χαίρει;
13 Τι άλλο δεν κάνει η αγάπη; «Δεν χαίρει εις την αδικίαν.» (1 Κορ. 13:6) Επομένως, η αγάπη δεν πρέπει να χαίρη όταν οι άλλοι παγιδεύωνται από αδικοπραγία, εξευτελίζωνται και καταστρέφωνται. Οι αληθινοί Χριστιανοί δεν χαίρονται, λέγοντας ότι το άτομο άξιζε να πάθη όσα έπαθε. (Παροιμ. 17:5· 24:17, 18) Ακόμη, δεν πρέπει να χαιρώμεθα όταν ένα άτομο με ευφυΐα απαλλάσσεται από μια κατάστασι που άξιζε τιμωρία. (Ψαλμ. 50:18) Ακόμη κι όταν βλέπωμε άδικα πράγματα να διαδραματίζωνται σε κινηματογραφικές ταινίες ή σε προγράμματα τηλεοράσεως, δεν πρέπει αυτό να μας φέρνη ευχαρίστησι. Έπειτα, θα ήταν επίσης ακατάλληλο να τασσώμεθα με το μέρος ατάκτων μελών της εκκλησίας, επικρίνοντας την επίπληξι που τους έγινε. Αυτό δεν θα υποβοηθήση τον αδικοπραγούντα να κάνη θετικές ενέργειες και να ανανήψη πλήρως από την πνευματική αδυναμία που τον ωδήγησε στην κακή διαγωγή.
14. Σε τι χαίρει η αγάπη;
14 Σε τι πρέπει να χαιρώμεθα; Η αγάπη «συγχαίρει . . . εις την αλήθειαν.» (1 Κορ. 13:6) Επειδή η αλήθεια αντιπαραβάλλεται με την αδικία σ’ αυτό το εδάφιο, αυτό προφανώς σημαίνει ότι πρέπει να χαιρώμεθα βλέποντας την ισχυρή επιρροή προς τη δικαιοσύνη που έχει η αλήθεια στη ζωή των ανθρώπων. Πρέπει να βρίσκωμε ευχαρίστησι σε όλα τα πράγματα που οδηγούν σε ευλογίες, που έχουν μια υγιαίνουσα, εποικοδομητική επίδρασι στους άλλους και που χρησιμεύουν για να προωθήσουν την υπόθεσι της αληθείας και της δικαιοσύνης.
«Η ΑΓΑΠΗ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΚΠΙΠΤΕΙ»
15. Ποια διαβεβαίωσι μας δίνει η Αγία Γραφή ότι η αληθινή αγάπη ουδέποτε υστερεί σε κάτι;
15 Εκτός του ότι είναι μια υπερέχουσα οδός, η οδός της αγάπης ποτέ δεν τελειώνει ούτε υστερεί σε κάτι. Αυτό τονίζεται ωραία με τα επόμενα λόγια: «Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει· η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.»—1 Κορ. 13:7, 8.
16. Πώς η αγάπη ‘πάντα ανέχεται’;
16 Με την έννοια ότι ‘πάντα ανέχεται,’ η αληθινή αγάπη δεν απομακρύνεται γρήγορα, δεν ψυχραίνεται ούτε εγκαταλείπει τους άλλους. Δεν είναι υπέρμετρα ευαίσθητη, ούτε συμπεραίνει γρήγορα ότι δεν υπάρχει ελπίδα για οποιαδήποτε βελτίωσι στους άλλους. Αν αγαπούμε, θα κάνωμε συνεχώς το καλό στους συνανθρώπους μας παρά την έλλειψι ευγνωμοσύνης των.—Ματθ. 5:44-48.
17. Με ποια έννοια η αγάπη ‘πάντα πιστεύει’;
17 Πώς πρέπει να εννοήσωμε τα λόγια ‘η αγάπη πάντα πιστεύει;’ Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα είμεθα εύπιστοι, αποτυγχάνοντας, παραδείγματος χάριν, να διακρίνωμε τι είναι αληθινά κακό. Αντιθέτως, σημαίνει ότι η αγάπη δεν είναι καχύποπτη. Επομένως, μολονότι οι πνευματικοί αδελφοί μας θα μπορούσαν να κάνουν και να λέγουν πράγματα που μας θίγουν, δεν πρέπει εμείς αμέσως να συμπεραίνωμε ότι ήθελαν να μας βλάψουν. Όταν παρατηρούμε τη διαγωγή των άλλων, δεν θα σκεφθούμε αμέσως το χειρότερο, αλλά θα προσπαθήσωμε να το δούμε με το καλύτερο δυνατό φως. Θα δώσωμε στους Χριστιανούς αδελφούς το ευεργέτημα της αμφιβολίας, χωρίς ν’ αποδίδωμε κακά σχέδια ή ελατήρια σ’ αυτούς.—Εκκλησ. 7:21, 22.
18. Όταν πρόκειται για ελπίδα και εγκαρτέρησι, τι θα μας βοηθήση η αγάπη να κάνωμε;
18 Ομοίως, η αγάπη ελπίζει ότι τα πράγματα θα αποβούν καλά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγάπη είναι αφελής. Αλλά, αντιθέτως, ζητεί, και μάλιστα προσεύχεται, για την καλύτερη έκβασι. Η αγάπη είναι αισιόδοξη. Επομένως, όταν επισκεπτώμεθα ανθρώπους σε τομέα όπου δεν υπάρχει ανταπόκρισις, μπορούμε να το κάνωμε αυτό με την ελπίδα ότι, με τον καιρό, κάποιος θα γνωρίση την αλήθεια. (Παράβαλε με Ρωμαίους 9:1-3.) Επίσης, ένας πιστός γαμήλιος σύντροφος ορθά ελπίζει ότι ο άπιστος θα δεχθή τελικά τα «αγαθά νέα.» (1 Πέτρ. 3:1, 2) Μολονότι η αγάπη μάς βοηθεί να ελπίζωμε στο καλύτερο, μας βοηθεί επίσης να μπορούμε να υπομένωμε κάθε είδους διωγμό, δοκιμασίες, καταχρήσεις και κακοπαράστασι.
19. Γιατί δεν θα λυπηθούμε ποτέ αν κάνωμε στοργικά πράγματα;
19 Σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάστασι, το να είμεθα στοργικοί πάντοτε υποβοηθεί τα πράγματα. Ποτέ δεν θα λυπηθούμε που φερθήκαμε στοργικά. Ποτέ η αγάπη, η αληθινή αυτοθυσιαστική αγάπη, δεν έκανε μια κακή περίστασι χειρότερη. Δεν έχομε, λοιπόν, σοβαρό λόγο για να μιμούμεθα τον ουράνιο Πατέρα μας, του οποίου κυριαρχούσα ιδιότης είναι η αγάπη;—1 Ιωάν. 4:7, 8.
20. (α) Όπως τονίζεται στα εδάφια 1 Κορινθίους 13:8-13, πόσο καιρό θα είναι ‘υπερέχουσα οδός’ η οδός της αγάπης; (β) Μολονότι τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος έπαυσαν, πώς μπορούν οι αληθινοί μαθηταί του Χριστού να αναγνωρίζωνται ακόμη;
20 Όχι μόνο στο παρόν σύστημα πραγμάτων, αλλά και σε όλη την αιωνιότητα η αγάπη θα εξακολουθήση ν’ αποτελή την υπερέχουσα οδόν. Ποτέ δεν θα ‘εκπέση,’ ούτε θα τελειώση. Ο απόστολος Παύλος το ετόνισε αυτό όταν είπε: «Τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή· είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει· είτε γνώσις, θέλει καταργηθή. . . . Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μεγαλυτέρα δε τούτων είναι η αγάπη.» (1 Κορ. 13:8-13) Η ιστορία της Χριστιανικής εκκλησίας επιβεβαιώνει ότι τα θαυματουργικά χαρίσματα έπαυσαν, προφανώς τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Εν τούτοις, οι αληθινοί μαθηταί του Ιησού Χριστού μπορούν, μέχρι σήμερα, να αναγνωρισθούν από την αγάπη που έχουν μεταξύ των.
21. Έχοντας υπ’ όψι τη σπουδαιότητα της αγάπης τι ερωτήματα θα μπορούσαμε να κάνωμε στον εαυτό μας;
21 Τι θα λεχθή για εμάς ατομικά; Διευρύνομε εμείς την αγάπη μας για τους Χριστιανούς αδελφούς μας; Κάνομε βελτιώσεις στην επίδειξι αγάπης με τον τρόπο που περιγράφει ο απόστολος Παύλος; Ασφαλώς, αυτό είναι εκείνο που πρέπει να κάνωμε. Εφόσον η αγάπη είναι ένας καρπός του πνεύματος του Θεού, προσευχόμεθα να έχωμε περισσότερο απ’ αυτό το πνεύμα ώστε να εκδηλώνωμε περισσότερο την αγάπη στη ζωή μας; (Γαλ. 5:22) Είθε η αγάπη να εξακολουθήση να είναι έκδηλη στη ζωή μας για να συνεχισθή η ζωή μας, ναι, να ζούμε σε όλη την αιωνιότητα ως πιστοί δούλοι του Θεού της αγάπης, του Ιεχωβά.—1 Ιωάν. 4:20-5:3.
[Εικόνα στη σελίδα 19]
Για να δείχνωμε αληθινή αγάπη στις Χριστιανικές συναθροίσεις, πρέπει να κρατούμε τα παιδιά υπό έλεγχο
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Η αγάπη σε δράσι δεικνύεται με το να βοηθούμε άλλους