Ερωτήσεις από Αναγνώστες
● Θα ήταν κατάλληλο να προσευχώμεθα για κάποιον που έχει αποκοπή από τη Χριστιανική εκκλησία;
Στο παρελθόν έχει υποδειχθή ότι τέτοιες προσευχές δεν θα ήσαν κατάλληλες. Και υπάρχουν εύλογες Γραφικές αιτίες για έναν τέτοιον περιορισμό. Αλλά η σχετική Γραφική συμβουλή δίνει υποδείξεις εξετάζοντας τη θέσι του ατόμου μάλλον, παρά λαμβάνοντας μια κατηγορηματική θέσι.
Ιδιαίτερα το εδάφιο 1 Ιωάννου 5:16, 17 μας βοηθεί ν’ αποκτήσωμε την άποψι του Θεού. Εκεί αναφέρεται: «Εάν τις ίδη τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα αμαρτίαν ουχί θανάσιμον, θέλει ζητήσει, και ο Θεός θέλει δώσει εις αυτόν ζωήν, εις αμαρτάνοντας ουχί θανασίμως. Είναι αμαρτία θανάσιμος· δεν λέγω περί εκείνης να παρακαλέση. Πάσα αδικία είναι αμαρτία· και [ωστόσο] είναι αμαρτία ουχί θανάσιμος.»
Ο απόστολος Ιωάννης στην αρχή αναφέρει την «αμαρτίαν ουχί θανάσιμον,» ή, όπως το αποδίδει η Μετάφρασις Νέου Κόσμου, «αμαρτίαν που δεν επισύρει θάνατον.» Επειδή όλοι μας είμεθα ατελείς και άδικοι, είμεθα όλοι ένοχοι αμαρτίας. (Ψαλμ. 51:5· Ρωμ. 3:23· 1 Ιωάν. 3:4) Ένας που αμαρτάνει χρειάζεται να μετανοήση και να προσευχηθή ζητώντας το άφθονο έλεος του Θεού, (1 Ιωάν. 1:8-10) Όπως δείχνει ο Ιωάννης, και άλλοι επίσης μπορούν να προσευχηθούν γι’ αυτόν.
Εν συνεχεία, ο Ιωάννης αναφέρει την «θανάσιμο αμαρτία,» ή την «αμαρτίαν που επισύρει θάνατον.» Ποια είναι αυτή; Είναι η αμαρτία για την οποίαν δεν μπορεί κανείς να λάβη συγχώρησι· είναι «θανάσιμος» διότι οδηγεί στο «δεύτερο θάνατο,» ή αιώνιο θάνατο. (Αποκ. 21:8) Νωρίτερα ο Ιησούς εξήγησε ότι ένα άτομο μπορούσε να διαπράξη αμαρτία ως το σημείο ν’ αμαρτήση κατά του αγίου πνεύματος, οπότε δεν υπάρχει συγχώρησις. (Ματθ. 12:31· Λουκ. 12:10) Ομοίως, ο απόστολος Παύλος έδειξε ότι αν κάποιος που γνώριζε την αλήθεια του Θεού αμάρτανε με τη θέλησί του, δεν θα ήταν δυνατή πια η μετάνοια και η συγχώρησις.—Εβρ. 6:4-6· 10:26, 27.
Ο Ιωάννης μάς λέγει να μην προσευχώμεθα για κάποιον που διέπραξε μια τέτοια «θανάσιμον» αμαρτία. Αυτό μας υπενθυμίζει τα λόγια του Θεού σχετικά με τους Ισραηλίτες οι οποίοι ήσαν τόσο έκδοτοι, στην πονηρία ώστε Εκείνος επρόκειτο ν’ αφήση τους Βαβυλωνίους να τους οδηγήσουν σε αιχμαλωσία. Ο Θεός είπε στον Ιερεμία: «Μη προσεύχου υπέρ του λαού τούτου και μη ύψονε φωνήν ή δέησιν υπέρ αυτών μηδέ μεσίτευε προς εμέ.»—Ιερ. 7:16-20· 14:11, 12.
Ο Θεός, και όχι εμείς στη γη, καθορίζει αν κάποιος έχη αμαρτήσει κατά του αγίου πνεύματος. Ωστόσο, μπορούμε να κατανοήσωμε από τα θεόπνευστα λόγια του Ιωάννου ότι δεν πρέπει να προσευχώμεθα υπέρ ενός ατόμου για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι αμαρτάνει εσκεμμένα. Ο Ιωάννης έγραψε επίσης στη 2 Ιωάννου 9-11 για τα άτομα που διαδίδουν μη Χριστιανικές απόψεις. Προσευχές υπέρ τέτοιων ανθρώπων θα ήσαν δυσάρεστες στον Θεό.
Πρέπει λοιπόν να καταλήξωμε στο συμπέρασμα, ότι ένα άτομο που αποκόπτεται λόγω κάποιας αμετανόητης αμαρτίας πιθανώς έχει διαπράξει μια «αμαρτία που επισύρει θάνατο,» για την οποία δεν πρέπει να προσευχώμεθα; Όχι κατ’ ανάγκην. Θυμηθήτε ότι στην εκκλησία της Κορίνθου τον πρώτο αιώνα, κάποιος έπεσε σε ανηθικότητα. Για κάποιο χρονικό διάστημα παρέμενε αμετανόητος κι έτσι έπρεπε να αποκοπή. (1 Κορ. 5:1, 9-13) Φαίνεται, όμως, ότι αργότερα μετανόησε και επανεντάχθηκε. (2 Κορ. 2:5-10) Αυτό δείχνει ότι, μολονότι το άτομο είχε αποκοπή, δεν είχε διαπράξει την αμαρτία που επισύρει θάνατο, για την οποία οι Χριστιανοί δεν πρέπει να προσεύχονται. Το ίδιο μπορεί να συμβή και σήμερα.
Όταν ένα άτομο αποκόπτεται, μπορεί να μην είναι καθαρό είτε η αμαρτία επισύρει «θάνατον» είτε όχι. Αλλά αργότερα μπορεί ν’ αρχίσουν να εμφανίζωνται σημεία μετανοίας και μεταστροφής. (Παράβαλε με Πράξεις 2:36-38· 3:19.) Αυτά τα σημεία στην αρχή μπορεί να παρατηρηθούν από κάποιον που συνδέεται στενά με το αποκομμένο άτομο, όπως ένας άνδρας τα διακρίνει στη στάσι και τη διαγωγή της αποκομμένης συζύγου του. Έτσι, αυτός μπορεί να καταλήξη στο συμπέρασμα ότι προφανώς εκείνη δεν έχει διαπράξει «θανάσιμο αμαρτία» και μπορεί να υποκινηθή να προσευχηθή γι’ αυτήν. Μπορεί να προσευχηθή ότι αν ο Ιεχωβά—ο οποίος διαβάζει τις καρδιές—βρίσκη κάποια βάσι για να συγχωρήση το σφάλμα της, ας γίνη το θέλημα του Θεού. Επίσης, μπορεί να εκφράση στον Θεό την ελπίδα του ν’ αντλήση εκείνη δύναμι από την Αγία Γραφή έτσι ώστε να υπερπηδήση την αδυναμία της.
Μολονότι κάποιος προσωπικά μπορεί να φρονή ότι μπορεί να πλησιάση τον Θεό σχετικά μ’ ένα αποκομμένο άτομο, δεν θα ήταν κατάλληλο να το κάνη αυτό σε δημόσιες ή εκκλησιαστικές προσευχές. Πρέπει να κατανοηθή ότι οι άλλοι, που ακούουν αυτές τις προσευχές μπορεί να μη γνωρίζουν ακόμη τα σημεία που δείχνουν μετάνοια. Ή μπορεί να μην έχουν πεισθή ακόμη ότι το άτομο δεν έχει διαπράξει «αμαρτίαν ουχί θανάσιμον.»
Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου ένας Χριστιανός πιστεύει ότι είναι κατάλληλο να προσεύχεται για ένα αποκομμένο άτομο, μπορεί να το κάνη αυτό μόνο στις ιδιωτικές προσευχές του. Και όλοι μας μπορούμε ν’ αγωνιζώμεθα για να καθοδηγούμε τη σκέψι μας σχετικά μ’ αυτή την άποψι, από τη θεόπνευστη συμβουλή του Λόγου του Ιεχωβά.
● Σε τι αναφέρεται «ο στέφανος της ζωής» που αναγράφεται στο εδάφιο Ιακώβου 1:12, και ποιος μπορεί να λεχθή ότι λαμβάνει, αυτό τον στέφανο;
Το εδάφιο Ιακώβου 1:12 λέγει: «Μακάριος ο άνθρωπος, όστις υπομένει πειρασμόν διότι αφού δοκιμασθή, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κύριος εις τους αγαπώντας αυτόν.»
Η έκφρασις «ο στέφανος της ζωής», έχει εξηγηθή ότι σημαίνει, την ύψιστη μορφή ζωής, την αθάνατη ζωή, όπως αυτή που λαμβάνουν οι κεχρισμένοι ακόλουθοι του Χριστού στην πρώτη ανάστασι. (1 Κορ. 15:53, 54· Αποκ. 20:4, 6) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ζωή θα είναι στέφανος σ’ εκείνους που θα την λάβουν και ότι είναι η υψίστη μορφή ζωής. Αλλά εννοούσε ο Ιάκωβος αυτή την εξαίσια μορφή ζωής όταν χρησιμοποίησε τη λέξι «στέφανος»;
Φαίνεται ότι δεν πρέπει να προσκολληθούμε στην ιδέα κάτι ανώτερου από τον όρο «στέφανος της ζωής.» Η λέξις «στέφανος» προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «στεφανώνω,» κι έτσι χρησιμοποιείται για μια κορώνα, στεφάνι, βραβείο ή αμοιβή που λαμβάνει ο νικητής σ’ έναν αγώνα. Έτσι, ο απόστολος Παύλος στα εδάφια 2 Τιμόθεον 4:7, 8 γράφει: «Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, . . . του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής.» Δεν αναφερόταν σε εξαίσια δικαιοσύνη, αλλά στο βραβείο, στην αμοιβή δικαιοσύνης που θα ελάμβανε. (Παράβαλε με Φιλιππησίους 4:1· 1 Θεσσαλονικείς 2:19, 20.) Κι’ επίσης, στο εδάφιο Ιακώβου 1:12, «ο στέφανος της ζωής» είναι το βραβείο ή δώρο της ζωής που λαμβάνουν εκείνοι που υπομένουν δοκιμασίες. Μπορεί να λεχθή για τον «πολύν όχλο» που επιζή από τη μεγάλη θλίψι ότι, αν υπομείνουν πιστά, θ’ αποκτήσουν «τον στέφανον της ζωής,» ο οποίος, στη δική τους περίπτωσι, θα είναι αιώνια ζωή επάνω στη γη.—Αποκ. 7:9, 10.
Στο εδάφιο Αποκάλυψις 2:10 συναντούμε μια παρόμοια έκφρασι που αναφέρεται στο βραβείο της ζωής. Εκείνοι που το λαμβάνουν είναι άτομα που έχουν υπομείνει πιστά μέχρι θανάτου. Σ’ αυτή την περίπτωσι, όμως, εκείνοι στους οποίους απευθύνονται αυτά τα λόγια είναι οι κεχρισμένοι Χριστιανοί που μπορούν ν’ αποκτήσουν αθάνατη ζωή στους ουρανούς. (Αποκάλυψις 2:26, 27) Τα λόγια που βρίσκονται στο εδάφιο Ιακώβου 1:12, μπορεί να λεχθή ότι δηλώνουν μια γενική αρχή και δεν αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη τάξι ανθρώπων, όπως κάνει το εδάφιο Αποκάλυψις 2:10.
● Το εδάφιο 2 Σαμουήλ 8:13 λέγει ότι ο Δαβίδ κατατρόπωσε τους Συρίους (Εδωμίτες, ΜΝΚ) στην Κοιλάδα του Άλατος, αλλά το εδάφιο 1 Χρονικών 18:12 αποδίδει αυτό το κατόρθωμα στον Αβισαί, και η επιγραφή του Ψαλμού 60 λέγει ότι ο Ιωάβ κέρδισε αυτή τη νίκη. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι τρεις αφηγήσεις προφανώς παρουσιάζουν την ήττα των Εδωμιτών από διαφορετικές απόψεις. Στο 2 Σαμουήλ, η νίκη αποδίδεται στον Δαβίδ επειδή αυτός ήταν ο βασιλιάς, ο αρχιστράτηγος του Ισραηλιτικού στρατεύματος και εκείνος που έδωσε την εντολή για τη μάχη. Επειδή ο Ιωάβ ήταν ο κύριος στρατηγός, αποδίδεται σ’ αυτόν ο θρίαμβος, στην επιγραφή του Ψαλμού 60. Ο Αβισαί υπηρετούσε ως μεραρχιακός διοικητής κάτω από τις διαταγές του Ιωάβ και, χωρίς αμφιβολία, είχε εξέχοντα ρόλο στη στρατιωτική εκστρατεία. Έτσι εξηγείται γιατί η αφήγησις του βιβλίου των Χρονικών αποδίδει σ’ αυτόν τη νίκη. Συνεπώς, δεν υπάρχει αντίφασις. Ακόμη και σήμερα συνηθίζεται ν’ αποδίδεται ένα ιδιαίτερο κατόρθωμα σ’ αυτόν που έδωσε την εντολή γι’ αυτό ή σ’ αυτόν που είχε εξέχοντα ρόλο στην επιτυχή του διεξαγωγή.