Υπηρετώντας τον Θεό σε Δύσκολους Καιρούς
ΤΟ χειμώνα του 1946, πολύ χιόνι έπεσε στη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης όπου ζω. Εκείνη ιδιαίτερα τη μέρα, το χιόνι διέκοψε τη σιδηροδρομική συγκοινωνία, κι έτσι περίμενα μάταια στο σταθμό για να πάω στην πόλι. Κάποιος μου έδειξε ένα μικρό χωριό όπου πιθανόν να υπήρχε λεωφορείο. Αλλά όταν πήγα εκεί, διαπίστωσα ότι ούτε λεωφορεία κινούντο.
Πολλές φορές, τους περασμένους λίγους μήνες, έφευγα από την πόλι για να είμαι μόνη με τον εαυτό μου στα δάση. Στο ήσυχο περιβάλλον, γονάτιζα και προσευχόμουν στο Θεό. Αφού επέζησα από τα φρικτά χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο αυτή η προσευχή μου έδινε ειρήνη και ικανοποίησι. Ήμουν Καθολική και πίστευα πολύ στο Θεό, αλλά η προσευχή στην εκκλησία μπροστά στις άψυχες εικόνες λίγη παρηγοριά μου έφερνε. Μάλιστα, η διαγωγή των ιερέων μ’ έκανε να αποφασίσω να μην ξαναπάω στην εκκλησία.
Εκείνη τη μέρα—με λίγα λόγια εγκαταλειμμένη, πεινασμένη και κουρασμένη—είδα την ταμπέλα «Αρτοποιείο» σ’ ένα από τα σπίτια του χωριού. Μολονότι η κυρία του σπιτιού με πληροφόρησε ότι το αρτοποιείο δεν λειτουργούσε, με καλωσύνη μου έδωσε λίγο ψωμί από το δικό της. Ρώτησα: «Παρακαλώ, μου επιτρέπετε να καθήσω και να ξεκουραστώ;»
Καθώς καθόμουν, παρατήρησα ένα βιβλίο πάνω στο τραπέζι. Όταν έμαθα ότι ήταν η Βίβλος, ενδιαφέρθηκα πάρα πολύ. Για πολλή ώρα συζήτησα μ’ αυτή και το σύζυγό της και ανακάλυψα ότι ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτά που άκουσα ήταν σαν δροσερό νερό για έναν διψασμένο ταξιδιώτη. Το ανδρόγυνο είπε ότι θα με επισκέπτονταν την άλλη Κυριακή.
Την επόμενη Κυριακή ήμουν έτοιμη. Είχα μαγειρέψει ώστε να έχωμε περισσότερο χρόνο για να μιλήσωμε ελεύθερα. Αλλά το ανδρόγυνο δεν ήλθε. Ο σύζυγός μου ήθελε να ξεχάσω αυτή τη «νέα θρησκεία.» Ήμουν πολύ απελπισμένη, σκεπτόμουν μάλιστα να αυτοκτονήσω. Αλλά τότε η μεγαλύτερη κόρη μου έφερε ένα γράμμα από τους Μάρτυρες. Δεν μας είχαν ξεχάσει! Γρήγορα μας βοήθησαν να μελετούμε τη Βίβλο στο σπίτι μας. Και τα παιδιά μου έπαιρναν μέρος, μεταξύ των οποίων η κόρη μου 15 ετών, ο γιος μου 10 και η μικρότερη κόρη μου εννέα ετών. Όλα τους προετοίμαζαν καλά τη μελέτη τους, γράφοντας σε σημειωματάρια τις απαντήσεις στις ερωτήσεις.
Άρχισα να λέω και σε άλλους τα πράγματα που μαθαίναμε, και αυτό μου έδινε πνευματική δύναμι και χαρά. Τον Αύγουστο του 1947, η μεγαλύτερη κόρη μου κι εγώ βαπτισθήκαμε, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά Θεό.
ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ
Ο σύζυγός μου συχνά μεθούσε, και μου δημιουργούσε προβλήματα. Μας απαγόρευσε να πηγαίνωμε στις Χριστιανικές συναθροίσεις. Έτσι, μερικές φορές η κόρη μου κι εγώ πηγαίναμε για ύπνο νωρίς, και κατόπιν, όταν δεν μας παρατηρούσε, ντυνόμαστε και φεύγαμε από το σπίτι. Κάποτε, μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι, φώναζε ότι θα με σκότωνε. Σήκωσε το τσεκούρι, αλλά, επειδή ήταν πολύ μεθυσμένος, του ξέφυγε κι έπεσε μπροστά μου. Μπόρεσα να ξεφύγω.
Ο σύζυγός μου αύξησε τις επιθέσεις του, και προσπάθησε μια μέρα να με σκοτώση μ’ ένα μπαλντά. Η μικρότερη κόρη μου κι εγώ ζητήσαμε καταφύγιο στο σπίτι μερικών Μαρτύρων που έμεναν κοντά, ενώ ο σύζυγός μου μας κυνηγούσε από πίσω. Επειδή οι Μάρτυρες δεν ήθελαν να τον αφήσουν να μπη μέσα, έσπασε τα παράθυρα, και χρειάσθηκε να επέμβη η αστυνομία.
Στις αρχές της ανοίξεως του 1948 ο σύζυγός μου έδωσε το τελεσίγραφο: «Ή το σπίτι ή τον Ιεχωβά!» Προτίμησα να εγκαταλείψω το σπίτι, τα επιπλωμένα τέσσερα δωμάτιά μας, αντί να εγκαταλείψω όσα είχα μάθει. Πήρα μόνο τα προσωπικά μου πράγματα και τα τρία μου παιδιά. Το κάθε τι που πήραμε μπορούσε να μεταφερθή από ένα άτομο.
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ
Μετά απ’ αυτές τις εμπειρίες είχα εξαντληθή σωματικά και διανοητικά, αλλά τουλάχιστον είχα απαλλαγή από την οικογενειακή εναντίωσι. Οι Μάρτυρες που έμεναν έξω από την πόλι μας πήραν στο σπίτι τους.
Το Μάιο του 1948 η μεγαλύτερη κόρη μου άρχισε το έργο σκαπανέως, όπως λέγεται το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πήγε στο νότιο μέρος της χώρας, και αργότερα μας ενθάρρυνε να την ακολουθήσωμε. Όταν φθάσαμε, δεν υπήρχε εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά εκεί. Μπόρεσα να βρω εργασία, καθώς και δυο επιπλωμένα δωμάτια. Το δωμάτιό μας μ’ ένα πιάνο μέσα χρησιμοποιήθηκε σαν Αίθουσα Βασιλείας.
Αρχίσαμε να κηρύττωμε και να εντοπίζωμε τα ενδιαφερόμενα άτομα. Οι Μάρτυρες από μια γειτονική πόλι ήλθαν και έδωσαν δημόσιες Γραφικές ομιλίες και μας βοήθησαν να αυξήσωμε σε πνευματική ωριμότητα. Στη διάρκεια των σχολικών διακοπών το 1949 η μικρότερη κόρη μου έκανε έργο σκαπανέως διακοπών, και τον άλλο χρόνο αυτή και ο αδελφός της βαπτίσθηκαν. Ωστόσο, αυτό που συνέβη το 1950 διέκοψε τη χαρούμενη, μολονότι σκληρή ζωή που ζούσαμε με τα αγαπητά μου παιδιά.
Η ΠΙΣΤΙΣ ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύθηκε, και ουσιαστικά όλοι όσοι ήσαν γνωστοί στην αστυνομία, μεταξύ των οποίων εγώ και η μεγαλύτερη κόρη μου, συνελήφθησαν. Ο 13-χρονος γιος μου και η 12-χρονη κόρη μου στερήθηκαν τη φροντίδα μου. Μια οικογένεια πήρε το γιο μου, και μια άλλη την κόρη μου.
Η μεγαλύτερη κόρη μου αποφυλακίσθηκε μετά από τρεις μήνες. Εγώ έμεινα στη φυλακή τέσσερις μήνες ακόμη. Όταν αποφυλακίσθηκα, με διέταξαν να φύγω από την περιοχή. Πήραμε μόνο τα ρούχα μας και τα στρώματά μας, και οι τέσσερίς μας πήγαμε σε μια άλλη πόλι όπου μας παρέλαβαν Μάρτυρες. Οι πείρες μέσα στη φυλακή, και στη διάρκεια της μετακινήσεως σε μια άλλη περιοχή, ενίσχυσαν την πίστι μου και την εκτίμησί μου για τη φροντίδα και την καθοδηγία του Ιεχωβά.
Μετά από λίγους μήνες, η μεγαλύτερη κόρη μου άρχισε πάλι το έργο σκαπανέως. Λόγω διωγμού, όμως, δεν μπόρεσε να κηρύττη από σπίτι σε σπίτι. Έτσι επισκεπτόταν άτομα που ήδη ήσαν ενδιαφερόμενα, δίνοντάς τους Βιβλικά έντυπα και μελετώντας τη Γραφή μαζί τους.
Το 1952 ο γιος μου τελείωσε το σχολείο. Τότε μετοικήσαμε σε μια πόλι που απείχε περίπου 100 και πλέον χιλιόμετρα (60 μίλια), όπου μαζί μ’ αυτόν εργάσθηκα σ’ ένα πριονιστήριο. Επειδή εργαζόμουν μόνο λίγες ώρες, ήμουν χαρούμενη που μπόρεσα ν’ αρχίσω το έργο σκαπανέως.
Λίγο μετά απ’ αυτό συνέλαβαν μερικούς Μάρτυρες, μεταξύ των οποίων τον γιο μου και μένα, επειδή κηρύτταμε το άγγελμα της Βίβλου. Ωστόσο, επειδή εργαζόμασταν σε κοσμική εργασία, μας άφησαν ελεύθερους μετά από δυο μέρες μόνο. Αρκετοί από τους άλλους Μάρτυρες αντιμετώπισαν δοκιμασίες, και τιμωρήθηκαν με φυλάκισι ως 15 χρόνια. Αλλά εξακολουθήσαμε να κηρύττωμε και σύντομα 35 άτομα βαπτίσθηκαν στην περιοχή μας.
Η μεγαλύτερη κόρη μου συνελήφθη πάλι το 1953. Στη διάρκεια της ανακρίσεως την έδειραν και αργότερα την καταδίκασαν σε τετραετή φυλάκισι. Εκείνο τον καιρό περίπου, η μικρότερη κόρη μου τελείωσε το σχολείο, και μαζί με τον αδελφό της άρχισαν έργο σκαπανέως. Τον άλλο χρόνο, όταν ήταν μόλις 16 ετών, συνελήφθη και φυλακίσθηκε για ένα μήνα. Κατόπιν την έστειλαν , σ’ ένα αναμορφωτήριο.
Επειδή με κυνηγούσε η αστυνομία για το έργο κηρύγματος, δεν μπορούσα να παρουσιασθώ στο δικαστήριο για τη δίκη της κόρης μου. Χωρίς καμμιά φροντίδα από γονείς, καταδικάσθηκε για απεριόριστο χρόνο σ’ ένα σωφρονιστήριο. Λόγω της καλής φήμης της, την εμπιστεύονταν να κάνη θελήματα στην πόλι, κι έτσι μπορούσαμε να βλεπώμαστε μερικές φορές. Τι ευτυχισμένες στιγμές ήσαν αυτές!
Στη συνέχεια, με έστειλαν σε μια άλλη πόλι σαν σκαπανέα. Ήταν δύσκολος καιρός για μένα. Οι δυο μου κόρες ήσαν στη φυλακή. Και δεν έβλεπα το γιο μου πολύ συχνά, επειδή έκανε έργο σκαπανέως σ’ ένα άλλο μέρος της χώρας. Ωστόσο, βλεπόμαστε στις συναθροίσεις σκαπανέων, οι οποίες μερικές φορές διαρκούσαν αρκετές μέρες. Αυτά τα πνευματικά συμπόσια γίνονταν στα πιο απομακρυσμένα σπίτια των Μαρτύρων. Τι χαρούμενες ευκαιρίες ήσαν αυτές!
Προς το τέλος του 1955 μου ζήτησαν να βοηθήσω στην ανατύπωσι, καθώς επίσης και στη μεταφορά Βιβλικών εντύπων. Το έργο ήταν δύσκολο, αλλά ξέραμε πόσο σπουδαίο ήταν. Πήραμε δύναμι όταν είδαμε τη χαρά των αδελφών οι οποίοι ήσαν πολύ ευτυχισμένοι παίρνοντας το «ψωμί» (δηλαδή τη Σκοπιά) και το «γλυκό» (έτσι λέγαμε τα βιβλιάρια). Επίσης, όταν είχα ελεύθερο χρόνο, κήρυττα στα πάρκα, αρχίζοντας συνομιλίες με τους ανθρώπους και κλείνοντας επανεπισκέψεις.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ
Στις αρχές του 1956 η μικρότερη κόρη μου ήταν ελεύθερη πια, και συνέχισε αμέσως να εργάζεται στην υπηρεσία σκαπανέως. Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η μεγαλύτερη κόρη μου αποφυλακίσθηκε, και ξανάρχισε κι αυτή αμέσως το έργο σκαπανέως. Όταν ελευθερώθηκε, και οι τέσσερίς μας συναντηθήκαμε σε μια συνάθροισι σκαπανέων, που θα μείνη αξέχαστη.
Τα επόμενα πέντε χρόνια συναντιόμαστε κάπου-κάπου. Στην αρχή, ο καθένας μας έκανε έργο σκαπανέως σε διαφορετικό τομέα. Έτσι, οπουδήποτε συναντιόμαστε ήταν «σπίτι» μας. Το ταβάνι επάνω ήταν πάντοτε ο γαλάζιος ουρανός, και το δάπεδο μερικές φορές πράσινο, λευκό, ανάλογα με την εποχή του έτους.
Αρχίσαμε να εργαζώμαστε με ηλεκτρικούς πολυγράφους για την αναπαραγωγή Βιβλικών εντύπων. Κάποτε κάηκε το σπίτι μας μαζί με τον εξοπλισμό εκτυπώσεως και το χαρτί. Οι αρχές διαπίστωσαν ότι υπήρχε τυπογραφείο σ’ αυτό το καμένο σπίτι, αλλά δεν συνέλαβαν κανένα. Έπειτα πήραμε μέρος σ’ ένα ειδικό έργο. Βοήθησα στη στοιχειοθέτησι του θαυμάσιου βιβλίου Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο.
Το 1961 περάσαμε τις θερινές διακοπές μας σαν οικογένεια με φιλόξενους αδελφούς σ’ ένα ψαροχώρι. Μπορέσαμε να ξεκουραστούμε κοντά στη θάλασσα και να αποκτήσωμε δύναμι για να εργαστούμε τον επόμενο χρόνο. Δεν γνωρίζαμε τι μας περίμενε.
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ ΦΥΛΑΚΙΣΘΗΚΕ
Τον Αύγουστο η μεγαλύτερη κόρη μου συνελήφθη, καθώς και ο γιος μου. Μετά από τρεις μήνες, συνέλαβαν τη μικρότερη κόρη μου κι εμένα. Μας κρατούσαν στο στάδιο της ανακρίσεως για ένα και πλέον έτος.
Ενώ ήμουν κρατούμενη, έκανα αίτησι για να δω τον οδοντίατρο της φυλακής. Ενώ περίμενα στη γραμμή, η φυλακισμένη γυναίκα που ήταν μετά από μένα ρώτησε γιατί η αρχηγός του θαλάμου μου είχε βάλει τις φωνές την προηγούμενη μέρα. Όταν της είπα ότι αυτό ωφείλετο στο γεγονός ότι μιλούσα με άλλες Μάρτυρες του Ιεχωβά καθώς κάναμε περίπατο, η νεαρή κυρία που ήταν μετά απ’ αυτή με άρπαξε απότομα. Με αγκάλιασε με χαρά, δηλώνοντας ότι και αυτή ήταν μια Μάρτυς του Ιεχωβά. Έκτιε μια τριετή ποινή φυλακίσεως για το λόγο της παραγωγής Βιβλικών εντύπων. Τότε δεν ήξερα ότι τελικά αυτή θα γινόταν νύφη μου—«η τρίτη μου κόρη.»
Ενώ ήμουν φυλακισμένη επικοινωνούσα τακτικά με τα παιδιά μου μέσω αλληλογραφίας. Κάθε επιστολή περνούσε από λογοκρισία. Αρχίσαμε να βάζωμε στις επιστολές περισσότερη Βιβλική ύλη έτσι ώστε οι λογοκριτές να λαμβάνουν μαρτυρία για τους σκοπούς του Θεού. Κάποτε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ήταν αρχηγός του τμήματος, με φώναξε από το κελί μου. Με ωδήγησε σε μια άλλη πτέρυγα της φυλακής για να συζητήσωμε, και με ρώτησε πώς είχα μεγαλώσει τα παιδιά μου. Μου είπε πόσο υπομονετικά εγκαρτερούσαν στη φυλακή. Είπε επίσης ότι όλοι οι υπάλληλοι είχαν πάρα πολύ ενδιαφερθή από τις επιστολές μας.
Στις αρχές του 1963, περίπου ενάμισυ χρόνο μετά τη σύλληψί μας, άρχισαν την εκδίκασι της υποθέσεως στο δικαστήριο. Διήρκεσε τρεις μέρες. Η μεγαλύτερη κόρη μου καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκισι, ενώ ο γιος μου σε διετή. Η μικρότερη κόρη μου κι εγώ αφεθήκαμε ελεύθερες. Ο χρόνος που δαπανήσαμε στη φυλακή θεωρήθηκε τιμωρία μας.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΙ
Όταν αποφυλακισθήκαμε, φιλόξενοι αδελφοί πήραν την κόρη μου κι εμένα και μας βοήθησαν να επανακτήσωμε την υγεία μας. Γρήγορα μετά την αποφυλάκισι του γιου μου, και οι τρεις μας μέναμε μαζί με αδελφούς. Έπιασα δουλειά σ’ ένα χυτήριο, ο γιος μου βρήκε δουλειά στους σιδηροδρόμους και η κόρη μου γραφική εργασία. Στο σπίτι, μετά την εργασία, όλοι βοηθούσαμε στη στοιχειοθέτησι της δεύτερης εκδόσεως του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής.»
Η μεγαλύτερη κόρη μου αποφυλακίσθηκε το Σεπτέμβριο του 1963. Επιστρέψαμε στην περιοχή που είχαμε εργασθή πριν από 15 χρόνια. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ’ ένα παλιό σπίτι και, με τη βοήθεια των αδελφών που έμεναν κοντά, μπορέσαμε να το επισκευάσωμε. Τα παιδιά όλα μαζί άρχισαν πάλι το έργο σκαπανέως.
Ο σύζυγός μου είχε ψάξει για μας, αλλά επειδή ασχολούμαστε στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος, ποτέ δεν μας εντόπισε. Ήξερα πού έμενε, και γι’ αυτό μετά από 10 χρόνια χωρισμού παρακίνησα τα παιδιά μου να τον επισκεφθούν. Τότε ήταν ακόμη αλκοολικός.
Στη συνέχεια, το 1963, έμαθα ότι ο σύζυγός μου σταμάτησε να πίνη. Του έστειλα τη διεύθυνσί μας για να μπορή να επισκεφθή τα παιδιά. Όταν ήλθε για επίσκεψι την πρώτη φορά, ο γιος μου ήταν ήδη παντρεμένος. Είδε ότι ζούσαμε ειρηνικά και με αρμονία. Ήταν προσκεκλημένος στο γάμο της μεγαλύτερης κόρης μας, και κατόπιν εξέφρασε την επιθυμία να τον επισκεφθούν στο σπίτι του Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αργότερα ήλθε άλλη μια φορά για να μιλήσωμε. Η συζήτησις ήταν σύντομη αλλά πολύ δύσκολη. Ωμολόγησε ότι ήταν ένοχος παραβιάσεως του νόμου του Θεού και του νόμου της χώρας. Μετά από 22 χρόνια χωρισμού επέστρεψε για να ζήση μαζί μας. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, στις 4 Απριλίου 1971, βαπτίσθηκε ως Μάρτυς του Ιεχωβά.
Σήμερα, ο γιος μου και οι κόρες μου έχουν τις οικογένειές τους και εγώ είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά, έχοντας τέσσερα εγγόνια και δυο εγγονές. Είμαστε πολύ χαρούμενοι και έχομε γευθή την καθοδηγία, την προστασία και τη βοήθεια του Ιεχωβά. Είμαι πολύ πεπεισμένη ότι κανένας απ’ αυτούς που υπομένουν με ζήλο στην υπηρεσία του Ιεχωβά δεν θα αντιμετωπίση απογοήτευσι. Με όλη μου την καρδιά έχω εμπιστευθή στον Ιεχωβά και στα καθησυχαστικά του λόγια, «Δεν θέλω σε αφήσει ουδέ σε εγκαταλείψει.» (Εβρ. 13:5)—Από συνεργάτη.