Εργάτες—Διάκονοι
1. Πώς ονομάζονται οι αξιωματούχοι των πολιτικών κυβερνήσεων εν σχέσει με τον Θεό των Χριστιανών, στη μετάφρασι του Τύντεηλ του εδαφίου Ρωμαίους 13:1-6;
ΣΤΗ μετάφρασί του του 1526 μ.Χ., από την αρχαία Ελληνική στην ομιλουμένη Αγγλική της εποχής του, ο Ουίλλιαμ Τύντεηλ έγραψε για τις «υπερέχουσες εξουσίες» αυτού του κόσμου: «Είναι του Θεού υπηρέτης [διάκονος, κείμενο] εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού· διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν· επειδή του Θεού υπηρέτης [διάκονος, κείμενο] είναι, εκδικητής δια να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν. Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε ουχί μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. Επειδή δια τούτο πληρόνετε και φόρους· διότι υπηρέται [διάκονοι, κείμενο] του Θεού είναι εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι.»—Ρωμ. 13:1-6.
2. (α) Μήπως το γεγονός ότι αξιωματούχοι των κοσμικών κυβερνήσεων καλούνται «διάκονοι,» βασίζεται στη μετάφρασι του Τύντεηλ του 1526; (β) Μήπως η από μέρους τους χρήσις αυτού του όρου αποκλείει από τον Παύλο και τους συγχριστιανούς που δεν είναι μέρος του κόσμου το δικαίωμα να ονομάζωνται διάκονοι;
2 Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύωμε ότι η ονομασία ορισμένων αξιωματούχων του Κράτους σε διάφορες πολιτικές κυβερνήσεις με τους τίτλους «πρωθυπουργός» (πράιμ μίνιστερ, Αγγλικά) «υπουργός» (μίνιστερ, Αγγλικά), βασίζεται στα παραπάνω λόγια του αποστόλου Παύλου. Αλλά και τότε ακόμη, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην κοσμική «διακονία» αυτών των πολιτικών που ονομάζονται «διάκονοι του Θεού» και στη θρησκευτική «διακονία» του αποστόλου Παύλου και των συγχριστιανών του που δεν αποτελούν μέρος αυτού του κόσμου. Οι τομείς δράσεως ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ομάδες διαφέρουν. Η χρήσις του όρου «διάκονος» με κυβερνητική έννοια από κοσμικούς πολιτικούς δεν αποκλείει από τον απόστολο Παύλο και τους συγχριστιανούς του να ονομάζωνται «διάκονοι» με θρησκευτική έννοια ανάλογα με τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται.
3. Είναι ο κάθε Μάρτυς του Ιεχωβά σήμερα, που κηρύττει από σπίτι σε σπίτι σαν τον Τυχικό και τον Τιμόθεο, «διάκονος του Θεού . . . εις το ευαγγέλιον του Χριστού»;
3 Όταν, στο Εφεσίους 6:21, ο απόστολος Παύλος ονομάζη τον Τυχικό «αγαπητόν αδελφόν και πιστόν διάκονον εν Κυρίω,» δεν κατέτασσε τον Τυχικό με τους κληρικούς του λεγομένου Χριστιανικού κόσμου. (Επίσης, Κολοσσαείς 1:7· 4:7.) Ο Παύλος αποκάλεσε επίσης τον Τιμόθεο «αδελφόν ημών και διάκονον του Θεού . . . εις το ευαγγέλιον του Χριστού.» (1 Θεσ. 3:2) Ασφαλώς οι αφιερωμένοι, βαπτισμένοι μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα που κηρύττουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» από σπίτι σε σπίτι είναι «διάκονοι του Θεού . . . εις το ευαγγέλιον του Χριστού.»—Ματθ. 24:14· Μάρκ. 13:10.
4. Τι δείχνουν οι Γραφές για το αν η Χριστιανική εκκλησία σαν σύνολο, καθώς και τα ατομικά μέλη της, έχουν μια διακονία;
4 Τι θα πούμε όμως για την εκκλησία των βαπτισμένων Χριστιανών σαν σύνολο; Ο δοξασμένος Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, είπε τα εξής στην εκκλησία των Θυατείρων, στη Μικρά Ασία: «Εξεύρω τα έργα σου και την αγάπην και την διακονίαν.» (Αποκ. 2:18, 19) Στην εκκλησία της Κορίνθου, ο Παύλος έγραψε: «Είναι και διαιρέσεις διακονιών, ο Κύριος όμως ο αυτός.» (1 Κορ. 12:5) Σύμφωνα μ’ αυτό το γεγονός, από την πεντηκοστή του 33 μ.Χ. κι έπειτα ο δοξασμένος Ιησούς Χριστός χάρισε στην εκκλησία του στη γη χαρίσματα σε μορφή ανθρώπων, δηλαδή, αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες, δασκάλους. Για ποιο σκοπό; «Προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού.» (Εφεσ. 4:7-12) Τελικά, σ’ όλα τα μέλη της εξ Εβραίων Χριστιανικής εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση το έργον σας και τον κόπον της αγάπης, την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού, υπηρετήσαντες [διακονήσαντες, κείμενο] τους αγίους και υπηρετούντες [διακονούντες, κείμενο].» (Εβρ. 6:10) Μ’ αυτόν τον τρόπο όλοι εκτελούσαν κάποια διακονία επιδοκιμασμένη από τον Ιεχωβά Θεό.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
5. (α) Αντίθετα με το είδος των επαγγελματιών διακόνων του Χριατιανισμού, μπορούν οι διάκονοι σύμφωνα με τον Γραφικό κανόνα να έχουν μερική κοσμική εργασία; (β) Πότε εμφανίσθηκε ο όρος «διάκονος» (Αγγλικά «μίνιστερ») στις Βιβλικές μεταφράσεις;
5 Το να είναι κανείς διάκονος σαν μέλος της αφιερωμένης, βαπτισμένης εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν σημαίνει ότι θα ζη μια ζωή με πολυτέλειες και ανέσεις. Ίσως ο τρόπος που ζουν οι επαγγελματίες διάκονοι των θρησκευτικών συστημάτων του Χριστιανικού κόσμου να κάνη πολλούς να νομίζουν έτσι. Αλλά σύμφωνα με τη θεόπνευστη Γραφή δεν πρέπει να συμβαίνη αυτό. Εν τούτοις, αυτοί που είναι «διάκονοι» σύμφωνα με τη Γραφική έννοια της λέξεως μπορούν να εργάζωνται σε κοσμική εργασία ένα μέρος του χρόνου τους. Αφού ακόμη και ο Ιησούς Χριστός ήταν ξυλουργός στη Ναζαρέτ ως τα τριάντα του χρόνια! Τότε αφιέρωσε όλο του το χρόνο στη διακονία για την οποία είχε χρισθή με το πνεύμα του Θεού. Το αν μιλούσε τη Λατινική γλώσσα και χρησιμοποιούσε τον όρο (minister) «διάκονος,» δεν γνωρίζομε. Όταν όμως οι Εβραίο-Ελληνικές Γραφές μεταφράσθηκαν στα Λατινικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τότε εμφανίσθηκε στη μετάφρασι η λέξις minister (διάκονος).
6. (α) Τι έννοια έχει η λέξις «διάκονος» σύμφωνα με τη ρίζα της; (β) Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να «δοξασθή» από τον Παύλο;
6 Αφού η λέξις minister προέρχεται από το Λατινικό επίθετο minus, που σημαίνει «λιγότερο,» το να είναι κανείς μίνιστερ, σημαίνει, βασικά, να «είναι ή να ενεργή σαν κάτι λιγότερο, σαν κατώτερος» (quod minus est, Λατινικά). Η αντίστοιχη Ελληνική λέξις διάκονος έχει μια όμοια ταπεινή προέλευσι. Πιστεύεται ότι προέρχεται από την πρόθεσι διά και τη λέξι κόνις (σκόνη). Σ’ έναν Έλληνα αυτή η λέξις θα έδινε την εικόνα κάποιου που θα περνούσε μέσα από τη σκόνη για να τεθή στη διάθεσι κάποιου ή για να υπηρετήση κάποιον. Αλλά παρά την ταπεινή ρίζα της Ελληνικής λέξεως ο απόστολος Παύλος τη χρησιμοποίησε όταν είπε: «Την διακονίαν μου δοξάζω.» (Ρωμ. 11:13) Αυτό το απέδειξε με το να προσκολληθή σ’ αυτήν ως το τέλος.
7. (α) Μήπως η διακονία του αγγέλματος της Βασιλείας υποβιβάζεται από τους διακόνους που δεν πληρώνονται γι’ αυτή; (β) Πώς βλέπουν οι διάκονοι της Βασιλείας οποιαδήποτε κοσμική εργασία που θα χρειασθή να κάνουν;
7 Ο Παύλος δεν εκτέλεσε με ζήλο αυτή τη διακονία για να αυτοδοξασθή. Κήρυξε το «ευαγγέλιο» αδάπανα και χωρίς να επιβαρύνη κανένα. Αλλά μ’ αυτό δεν υποβίβαζε τη διακονία του. Όσοι δέχονταν το «ευαγγέλιο» έπρεπε να ‘υπολογίσουν τη δαπάνη’ για να ωφεληθούν, έστω κι αν δεν πλήρωναν για το «ευαγγέλιο.» Ο Παύλος το θεωρούσε μεγάλη του τιμή που του είχαν εμπιστευθή ένα τόσο ένδοξο «ευαγγέλιο,» μια ασύγκριτη διακονία όταν την παράβαλε με όλα τα ακριβοπληρωνόμενα επαγγέλματα αυτού του κόσμου. Σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μιμούνται το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Πώς; Με το ότι δεν ενασχολούνται στη διακονία του αγγέλματος της Βασιλείας του Θεού για προσωπικό κέρδος ή με υλικό ή κοσμικό τρόπο. Το θεωρούν κακό να χρησιμοποιούν το άγγελμα της Βασιλείας σαν κάτι το εμπορεύσιμο, σαν κάποιο μέσον για να περάσουν μια άνετη ζωή. Οποιαδήποτε κοσμική εργασία κι αν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν, αυτή παίρνει δευτερεύουσα θέσι στη ζωή τους. Η διακονία της Βασιλείας είναι κάτι για το οποίον αξίζει να γίνουν θυσίες!
8. Με ποιο τρόπο ο Παύλος συνέχιζε να ‘δοξάζη τη διακονία του,’ αφού έφθασε τελικά στη Ρώμη;
8 Όταν ο απόστολος Παύλος έφθασε τελικά στη Ρώμη κι ήρθε σ’ επαφή με την εκκλησία, εξακολούθησε να κάνη αυτό που τους είχε γράψει στην επιστολή του χρόνια προηγουμένως: ‘Δόξαζε τη διακονία του.’ Πώς το κατόρθωνε αυτό παρ’ όλο που ήταν ένας αλυσοδεμένος φυλακισμένος; Ο γιατρός Λουκάς, ο πιστός σύντροφός του, μας λέει: «Ότε δε ήλθομεν εις Ρώμην . . . εις τον Παύλον . . . συνεχωρήθη να μένη καθ’ εαυτόν μετά του στρατιώτου, όστις εφύλαττεν αυτόν. Μετά δε τρεις ημέρας συνεκάλεσεν ο Παύλος τους όντας των Ιουδαίων πρώτους· και αφού συνήλθον [ο Παύλος τους μίλησε]. . . . Έμεινε δε ο Παύλος δύο ολόκληρα έτη εν ιδιαιτέρα μισθωτή οικία και εδέχετο πάντας τους ερχομένους προς αυτόν, κηρύττων την βασιλείαν του Θεού και διδάσκων μετά πάσης παρρησίας ακωλύτως τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού.»—Πράξ. 28:16-31· Εφεσ. 6:20.
9. Σε ποια έκτασι η φυλάκισις και η αιτία της φυλακίσεως του Παύλου έγινε δημόσια γνωστή στη Ρώμη και πώς αισθάνονταν γι’ αυτό οι Χριστιανοί σ’ εκείνη την πόλι;
9 Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της δράσεως του Παύλου που ήταν άδικα φυλακισμένος; Μας λέει: «Θέλω δε να εξεύρητε, αδελφοί, ότι τα συμβάντα εις εμέ συνέτρεξαν μάλλον εις πρόοδον του ευαγγελίου, ώστε τα δια τον Χριστόν δεσμά μου έγειναν φανερά εις όλον το πραιτώριον και εις πάντας τους λοιπούς, και οι πλειότεροι των εν Κυρίω αδελφών πεποιθότες εις τα δεσμά μου τολμώσι περισσότερον να κηρύττωσιν αφόβως τον λόγον.» «Σας ασπάζονται πάντες οι άγιοι, μάλιστα δε οι εκ της οικίας του Καίσαρος.»—Φιλιπ. 1:12-14· 4:22.
ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΞΑΣΩΜΕ ΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΜΑΣ
10. Πότε ανταποκρίθηκε το υπόλοιπο του πιστού αφιερωμένου βαπτισμένου λαού του Ιεχωβά στην κλήσι να βγη από τη παγκόσμια αυτοκρατορία της ψεύτικης θρησκείας;
10 Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ανταποκρίθηκαν στη θεία κλήσι να εξέλθουν από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, την παγκόσμια αυτοκρατορία της ψεύτικης θρησκείας. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του 1914-1918, η Βαβυλώνα η Μεγάλη συνεργάσθηκε με τις εμπόλεμες πολιτικές δυνάμεις για να βάλουν περιορισμούς στον αφιερωμένο βαπτισμένο λαό του Ιεχωβά Θεού. Έφθασαν ως το σημείο να φυλακίσουν τα ηγετικά μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της οργανώσεώς τους. Αλλά το μεταπολεμικό έτος 1919 ήρθε ανακούφισις και απελευθέρωσις. Τότε διέκριναν την ανάγκη να αναδιοργανωθούν για να κηρύξουν το προειπωμένο «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» σε όλο τον κόσμο.—Ματθ. 24:14.
11. (α) Με ποιο τρόπο τα συναθροισθέντα μέλη του υπολοίπου στη συνέλευσι το 1919 εξέθεσαν τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη; (β) Ποιον αναμενόμενο καιρό χαιρέτησαν, και σύμφωνα μ’ αυτό ποιο περιοδικό άρχισε να εκδίδεται;
11 Ακολούθησε μια αναδιοργάνωσις του υπολοίπου για να κηρύξουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» σ’ όλη τη γη όσο ποτέ προηγουμένως. Για το σκοπό αυτό έκαναν μια γενική συνέλευσι το Σεπτέμβριο του 1919, στο Σήνταρ Πόιντ του Οχάιο των Η.Π.Α. Εκεί εξέθεσαν δημόσια τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη σαν τον υποστηρικτή της προταθείσης τότε Κοινωνίας των Εθνών, την οποία οι κληρικοί της Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας αποκάλεσαν «πολιτική έκφρασι της βασιλείας του Θεού στη γη.» Οι σύνεδροι χαιρέτησαν τον «χρυσούν αιώνα» που θα τον φέρη η ουράνια βασιλεία του Θεού υπό τον Χριστό. Όπως ανακοινώθηκε στη συνέλευσι, άρχισε να εκδίδεται τον Οκτώβριο του 1919 ένα νέο περιοδικό σαν συμπλήρωμα της Σκοπιάς με τον τίτλο «Ο Χρυσούς Αιών.» Αργότερα λόγω της αυξανόμενης ανάγκης παρηγοριάς που χρειαζόταν ολόκληρη η ανθρώπινη οικογένεια, το όνομα του περιοδικού άλλαξε σε «Παρηγορία.» Και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το όνομα έγινε «Ξύπνα!»
12. (α) Ποια νέα ταυτότητα ανάλαβε το υπόλοιπο βελτιώνοντας περισσότερο τη διακονική τους εμφάνισι; (β) Τι έκανε όλο αυτό στη διακονία τους της Βασιλείας;
12 Όλα αυτά έδωσαν μια νέα διακονική εμφάνισι σ’ εκείνους τους κήρυκες της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού. Το 1931 απέρριψαν όλα τα ονειδιστικά ονόματα με τα οποία η Βαβυλώνα η Μεγάλη συνέχιζε να τους αποκαλή γιατί τότε υιοθέτησαν το όνομα που βασιζόταν στη Γραφική προφητεία, δηλαδή, Μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10-12) Αυτό τους έδωσε μια νέα ταυτότητα ενώπιον της Βαβυλώνας της Μεγάλης και των πολιτικών προστατών της. Αυτή η αφαίρεσις των θρησκευτικών ρούχων τους που είχαν κηλιδωθή και λερωθή από την επαφή με τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη ευχαρίστησε τον Θεό τους Ιεχωβά. Στα μάτια του πήραν άλλη όψι. Εξεικονιστικά έμοιαζε σαν να φόρεσε το υπόλοιπο «ιμάτια λαμπρά» που ταίριαζαν στην ιερατική τους διακονία. (Ζαχ. 3:4, 5) Αυτό εξύψωσε, ετίμησε, εδόξασε τη διακονία τους προς τον Θεό.
13. (α) Ποια περαιτέρω απόδειξι δόθηκε από το 1935 κι έπειτα ότι το υπόλοιπο είχε αποκατασταθή στη θεία εύνοια; (β) Για ποιο πράγμα σχετικό με τη διακονία ενώθηκε ο «πολύς όχλος» με το υπόλοιπο;
13 Υπήρχε ορατή απόδειξις ότι το χρισμένο υπόλοιπο αποκαταστάθηκε στη θεία εύνοια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Βεβαίως, γιατί μαζί μ’ αυτό το συγκριτικά μικρό υπόλοιπο του «βασιλείου ιερατεύματος» άρχισε να συνταυτίζεται ένας «όχλος πολύς» ειλικρινών εκζητητών του ενός ζώντος και αληθινού Θεού. (1 Πέτρ. 2:9) Αυτό αποδείχθηκε οριστικά από την άνοιξι του 1935. Τότε έγινε μια γενική συνέλευσις στην Ουάσινγκτον, D.C. Εκεί στις 31 Μαΐου, ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά έδωσε την κύρια ομιλία με θέμα «Ο Πολύς Όχλος.» Αυτή βασίσθηκε στην Αποκάλυψι 7:9-15. Την επόμενη μέρα 840 συμβόλισαν την αφιέρωσί τους στον Ιεχωβά Θεό με βάπτισμα. Η πλειονότητα αυτών των υποψηφίων για βάπτισμα καλλιεργούσαν την ελπίδα του «πολλού όχλου» για ένα γήινο παράδεισο κάτω από τη βασιλεία του Χριστού. Γνώριζαν καλά ότι αυτό σήμαινε ότι θα ενώνονταν μαζί με το χρισμένο υπόλοιπο στη δράσι τους ως διακόνων του Ιεχωβά Θεού στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Κι αυτοί, επίσης, άρχισαν να δοξάζουν τη διακονία τους.
14. Κάτω από ποια υποχρέωσι λόγω της αφιερώσεώς τους και του συμβολικού τους βαπτίσματος βρίσκεται ο «πολύς όχλος» μολονότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν ν’ αφιερώσουν όλο τους το χρόνο στο κήρυγμα της Βασιλείας;
14 Ως τώρα εκατοντάδες χιλιάδες προβατοειδείς άνθρωποι έχουν συρρεύσει στο πλευρό του χρισμένου υπολοίπου κι ενώθηκαν μαζί τους στη διακονία της Βασιλείας. Βέβαια δεν μπόρεσαν όλοι ν’ αφιερώσουν όλο τους το χρόνο σ’ αυτή τη διακονία με την ιδιότητα των ολοχρόνιων διαγγελέων, των περιοδευόντων εκπροσώπων της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, ή σαν μέλη των τμημάτων των γραφείων της Εταιρίας. Επίγειες υποχρεώσεις αναγκάζουν τους περισσότερους απ’ αυτούς να κάνουν κοσμική εργασία το περισσότερο ή αρκετό μέρος του χρόνου τους. Εν τούτοις, η αφιέρωσίς τους στον Θεό, όπως συμβολίσθηκε από το βάπτισμα, απαιτεί να είναι διάκονοί του υπηρετώντας τα συμφέροντα της βασιλείας του.
15. Πώς αυτοί βρίσκονται σε μια κατάστασι όμοια με του αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο;
15 Βρίσκονται στην ίδια κατάστασι με τον απόστολο Παύλο. Για ενάμισυ χρόνο εργάσθηκε στην Κόρινθο σαν σκηνοποιός με τον Ακύλα, έναν Ιουδαίο πιστό Χριστιανό. (Πράξ. 18:1-11) Μερικοί σήμερα θα μπορούσαν να κατατάξουν τον Παύλο σαν ένα «τακτικό διάκονο.»
16. Τι είπε για την κοσμική εργασία του ο Παύλος όταν σταμάτησε στη Μίλητο στο ταξίδι του προς την Ιερουσαλήμ;
16 Θυμόμαστε επίσης αυτά που είπε ο Παύλος καθώς ταξίδευε προς την Ιερουσαλήμ όταν σταμάτησε στο λιμάνι της Μιλήτου στη Μικρά Ασία. Από κει έστειλε και κάλεσε τους πρεσβυτέρους ή επισκόπους της εκκλησίας της Εφέσου. Ανάμεσα στ’ άλλα τους είπε: «Δια τούτο αγρυπνείτε, ενθυμούμενοι ότι τρία έτη νύκτα και ημέραν δεν έπαυσα νουθετών μετά δακρύων ένα έκαστον. . . . Αργύριον ή χρυσίον ή ιμάτιον ουδενός επεθύμησα· σεις δε αυτοί εξεύρετε ότι εις τας χρείας μου και εις τους όντας μετ’ εμού αι χείρες αύται υπηρέτησαν. Κατά πάντα υπέδειξα εις εσάς ότι ούτω κοπιάζοντες πρέπει να βοηθήτε τους ασθενείς και να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε· Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Πράξ. 20:31-35.
17. (α) Υποβίβαζε ο Παύλος τη διακονία του όταν κατά καιρούς εργαζόταν σε κοσμική απασχόλησι, ή μάλλον ποιος ήταν ο λόγος γι’ αυτό; (β) Τι θα πούμε για το αν άλλοι αφιερωμένοι Χριστιανοί του καιρού εκείνου ήσαν εργάτες-διάκονοι, όπως φαίνεται από ποιους υπηρέτες του ναού;
17 Με το να εργάζεται προσωρινά σε κοσμική εργασία, και ν’ αμείβεται, ο Παύλος δεν υποβίβαζε τη διακονία του της Βασιλείας. Έκανε διευθετήσεις ώστε το κήρυγμά του και η διδασκαλία του να είναι αδάπανες για τους ακροατές του και τους μαθητές του. Μ’ αυτό τον τρόπο απάλλασσε το εκπαιδευτικό του έργο από την κατηγορία ότι ήταν μια επικερδής ιδιοτελής επιχείρησις. (1 Κορ. 9:13-18) Στην περίπτωσι αυτή εφάρμοζε πραγματικά αυτό που έλεγε: «Την διακονίαν μου δοξάζω.» (Ρωμ. 11:13) Το ότι ήταν ένας εργάτης-διάκονος για να συντηρήται αποδείκνυε ότι είχε αγνό, ανιδιοτελές ελατήριο στη διακονία του της Βασιλείας. Οι περισσότεροι από τους αφιερωμένους συγχριστιανούς του ήσαν εργάτες-διάκονοι, και μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς ήσαν δούλοι σε μη Χριστιανούς κυρίους. (Πράξ. 18:1-4· Ρωμ. 16:3-5) Η αναγκαία κοσμική εργασία δεν υποβιβάζει τη διακονία της Βασιλείας, γιατί θα πρέπει να έχωμε στο νου ότι οι Λευίτες κάτω από τη διαθήκη του Μωσαϊκού Νόμου του Ισραήλ υπηρετούσαν στο ναό στην Ιερουσαλήμ μόνο μια βδομάδα κάθε εξάμηνο, εκτός από τις ετήσιες γιορτές στην Ιερουσαλήμ. Τον υπόλοιπο χρόνο ζούσαν στις Λευιτικές πόλεις τους σ’ όλη τη γη και εκεί εργάζοντο για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Έτσι κι αυτοί ήσαν εργάτες-διάκονοι.
18. (α) Έχουν αυτοί οι εργάτες-διάκονοι ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά τα δικαιώματα που χορηγούνται στους διακόνους της Βαβυλώνας της Μεγάλης; (β) Πώς οι εργάτες-διάκονοι ‘δοξάζουν τη διακονία τους’ καθώς ενασχολούνται σε κοσμική εργασία;
18 Το ότι πολλοί από τους αφιερωμένους, βαπτισμένους μάρτυρες είναι αναγκασμένοι ή υποχρεωμένοι να κάνουν κάποια κοσμική εργασία τον περισσότερο χρόνο τους, αυτό δεν σημαίνει ούτε αποδεικνύει ότι δεν είναι πραγματικοί διάκονοι του Θεού, και ότι δεν δικαιούνται να έχουν την ίδια μεταχείρισι που δίνουν οι κυβερνήσεις στους θρησκευτικούς διακόνους της «Βαβυλώνος της Μεγάλης.» Μολονότι είναι εργάτες-διάκονοι, θέτουν τα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού πάνω από κάθε άλλο πράγμα. Εφόσον κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού ακόμη κι από σπίτι σε σπίτι, είναι πραγματικά διάκονοι της Βασιλείας και δεν είναι καθόλου υποδεέστεροι από τους πολιτικούς διακόνους (λειτουργούς) των κυβερνήσεων αυτού του κόσμου. Με την αξιέπαινη ποιότητα της εργασίας που προσφέρουν στους κοσμικούς εργοδότες τους αυτοί οι εργάτες-διάκονοι ‘δοξάζουν την διακονία τους’ μ’ έναν έμμεσο τρόπο. Αυτό φέρνει τιμή στον Θεό που λατρεύουν.
19. (α) Τι θα κάνη ο εργάτης διάκονος ανάλογα με τις ικανότητές του, αν αλλάξουν οι περιστάσεις και του το επιτρέψουν; (β) Άσχετα από το ποσόν του χρόνου που δαπανάται άμεσα χάριν της Βασιλείας, τι θα κάνη κάθε αφιερωμένος βαπτισμένος μάρτυς του Ιεχωβά;
19 Δεν χρειάζεται να πούμε ότι, αν αλλάξουν οι συνθήκες ώστε να μπορούν οι εργάτες-διάκονοι ν’ ασχοληθούν ολοχρόνια στη διακονία της Βασιλείας, τότε μ’ εκτίμησι θ’ αναλάβουν τη διακονία του Λόγου του Θεού στο μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπουν οι ικανότητές τους. Εν πάση περιπτώσει, είτε μπορούμε ν’ αφιερώσωμε όλο τον χρόνο μας είτε μόνο μέρος του με άμεσο τρόπο για τα συμφέροντα της εγκαθιδρυμένης ήδη βασιλείας του Θεού δια του Χριστού, ας ‘δοξάζωμε την διακονία μας’ αδιάκοπα.