Ακολούθησα τα Ίχνη των Γονέων Μου
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΤΖΕΤ
«Η ζωή μου είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία του Υψίστου», ανέφερε το δημοσίευμα, «και δεν μπορώ να υπηρετώ δύο κυρίους». Αυτά τα λόγια που περιέχονταν στη δήλωσή μου προς τις αρχές του Υπουργείου Εργασίας και Εθνικών Υπηρεσιών της Βρετανίας το 1941 περιέγραφαν την αιτία για την οποία αρνήθηκα την υπόδειξή τους να υπηρετήσω σε νοσοκομείο στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Λίγο αργότερα κρίθηκα ένοχη και καταδικάστηκα σε τρίμηνη φυλάκιση εξαιτίας της άρνησής μου.
ΤΙ ΜΕ οδήγησε σε αυτή την κατάσταση; Όχι, δεν ήταν κάποιο νεανικό πείσμα ούτε στασιαστική συμπεριφορά. Αντίθετα, οι αιτίες ανάγονται στο παρελθόν, όταν ήμουν παιδί.
Ο Ζήλος του Πατέρα για τη Βασιλεία
Γεννήθηκα στις 5 Ιουνίου 1914 στο Χόρσφορθ, κοντά στο Λιντς, στα βόρεια της Αγγλίας. Οι γονείς μου, ο Άτκινσον και η Πάτι Πάτζετ, ήταν δάσκαλοι στο κατηχητικό και μέλη της χορωδίας της Πρώτης Μεθοδιστικής Εκκλησίας όπου ο πατέρας έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο. Όταν ήμουν μωρό, το σπιτικό μας ήταν ευτυχισμένο, αν εξαιρέσουμε ένα ζήτημα. Οι παγκόσμιες συνθήκες ανησυχούσαν τον πατέρα. Μισούσε τον πόλεμο και τη βία και πίστευε στην εντολή της Αγίας Γραφής: «Μη φονεύσης».—Έξοδος 20:13.
Το 1915 η κυβέρνηση παρότρυνε όλους τους νεαρούς άντρες να καταταγούν εθελοντικά στο στρατό και να αποφύγουν έτσι την επιστράτευση. Με κάποιους ενδοιασμούς, ο πατέρας στάθηκε μια ολόκληρη ημέρα στη βροχή περιμένοντας τη σειρά του για να καταταγεί ως στρατιώτης. Την επόμενη κιόλας ημέρα, ολόκληρη η ζωή του άλλαξε!
Ενώ εργαζόταν ως υδραυλικός σε ένα μεγάλο σπίτι, συζητούσε με άλλους εργάτες για τα παγκόσμια γεγονότα. Ο κηπουρός τού έδωσε ένα μικρό φυλλάδιο, με τίτλο Συγκέντρωση των Κοσμημάτων του Κυρίου (Gathering the Lord’s Jewels). Ο πατέρας το πήρε στο σπίτι, το διάβασε και το ξαναδιάβασε. «Αν είναι αυτή η αλήθεια», είπε, «τότε όλα τα άλλα είναι λάθος». Την επομένη, ζήτησε περισσότερες πληροφορίες, και επί τρεις εβδομάδες μελετούσε την Αγία Γραφή μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ήξερε ότι είχε βρει την αλήθεια! Για την Κυριακή 2 Ιανουαρίου 1916, το ημερολόγιό του λέει τα εξής: «Πήγα στην Εκκλησία το πρωί, πήγα στον I.B.S.A. [Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αγγλία] το βράδυ—μελετήσαμε τα εδάφια Εβραίους 6:9-20—η πρώτη μου επίσκεψη στους αδελφούς».
Σύντομα εγέρθηκε εναντίωση. Οι συγγενείς μας και οι φίλοι μας στην εκκλησία νόμιζαν ότι ο πατέρας ήταν τρελός. Αλλά αυτός είχε πάρει τις αποφάσεις του. Ζούσε για τις συναθροίσεις και για τη μελέτη, και το Μάρτιο είχε ήδη συμβολίσει την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με το βάφτισμα. Έπειτα από λίγες εβδομάδες κατά τις οποίες ο μπαμπάς πήγαινε μόνος του στις συναθροίσεις, η μητέρα υποχώρησε. Με έβαλε στο καροτσάκι μου και περπάτησε οχτώ χιλιόμετρα ως το Λιντς, φτάνοντας ακριβώς στο τέλος της συνάθροισης. Φαντάζεστε τη χαρά του πατέρα. Από τότε και έπειτα, η οικογένειά μας ενώθηκε στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Η θέση του πατέρα ήταν πολύ δύσκολη—εθελοντής στο στρατό και κατόπιν, μέσα σε λίγες εβδομάδες, αντιρρησίας συνείδησης. Όταν τον κάλεσαν να υπηρετήσει, αυτός αρνήθηκε να πάρει όπλο, και τον Ιούλιο του 1916 πέρασε το πρώτο από πέντε στρατοδικεία, στο οποίο καταδικάστηκε σε 90 ημέρες φυλάκιση. Αφού εξέτισε την πρώτη ποινή, έδωσαν στον πατέρα δεκαπενθήμερη άδεια, την οποία ακολούθησε άλλο στρατοδικείο και 90 ακόμη ημέρες φυλάκιση. Μετά τη δεύτερη περίοδο της φυλάκισής του, μεταφέρθηκε στο Ιατρικό Σώμα του Βασιλικού Στρατού, και στις 12 Φεβρουαρίου 1917 ταξίδεψε με οπλιταγωγό πλοίο στη Ρουέν της Γαλλίας. Το ημερολόγιό του αναφέρει ότι κάθε ημέρα που περνούσε εκεί αποστρεφόταν ολοένα και πιο πολύ τη θέση του. Συνειδητοποίησε ότι φρόντιζε τους στρατιώτες μόνο και μόνο για να επιστρέψουν και να πολεμήσουν.
Αρνήθηκε και πάλι να συνεργαστεί. Αυτή τη φορά το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε πεντάχρονη φυλάκιση στη βρετανική στρατιωτική φυλακή της Ρουέν. Όταν ο πατέρας ζήτησε επανειλημμένα να μεταφερθεί σε πολιτικές φυλακές ως αντιρρησίας συνείδησης, τον τιμώρησαν δίνοντάς του επί ένα τρίμηνο μόνο ψωμί και νερό, και έπειτα από αυτό την κανονική τροφή της φυλακής μέχρι να αυξηθεί το βάρος του· κατόπιν επαναλάμβαναν την ίδια διαδικασία. Τα χέρια του ήταν δεμένα με χειροπέδες, την ημέρα πίσω από την πλάτη, και τη νύχτα καθώς και την ώρα του φαγητού μπροστά. Σε όλη του τη ζωή, είχε σημάδια στους καρπούς του στα σημεία όπου οι χειροπέδες, που ήταν πολύ μικρές, έμπαιναν στη σάρκα του και δημιουργούσαν πυώδεις πληγές. Επίσης, είχε αλυσίδες στα πόδια του, οι οποίες ήταν στερεωμένες στη μέση του.
Οι στρατιωτικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σπάσουν το ηθικό του, αλλά μάταια. Του πήραν την Αγία Γραφή και τα βιβλία του. Δεν μπορούσε ούτε να λάβει γράμματα από το σπίτι ούτε να στείλει. Έπειτα από δυο χρόνια, αποφάσισε να δείξει την ειλικρίνειά του κάνοντας απεργία πείνας. Επί εφτά ημέρες επέμεινε στην απόφασή του και ούτε έτρωγε ούτε έπινε, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της φυλακής, σοβαρά άρρωστος. Απέδειξε εκείνο που ήθελε, μολονότι αυτό παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Στα μεταγενέστερα χρόνια παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος να ριψοκινδυνέψει έτσι τη ζωή του και ότι ποτέ δεν θα έκανε ξανά το ίδιο.
Ο πόλεμος τελείωσε το Νοέμβριο του 1918 ενώ ο πατέρας βρισκόταν ακόμη στη φυλακή στη Ρουέν, αλλά στις αρχές του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε σε πολιτικές φυλακές στην Αγγλία. Φανταστείτε τη χαρά του όταν έλαβε όλα τα γράμματα και τα δέματα της μητέρας που είχαν συσσωρευτεί, μαζί με την πολύτιμη Αγία Γραφή του και τα βιβλία του! Μεταφέρθηκε στις φυλακές Γουίντσεστερ, όπου συνάντησε ένα νεαρό αδελφό ο οποίος στη διάρκεια του πολέμου είχε εμπειρίες παρόμοιες με τις δικές του. Ονομαζόταν Φρανκ Πλατ, και αργότερα υπηρέτησε πολλά χρόνια στο Μπέθελ του Λονδίνου. Διευθέτησαν να συναντηθούν την επομένη, αλλά μέχρι τότε είχαν μεταφέρει αλλού τον Φρανκ.
Στις 12 Απριλίου 1919, η μητέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα: «Αλληλούια! Επιστρέφω σπίτι—τηλεφωνώ στο Λονδίνο». Τι χαρωπός καιρός έπειτα από τρία χρόνια δοκιμών, δοκιμασιών και αποχωρισμού! Η πρώτη σκέψη του πατέρα ήταν να τηλεφωνήσει στους αδελφούς στο Μπέθελ του Λονδίνου και να τους συναντήσει. Στην οδό Κρέιβεν 34, τον καλωσόρισαν με αγάπη. Αφού έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε και φόρεσε ένα κοστούμι και ένα καπέλο που του δάνεισαν, ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι. Φαντάζεστε τι έγινε όταν ανταμώσαμε ξανά; Τότε ήμουν σχεδόν πέντε χρονών, και δεν τον θυμόμουν.
Η πρώτη συνάθροιση που παρακολούθησε ο πατέρας αφότου απέκτησε την ελευθερία του ήταν η Ανάμνηση. Μόλις ανέβηκε τα σκαλιά για να μπει στην αίθουσα, συνάντησε, ποιον άλλον, τον Φρανκ Πλατ, ο οποίος είχε μεταφερθεί σε κάποιο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Λιντς. Με πόση χαρά αντάλλαξαν τις εμπειρίες τους! Από τότε μέχρι την ημέρα που βγήκε από το νοσοκομείο, ο Φρανκ είχε το σπίτι μας σαν δικό του.
Η Πιστή Υπηρεσία της Μητέρας
Όσο καιρό έλειπε ο πατέρας, η μητέρα έπλενε ρούχα για να συμπληρώσει το πενιχρό επίδομα που της έδιναν οι αρχές. Οι αδελφοί μάς έδειχναν μεγάλη καλοσύνη. Κάθε λίγες εβδομάδες, ένας από τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας τής έδινε ένα μικρό φάκελο που περιείχε κάποιο ανώνυμο δώρο. Η μητέρα πάντα έλεγε ότι η αγάπη των αδελφών ήταν αυτό που την έφερε κοντά στον Ιεχωβά και τη βοήθησε να υπομείνει σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Παρακολουθούσε πιστά τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις όλο το διάστημα της απουσίας του πατέρα. Η πιο σοβαρή δοκιμασία της ήταν όταν, επί έναν και πλέον χρόνο, δεν γνώριζε αν ο πατέρας ζούσε ή πέθανε. Σαν να μην έφτανε αυτό, το 1918 η μητέρα και εγώ κολλήσαμε ισπανική γρίπη. Οι άνθρωποι ολόγυρά μας πέθαιναν. Γείτονες που πήγαιναν να βοηθήσουν τους γείτονές τους κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν. Αναμφίβολα, οι ελλείψεις τροφίμων που υπήρχαν τότε συνέβαλαν στην εξασθένιση της αντίστασης των ανθρώπων απέναντι στη λοίμωξη.
Τα λόγια του αποστόλου Πέτρου αποδείχτηκαν πολύ αληθινά στην οικογένειά μας: «Αφού υποφέρετε για λίγο, ο Θεός . . . θα σας κάνει σταθερούς, θα σας κάνει ισχυρούς»! (1 Πέτρου 5:10) Τα παθήματα των γονέων μου οικοδόμησαν μέσα τους ακλόνητη πίστη στον Ιεχωβά, πλήρη βεβαιότητα ότι αυτός ενδιαφέρεται πραγματικά για εμάς και ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού. Ήταν ιδιαίτερη ευλογία για εμένα το γεγονός ότι ανατράφηκα με αυτόν τον τρόπο στην πίστη.—Ρωμαίους 8:38, 39· 1 Πέτρου 5:7.
Υπηρεσία σε Νεαρή Ηλικία
Μετά την αποφυλάκιση του πατέρα, η υπηρεσία της Βασιλείας έγινε το επίκεντρο της ζωής μας. Δεν θυμάμαι να χάσαμε ποτέ συνάθροιση, εκτός αν ήμασταν άρρωστοι. Λίγο μετά την επιστροφή του στο σπίτι, ο πατέρας πούλησε τη φωτογραφική του μηχανή και το χρυσό βραχιόλι της μητέρας για να βρει χρήματα προκειμένου να παρακολουθήσουμε μια συνέλευση. Μολονότι δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα να κάνουμε διακοπές, ποτέ δεν χάσαμε αυτές τις συνάξεις, περιλαμβανομένων και εκείνων που γίνονταν στο Λονδίνο.
Τα πρώτα δύο ή τρία μεταπολεμικά χρόνια ήταν καιροί αναζωογόνησης. Ο πατέρας και η μητέρα εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία που υπήρχε για συντροφιά και συναναστροφή. Θυμάμαι πως επισκεπτόμασταν άλλους αδελφούς και αδελφές, και εγώ, που ήμουν κοριτσάκι, καθόμουν και ζωγράφιζα, ενώ οι μεγαλύτεροί μου μιλούσαν ώρες ολόκληρες σχετικά με νέες κατανοήσεις της αλήθειας. Οι συζητήσεις, οι ύμνοι που έψαλλαν με τη συνοδεία οργανικής μουσικής και η απόλαυση γλυκιάς συναναστροφής τούς ευχαριστούσαν και τους αναζωογονούσαν πολύ.
Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί στην εκπαίδευσή μου. Στο σχολείο ξεχώριζα ως διαφορετική, ακόμη και σε ηλικία πέντε χρονών, επειδή έπαιρνα την «Καινή Διαθήκη» μου για να διαβάζω ενώ η τάξη έκανε θρησκευτικά. Αργότερα, με περιέφεραν σε όλο το σχολείο ως «αντιρρησία συνείδησης» επειδή δεν συμμετείχα στους εορτασμούς της Επετείου της Ανακωχής.a Δεν λυπάμαι για την ανατροφή που έλαβα. Στην πραγματικότητα, αποτέλεσε προστασία και με βοήθησε να παραμείνω στο ‘στενό δρόμο’. Οπουδήποτε πήγαιναν οι γονείς μου, στις συναθροίσεις ή στην υπηρεσία, ήμουν και εγώ μαζί τους.—Ματθαίος 7:13, 14.
Θυμάμαι ιδιαίτερα εκείνο το κυριακάτικο πρωινό που άρχισα για πρώτη φορά να κηρύττω μόνη μου. Ήμουν μόλις 12 χρονών. Όταν ήμουν στην εφηβεία, θυμάμαι ότι κάποια Κυριακή πρωί είπα πως επρόκειτο να μείνω στο σπίτι. Κανείς δεν με κατηγόρησε ούτε με ανάγκασε να βγω· έτσι κάθησα στον κήπο μελετώντας την Αγία Γραφή μου και νιώθοντας πολύ άσχημα. Έπειτα από μία ή δύο εβδομάδες που κύλησαν έτσι, είπα στον πατέρα: «Νομίζω ότι θα έρθω μαζί σου σήμερα το πρωί!» Από τότε και στο εξής, συνέχισα να προοδεύω.
Τι θαυμάσιο έτος ήταν το 1931! Όχι μόνο πήραμε το νέο μας όνομα, Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά επίσης βαφτίστηκα σε μια διεθνή συνέλευση στο Αλεξάντρα Πάλας του Λονδίνου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Φορούσαμε μακριές, μαύρες ρόμπες, και η δική μου ήταν βρεγμένη επειδή την είχε φορέσει ήδη κάποια άλλη υποψήφια!
Όταν ήμουν παιδί, η επιθυμία μου ήταν πάντα να γίνω βιβλιοπώλισσα διάκονος, όπως ήταν τότε γνωστοί οι ολοχρόνιοι κήρυκες. Καθώς μεγάλωνα, ένιωθα ότι όφειλα να κάνω περισσότερα στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Έτσι, το Μάρτιο του 1933, σε ηλικία 18 χρονών, ενώθηκα με τις τάξεις των ολοχρόνιων υπηρετών.
Χαιρόμασταν ιδιαίτερα με τις «Εβδομάδες Σκαπανέα» που περνούσαμε σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, όπου πήγαιναν μαζί μέχρι και δώδεκα ολοχρόνιοι υπηρέτες, έμεναν με τους τοπικούς αδελφούς και εργάζονταν ως ομάδα. Δίναμε βιβλιάρια στους θρησκευτικούς ηγέτες και σε άλλους εξέχοντες ανθρώπους. Χρειαζόταν θάρρος για να τους πλησιάσουμε. Συνήθως μας αντιμετώπιζαν με χλευασμό, και σε πολλούς από εμάς έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα. Αυτό δεν μας στενοχωρούσε, επειδή ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός μας ώστε χαιρόμασταν που μας ονείδιζαν εξαιτίας του ονόματος του Χριστού.—Ματθαίος 5:11, 12.
Στο Λιντς, είχαμε προσαρμόσει ένα καροτσάκι, ένα τρίκυκλο, τη μοτοσικλέτα του πατέρα μαζί με το καλάθι της, και αργότερα το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε να μεταφέρουμε ηχητικά μηχανήματα. Δυο αδελφοί πήγαιναν σε κάποιο δρόμο μαζί με το μηχάνημα, έβαζαν κάποια μουσική ηχογράφηση για να ειδοποιήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν να βγουν στην πόρτα τους, και κατόπιν ακολουθούσε μια πεντάλεπτη ομιλία ηχογραφημένη από τον αδελφό Ρόδερφορντ. Στη συνέχεια, πήγαιναν στον επόμενο δρόμο ενώ εμείς, οι ευαγγελιζόμενοι, ακολουθούσαμε προσφέροντας Γραφικά έντυπα.
Επί χρόνια, κάθε Κυριακή απόγευμα μετά τη συνάθροιση, πηγαίναμε στην Πλατεία του Δημαρχείου, όπου υπήρχε η Γωνιά του Ομιλητή, και προσφέραμε υποστήριξη ακούγοντας μία από τις ωριαίες ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορντ, δίνοντας φυλλάδια και πλησιάζοντας οποιονδήποτε έδειχνε ενδιαφέρον. Γίναμε πασίγνωστοι εκεί. Μας σεβόταν ακόμη και η αστυνομία. Κάποιο απόγευμα συγκεντρωθήκαμε ως συνήθως, όταν, στο βάθος, ακούσαμε ήχο από τύμπανα και μια μπάντα. Σύντομα εμφανίστηκε στο δρόμο μια παρέλαση εκατό περίπου φασιστών. Παρατάχτηκαν πίσω μας και σταμάτησαν υψώνοντας τις σημαίες τους. Η μπάντα ησύχασε, και επικρατούσε σιωπή όταν αντήχησε βροντερή η φωνή του αδελφού Ρόδερφορντ: «Ας υποκλίνονται στη σημαία τους και ας χαιρετίζουν ανθρώπους αν το επιθυμούν. Εμείς θα λατρεύουμε και θα χαιρετίζουμε μόνο τον Ιεχωβά τον Θεό μας!» Διερωτιόμασταν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια! Τίποτα δεν συνέβη, πέρα από το ότι έλαβαν καλή μαρτυρία, και η αστυνομία τούς επέβαλε ησυχία για να μπορέσουμε να ακούσουμε την υπόλοιπη δημόσια διάλεξη.
Τότε ο φωνογράφος είχε αρχίσει ήδη να χρησιμοποιείται ως βοήθημα για να δίνουμε μεγάλη μαρτυρία. Στο πλατύσκαλο, κρατούσαμε τα μάτια μας καρφωμένα στο δίσκο για να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να ακούσουν επί ένα ολόκληρο πεντάλεπτο το ηχογραφημένο Γραφικό κήρυγμα. Οι οικοδεσπότες συχνά μας προσκαλούσαν μέσα και χαίρονταν όταν ξαναπηγαίναμε για να τους βάλουμε να ακούσουν και άλλους δίσκους.
Το έτος 1939 ήταν γεμάτο δραστηριότητα και δυσκολίες, καθώς υπήρχαν ξεσπάσματα εναντίωσης και βίας. Πριν από μια συνέλευσή μας, οι αδελφοί αντιμετώπισαν αρκετή οχλαγωγία και φωνές στους δρόμους. Έτσι στη διάρκεια της συνέλευσης, σχεδίασαν να υπάρχει μια ειδική ομάδα αδελφών με αυτοκίνητα οι οποίοι θα κήρυτταν στις ταραχώδεις περιοχές, ενώ οι αδελφές και οι υπόλοιποι αδελφοί θα πήγαιναν στα ασφαλέστερα μέρη. Καθώς συνεργαζόμουν με μια ομάδα σε κάποιο δρόμο, ακολούθησα ένα δρομάκι για να επισκεφτώ τα σπίτια της πίσω πλευράς. Ενώ βρισκόμουν σε κάποια πόρτα, άκουσα φασαρία—στο δρόμο ακούγονταν φωνές και κραυγές. Συνέχισα να μιλάω με το άτομο που βγήκε στην πόρτα, παρατείνοντας τη συζήτηση μέχρι να ακούσω ότι τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Κατόπιν, περπατώντας στο δρομάκι βγήκα στο δρόμο και διαπίστωσα ότι οι άλλοι αδελφοί και οι αδελφές είχαν πανικοβληθεί επειδή δεν μπορούσαν να με βρουν! Ωστόσο, αργότερα την ίδια ημέρα, οι ταραχοποιοί προσπάθησαν να διαταράξουν τη συνάθροισή μας, αλλά οι αδελφοί τούς απομάκρυναν.
Ξεσπάει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η επιστράτευση είχε ήδη επιβληθεί, και πολλοί νεαροί αδελφοί φυλακίστηκαν από 3 ως 12 μήνες. Ο πατέρας έλαβε τότε ένα επιπρόσθετο προνόμιο, να επισκέπτεται τις φυλακές. Κάθε Κυριακή διεξήγε τη Μελέτη Σκοπιάς στην τοπική φυλακή. Τα απογεύματα της Τετάρτης επισκεπτόταν τους αδελφούς στα κελιά τους. Έχοντας ο ίδιος τόσο μακρόχρονη και οδυνηρή εμπειρία από τις φυλακές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ένιωθε ιδιαίτερη χαρά καθώς υπηρετούσε εκείνους που περνούσαν παρόμοιες δοκιμασίες. Το έκανε αυτό επί 20 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1959.
Το 1941 είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε τη σκληρότητα και την εχθρότητα που εκδήλωναν πολλοί άνθρωποι όσον αφορά τη στάση ουδετερότητας που διακρατούσαμε. Δεν ήταν εύκολο να στεκόμαστε με τα περιοδικά στους δρόμους και να αντιμετωπίζουμε τέτοια μεταχείριση. Ταυτόχρονα, χαιρόμασταν να βοηθάμε τους πρόσφυγες που έμεναν στην περιοχή μας. Άτομα από τη Λετονία, την Πολωνία, την Εσθονία και τη Γερμανία—πόσο χαιρόμασταν να βλέπουμε τα μάτια τους να φωτίζονται καθώς αντίκριζαν τη Σκοπιά ή την Παρηγορία (τώρα Ξύπνα!) στη δική τους γλώσσα!
Τότε ήρθε η δική μου δοκιμασία όσον αφορά τη στάση ουδετερότητας που διακράτησα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κλειδωμένη στο κελί μου 19 από τις 24 ώρες, διαπίστωσα ότι η ζωή της φυλακής ήταν σκληρή. Οι πρώτες τρεις ημέρες ήταν οι δυσκολότερες επειδή ήμουν μόνη. Την τέταρτη ημέρα, με κάλεσαν στο γραφείο του κυβερνήτη όπου βρήκα να στέκονται δυο άλλα κορίτσια. Ένα από τα κορίτσια μού ψιθύρισε: «Για ποιο λόγο είσαι μέσα;» Είπα: «Θα εκπλαγείς αν μάθεις». Με ρώτησε ψιθυρίζοντας με αγωνία: «Είσαι ΜΙ;» Το άλλο κορίτσι την άκουσε και μας ρώτησε: «Είστε ΜΙ;» και αγκαλιαστήκαμε και οι τρεις μας. Δεν ήμασταν πια μόνες!
Ευχάριστη Ολοχρόνια Υπηρεσία
Όταν βγήκα από τη φυλακή, συνέχισα την ολοχρόνια υπηρεσία μου, και μαζί μου ενώθηκε ένα 16χρονο κορίτσι που μόλις είχε σταματήσει το σχολείο. Μετακομίσαμε στο Ίλκλι, μια όμορφη πόλη στα όρια του Γιόρκσερ Ντέιλς. Επί έξι ολόκληρους μήνες, προσπαθούσαμε σκληρά να βρούμε ένα κατάλληλο μέρος για τις συναθροίσεις μας. Τελικά νοικιάσαμε ένα μικρό γκαράζ, το οποίο μετατρέψαμε σε Αίθουσα Βασιλείας. Ο πατέρας ήρθε να μας βοηθήσει, και μας έβαλε φως και θέρμανση. Επίσης μας διακόσμησε το κτίριο. Επί χρόνια μας υποστήριζε η γειτονική εκκλησία, διορίζοντας αδελφούς να εκφωνούν δημόσιες ομιλίες κάθε εβδομάδα. Με την ευλογία του Ιεχωβά ευδοκιμήσαμε και αυξηθήκαμε, και τελικά ιδρύθηκε μια εκκλησία.
Τον Ιανουάριο του 1959, ο πατέρας αρρώστησε ξαφνικά. Με κάλεσαν στο σπίτι, και εκείνος πέθανε τον Απρίλιο. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Η υγεία της μητέρας εξασθένησε και μαζί με αυτήν η μνήμη της, γεγονός που σήμαινε μεγάλο αγώνα για εμένα. Αλλά το πνεύμα του Ιεχωβά με βοήθησε να συνεχίσω, και μπόρεσα να τη φροντίσω ωσότου πέθανε το 1963.
Στο πέρασμα των ετών, έλαβα τόσο πολλές ευλογίες από τον Ιεχωβά. Είναι πάρα πολλές για να τις απαριθμήσω. Είδα την εκκλησία μου να αυξάνει και να χωρίζεται τέσσερις φορές, στέλνοντας σε άλλα μέρη ευαγγελιζομένους και σκαπανείς, μερικούς ως ιεραποστόλους σε μακρινές χώρες όπως είναι η Βολιβία, το Λάος και η Ουγκάντα. Η προοπτική του γάμου και της αποκατάστασης δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα για εμένα. Αυτό δεν με έκανε να λυπάμαι· είμαι πολύ απασχολημένη. Μολονότι δεν έχω σαρκικούς συγγενείς, έχω πολλά παιδιά και εγγόνια εν Κυρίω, ακόμη και εκατονταπλάσια.—Μάρκος 10:29, 30.
Προσκαλώ συχνά στο σπίτι μου νεαρούς σκαπανείς και άλλους νεαρούς για να απολαύσουμε Χριστιανική συναναστροφή. Προετοιμαζόμαστε μαζί για τη Μελέτη Σκοπιάς. Αφηγούμαστε επίσης εμπειρίες και ψάλλουμε ύμνους της Βασιλείας, όπως έκαναν οι γονείς μου. Καθώς περιβάλλομαι από χαρούμενους νεαρούς, διατηρώ νεανική και χαρωπή διάθεση. Για εμένα δεν υπάρχει καλύτερη ζωή από την υπηρεσία σκαπανέα. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά επειδή είχα το προνόμιο να ακολουθήσω τα ίχνη των γονέων μου. Προσεύχομαι να συνεχίσω να υπηρετώ τον Ιεχωβά σε όλη την αιωνιότητα.
[Υποσημειώσεις]
a Σε ανάμνηση του τερματισμού των εχθροπραξιών το 1918 και, αργότερα, το 1945.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Χίλντα Πάτζετ μαζί με τους γονείς της, τον Άτκινσον και την Πάτι
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Το φυλλάδιο που υποκίνησε το ενδιαφέρον του πατέρα για την αλήθεια