Κρατώ τα Μάτια και την Καρδιά Προσηλωμένα στο Βραβείο
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΙΝΤΙΘ ΜΑΪΚΛ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ζούσαμε έξω από το Σεντ Λούις, στο Μισούρι των Η.Π.Α., όταν μας επισκέφτηκε μια Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ακριβώς εκείνη την ώρα έσπασε το σχοινί στο οποίο άπλωνε η μαμά την μπουγάδα, και τα αστραφτερά της ασπρόρουχα έπεσαν στις λάσπες. Μόνο και μόνο για να φύγει η γυναίκα, η μαμά δέχτηκε τα βιβλία που της πρόσφερε, και τα ξέχασε σε ένα ράφι.
ΕΚΕΙΝΑ τα χρόνια υπήρχε οικονομική κρίση, και τον πατέρα τον είχαν απολύσει από την εργασία του. Κάποια μέρα ρώτησε αν υπήρχε στο σπίτι κάτι για να διαβάσει. Η μαμά τού είπε για τα βιβλία. Αυτός άρχισε να τα διαβάζει, και έπειτα από λίγο αναφώνησε: «Γυναίκα, αυτή είναι η αλήθεια!»
«Δεν είναι παρά μια θρησκεία που θέλει χρήματα όπως όλες οι άλλες», απάντησε. Ωστόσο, ο μπαμπάς την παρότρυνε να καθήσει και να βρουν μαζί τα εδάφια. Όταν τα βρήκαν, πείστηκε και εκείνη. Κατόπιν άρχισαν να ψάχνουν για Μάρτυρες, και ανακάλυψαν ότι αυτοί συναθροίζονταν σε μια νοικιασμένη αίθουσα κοντά στο κέντρο του Σεντ Λούις, μια αίθουσα που χρησιμοποιούνταν επίσης για χορούς και άλλες εκδηλώσεις.
Ο μπαμπάς και η μαμά με πήραν μαζί—ήμουν περίπου τριών χρονών—και βρήκαν την αίθουσα, αλλά εκείνη την ώρα γινόταν κάποιος χορός. Ο μπαμπάς έμαθε τις ώρες των συναθροίσεων, και ξαναπήγαμε. Αρχίσαμε επίσης να παρακολουθούμε μια εβδομαδιαία μελέτη της Αγίας Γραφής που διεξαγόταν κοντά στο μέρος όπου ζούσαμε. Γινόταν στο σπίτι της γυναίκας που μας είχε επισκεφτεί αρχικά. «Γιατί δεν φέρνετε και τα αγόρια σας;» ρώτησε εκείνη. Η μητέρα ντρεπόταν να πει ότι δεν είχαν παπούτσια. Όταν τελικά το είπε, βρέθηκαν παπούτσια, και τα αδέλφια μου άρχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις μαζί μας.
Στη μητέρα ανατέθηκε κάποιος τομέας για κήρυγμα κοντά στο σπίτι μας, και άρχισε τη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Πήγαινα μαζί της, αλλά κρυβόμουν πίσω της. Προτού μάθει να οδηγεί, περπατούσαμε πάνω από ένα χιλιόμετρο περίπου για να πάρουμε το λεωφορείο που μας πήγαινε στις συναθροίσεις στο Σεντ Λούις. Ακόμη και όταν είχε πάγο και χιόνι, ποτέ δεν χάναμε συναθροίσεις.
Το 1934, η μαμά και ο μπαμπάς βαφτίστηκαν. Ήθελα και εγώ να βαφτιστώ και επέμενα, ωσότου η μητέρα ζήτησε από έναν πιο ηλικιωμένο Μάρτυρα να μιλήσει μαζί μου σχετικά με αυτό. Εκείνος έκανε πολλές ερωτήσεις, με τρόπο που μπορούσα να καταλάβω. Κατόπιν είπε στους γονείς μου ότι δεν θα έπρεπε να με εμποδίζουν να βαφτιστώ· αυτό θα μπορούσε να βλάψει την πνευματική μου ανάπτυξη. Έτσι, βαφτίστηκα το επόμενο καλοκαίρι, σε ηλικία μόλις έξι χρονών.
Αγαπούσα το βιβλιάριο Σπίτι και Ευτυχία (Home and Happiness) και το είχα πάντα μαζί μου· ακόμη και όταν κοιμόμουν, το είχα κάτω από το μαξιλάρι μου. Παρακαλούσα συνέχεια τη μητέρα να μου το διαβάζει, μέχρι που το έμαθα απέξω. Στο οπισθόφυλλο υπήρχε η εικόνα ενός μικρού κοριτσιού στον Παράδεισο μαζί με ένα λιοντάρι. Έλεγα ότι το μικρό κορίτσι ήμουν εγώ. Εκείνη η εικόνα με βοήθησε να έχω τα μάτια στραμμένα στο βραβείο της ζωής στο νέο κόσμο του Θεού.
Ήμουν πολύ ντροπαλή, αλλά μολονότι έτρεμα, πάντα έδινα απαντήσεις στη Μελέτη Σκοπιάς της εκκλησίας.
Δυστυχώς, ο μπαμπάς φοβόταν μήπως χάσει την εργασία του και έτσι σταμάτησε να συναναστρέφεται με τους Μάρτυρες. Τα αδέλφια μου έκαναν το ίδιο.
Ολοχρόνια Διακονία
Η μητέρα είχε διαθέσει την πίσω αυλή του σπιτιού μας σε σκαπανείς, δηλαδή ολοχρόνιους διακόνους, για να αφήνουν το τροχόσπιτό τους, και μετά το σχολείο πήγαινα μαζί τους στη διακονία. Σύντομα ήθελα να γίνω σκαπάνισσα, αλλά ο πατέρας έφερνε αντιρρήσεις, πιστεύοντας ότι έπρεπε να λάβω περισσότερη κοσμική εκπαίδευση. Η μητέρα τελικά τον έπεισε να με αφήσει να κάνω σκαπανικό. Έτσι, τον Ιούνιο του 1943, σε ηλικία 14 ετών, άρχισα την ολοχρόνια διακονία. Προκειμένου να συμβάλλω στα έξοδα του σπιτιού, ανέλαβα κοσμική εργασία μερικής απασχόλησης, και μερικές φορές εργαζόμουν με πλήρες ωράριο. Ωστόσο, πετύχαινα το μηνιαίο στόχο των 150 ωρών στο έργο κηρύγματος.
Αργότερα, βρήκα μια σύντροφο για το έργο σκαπανέα, την Ντόροθι Κρέιντεν, η οποία άρχισε αυτό το έργο τον Ιανουάριο του 1943, σε ηλικία 17 ετών. Υπήρξε αφοσιωμένη Καθολική, αλλά έπειτα από Γραφική μελέτη έξι μηνών, βαφτίστηκε. Επί πολλά χρόνια ήταν πηγή ενθάρρυνσης και δύναμης για εμένα, όπως ήμουν και εγώ για αυτήν. Συνδεθήκαμε περισσότερο και από αδελφές.
Αρχίζοντας το 1945, κάναμε μαζί σκαπανικό σε μικρές πόλεις του Μισούρι όπου δεν υπήρχαν εκκλησίες. Στο Μπόουλινγκ Γκριν διαμορφώσαμε μια αίθουσα συναθροίσεων· η μητέρα ήρθε και μας βοήθησε. Κατόπιν επισκεπτόμασταν όλα τα σπίτια της πόλης κάθε εβδομάδα και προσκαλούσαμε τους ανθρώπους να έρθουν στη δημόσια ομιλία, την οποία διευθετούσαμε να εκφωνούν διάφοροι αδελφοί που έρχονταν από το Σεντ Λούις. Παρευρίσκονταν από 40 ως 50 άτομα κάθε εβδομάδα. Αργότερα κάναμε το ίδιο και στη Λουιζιάνα, όπου νοικιάσαμε κάποιο χώρο για συναθροίσεις. Για να ανταποκρινόμαστε στα έξοδα ενοικίασης των αιθουσών, τοποθετήσαμε κουτιά συνεισφορών, και όλα τα έξοδα καλύπτονταν κάθε εβδομάδα.
Κατόπιν πήγαμε στο Μέξικο του Μισούρι, όπου νοικιάσαμε έναν ισόγειο χώρο. Τον διαμορφώσαμε έτσι ώστε να τον χρησιμοποιεί η μικρή εκκλησία που υπήρχε εκεί. Το κτίριο συνδεόταν με άλλα δωμάτια, στα οποία μέναμε. Βοηθούσαμε επίσης στις διευθετήσεις που γίνονταν για την εκφώνηση δημόσιων ομιλιών στο Μέξικο. Κατόπιν πήγαμε στην πρωτεύουσα της πολιτείας, στο Τζέφερσον Σίτι, όπου κάθε πρωί, τις καθημερινές, επισκεπτόμασταν δημόσιους υπαλλήλους στα γραφεία τους. Μέναμε σε ένα δωμάτιο πάνω από την Αίθουσα Βασιλείας μαζί με τη Στέλλα Γουίλι, η οποία μας φερόταν σαν μητέρα.
Από εκεί, οι τρεις μας πήγαμε στις πόλεις Φέστος και Κρίσταλ Σίτι, που δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους. Μέναμε σε ένα χώρο που άλλοτε ήταν κοτέτσι, πίσω από το σπίτι μιας οικογένειας ενδιαφερομένων. Εφόσον δεν υπήρχαν βαφτισμένοι άντρες, εμείς διεξήγαμε όλες τις συναθροίσεις. Εργαζόμασταν μερικές ώρες, πουλώντας καλλυντικά. Είχαμε λίγα από υλική άποψη. Στην πραγματικότητα, δεν είχαμε χρήματα ούτε για να επιδιορθώσουμε τις τρύπες των παπουτσιών μας, και έτσι κάθε πρωί τους βάζαμε καινούριο χαρτόνι, ενώ το βράδυ πλέναμε το μοναδικό φουστάνι που είχε η καθεμιά μας.
Στις αρχές του 1948, όταν ήμουν 19 χρονών, η Ντόροθι και εγώ προσκληθήκαμε στη 12η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς για ιεραποστόλους. Έπειτα από την πεντάμηνη σειρά μαθημάτων, εμείς, οι εκατό σπουδαστές, αποφοιτήσαμε στις 6 Φεβρουαρίου 1949. Ήταν πολύ χαρωπή περίσταση. Οι γονείς μου είχαν μετακομίσει στην Καλιφόρνια, και η μητέρα ήρθε από τόσο μακριά για να παρευρεθεί.
Στο Διορισμό Μας
Είκοσι οχτώ απόφοιτοι διορίστηκαν στην Ιταλία—έξι, μεταξύ των οποίων η Ντόροθι και εγώ, στην πόλη του Μιλάνου. Στις 4 Μαρτίου 1949, αποπλεύσαμε από τη Νέα Υόρκη με το ιταλικό πλοίο Βουλκάνια (Vulcania). Το ταξίδι διήρκεσε 11 μέρες, και η θαλασσοταραχή έφερε σε όλους μας ναυτία. Ο αδελφός Μπενάντι ήρθε στο λιμάνι της Γένοβα για να μας συναντήσει και να μας πάει στο Μιλάνο με τρένο.
Όταν φτάσαμε στον ιεραποστολικό οίκο στο Μιλάνο, βρήκαμε στα δωμάτιά μας λουλούδια, τα οποία είχε βάλει μια μικρή Ιταλίδα. Έπειτα από χρόνια, αυτό το κορίτσι, η Μαρία Μεραφίνα, πήγε στη Γαλαάδ, επέστρεψε στην Ιταλία και υπηρετήσαμε μαζί, εκείνη και εγώ, στον ίδιο ιεραποστολικό οίκο!
Το επόμενο πρωί αφότου φτάσαμε στο Μιλάνο, κοιτάξαμε έξω από το παράθυρο του μπάνιου. Στον πίσω δρόμο υπήρχαν τα συντρίμμια μιας μεγάλης βομβαρδισμένης πολυκατοικίας. Ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό είχε ρίξει κατά λάθος μια βόμβα η οποία σκότωσε και τις 80 οικογένειες που ζούσαν εκεί. Μια άλλη φορά, οι βόμβες αστόχησαν και, αντί για ένα εργοστάσιο, χτύπησαν κάποιο σχολείο και σκότωσαν 500 παιδιά. Έτσι, οι άνθρωποι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους Αμερικανούς.
Ο κόσμος είχε κουραστεί από τον πόλεμο. Πολλοί έλεγαν ότι, αν ξανάρχιζε πόλεμος, δεν θα πήγαιναν στα καταφύγια, αλλά θα έμεναν στο σπίτι, θα άναβαν το υγραέριο και θα πέθαιναν εκεί. Τους διαβεβαιώναμε ότι δεν βρισκόμασταν εκεί ως εκπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών ή κάποιας άλλης ανθρωποποίητης κυβέρνησης, αλλά ως εκπρόσωποι της Βασιλείας του Θεού, η οποία θα τερματίσει όλους τους πολέμους και τα παθήματα που επιφέρουν αυτοί.
Στη μεγάλη πόλη του Μιλάνου, η μοναδική εκκλησία που υπήρχε, με περίπου 20 ευαγγελιζομένους, συναθροιζόταν στον ιεραποστολικό οίκο. Τότε δεν υπήρχαν τομείς για κήρυγμα, και έτσι αρχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία σε μια μεγάλη πολυκατοικία. Στην πρώτη πόρτα, συναντήσαμε τον κ. Τζιαντινότι, ο οποίος ήθελε να εγκαταλείψει η σύζυγός του την εκκλησία, και έτσι δέχτηκε κάποιο έντυπό μας. Η κ. Τζιαντινότι ήταν μια ειλικρινής γυναίκα, γεμάτη ερωτήματα. «Θα χαρώ να μάθετε ιταλικά», έλεγε, «ώστε να μπορείτε να με διδάξετε την Αγία Γραφή».
Το ταβάνι στο διαμέρισμά τους ήταν ψηλό και το φως ήταν αδύνατο, και έτσι τη νύχτα έβαζε την καρέκλα της πάνω στο τραπέζι για να είναι κοντά στο φως και να διαβάζει την Αγία Γραφή. «Αν μελετώ την Αγία Γραφή μαζί σας», ρώτησε, «μπορώ παράλληλα να πηγαίνω στην εκκλησία;» Της είπαμε ότι η απόφαση ήταν δική της. Τα πρωινά της Κυριακής πήγαινε στην εκκλησία και τα απογεύματα ερχόταν στις συναθροίσεις μας. Κατόπιν, μια μέρα είπε: «Δεν θα ξαναπάω στην εκκλησία».
«Γιατί;» ρωτήσαμε.
«Επειδή δεν διδάσκουν την Αγία Γραφή, και εγώ βρήκα την αλήθεια μελετώντας την Αγία Γραφή μαζί σας». Βαφτίστηκε και διεξήγε μελέτες με πολλές γυναίκες που πήγαιναν καθημερινά στην εκκλησία. Έπειτα από καιρό μας είπε ότι, αν της είχαμε πει να μην πηγαίνει στην εκκλησία, θα είχε σταματήσει τη μελέτη και προφανώς δεν θα γνώριζε ποτέ την αλήθεια.
Καινούριοι Διορισμοί
Αργότερα, η Ντόροθι και εγώ, μαζί με τέσσερις άλλους ιεραποστόλους, διοριστήκαμε στην ιταλική πόλη Τεργέστη, η οποία τότε κατεχόταν από βρετανικά και αμερικανικά στρατεύματα. Υπήρχαν μόνο δέκα Μάρτυρες περίπου, αλλά αυτός ο αριθμός αυξήθηκε. Κηρύξαμε στην Τεργέστη τρία χρόνια, και όταν φύγαμε υπήρχαν 40 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας, 10 από τους οποίους ήταν σκαπανείς.
Ο επόμενος διορισμός μας ήταν η πόλη Βερόνα, όπου δεν υπήρχε εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όταν όμως ο κλήρος άσκησε πίεση στις κοσμικές εξουσίες, αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Η Ντόροθι και εγώ διοριστήκαμε στη Ρώμη. Εκεί νοικιάσαμε ένα επιπλωμένο δωμάτιο, και κάναμε έργο σε τομείς κοντά στο Βατικανό. Ενόσω βρισκόμασταν εκεί, η Ντόροθι πήγε στο Λίβανο, όπου παντρεύτηκε τον Γιάννη Τσιμικλή. Είχαμε ζήσει μαζί σχεδόν 12 χρόνια, και μου έλειψε πραγματικά.
Το 1955, άνοιξε ένας νέος ιεραποστολικός οίκος σε κάποιο άλλο μέρος της Ρώμης, σε ένα δρόμο που ονομαζόταν Νέα Αππία Οδός. Μία από τους τέσσερις ιεραποστόλους που έμεναν εκεί ήταν η Μαρία Μεραφίνα, το κορίτσι το οποίο είχε βάλει λουλούδια στα δωμάτιά μας τη νύχτα που φτάσαμε στο Μιλάνο. Δημιουργήθηκε μια νέα εκκλησία σε αυτή την περιοχή της πόλης. Μετά τη διεθνή συνέλευση στη Ρώμη εκείνο το καλοκαίρι, είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω τη συνέλευση στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Πόση συγκίνηση ένιωσα καθώς γνώρισα άτομα που είχαν υπομείνει τόσο πολλά υπό το καθεστώς του Χίτλερ!
Επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες
Το 1956, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, επέστρεψα στις Ηνωμένες Πολιτείες με αναρρωτική άδεια. Ποτέ όμως δεν έπαψα να κρατώ τα μάτια μου προσηλωμένα στο βραβείο, δηλαδή το να υπηρετώ τον Ιεχωβά τώρα καθώς και στην αιωνιότητα στο νέο του κόσμο. Σχεδίαζα να επιστρέψω στην Ιταλία. Ωστόσο, γνώρισα τον Όρβιλ Μάικλ, ο οποίος υπηρετούσε στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Παντρευτήκαμε μετά τη διεθνή συνέλευση που έγινε το 1958 στην Πόλη της Νέας Υόρκης.
Λίγο αργότερα, μετακομίσαμε στο Φραντ Ρόγιαλ, στη Βιρτζίνια, όπου απολαύσαμε την υπηρεσία μας σε μια μικρή εκκλησία. Ζούσαμε σε ένα σπιτάκι πίσω από την Αίθουσα Βασιλείας. Τελικά, το Μάρτιο του 1960, χρειάστηκε να επιστρέψουμε στο Μπρούκλιν και να βρούμε κοσμική εργασία για να καλύπτουμε τα έξοδά μας. Εργαζόμασταν τις νύχτες, καθαρίζοντας διάφορες τράπεζες, ώστε να μπορέσουμε να παραμείνουμε στην ολοχρόνια υπηρεσία.
Ενόσω βρισκόμασταν στο Μπρούκλιν, ο μπαμπάς μου πέθανε και η πεθερά μου έπαθε ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Έτσι, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Όρεγκον για να είμαστε κοντά στις μητέρες μας. Βρήκαμε και οι δύο κοσμική εργασία μερικής απασχόλησης και συνεχίσαμε εκεί τη διακονία σκαπανέα. Το φθινόπωρο του 1964, εμείς και οι μητέρες μας ταξιδέψαμε οδικώς ως την άλλη άκρη της χώρας για να παρακολουθήσουμε την ετήσια συνέλευση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο Ρόουντ Άιλαντ, ένας επίσκοπος περιοχής, ο Άρλεν Μέιερ, και η σύζυγός του μας ενθάρρυναν να μετακομίσουμε στην πρωτεύουσα εκείνης της πολιτείας, το Πρόβιντενς, όπου η ανάγκη για ευαγγελιζομένους της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη. Οι μητέρες μας μάς παρότρυναν να δεχτούμε αυτόν τον καινούριο διορισμό, και έτσι μόλις επιστρέψαμε στο Όρεγκον, πουλήσαμε το μεγαλύτερο μέρος του νοικοκυριού μας και μετακομίσαμε.
Ξανά στη Σχολή Γαλαάδ
Το καλοκαίρι του 1965, παρακολουθήσαμε μια συνέλευση στο Στάδιο Γιάνκι. Εκεί υποβάλαμε προκαταρκτική αίτηση για τη Σχολή Γαλαάδ ως αντρόγυνο. Έπειτα από ένα μήνα περίπου, εκπλαγήκαμε που λάβαμε αιτήσεις, τις οποίες έπρεπε να επιστρέψουμε σε 30 μέρες. Εγώ ανησυχούσα μήπως διοριστούμε σε μακρινή χώρα, εφόσον η υγεία της μητέρας μου δεν ήταν καλή. Αλλά εκείνη με ενθάρρυνε: «Συμπληρώστε τις αιτήσεις. Ξέρετε ότι πρέπει πάντα να δέχεστε οποιοδήποτε προνόμιο υπηρεσίας προσφέρει ο Ιεχωβά!»
Έτσι, το αποφασίσαμε. Συμπληρώσαμε τις αιτήσεις και τις στείλαμε. Πόσο εκπλαγήκαμε όταν λάβαμε προσκλήσεις για την 42η τάξη, η οποία άρχισε στις 25 Απριλίου 1966! Η Σχολή Γαλαάδ στεγαζόταν τότε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Σε λιγότερο από πέντε μήνες, στις 11 Σεπτεμβρίου 1966, αποφοιτήσαμε συνολικά 106 άτομα.
Διορισμός στην Αργεντινή
Δυο μέρες μετά την αποφοίτηση, ταξιδέψαμε για την Αργεντινή με τις Περουβιανές Αερογραμμές. Όταν φτάσαμε στο Μπουένος Άιρες, ο επίσκοπος τμήματος, ο Τσαρλς Αϊζενχάουερ, μας συνάντησε στο αεροδρόμιο. Μας βοήθησε να περάσουμε από το τελωνείο και κατόπιν μας οδήγησε στο γραφείο τμήματος. Είχαμε στη διάθεσή μας μία μέρα για να ανοίξουμε τις βαλίτσες μας και να τακτοποιηθούμε· κατόπιν, άρχιζαν τα μαθήματά μας στην ισπανική. Μελετούσαμε την ισπανική 11 ώρες τη μέρα τον πρώτο μήνα. Το δεύτερο μήνα, μελετούσαμε τη γλώσσα τέσσερις ώρες τη μέρα και αρχίσαμε να συμμετέχουμε στη διακονία αγρού.
Μείναμε στο Μπουένος Άιρες πέντε μήνες και κατόπιν διοριστήκαμε στο Ροσάριο, μια μεγάλη πόλη στα βόρεια που απείχε περίπου τέσσερις ώρες με το τρένο. Αφού υπηρετήσαμε εκεί 15 μήνες, μας έστειλαν ακόμη πιο βόρεια, στο Σαντιάγκο ντελ Εστέρο, μια πόλη σε κάποια επαρχία μέσα στην καυτή έρημο. Ενώ βρισκόμασταν εκεί, τον Ιανουάριο του 1973, η μητέρα μου πέθανε. Είχα τέσσερα χρόνια να τη δω. Το στήριγμά μου στη θλίψη μου ήταν η βέβαιη ελπίδα της ανάστασης καθώς και το γεγονός ότι γνώριζα πως υπηρετούσα εκεί όπου η μητέρα μου ήθελε να βρίσκομαι.—Ιωάννης 5:28, 29· Πράξεις 24:15.
Οι άνθρωποι στο Σαντιάγκο ντελ Εστέρο ήταν φιλικοί, και εύκολα αρχίζαμε Γραφικές μελέτες. Όταν φτάσαμε το 1968, τις συναθροίσεις τις παρακολουθούσαν περίπου 20 με 30 άτομα, αλλά οχτώ χρόνια αργότερα υπήρχαν πάνω από εκατό άτομα στην εκκλησία μας. Επιπλέον, σχηματίστηκαν δύο καινούριες εκκλησίες σε γειτονικές πόλεις, με 25 ως 50 ευαγγελιζομένους.
Επιστρέφουμε Ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες
Εξαιτίας προβλημάτων υγείας, το 1976 διοριστήκαμε πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ειδικοί σκαπανείς—στο Φαγιέτβιλ στη Βόρεια Καρολίνα. Εκεί υπήρχαν πολλοί ισπανόφωνοι από την Κεντρική και τη Νότια Αμερική, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Πόρτο Ρίκο, ακόμη και από την Ισπανία. Είχαμε πολλές Γραφικές μελέτες, και αργότερα ιδρύθηκε μια ισπανική εκκλησία. Δαπανήσαμε περίπου οχτώ χρόνια σε εκείνον το διορισμό.
Ωστόσο, έπρεπε να πάμε πιο κοντά στην πεθερά μου, η οποία ήταν πια πολύ ηλικιωμένη και ανάπηρη. Ζούσε στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, και έτσι λάβαμε καινούριο διορισμό για την ισπανική εκκλησία του Βανκούβερ της πολιτείας Ουάσινγκτον, που δεν απέχει πολύ από το Πόρτλαντ. Όταν φτάσαμε, το Δεκέμβριο του 1983, η εκκλησία ήταν μικρή, αλλά τώρα βλέπουμε πολλά καινούρια άτομα.
Τον Ιούνιο του 1996, συμπλήρωσα 53 χρόνια ολοχρόνιας υπηρεσίας, και ο σύζυγός μου συμπλήρωσε 55 χρόνια σε αυτήν την 1η Ιανουαρίου του 1996. Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, είχα το προνόμιο να βοηθήσω εκατοντάδες άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια του Λόγου του Θεού και να αφιερώσουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά. Πολλοί από αυτούς υπηρετούν τώρα ως πρεσβύτεροι και ολοχρόνιοι διάκονοι.
Κατά καιρούς με ρωτάνε αν μου στοίχισε που δεν έκανα παιδιά. Το γεγονός είναι ότι ο Ιεχωβά με έχει ευλογήσει με πολλά πνευματικά παιδιά και εγγόνια. Ναι, η ζωή μου είναι πλούσια και πλήρης στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Μπορώ να την παραβάλω με τη ζωή της κόρης του Ιεφθάε, η οποία διέθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία του ναού και ποτέ δεν έκανε παιδιά λόγω του μεγάλου προνομίου υπηρεσίας που είχε.—Κριταί 11:38-40.
Θυμάμαι ακόμα την αφιέρωση που έκανα στον Ιεχωβά όταν ήμουν κοριτσάκι. Η εικόνα του Παραδείσου παραμένει τόσο ζωηρή στη διάνοιά μου όσο και τότε. Τα μάτια και η καρδιά μου εξακολουθούν να είναι προσηλωμένα στο βραβείο της αιώνιας ζωής στο νέο κόσμο του Θεού. Ναι, η επιθυμία μου είναι να υπηρετώ τον Ιεχωβά, όχι για 50 χρόνια, αλλά για πάντα—υπό τη διακυβέρνηση της Βασιλείας του.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Ντόροθι Κρέιντεν, με τα χέρια στους ώμους μου, καθώς και άλλοι σκαπανείς, το 1943
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Στη Ρώμη της Ιταλίας μαζί με άλλες ιεραποστόλους το 1953
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Μαζί με το σύζυγό μου