Η Ζωή στους Βιβλικούς Χρόνους—Ο Ψαράς
«Καθώς [ο Ιησούς] περπατούσε δίπλα στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέλφια—τον Σίμωνα, ο οποίος αποκαλείται Πέτρος, και τον Ανδρέα τον αδελφό του—να ρίχνουν δίχτυ στη θάλασσα, γιατί ήταν ψαράδες. Και τους είπε: “Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων”».—ΜΑΤΘΑΙΟΣ 4:18, 19.
ΤΑ ΨΑΡΙΑ, το ψάρεμα και οι ψαράδες αναφέρονται συχνά στα Ευαγγέλια. Μάλιστα, ο Ιησούς είπε αρκετές παραβολές με θέμα το ψάρεμα. Διόλου παράξενο, εφόσον δίδασκε πολλές φορές κοντά στη Θάλασσα της Γαλιλαίας ή στις ακτές της. (Ματθαίος 4:13· 13:1, 2· Μάρκος 3:7, 8) Αυτή η πανέμορφη λίμνη γλυκού νερού έχει μήκος περίπου 21 χιλιόμετρα και πλάτος περίπου 12. Τουλάχιστον εφτά απόστολοι του Ιησού—ο Πέτρος, ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης, ο Φίλιππος, ο Θωμάς και ο Ναθαναήλ—ίσως ήταν ψαράδες.—Ιωάννης 21:2, 3.
Πώς ήταν η ζωή του ψαρά την εποχή του Ιησού; Κάποιες πληροφορίες για τους ψαράδες και την τέχνη τους θα σας βοηθήσουν να γνωρίσετε καλύτερα τους αποστόλους και να κατανοήσετε περισσότερο τις ενέργειες και τις παραβολές του Ιησού. Αρχικά, ας δούμε πώς ήταν να εργάζεται κανείς στη Θάλασσα της Γαλιλαίας.
«Έγινε Μεγάλη Ταραχή στη Θάλασσα»
Η Θάλασσα της Γαλιλαίας βρίσκεται σε μια ρηξιγενή κοιλάδα, περίπου 210 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ολόγυρα στις όχθες της καταλήγουν βραχώδεις πλαγιές, ενώ στο βορρά ορθώνεται πανύψηλο το επιβλητικό Όρος Αερμών. Το χειμώνα, παγωμένοι άνεμοι σηκώνουν πότε πότε κύματα. Το καλοκαίρι, ο θερμός αέρας καλύπτει την επιφάνεια του νερού. Αναπάντεχα, σφοδρές θύελλες κατεβαίνουν ορμητικά από τα γύρω βουνά και εξαπολύουν τη μανία τους στους ναυτικούς που διασχίζουν τη θάλασσα. Ο Ιησούς και οι μαθητές του βρέθηκαν κάποτε στη δίνη μιας τέτοιας θύελλας.—Ματθαίος 8:23-27.
Τα αλιευτικά πλοιάρια ήταν ξύλινα, με μήκος περίπου 8,3 μέτρα και μέγιστο πλάτος γύρω στα 2,3 μέτρα. Πολλά διέθεταν κατάρτι και έναν σκεπαστό χώρο κάτω από το κατάστρωμα της πρύμνης. (Μάρκος 4:35-41) Αυτά τα αργοκίνητα αλλά γερά σκαριά άντεχαν στους ανέμους που έσπρωχναν το πανί και το κατάρτι προς τη μία πλευρά, ενώ συγχρόνως το βαρύ δίχτυ τραβούσε το πλοιάριο από την άλλη.
Οι ψαράδες κατηύθυναν το πλοιάριο με κουπιά. Το πλήρωμα μπορεί να είχε έξι ή περισσότερα μέλη. (Μάρκος 1:20) Επιπλέον, τα πλοιάρια πιθανότατα μετέφεραν άρμενα και προμήθειες, όπως ένα λινό πανί (1), σχοινιά (2), κουπιά (3), μια πέτρινη άγκυρα (4), ζεστά και στεγνά ρούχα (5), τρόφιμα (Μάρκος 8:14) (6), καλάθια (7), ένα μαξιλάρι (Μάρκος 4:38) (8) και δίχτυα (9). Μπορεί επίσης να μετέφεραν επιπλέον πλωτήρες (10), καθώς και βαρίδια (11), εργαλεία (12) και δαυλούς (13).
«Συγκέντρωσαν Μεγάλο Πλήθος Ψαριών»
Σήμερα, όπως και τον πρώτο αιώνα, οι πιο πλούσιοι ψαρότοποι στη Θάλασσα της Γαλιλαίας βρίσκονται κοντά στις εκβολές πολλών πηγών και ποταμών που χύνονται στη θάλασσα. Σε αυτά τα σημεία, καταλήγουν στη θάλασσα φυτικές ύλες που προσελκύουν τα ψάρια. Για να πιάσουν τη λεία τους, οι ψαράδες την εποχή του Ιησού πήγαιναν συχνά τις νύχτες για πυροφάνι, χρησιμοποιώντας δαυλούς. Κάποτε, μερικοί μαθητές του Ιησού ψάρευαν όλη νύχτα χωρίς αποτέλεσμα. Την επομένη, όμως, κατ’ εντολήν του, έριξαν ξανά τα δίχτυα τους και έπιασαν τόσο πολλά ψάρια ώστε τα πλοιάριά τους παραλίγο να βουλιάξουν.—Λουκάς 5:6, 7.
Μερικές φορές, οι ψαράδες ανοίγονταν στα βαθιά. Στους ψαρότοπους, τα πλοιάρια συνεργάζονταν ανά δύο. Οι ψαράδες άπλωναν το δίχτυ ανάμεσα στα πλοιάρια. Μετά, τα πληρώματα κωπηλατούσαν προς αντίθετες κατευθύνσεις με μεγάλη προσπάθεια, χαλαρώνοντας λίγο λίγο το δίχτυ καθώς περικύκλωναν τα ψάρια. Μόλις διέγραφαν κύκλο, η παγίδα έκλεινε. Κατόπιν, οι ψαράδες τραβούσαν τα σχοινιά που ήταν δεμένα στις γωνίες του διχτυού και ανέβαζαν την ψαριά στο πλοιάριο. Το δίχτυ, το οποίο ίσως είχε 30 και πλέον μέτρα μήκος και έφτανε σε περίπου 2,5 μέτρα βάθος, ήταν αρκετά μεγάλο για να εγκλωβίσει ένα ολόκληρο κοπάδι ψάρια. Η πάνω άκρη του επέπλεε με πλωτήρες, ενώ η κάτω παρέμενε βυθισμένη με βαρίδια. Οι ψαράδες έριχναν και μάζευαν το δίχτυ τους ξανά και ξανά, ώρες ολόκληρες.
Στα πιο ρηχά νερά, εφάρμοζαν διαφορετική τεχνική. Το πλοιάριο μετέφερε τη μια άκρη του συρόμενου διχτυού από την ακρογιαλιά στα ανοιχτά και έκανε αναστροφή προς την ακτή, εγκλωβίζοντας τα ψάρια. Ύστερα, οι ψαράδες στην ακτή τραβούσαν το δίχτυ, άδειαζαν την ψαριά στην ακρογιαλιά και ξεδιάλεγαν επί τόπου τα ψάρια. Τα αποδεκτά τα έβαζαν σε σκεύη. Μερικά τα πουλούσαν φρέσκα στην τοπική αγορά. Τα περισσότερα τα ξέραιναν και τα αλάτιζαν ή τα διατηρούσαν σε άλμη, τα αποθήκευαν σε πήλινους αμφορείς και τα εξήγαν στην Ιερουσαλήμ ή στο εξωτερικό. Όσα πλάσματα δεν είχαν λέπια ή πτερύγια, όπως τα χέλια, τα θεωρούσαν ακάθαρτα και τα πετούσαν. (Λευιτικό 11:9-12) Ο Ιησούς αναφερόταν σε αυτή τη μέθοδο ψαρέματος όταν παρομοίασε “τη βασιλεία των ουρανών” με συρόμενο δίχτυ και τα διαφορετικά είδη ψαριών με καλούς και κακούς ανθρώπους.—Ματθαίος 13:47-50.
Όταν κάποιος ψάρευε μόνος του μπορεί να έριχνε πετονιά με δολωμένα μπρούντζινα αγκίστρια ή να χρησιμοποιούσε πεζόβολο. Για να ρίξει αυτού του είδους το δίχτυ, έμπαινε στα ρηχά, το τοποθετούσε πάνω στο βραχίονά του και το πετούσε ψηλά και μακριά. Το κωνικό δίχτυ έπεφτε απλωμένο πάνω στο νερό και βυθιζόταν. Αν ο ψαράς ήταν τυχερός, το δίχτυ έπιανε λίγα ψάρια καθώς το τραβούσε από το κεντρικό σχοινί.
Τα δίχτυα ήταν ακριβά και η συντήρησή τους απαιτούσε σκληρή δουλειά, γι’ αυτό ο ψαράς τα χρησιμοποιούσε με προσοχή. Αφιέρωνε πολύ χρόνο στην επιδιόρθωση, στο πλύσιμο και στο στέγνωμα των διχτυών—εργασίες που έκανε όποτε γύριζε από το ψάρεμα. (Λουκάς 5:2) Δύο απόστολοι, ο Ιάκωβος και ο αδελφός του ο Ιωάννης, κάθονταν στο πλοιάριό τους και επιδιόρθωναν τα δίχτυα τους όταν ο Ιησούς τούς κάλεσε να τον ακολουθήσουν.—Μάρκος 1:19.
Ένα από τα ψάρια που αναζητούσαν οι ψαράδες του πρώτου αιώνα ήταν η τιλάπια, που υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες και αποτελούσε βασικό είδος διατροφής των περισσότερων κατοίκων της Γαλιλαίας. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ιησούς έτρωγε αυτό το νόστιμο ψάρι. Ίσως μάλιστα χρησιμοποίησε παστές τιλάπιες όταν έθρεψε θαυματουργικά χιλιάδες άτομα με δύο ψάρια. (Ματθαίος 14:16, 17· Λουκάς 24:41-43) Η τιλάπια συνήθως κολυμπάει έχοντας τα μικρά της στο στόμα της. Ωστόσο, αντί για τα μικρά της, μπορεί να μεταφέρει κάποιο βότσαλο ή ακόμη και να σηκώσει από το βυθό ένα γυαλιστερό νόμισμα.—Ματθαίος 17:27.
Τον πρώτο αιώνα, οι καλοί ψαράδες ήταν υπομονετικοί, εργατικοί και πρόθυμοι να υποστούν ταλαιπωρίες για μια πλούσια ψαριά. Αντίστοιχα, όσοι δέχτηκαν την πρόσκληση του Ιησού να τον ακολουθήσουν στο έργο μαθήτευσης χρειάζονταν παρόμοιες ιδιότητες για να γίνουν αποτελεσματικοί «ψαράδες ανθρώπων».—Ματθαίος 28:19, 20.
[Εικόνα στη σελίδα 19]
(Βλέπε έντυπο)