8 Νωρίς το πρωί την πέμπτη ημέρα σηκώθηκε να φύγει, αλλά ο πατέρας της κοπέλας είπε: «Σε παρακαλώ, φάε κάτι να πάρεις δυνάμεις».* Και καθυστέρησαν μέχρι που η ημέρα κόντευε να τελειώσει, και έτρωγαν και οι δύο.
8 Όταν σηκώθηκε νωρίς το πρωί την πέμπτη ημέρα για να φύγει, ο πατέρας της κοπέλας είπε: «Σε παρακαλώ, πάρε τροφή για την καρδιά σου».+ Και καθυστέρησαν μέχρι που η ημέρα έσβησε. Και έτρωγαν και οι δύο.