ΙΩΑΚΕΙΜ
(Ιωακείμ) [συντετμημένη μορφή του Ιεχωακείμ, που πιθανώς σημαίνει «Ο Ιεχωβά Εγείρει»].
Ένας από τους τελευταίους βασιλιάδες του Ιούδα, γιος του Ιωσία τον οποίο απέκτησε από τη Ζεβουδά και του οποίου το όνομα ήταν αρχικά Ελιακείμ. (2Βα 23:34, 36· 1Χρ 3:15) Η κακή διακυβέρνηση του Ιωακείμ, διάρκειας περίπου 11 χρόνων (628-618 Π.Κ.Χ.), χαρακτηρίστηκε από αδικίες, καταπίεση και δολοφονίες. (2Χρ 36:5· Ιερ 22:17· 52:2) Επίσης, στη διάρκεια της βασιλείας του ο Ιούδας ταλαιπωρήθηκε πολύ από ληστρικές ομάδες Χαλδαίων, Συρίων, Μωαβιτών και Αμμωνιτών.—2Βα 24:2.
Μετά το θάνατο του Βασιλιά Ιωσία, ο λαός του Ιούδα, για κάποιον λόγο, κατέστησε βασιλιά έναν νεότερο αδελφό του Ελιακείμ, τον Ιωάχαζ. Περίπου τρεις μήνες αργότερα, ο Φαραώ Νεχώ (Νεχαώ) αιχμαλώτισε τον Βασιλιά Ιωάχαζ και έκανε βασιλιά τον 25χρονο Ελιακείμ, μετονομάζοντας αυτόν τον καινούριο ηγεμόνα σε Ιωακείμ. Ο Νεχώ επέβαλε επίσης βαρύ πρόστιμο στο βασίλειο του Ιούδα. Ο Βασιλιάς Ιωακείμ απαίτησε το ασήμι και το χρυσάφι για αυτό το πρόστιμο από τους υπηκόους του φορολογώντας τους. (2Βα 23:34-36· 2Χρ 36:2-5) Παρά το οικονομικό βάρος που είχε ήδη υποχρεωθεί να σηκώνει ο λαός, ο Ιωακείμ έκανε σχέδια να χτίσει ένα καινούριο, πολυτελές ανάκτορο. Πιθανώς για να περιορίσει το κόστος, κατακρατούσε καταδυναστευτικά τους μισθούς των εργατών. Ως εκ τούτου, ο Ιεχωβά εξήγγειλε μέσω του Ιερεμία αλίμονο για αυτόν τον πονηρό ηγεμόνα, δηλώνοντας ότι θα είχε την ταφή γαϊδουριού.—Ιερ 22:13-19.
Από την αρχή κιόλας της βασιλείας του Ιωακείμ, ο Ιερεμίας προειδοποίησε ότι, αν ο λαός δεν μετανοούσε, η Ιερουσαλήμ και ο ναός της θα καταστρέφονταν. Έπειτα από αυτό, ο προφήτης απειλήθηκε με θάνατο. Ωστόσο, ο Αχικάμ, ένας εξέχων άντρας, υπερασπίστηκε τον Ιερεμία και δεν επέτρεψε να πάθει κακό. Πρωτύτερα, μια παρόμοια προφητική εξαγγελία από τον Ουριγία είχε εξοργίσει τον Ιωακείμ σε τέτοιον βαθμό ώστε είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει. Μολονότι ο Ουριγίας κατέφυγε στην Αίγυπτο επειδή φοβήθηκε, δεν ξέφυγε από την οργή του βασιλιά. Ο Ιωακείμ έβαλε να τον φέρουν πίσω και στη συνέχεια τον σκότωσε με σπαθί.—Ιερ 26:1-24.
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ (625 Π.Κ.Χ.), ο Ναβουχοδονόσορ νίκησε τον Φαραώ Νεχώ σε μια μάχη για την κυριαρχία της Συροπαλαιστίνης. Η μάχη διεξάχθηκε στη Χαρκεμίς, κοντά στον Ευφράτη, πάνω από 600 χλμ. Β της Ιερουσαλήμ. (Ιερ 46:1, 2) Το ίδιο εκείνο έτος ο Ιερεμίας άρχισε να υπαγορεύει στο γραμματέα του τον Βαρούχ τα λόγια του Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, του Ιούδα και όλων των εθνών, καταγράφοντας αγγέλματα που είχαν αρχίσει να επιδίδονται από το 13ο έτος της βασιλείας του Ιωσία (όταν ο Ιωακείμ ήταν περίπου έξι χρονών) και έπειτα. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τον ένατο σεληνιακό μήνα (Χισλέβ, Νοέμβριος/Δεκέμβριος), ο ρόλος που περιείχε το καθ’ υπαγόρευση άγγελμα διαβάστηκε ενώπιον του Βασιλιά Ιωακείμ. Μόλις ο Ιουδί διάβαζε τρεις ή τέσσερις ολοσέλιδες στήλες, ο βασιλιάς έκοβε εκείνο το τμήμα και το έριχνε στη φωτιά που έκαιγε στο μαγκάλι της χειμερινής του κατοικίας. Έτσι λοιπόν, ολόκληρος ο ρόλος κατέληξε τμηματικά στις φλόγες. Ο Ιωακείμ αγνόησε τις παρακλήσεις τριών αρχόντων του οι οποίοι του ζητούσαν να μην κάψει το ρόλο. Αντέδρασε ιδιαίτερα στα προφητικά λόγια σχετικά με την ερήμωση του Ιούδα από το βασιλιά της Βαβυλώνας. Από αυτό φαίνεται ότι ο Ναβουχοδονόσορ δεν είχε έρθει ακόμη εναντίον της Ιερουσαλήμ και δεν είχε κάνει τον Ιωακείμ υποτελή του.—Ιερ 36:1-4, 9, 21-29.
Το εδάφιο 2 Βασιλέων 24:1 δείχνει ότι ο Ναβουχοδονόσορ άσκησε πίεση στο βασιλιά του Ιούδα «και ο Ιωακείμ έγινε υπηρέτης [ή υποτελής] του επί τρία χρόνια. Ωστόσο, [ο Ιωακείμ] στράφηκε και στασίασε εναντίον του [Ναβουχοδονόσορα]». Προφανώς, στο εδάφιο Δανιήλ 1:1, ο Δανιήλ αναφέρεται σε αυτό το τρίτο έτος κατά το οποίο ο Ιωακείμ βασίλευε ως υποτελής στη Βαβυλώνα. Δεν μπορεί να εννοείται το τρίτο έτος της 11χρονης βασιλείας του στον Ιούδα, διότι εκείνο το έτος ο Ιωακείμ ήταν υποτελής, όχι στη Βαβυλώνα, αλλά στον Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου. Ο Ναβουχοδονόσορ τερμάτισε την αιγυπτιακή κυριαρχία στη Συροπαλαιστίνη με τη νίκη του στη Χαρκεμίς (το 625 Π.Κ.Χ. [προφανώς μετά τον Νισάν]) το τέταρτο έτος της διακυβέρνησης του Ιωακείμ στον Ιούδα. (Ιερ 46:2) Εφόσον η ανταρσία του Ιωακείμ εναντίον της Βαβυλώνας οδήγησε στην πτώση του ύστερα από 11 περίπου χρόνια παραμονής στο θρόνο, η τριετής υποτέλειά του στη Βαβυλώνα πρέπει να άρχισε προς το τέλος του όγδοου έτους της διακυβέρνησής του, δηλαδή στις αρχές του 620 Π.Κ.Χ.
Η αφήγηση του Δανιήλ (1:1, 2) δηλώνει ότι ο Ναβουχοδονόσορ ήρθε εναντίον της Ιερουσαλήμ και την πολιόρκησε και ότι ο Ιωακείμ, μαζί με μερικά από τα σκεύη του ναού, δόθηκε στο χέρι του Βαβυλώνιου βασιλιά. Ωστόσο, η αφήγηση των εδαφίων 2 Βασιλέων 24:10-15, περιγράφοντας την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους, δείχνει ότι αυτός που τελικά συνθηκολόγησε και βγήκε προς τους Βαβυλωνίους ήταν ο γιος του Ιωακείμ, ο Ιωαχίν, του οποίου η βασιλεία διήρκεσε μόνο τρεις μήνες και δέκα ημέρες. Επομένως, κατά τα φαινόμενα, ο Ιωακείμ πέθανε στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, ίσως στην αρχή της. Η προφητεία του Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία (22:18, 19· 36:30) έδειχνε ότι ο Ιωακείμ δεν επρόκειτο να έχει αξιοπρεπή ταφή. Το πτώμα του θα παρέμενε εγκαταλειμμένο έξω από τις πύλες της Ιερουσαλήμ, εκτεθειμένο στη ζέστη του ήλιου την ημέρα και στην παγωνιά τη νύχτα. Το πώς ακριβώς ο Ιωακείμ “δόθηκε στο χέρι του Ναβουχοδονόσορα” (Δα 1:2) δεν αποκαλύπτεται. Ίσως δόθηκε με την έννοια ότι πέθανε υπό πολιορκία και ότι στη συνέχεια ο γιος του αναγκάστηκε να βγει έξω και να οδηγηθεί αιχμάλωτος, με αποτέλεσμα να χάσει η γραμμή του Ιωακείμ τη βασιλεία από τον Ναβουχοδονόσορα. Δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί η Ιουδαϊκή παράδοση (την οποία καταγράφει ο Ιώσηπος) σύμφωνα με την οποία ο Ναβουχοδονόσορ σκότωσε τον Ιωακείμ και διέταξε να ριχτεί το νεκρό σώμα του έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Ι΄, 97 [vi, 3]) Όπως και αν πέθανε ο Ιωακείμ, φαίνεται ότι τα χάλκινα δεσμά που είχε φέρει μαζί του ο Ναβουχοδονόσορ για να τον δέσει δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως είχε προγραμματιστεί.—2Χρ 36:6.
Ύστερα από την πολιορκία της Ιερουσαλήμ στη διάρκεια του “τρίτου έτους” του Ιωακείμ (ως υποτελούς βασιλιά), ο Δανιήλ και άλλοι Ιουδαίοι, μεταξύ των οποίων ευγενείς και μέλη της βασιλικής οικογένειας, οδηγήθηκαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα. Εφόσον δεν έχει καταγραφεί παλιότερη βαβυλωνιακή εξορία, φαίνεται ότι το περιστατικό συνέβη κατά τη σύντομη βασιλεία του Ιωαχίν, του διαδόχου του Ιωακείμ.—2Βα 24:12-16· Ιερ 52:28.
Μετά την παράδοση του Ιωαχίν, του γιου του Ιωακείμ, ο Ναβουχοδονόσορ ανέβασε στο θρόνο του Ιούδα τον Σεδεκία, θείο του Ιωαχίν. (2Χρ 36:9, 10) Έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του Ιερεμία ότι ο Ιωακείμ δεν θα είχε κανέναν να κάθεται στο θρόνο του Δαβίδ. (Ιερ 36:30) Ο γιος του Ιωακείμ ο Ιωαχίν κυβέρνησε μόλις τρεις μήνες και δέκα ημέρες.