ΠΕΡΣΙΑ, ΠΕΡΣΕΣ
Χώρα και λαός που αναφέρονται συχνά μαζί με τους Μήδους, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην ιστορία. Οι Μήδοι και οι Πέρσες προφανώς ήταν συγγενικοί λαοί οι οποίοι ανήκαν σε αρχαίες άριες (ινδοϊρανικές) φυλές, πράγμα που σημαίνει ότι οι Πέρσες ήταν απόγονοι του Ιάφεθ, ίσως μέσω του Μαδαΐ, του κοινού προγόνου των Μήδων. (Γε 10:2) Σε μια επιγραφή, ο Δαρείος ο Μέγας αυτοπροσδιορίζεται ως «Πέρσης, γιος Πέρση, Άριος, από Άρια γενιά».—Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, του Ά. Όλμστεντ, 2002, Εκδόσεις «Οδυσσέας», σ. 210.
Ασσυριακές επιγραφές οι οποίες συσχετίζονται με την εποχή του Σαλμανασάρ Γ΄ (προφανώς συγχρόνου του Ιηού του Ισραήλ) κάνουν λόγο για μια εισβολή στη Μηδία και για την απόσπαση φόρου υποτελείας από τους βασιλιάδες της «Παρσουά», μιας περιοχής που βρισκόταν προφανώς Δ της λίμνης Ουρμίας και συνόρευε με την Ασσυρία. Πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι «Παρσουά» ήταν τότε το όνομα της χώρας των Περσών, αν και κάποιοι άλλοι το συσχετίζουν με τους Πάρθους. Πάντως, σε μεταγενέστερες επιγραφές οι Πέρσες εμφανίζονται εγκατεστημένοι αρκετά νοτιότερα, στην «Πάρσα», ΝΑ του Ελάμ, στην επαρχία Φαρς του σημερινού Ιράν. Το Ανσάν, μια επαρχία ή πόλη στα σύνορα του Ελάμ, και εντός της επικράτειας του Ελάμ σε κάποια εποχή, βρισκόταν και αυτό υπό περσική κυριαρχία.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι κατά την αρχική περίοδο της ιστορίας τους οι Πέρσες κατείχαν μόνο το νοτιοδυτικό τμήμα του εκτεταμένου ιρανικού υψιπέδου και συνόρευαν με το Ελάμ και τη Μηδία ΒΔ, την Παρθία στο Β, την Καρμανία στην Α και τον Περσικό Κόλπο Ν και ΝΔ. Με εξαίρεση τα παράλια του Περσικού Κόλπου, όπου το κλίμα είναι ζεστό και υγρό, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας αποτελούνταν από το νότιο τμήμα της βραχώδους οροσειράς του Ζάγρου, την οποία διέκοπταν μεγάλες, εξαιρετικά εύφορες κοιλάδες με κατάφυτες πλαγιές. Το κλίμα στις κοιλάδες είναι εύκρατο, αλλά στις ψηλότερες περιοχές του υψιπέδου, κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, τα άνυδρα, ανεμοδαρμένα εδάφη είναι εκτεθειμένα σε δριμύ κρύο. Όπως οι Μήδοι, έτσι και οι Πέρσες φαίνεται ότι ασχολούνταν πολύ με την κτηνοτροφία, καθώς και με τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες, ενώ ο Πέρσης Βασιλιάς Δαρείος ο Μέγας περιέγραψε με καμάρι την πατρίδα του ως «όμορφη χώρα με πολλά άλογα και πολυάριθμους άντρες».—Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (Encyclopædia Britannica), 1959, Τόμ. 17, σ. 603.
Αν και αρχικά οι Πέρσες ζούσαν κάπως ασκητική και συνήθως νομαδική ζωή, επέδειξαν μεγάλη αγάπη για τη χλιδή και τις πολυτέλειες κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας. (Παράβαλε Εσθ 1:3-7· επίσης, βλέπε το είδος των ρούχων που δόθηκαν στον Μαροδοχαίο, 8:15.) Γλυπτά στην Περσέπολη απεικονίζουν τους Πέρσες ντυμένους με κυματιστούς χιτώνες ως τον αστράγαλο, περίζωμα στη μέση και παπούτσια που έδεναν χαμηλά. Αντίθετα, οι Μήδοι απεικονίζονται με στενά, μακρυμάνικα πανωφόρια που έφταναν ως το γόνατο περίπου. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 328) Τόσο οι Πέρσες όσο και οι Μήδοι προφανώς φορούσαν παντελόνια, και μάλιστα οι Πέρσες στρατιώτες εικονίζονται να φορούν παντελόνια και χιτώνια με μανίκι πάνω από τις σιδηρένδυτες πανοπλίες τους. Ήταν έμπειροι ιππείς, το δε ιππικό έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολεμική στρατηγική τους.
Η περσική γλώσσα κατατάσσεται στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και περιέχει στοιχεία που μαρτυρούν ότι συνδέεται με τη σανσκριτική της Ινδίας. Σε κάποια φάση της ιστορίας τους οι Πέρσες άρχισαν να χρησιμοποιούν σφηνοειδή γραφή, η οποία όμως περιλάμβανε πολύ λιγότερα σύμβολα από τα εκατοντάδες σύμβολα της βαβυλωνιακής και της ασσυριακής σφηνοειδούς γραφής. Παρότι μερικές επιγραφές από την περίοδο διακυβέρνησης της Περσικής Αυτοκρατορίας είναι γραμμένες στην αρχαία περσική και μεταφρασμένες στην ακκαδική και σε μια γλώσσα αποκαλούμενη γενικώς «ελαμιτική» ή «σουσιανική», τα επίσημα έγγραφα που χρησιμοποιούνταν στη διοίκηση των αυτοκρατορικών επαρχιών γράφονταν κατά κύριο λόγο στην αραμαϊκή η οποία χρησιμοποιούνταν ως διεθνής γλώσσα.—Εσδ 4:7.
Ανάδυση της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 327) Όπως οι Μήδοι, έτσι και οι Πέρσες φαίνεται ότι κυβερνιούνταν από διάφορες οικογένειες ευγενών. Από μια τέτοια οικογένεια προήλθε η δυναστεία των Αχαιμενιδών βασιλιάδων, η βασιλική γραμμή στην οποία ανήκε ο ιδρυτής της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Κύρος ο Μέγας. Ο Κύρος, του οποίου ο πατέρας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, ήταν από την Περσία και η μητέρα από τη Μηδία, συνένωσε τους Πέρσες υπό την ηγεσία του. (Ηρόδοτος, Α΄, 107, 108· Κύρου Παιδεία, Α΄, 2, 1) Μέχρι τότε οι Μήδοι κυριαρχούσαν επί των Περσών, αλλά ο Κύρος πέτυχε γρήγορη νίκη επί του Μήδου Βασιλιά Αστυάγη και κατέλαβε την πρωτεύουσά του, τα Εκβάτανα (550 Π.Κ.Χ.). (Παράβαλε Δα 8:3, 20.) Έτσι λοιπόν, η Μηδική Αυτοκρατορία περιήλθε υπό τον έλεγχο των Περσών.
Παρότι οι Μήδοι παρέμειναν υποτελείς των Περσών όλη την υπόλοιπη περίοδο της δυναστείας των Αχαιμενιδών, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το δυαδικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας που προέκυψε. Ως εκ τούτου, το βιβλίο Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας (σ. 90) αναφέρει: «Η στενή συγγένεια μεταξύ Περσών και Μήδων δεν ξεχάστηκε ποτέ. Τα λεηλατημένα Εκβάτανα θα παρέμεναν αγαπημένος τόπος διαμονής των περσών βασιλέων. Στην περσική αυτοκρατορία οι Μήδοι απολάμβαναν τα ίδια προνόμια με τους Πέρσες· τοποθετούνταν σε υψηλά αξιώματα και επιλέγονταν ως διοικητές των περσικών στρατευμάτων. Οι ξένοι συχνά ανέφεραν μαζί τους δύο λαούς, “Μήδους και Πέρσες”, χωρίς να τους ξεχωρίζουν ενώ όταν χρησιμοποιούσαν μία μόνο λέξη, συνήθως προτιμούσαν τον όρο “Μήδοι”».
Υπό τον Κύρο, η Μηδοπερσική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε περαιτέρω προς τη Δ, φτάνοντας μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος μετά τη νίκη των Περσών επί του Κροίσου, του βασιλιά της Λυδίας, και την καθυπόταξη ορισμένων ελληνικών πόλεων στα παράλια. Ωστόσο, η σημαντικότερη κατάκτηση του Κύρου σημειώθηκε το 539 Π.Κ.Χ., όταν ως επικεφαλής μιας συνδυασμένης δύναμης Μήδων, Περσών και Ελαμιτών κατέλαβε την κραταιά Βαβυλώνα, σε εκπλήρωση των Βιβλικών προφητειών. (Ησ 21:2, 9· 44:26–45:7· Δα 5:28) Με την πτώση της Βαβυλώνας τερματίστηκε μια μακρά περίοδος σημιτικής κυριαρχίας, η οποία εκτοπίστηκε από την πρώτη κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη άριας (ιαφεθιτικής) καταγωγής. Επίσης, η γη του Ιούδα (καθώς και η Συρία και η Φοινίκη) προσαρτήθηκε στη μηδοπερσική επικράτεια. Με διάταγμα του Κύρου, το 537 Π.Κ.Χ. επιτράπηκε στους εξόριστους Ιουδαίους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, η οποία κειτόταν έρημη ακριβώς 70 χρόνια.—2Χρ 36:20-23· βλέπε ΚΥΡΟΣ.
Οι περσικές πρωτεύουσες. Σε αρμονία με το δυαδικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, ένας Μήδος ονόματι Δαρείος έγινε ο κυβερνήτης του ηττημένου χαλδαϊκού βασιλείου, αν και είναι πιθανό ότι δεν ήταν ανεξάρτητος από την επικυριαρχία του Κύρου. (Δα 5:31· 9:1· βλέπε ΔΑΡΕΙΟΣ Αρ. 1.) Η Βαβυλώνα παρέμεινε βασιλική πόλη της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας, καθώς και κέντρο των θρησκευτικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, γενικά φαίνεται ότι τα καλοκαίρια εκεί ήταν πιο ζεστά από όσο ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν οι Πέρσες αυτοκράτορες, γι’ αυτό και η Βαβυλώνα σπάνια αποτελούσε κάτι περισσότερο από χειμερινή κατοικία για αυτούς. Σύμφωνα με αρχαιολογικά στοιχεία, λίγο μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας ο Κύρος επέστρεψε στα Εκβάτανα (το σημερινό Χαμαντάν), τα οποία βρίσκονταν 1.900 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, στους πρόποδες του όρους Αλβάντ, όπου οι χειμώνες που συνοδεύονται από σφοδρές χιονοπτώσεις και τσουχτερό κρύο εξισορροπούνται από ευχάριστα καλοκαίρια. Εκεί, στα Εκβάτανα, ανακαλύφτηκε αρκετά χρόνια μετά την έκδοσή του το υπόμνημα του Κύρου για την ανοικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ. (Εσδ 6:2-5) Η παλαιότερη περσική πρωτεύουσα ήταν οι Πασαργάδες, περίπου 650 χλμ. ΝΑ από τα Εκβάτανα, αλλά στο ίδιο περίπου υψόμετρο. Κοντά στις Πασαργάδες, οι Πέρσες αυτοκράτορες Δαρείος, Ξέρξης και Αρταξέρξης ο Μακρόχειρας έχτισαν αργότερα την Περσέπολη, μια βασιλική πόλη στην οποία κατασκεύασαν μεγάλο δίκτυο υπόγειων αγωγών, προφανώς για να έχουν παροχή φρέσκου νερού. Μια άλλη πρωτεύουσα ήταν τα Σούσα κοντά στον ποταμό Χοάσπη (Καρχέχ), στο αρχαίο Ελάμ, τα οποία βρίσκονταν σε κεντρικό, στρατηγικό σημείο ανάμεσα στη Βαβυλώνα, στα Εκβάτανα και στην Περσέπολη. Εκεί ο Δαρείος ο Μέγας οικοδόμησε ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο το οποίο γενικά χρησίμευε ως χειμερινή κατοικία, διότι όπως και στη Βαβυλώνα έτσι και στα Σούσα η ζέστη το καλοκαίρι ήταν αφόρητη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα Σούσα γίνονταν ολοένα και περισσότερο το πραγματικό διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας.—Βλέπε ΕΚΒΑΤΑΝΑ· ΣΟΥΣΑ.
Θρησκεία και Νόμοι. Οι Πέρσες ηγεμόνες, παρότι ήταν ικανοί να επιδεικνύουν την ίδια σκληρότητα που επιδείκνυαν οι Σημίτες βασιλιάδες της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας, φαίνεται ότι τουλάχιστον στην αρχή προσπαθούσαν να εκδηλώνουν ως έναν βαθμό δικαιοσύνη και νομιμότητα στις σχέσεις τους με τους κατακτημένους λαούς. Η θρησκεία τους φαίνεται πως εμπεριείχε την έννοια της ηθικής σε κάποιον βαθμό. Μετά τον κύριο θεό τους τον Αχούρα Μάζντα, εξέχουσα θεότητα ήταν και ο Μίθρας, γνωστός όχι μόνο ως θεός του πολέμου αλλά και ως ο θεός των συμβολαίων, τα μάτια και τα αφτιά του οποίου ήταν πάντοτε άγρυπνα να εντοπίσουν όποιον θα παραβίαζε κάποια συμφωνία. (Βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ.) Ο ιστορικός Ηρόδοτος (Α΄, 136, 138) έγραψε σχετικά με τους Πέρσες: «Εκπαιδεύουν τα αγόρια τους από την ηλικία των πέντε μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών και τα διδάσκουν τρία πράγματα μόνο: να ιππεύουν, να τοξεύουν και να λένε την αλήθεια. . . . Θεωρούν το ψέμα το αισχρότερο πράγμα». Παρότι η ιστορία των Περσών ηγεμόνων αποκαλύπτει ότι αυτοί δεν ήταν υπεράνω της υποκρισίας και των ραδιουργιών, ωστόσο διακρίνουμε κάποια στοιχειώδη προσκόλληση σε ένα είδος φυλετικού δόγματος περί “τήρησης του λόγου” τους, μια προσκόλληση η οποία και αντανακλάται στην εμμονή τους για το απαραβίαστο “του νόμου των Μήδων και των Περσών”. (Δα 6:8, 15· Εσθ 1:19· 8:8) Κατά συνέπεια, όταν ανακαλύφτηκε το διάταγμα του Κύρου, 18 περίπου χρόνια μετά τη χρονολογία έκδοσής του, ο Βασιλιάς Δαρείος αναγνώρισε ότι το έργο οικοδόμησης του ναού από τους Ιουδαίους ήταν νόμιμο και έδωσε εντολή να υπάρξει πλήρης συνεργασία μαζί τους.—Εσδ 6:1-12.
Η οργάνωση της Περσικής Αυτοκρατορίας αποκαλύπτει αξιοσημείωτες διοικητικές ικανότητες. Εκτός από το ιδιαίτερο συμβούλιο του βασιλιά—το επιτελείο των συμβούλων του, το οποίο αποτελούνταν από «εφτά άρχοντες της Περσίας και της Μηδίας» (Εσθ 1:14· Εσδ 7:14)—υπήρχαν σατράπες διορισμένοι σε μεγάλες περιοχές ή χώρες όπως η Μηδία, το Ελάμ, η Παρθία, η Βαβυλωνία, η Ασσυρία, η Αραβία, η Αρμενία, η Καππαδοκία, η Λυδία, η Ιωνία και, καθώς η αυτοκρατορία επεκτεινόταν, η Αίγυπτος, η Αιθιοπία και η Λιβύη. Στους σατράπες αυτούς είχε παραχωρηθεί μερική αυτονομία όσον αφορά τη διοίκηση της σατραπείας, η οποία συμπεριλάμβανε το χειρισμό δικαστικών και οικονομικών υποθέσεων στην επικράτειά τους. (Βλέπε ΣΑΤΡΑΠΗΣ.) Στη σατραπεία φαίνεται ότι υπήρχαν κατώτεροι κυβερνήτες διοικητικών περιφερειών (στις ημέρες του Βασιλιά Ασσουήρη αυτές ήταν 127), και στις διοικητικές περιφέρειες υπήρχαν άρχοντες από τους λαούς που συνέθεταν τον πληθυσμό της περιφέρειας. (Εσδ 8:36· Εσθ 3:12· 8:9) Πιθανώς για να αντισταθμιστεί το μειονέκτημα ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε ακραίο σχετικά σημείο της αχανούς επικράτειάς της, αναπτύχθηκε ένα γρήγορο σύστημα επικοινωνίας μέσω ενός βασιλικού ταχυδρομείου με αγγελιοφόρους που ίππευαν ταχυδρομικά άλογα—σύστημα το οποίο συνέδεε το θρόνο με όλες τις διοικητικές περιφέρειες. (Εσθ 8:10, 14) Επίσης γινόταν συντήρηση του βασιλικού οδικού δικτύου, μία από τις οδούς του οποίου εκτεινόταν από τα Σούσα μέχρι τις Σάρδεις στη Μικρά Ασία.
Από το Θάνατο του Κύρου ως το Θάνατο του Δαρείου. Η βασιλεία του Κύρου του Μεγάλου τερματίστηκε το 530 Π.Κ.Χ., όταν ο Κύρος πέθανε σε μια πολεμική εκστρατεία. Ο γιος του ο Καμβύσης τον διαδέχθηκε στο θρόνο και κατάφερε να κατακτήσει την Αίγυπτο. Αν και η Αγία Γραφή δεν τον κατονομάζει ως Καμβύση, αυτός είναι προφανώς ο “Ασσουήρης” στον οποίο κατηγόρησαν ψευδώς τους Ιουδαίους οι ενάντιοι του έργου του ναού, όπως αναφέρεται στο εδάφιο Έσδρας 4:6.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η βασιλεία του Καμβύση είναι συγκεχυμένες. Σύμφωνα με μια αφήγηση, την οποία παρουσιάζει ο Δαρείος ο Μέγας στην Επιγραφή της Μπεχιστούν και την οποία παραθέτει ο Ηρόδοτος και άλλοι με κάποιες παραλλαγές, ο Καμβύσης έβαλε να σκοτώσουν μυστικά τον αδελφό του τον Βαρδίγια (τον οποίο ο Ηρόδοτος ονομάζει Σμέρδι). Αργότερα, ενώ ο Καμβύσης απουσίαζε στην Αίγυπτο, ένας μάγος ονόματι Γαυμάτης (Σμέρδις και αυτός κατά τον Ηρόδοτο), παριστάνοντας τον Βαρδίγια (Σμέρδι), σφετερίστηκε το θρόνο και κατάφερε να γίνει δεκτός ως βασιλιάς. Κατά την επιστροφή από την Αίγυπτο, ο Καμβύσης πέθανε και ο σφετεριστής εδραιώθηκε στο θρόνο. (Ηρόδοτος, Γ΄, 61-67) Η άλλη εκδοχή την οποία υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί είναι ότι ο Βαρδίγιας δεν είχε σκοτωθεί και ότι αυτός, όχι κάποιος απατεώνας, σφετερίστηκε το θρόνο κατά την απουσία του Καμβύση.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η βασιλεία του Καμβύση τερματίστηκε το 522 Π.Κ.Χ., ενώ η επόμενη περίοδος βασιλείας διήρκεσε εφτά μήνες και τερματίστηκε και αυτή το 522 Π.Κ.Χ. με τη δολοφονία του σφετεριστή (είτε αυτός ήταν ο Βαρδίγιας είτε ο Γαυμάτης ο ψευδο-Σμέρδις). Ωστόσο, στη διάρκεια αυτής της σύντομης διακυβέρνησης, προφανώς έγινε και δεύτερη καταγγελία στο θρόνο της Περσίας εναντίον των Ιουδαίων—ο τότε βασιλιάς αναφέρεται στην Αγία Γραφή ως «Αρταξέρξης» (πρόκειται πιθανώς για επωνυμία του ανάσσοντος βασιλιά ή για τίτλο)—και αυτή τη φορά οι κατηγορίες πέτυχαν την έκδοση ενός βασιλικού διατάγματος που απαγόρευε να συνεχιστούν οι οικοδομικές εργασίες στο ναό. (Εσδ 4:7-23) Το έργο του ναού, λοιπόν, περιέπεσε σε αδράνεια «μέχρι το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου, του βασιλιά της Περσίας».—Εσδ 4:24.
Ο Δαρείος Α΄ (ο αποκαλούμενος Δαρείος Υστάσπης ή Δαρείος ο Μέγας) προφανώς σχεδίασε ή υποκίνησε τη δολοφονία εκείνου που βρισκόταν τότε στον περσικό θρόνο και κατέλαβε ο ίδιος το θρόνο. Κατά τη διακυβέρνησή του οι εργασίες στο ναό της Ιερουσαλήμ ξανάρχισαν με βασιλική έγκριση, και ο ναός αποπερατώθηκε το έκτο έτος της βασιλείας του (αρχές του 515 Π.Κ.Χ.). (Εσδ 6:1-15) Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από εξάπλωση της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος επέκτεινε την κυριαρχία της Περσίας Α ως την Ινδία και Δ ως τη Θράκη και τη Μακεδονία.
Τουλάχιστον εκείνη την εποχή οι Πέρσες ηγεμόνες είχαν πια εκπληρώσει τους προφητικούς συμβολισμούς των εδαφίων Δανιήλ 7:5 και 8:4 όπου η Μηδοπερσική Αυτοκρατορία, η οποία συμβολίζεται από μια αρκούδα και ένα κριάρι, παρουσιάζεται να καταλαμβάνει εδάφη προς τρεις κύριες κατευθύνσεις, προς το Β, τη Δ και το Ν. Ωστόσο, σε μια εκστρατεία του Δαρείου εναντίον της Ελλάδας, οι δυνάμεις του ηττήθηκαν στον Μαραθώνα το 490 Π.Κ.Χ. Ο Δαρείος πέθανε το 486 Π.Κ.Χ.—Βλέπε ΔΑΡΕΙΟΣ Αρ. 2.
Η Βασιλεία του Ξέρξη και του Αρταξέρξη. Ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, είναι προφανώς ο Βασιλιάς Ασσουήρης του βιβλίου της Εσθήρ. Οι ενέργειές του ταιριάζουν επίσης με την περιγραφή του τέταρτου Πέρση βασιλιά, ο οποίος θα “εξήγειρε τα πάντα εναντίον του βασιλείου της Ελλάδας”. (Δα 11:2) Προσπαθώντας να εκδικηθεί για την ήττα των Περσών στον Μαραθώνα, ο Ξέρξης επιτέθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα με μια τεράστια στρατιωτική δύναμη το 480 Π.Κ.Χ. Έπειτα από μια επώδυνη νίκη στις Θερμοπύλες και την καταστροφή της Αθήνας, οι δυνάμεις του ηττήθηκαν στη Σαλαμίνα και αργότερα στις Πλαταιές, πράγμα που έκανε τον Ξέρξη να επιστρέψει στην Περσία.
Η βασιλεία του Ξέρξη χαρακτηρίζεται από ορισμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις και από την ολοκλήρωση μεγάλου μέρους του οικοδομικού έργου που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του στην Περσέπολη. (Παράβαλε Εσθ 10:1, 2.) Οι αφηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων γύρω από την τελική περίοδο της βασιλείας του Ξέρξη κάνουν λόγο για προβλήματα στο γάμο του, για αναστάτωση στο χαρέμι του και για κάποιους αυλικούς του οι οποίοι υποτίθεται ότι τον κηδεμόνευαν. Αυτές οι αφηγήσεις πιθανόν να αντικατοπτρίζουν, αν και πολύ συγκεχυμένα και διαστρεβλωμένα, μερικά από τα βασικά γεγονότα του βιβλίου της Εσθήρ, όπως μεταξύ άλλων την αποπομπή της Βασίλισσας Αστίν και την αντικατάστασή της από την Εσθήρ, καθώς και την άνοδο του Μαροδοχαίου σε μια θέση με μεγάλη εξουσία στο βασίλειο. (Εσθ 2:17· 10:3) Σύμφωνα με ιστορικές πηγές ο Ξέρξης δολοφονήθηκε από έναν αυλικό του.
Ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρας, ο διάδοχος του Ξέρξη, είναι γνωστός για το ότι έδωσε άδεια στον Έσδρα να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ παίρνοντας μαζί του μια μεγάλη συνεισφορά για την υποστήριξη του ναού εκεί. Αυτό έλαβε χώρα το έβδομο έτος του Αρταξέρξη (468 Π.Κ.Χ.). (Εσδ 7:1-26· 8:24-36) Το 20ό έτος του Αρταξέρξη (455 Π.Κ.Χ.), δόθηκε άδεια στον Νεεμία να πάει στην Ιερουσαλήμ για να ανοικοδομήσει την πόλη. (Νε 1:3· 2:1, 5-8) Αργότερα, ο Νεεμίας επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην αυλή του Αρταξέρξη, το 32ο έτος του βασιλιά (443 Π.Κ.Χ.).—Νε 13:6.
Υπάρχει κάποια ασυμφωνία στα ιστορικά κείμενα αναφορικά με τη βασιλεία του Ξέρξη και του Αρταξέρξη. Διάφορα εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα τοποθετούν το έτος ανάρρησης του Αρταξέρξη στο 465 Π.Κ.Χ. Σύμφωνα με ορισμένα έγγραφα η βασιλεία του πατέρα του, του Ξέρξη, συνεχίστηκε μέχρι και το 21ο έτος. Η βασιλεία του Ξέρξη υπολογίζεται συνήθως από το 486 Π.Κ.Χ., το έτος κατά το οποίο πέθανε ο πατέρας του, ο Δαρείος. Το πρώτο βασιλικό του έτος θεωρείται ότι ξεκίνησε το 485 Π.Κ.Χ., ενώ το 21ο έτος του και το έτος ανάρρησης του Αρταξέρξη τοποθετούνται συχνά στο 465 Π.Κ.Χ. Όσο για τον Αρταξέρξη, οι λόγιοι συνήθως λένε ότι το τελευταίο έτος της βασιλείας του άρχισε το 424 Π.Κ.Χ. Μερικά έγγραφα παρουσιάζουν αυτό το έτος ως το 41ο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη. Αν αυτό ήταν σωστό, τότε θα σήμαινε ότι το έτος ανάρρησής του ήταν το 465 Π.Κ.Χ. και ότι το πρώτο βασιλικό του έτος άρχισε το 464 Π.Κ.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία από τα οποία υπολογίζουμε ότι το τελευταίο έτος του Ξέρξη και το έτος ανάρρησης του Αρταξέρξη ήταν το 475 Π.Κ.Χ. Τα στοιχεία αυτά συνιστούν ένα τρίπτυχο από ελληνικές, περσικές και βαβυλωνιακές πηγές.
Στοιχεία από ελληνικές πηγές. Ένα γεγονός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας μπορεί να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε πότε άρχισε η βασιλεία του Αρταξέρξη. Ο Θεμιστοκλής, πολιτικός και ήρωας πολέμου, έπεσε στη δυσμένεια των συμπατριωτών του και κατέφυγε στην Περσία όπου θα ήταν ασφαλής. Τότε, σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη (Α΄, 137, 3) ο οποίος φημίζεται για την ακρίβειά του, ο Θεμιστοκλής «έστειλε μια επιστολή προς τον Βασιλιά Αρταξέρξη, το γιο του Ξέρξη, ο οποίος είχε ανέλθει πρόσφατα στο θρόνο». Το σύγγραμμα Πλουτάρχου Βίοι (Θεμιστοκλής, 27, 1) μας πληροφορεί πως «ο Θουκυδίδης και ο Χάρων ο Λαμψακηνός αναφέρουν ότι ο Ξέρξης είχε πεθάνει και ότι ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε στο γιο του», τον Αρταξέρξη. Ο Χάρων ήταν Πέρσης υπήκοος ο οποίος βρισκόταν εν ζωή κατά τη μετάβαση της εξουσίας από τον Ξέρξη στον Αρταξέρξη. Από τις μαρτυρίες του Θουκυδίδη και του Χάρωνα του Λαμψακηνού βλέπουμε πως, όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Περσία, ο Αρταξέρξης είχε αρχίσει πρόσφατα να βασιλεύει.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρόνο κατά τον οποίο άρχισε να βασιλεύει ο Αρταξέρξης υπολογίζοντας από το θάνατο του Θεμιστοκλή προς τα πίσω. Δεν δίνουν όλα τα εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα την ίδια χρονολογία για το θάνατο του Θεμιστοκλή. Ωστόσο, ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη Ιστορική, ΙΑ΄, 54, 1· ΙΑ΄, 58, 3) αναφέρει το θάνατό του σε συσχετισμό με κάποια άλλα γεγονότα που συνέβησαν «όταν ο Πραξίεργος ήταν άρχων στην Αθήνα». Ο Πραξίεργος ήταν «άρχων» στην Αθήνα το 471/470 Π.Κ.Χ. (Ελληνική και Ρωμαϊκή Χρονολόγηση [Greek and Roman Chronology], του Άλαν Ε. Σάμιουελ, Μόναχο, 1972, σ. 206) Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής, μετά την άφιξή του στην Περσία, διέθεσε έναν χρόνο για την εκμάθηση της γλώσσας προετοιμαζόμενος να παρουσιαστεί ενώπιον του Αρταξέρξη. Στη συνέχεια ο βασιλιάς τού παραχώρησε την άδεια να εγκατασταθεί στην Περσία με μεγάλες τιμές. Αν ο Θεμιστοκλής πέθανε το 471/470 Π.Κ.Χ., τότε πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Περσία το αργότερο μέχρι το 472 Π.Κ.Χ. και να έφτασε εκεί έναν χρόνο νωρίτερα, το 473 Π.Κ.Χ. Εκείνη την εποχή, ο Αρταξέρξης «είχε ανέλθει πρόσφατα στο θρόνο».
Όσον αφορά το χρόνο κατά τον οποίο πέθανε ο Ξέρξης και ενθρονίστηκε ο Αρταξέρξης, ο Μ. ντε Κουτοργκά έγραψε: «Έχουμε διαπιστώσει ότι, σύμφωνα με τη χρονολόγηση του Θουκυδίδη, ο Ξέρξης πέθανε γύρω στα τέλη του 475 Π.Κ.Χ. και ότι, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, ο Θεμιστοκλής έφτασε στη Μικρά Ασία λίγο μετά την ενθρόνιση του Αρταξέρξη του Μακρόχειρα».—Υπομνήματα Διαφόρων Ειδημόνων προς την Ακαδημία Επιγραφών και Λογοτεχνίας του Αυτοκρατορικού Ινστιτούτου της Γαλλίας (Mémoires présentés par divers savants à l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres de l’Institut Impérial de France), σειρά Α΄, Τόμ. 6, μέρος δεύτερο, Παρίσι, 1864, σ. 147.
Ο Ε. Λεβέσκ παραθέτει ένα επιπρόσθετο στοιχείο υπέρ αυτού, επισημαίνοντας: «Επομένως, σύμφωνα με το Πασχάλιον Χρονικόν, ο θάνατος του Ξέρξη πρέπει να τοποθετηθεί στο 475 Π.Κ.Χ., έπειτα από έντεκα χρόνια διακυβέρνησης. Ο ιστορικός Ιουστίνος (III, 1) επιβεβαιώνει αυτό το χρονικό καθώς και τις δηλώσεις του Θουκυδίδη. Κατά τον Ιουστίνο, τον καιρό που δολοφονήθηκε ο Ξέρξης, ο γιος του ο Αρταξέρξης δεν ήταν παρά παιδί, πούερ [αγόρι], πράγμα που ισχύει αν ο Ξέρξης πέθανε το 475. Ο Αρταξέρξης ήταν τότε 16 χρονών, ενώ το 465 θα ήταν είκοσι έξι χρονών—ηλικία που δεν θα δικαιολογούσε πλέον την έκφραση του Ιουστίνου. Σύμφωνα με αυτή τη χρονολόγηση, εφόσον ο Αρταξέρξης άρχισε να βασιλεύει το 475, το 20ό έτος της βασιλείας του είναι το 455 και όχι το 445, όπως υποστηρίζεται ευρύτατα».—Απολογητική Επιθεώρηση (Revue apologétique), Παρίσι, Τόμ. 68, 1939, σ. 94.
Αν ο Δαρείος πέθανε το 486 Π.Κ.Χ. και ο Ξέρξης πέθανε το 475 Π.Κ.Χ., πώς εξηγείται το γεγονός ότι μερικά αρχαία κείμενα αποδίδουν στον Ξέρξη 21 έτη βασιλείας; Είναι ευρέως γνωστό ότι ένας βασιλιάς θα μπορούσε να κυβερνάει μαζί με το γιο του στα πλαίσια μιας δυαδικής βασιλείας, ή αλλιώς συμβασιλείας. Αν αυτό ίσχυε στην περίπτωση του Δαρείου και του Ξέρξη, οι ιστορικοί θα μπορούσαν να υπολογίζουν τα έτη βασιλείας του Ξέρξη είτε από την αρχή της συμβασιλείας του με τον πατέρα του είτε από το θάνατο του πατέρα του. Αν ο Ξέρξης κυβέρνησε 10 χρόνια με τον πατέρα του και 11 χρόνια μόνος του, κάποιες πηγές θα μπορούσαν να του αποδίδουν 21 χρόνια βασιλείας ενώ άλλες 11 χρόνια.
Υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο Ξέρξης ήταν συμβασιλιάς με τον πατέρα του τον Δαρείο. Ο ιστορικός Ηρόδοτος (Ζ΄, 3) αναφέρει: «Ο Δαρείος έκρινε δίκαιο το αίτημά του [του Ξέρξη, για τη βασιλεία] και τον ανακήρυξε βασιλιά. Αλλά κατά τη γνώμη μου ο Ξέρξης θα γινόταν βασιλιάς ακόμη και χωρίς αυτή τη συμβουλή». Αυτό υποδηλώνει ότι ο Ξέρξης έγινε βασιλιάς στη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, του Δαρείου.
Στοιχεία από περσικές πηγές. Το ότι ο Ξέρξης και ο Δαρείος ήταν συμβασιλείς φαίνεται ιδιαίτερα σε κάποια περσικά ανάγλυφα που έχουν ανακαλυφτεί. Στην Περσέπολη βρέθηκαν αρκετά πρόστυπα ανάγλυφα που απεικονίζουν τον Ξέρξη όρθιο πίσω από το θρόνο του πατέρα του, με ενδυμασία ίδια με αυτήν του πατέρα του και με το κεφάλι του στο ίδιο ύψος με το κεφάλι του πατέρα του. Αυτό είναι ασυνήθιστο, εφόσον κανονικά το κεφάλι του βασιλιά εικονιζόταν ψηλότερα από τα κεφάλια όλων των άλλων. Στο σύγγραμμα Μια Νέα Επιγραφή του Ξέρξη από την Περσέπολη ([A New Inscription of Xerxes From Persepolis] του Ερνστ Ε. Χέρτσφελντ, 1932), επισημαίνεται ότι επιγραφές αλλά και οικοδομήματα που ανακαλύφτηκαν στην Περσέπολη υποδηλώνουν πως ο Ξέρξης ήταν συμβασιλιάς με τον πατέρα του τον Δαρείο. Στη σελίδα 8 του έργου του, ο Χέρτσφελντ έγραψε: «Το ιδιόμορφο ύφος των επιγραφών του Ξέρξη στην Περσέπολη, οι περισσότερες από τις οποίες δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στις δραστηριότητες του ίδιου και σε αυτές του πατέρα του, και η εξίσου ιδιόμορφη συνάφεια των οικοδομημάτων τους, τα οποία είναι αδύνατον να αποδώσουμε είτε στον Δαρείο προσωπικά είτε στον Ξέρξη, ανέκαθεν υποδήλωναν κάποια μορφή συμβασιλείας με τον Ξέρξη. Επιπλέον, δύο γλυπτά στην Περσέπολη δείχνουν παραστατικά αυτή τη σχέση». Αναφορικά με ένα από αυτά τα γλυπτά, ο Χέρτσφελντ επισήμανε: «Ο Δαρείος απεικονίζεται με όλα τα βασιλικά διακριτικά, ενθρονισμένος σε ένα ψηλό ανάκλιντρο με βάθρο, το οποίο υποβαστάζεται από εκπροσώπους των διαφόρων εθνών της αυτοκρατορίας του. Πίσω του στο ανάγλυφο, στην πραγματικότητα δεξιά του, στέκεται ο Ξέρξης φορώντας τα ίδια βασιλικά διακριτικά και έχοντας το αριστερό του χέρι ακουμπισμένο στην ψηλή ράχη του θρόνου. Αυτή είναι μια χειρονομία που εκφράζει καθαρά κάτι περισσότερο από απλή διαδοχή—δηλώνει συμβασιλεία».
Όσο για το πότε φιλοτεχνήθηκαν τα ανάγλυφα που παρουσιάζουν με αυτόν τον τρόπο τον Δαρείο και τον Ξέρξη, η Αν Φάρκας δηλώνει στο έργο Γλυπτική των Αχαιμενιδών ([Achaemenid Sculpture] Κωνσταντινούπολη, 1974, σ. 53) ότι «τα ανάγλυφα πιθανόν να τοποθετήθηκαν στο Θησαυροφυλάκιο κάποια στιγμή κατά την οικοδόμηση της πρώτης προσθήκης, 494/493-492/491 π.Χ. Τότε ήταν οπωσδήποτε ο καταλληλότερος καιρός για να μεταφέρουν τέτοιες ογκώδεις πέτρες. Ανεξάρτητα, όμως, από το πότε τα μετέφεραν στο Θησαυροφυλάκιο, αυτά τα γλυπτά ενδεχομένως φιλοτεχνήθηκαν τη δεκαετία του 490».
Στοιχεία από βαβυλωνιακές πηγές. Στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο Ξέρξης άρχισε να συμβασιλεύει με τον πατέρα του τη δεκαετία του 490 Π.Κ.Χ. έχουν βρεθεί στη Βαβυλώνα. Ανασκαφές που έγιναν εκεί έχουν φέρει στο φως ένα ανάκτορο που προοριζόταν για τον Ξέρξη και το οποίο ολοκληρώθηκε το 496 Π.Κ.Χ. Σχετικά με αυτό, ο Ά. Τ. Όλμστεντ έγραψε στο έργο Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας (σ. 338): «Στις 23 Οκτωβρίου 498 πληροφορούμαστε πως βρίσκονταν εν εξελίξει οι εργασίες για την ολοκλήρωση της κατοικίας του “Βασιλικού Υιού” [δηλαδή του γιου του Δαρείου, του Ξέρξη] στη Βαβυλώνα· δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το παλάτι του Δαρείου στον κεντρικό τομέα της πόλης, που περιγράψαμε ήδη. Δύο χρόνια αργότερα [το 496 Π.Κ.Χ.], σε ένα οικονομικό έγγραφο από την πόλη Βορσίππα συναντάμε μια αναφορά στο ολοκληρωμένο πλέον “νέο παλάτι”».
Δύο ασυνήθιστες πήλινες πινακίδες ίσως αποτελούν επιπρόσθετη μαρτυρία υπέρ της συμβασιλείας του Ξέρξη με τον Δαρείο. Η μία περιέχει ένα εμπορικό κείμενο σχετικά με το μίσθωμα κάποιου κτιρίου κατά το έτος ανάρρησης του Ξέρξη. Η πινακίδα φέρει ως χρονολογία της τον πρώτο μήνα του έτους, το μήνα Νισάν. (Κατάλογος των Πινακίδων της Ύστερης Βαβυλωνιακής Εποχής στη Βοδληιανή Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης [A Catalogue of the Late Babylonian Tablets in the Bodleian Library, Oxford], του Ρ. Κάμπελ Τόμπσον, Λονδίνο, 1927, σ. 13, πινακίδα Α. 124) Μια άλλη πινακίδα φέρει τη χρονολογία «μήνας Αβ(;), έτος ανάρρησης του Ξέρξη». Αξίζει να σημειωθεί ότι η δεύτερη αυτή πινακίδα δεν αποδίδει στον Ξέρξη τον τίτλο «βασιλιάς της Βαβυλώνας, βασιλιάς των χωρών», όπως συνηθιζόταν τότε.—Νεοβαβυλωνιακά Νομικά και Διοικητικά Έγγραφα μεταφρασμένα και σχολιασμένα (Neubabylonische Rechts- und Verwaltungsurkunden übersetzt und erläutert), των Μ. Σαν Νικολό και Α. Ούνγκναντ, Λειψία, 1934, Τόμ. 1, μέρος 4ο, σ. 544, πινακίδα Αρ. 634, VAT 4397.
Αυτές οι δύο πινακίδες γεννούν ερωτηματικά. Κανονικά, το έτος ανάρρησης ενός βασιλιά αρχίζει μετά το θάνατο του προκατόχου του. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ο προκάτοχος του Ξέρξη (ο Δαρείος) έζησε μέχρι τον έβδομο μήνα του τελευταίου έτους του, ενώ αυτά τα δύο έγγραφα από το έτος ανάρρησης του Ξέρξη έχουν ημερομηνία πριν από τον έβδομο μήνα (το ένα είναι από τον πρώτο μήνα, το άλλο από τον πέμπτο). Συνεπώς, αυτά τα έγγραφα δεν αναφέρονται σε περίοδο ανάρρησης του Ξέρξη μεταγενέστερη του θανάτου του πατέρα του, αλλά υποδεικνύουν ένα έτος ανάρρησης στη διάρκεια της συμβασιλείας του με τον Δαρείο. Αν αυτό το έτος ανάρρησης ήταν το 496 Π.Κ.Χ., όταν είχε αποπερατωθεί στη Βαβυλώνα το ανάκτορο που προοριζόταν για τον Ξέρξη, το πρώτο έτος της συμβασιλείας του άρχισε τον επόμενο Νισάν, το 495 Π.Κ.Χ., και το 21ο και τελευταίο έτος του άρχισε το 475 Π.Κ.Χ. Σε αυτή την περίπτωση, η βασιλεία του Ξέρξη περιλάμβανε 10 χρόνια συγκυβέρνησης με τον Δαρείο (από το 496 ως το 486 Π.Κ.Χ.) και 11 χρόνια ανεξάρτητης βασιλείας (από το 486 ως το 475 Π.Κ.Χ.).
Από την άλλη μεριά, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ιστορικών ότι το πρώτο βασιλικό έτος του Δαρείου Β΄ άρχισε την άνοιξη του 423 Π.Κ.Χ. Μια βαβυλωνιακή πινακίδα μαρτυρεί ότι κατά το έτος της ανάρρησής του ο Δαρείος Β΄ βρισκόταν ήδη στο θρόνο την 4η ημέρα του 11ου μήνα, δηλαδή στις 13 Φεβρουαρίου του 423 Π.Κ.Χ. (Βαβυλωνιακή Χρονολόγηση, 626 π.Χ.–75 μ.Χ. [Babylonian Chronology, 626 B.C.–A.D. 75], των Ρ. Πάρκερ και Γ. Χ. Ντάμπερσταϊν, 1971, σ. 18) Ωστόσο, δύο πινακίδες δείχνουν ότι η διακυβέρνηση του Αρταξέρξη συνεχίστηκε και μετά την 4η ημέρα του 11ου μήνα του 41ου έτους του. Η μία φέρει ως ημερομηνία τη 17η ημέρα του 11ου μήνα του 41ου έτους του (σ. 18), ενώ η άλλη το 12ο μήνα του 41ου έτους του. (Παλαιά Διαθήκη και Σημιτικές Σπουδές [Old Testament and Semitic Studies], επιμέλεια Χάρπερ, Μπράουν και Μουρ, 1908, Τόμ. 1, σ. 304, πινακίδα Αρ. 12, CBM, 5505) Επομένως, ο Αρταξέρξης δεν αντικαταστάθηκε κατά τη διάρκεια του 41ου βασιλικού του έτους αλλά βασίλεψε ολόκληρο το έτος. Αυτό μαρτυρεί ότι ο Αρταξέρξης πρέπει να κυβέρνησε περισσότερο από 41 χρόνια, άρα δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι το πρώτο βασιλικό του έτος άρχισε το 464 Π.Κ.Χ.
Στοιχεία για το ότι ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρας κυβέρνησε πέραν του 41ου έτους του υπάρχουν σε ένα εμπορικό έγγραφο από τη Βορσίππα το οποίο φέρει ως χρονολογία το 50ό έτος του Αρταξέρξη. (Κατάλογος των Βαβυλωνιακών Πινακίδων του Βρετανικού Μουσείου [Catalogue of the Babylonian Tablets in the British Museum], Τόμ. 7: Πινακίδες από τη Σιπάρ 2, των Ε. Λίτι και Α. Κ. Γκρέισον, 1987, σ. 153· πινακίδα Β. Μ. 65494) Μία από τις πινακίδες που συνδέουν το τέλος της βασιλείας του Αρταξέρξη με την αρχή της βασιλείας του Δαρείου Β΄ φέρει την ακόλουθη ημερομηνία: «51ο έτος, έτος ανάρρησης, 12ος μήνας, 20ή ημέρα, Δαρείος, βασιλιάς των χωρών». (Η Αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας στη Βαβυλώνα, Σειρά Α: Κείμενα Σφηνοειδούς Γραφής [The Babylonian Expedition of the University of Pennsylvania, Series A: Cuneiform Texts], Τόμ. 8, Μέρος 1ο, του Άλμπερτ Τ. Κλέι, 1908, σ. 34, 83, και Ένθετο 57, Πινακίδα Αρ. 127, CBM 12803) Εφόσον το πρώτο βασιλικό έτος του Δαρείου Β΄ ήταν το 423 Π.Κ.Χ., αυτό σημαίνει ότι το 51ο έτος του Αρταξέρξη ήταν το 424 Π.Κ.Χ. και το πρώτο βασιλικό του έτος το 474 Π.Κ.Χ.
Επομένως, μαρτυρίες από ελληνικές, περσικές και βαβυλωνιακές πηγές συμφωνούν ότι το έτος ανάρρησης του Αρταξέρξη ήταν το 475 Π.Κ.Χ. και το πρώτο βασιλικό του έτος ήταν το 474 Π.Κ.Χ. Αυτό συνεπάγεται ότι το 20ό έτος του Αρταξέρξη, το έτος κατά το οποίο άρχισαν οι 70 εβδομάδες του εδαφίου Δανιήλ 9:24, ήταν το 455 Π.Κ.Χ. Αν, με βάση το εδάφιο Δανιήλ 9:25, υπολογίσουμε 69 εβδομάδες ετών (483 χρόνια) από το 455 Π.Κ.Χ., φτάνουμε στο μνημειώδες έτος της έλευσης του Μεσσία του Ηγέτη.
Το διάστημα από το 455 Π.Κ.Χ. ως το 1 Κ.Χ. είναι 455 πλήρη έτη. Προσθέτοντας σε αυτόν τον αριθμό τα 28 χρόνια που απομένουν (για να συμπληρώσουμε τα 483 χρόνια) φτάνουμε στο 29 Κ.Χ., ακριβώς το έτος κατά το οποίο ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ βαφτίστηκε στο νερό, χρίστηκε με άγιο πνεύμα και άρχισε τη δημόσια διακονία του ως Μεσσίας, δηλαδή Χριστός.—Λου 3:1, 2, 21, 22.
Μέχρι την Πτώση και τη Διαίρεση της Αυτοκρατορίας. Αναφορικά με τους διαδόχους του Αρταξέρξη του Μακρόχειρα στο θρόνο της Περσίας, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης δίνει την ακόλουθη πληροφορία: «Στην Ασία, ο Βασιλιάς Ξέρξης πέθανε έχοντας βασιλέψει ένα έτος ή, όπως αναφέρουν μερικοί, δύο μήνες, και ο αδελφός του ο Σογδιανός τον διαδέχθηκε στο θρόνο και βασίλεψε εφτά μήνες. Αυτός δολοφονήθηκε από τον Δαρείο ο οποίος βασίλεψε δεκαεννιά χρόνια». (Βιβλιοθήκη Ιστορική, ΙΒ΄, 71, 1) Το αρχικό όνομα του εν λόγω Δαρείου (ο οποίος είναι γνωστός ως Δαρείος Β΄) ήταν Ώχος, αλλά όταν έγινε βασιλιάς έλαβε το όνομα Δαρείος. Αυτός φαίνεται ότι είναι ο «Δαρείος» του εδαφίου Νεεμίας 12:22.
Τον Δαρείο Β΄ διαδέχθηκε ο Αρταξέρξης Β΄ (ο αποκαλούμενος Μνήμων), κατά τη βασιλεία του οποίου επαναστάτησε η Αίγυπτος και εκτραχύνθηκαν οι σχέσεις με την Ελλάδα. Τη βασιλεία του (η οποία χρονολογείται από το 404 μέχρι το 359 Π.Κ.Χ.) ακολούθησε η βασιλεία του γιου του, Αρταξέρξη Γ΄ (αποκαλούμενου και Ώχου), στον οποίο αποδίδονται περίπου 21 χρόνια διακυβέρνησης (358-338 Π.Κ.Χ.). Για αυτόν λέγεται ότι ήταν ο πιο αιμοδιψής από όλους τους Πέρσες ηγεμόνες. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά του ήταν η επανάκτηση της Αιγύπτου. Σύμφωνα με την ιστορία, ακολούθησε η διετής βασιλεία του Άρση και η πενταετής βασιλεία του Δαρείου Γ΄ (Κοδομανού), στη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκε ο Φίλιππος της Μακεδονίας (336 Π.Κ.Χ.) και τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Αλέξανδρος. Το 334 Π.Κ.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την επίθεσή του εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας, νικώντας τις περσικές δυνάμεις πρώτα στον Γρανικό, στη βορειοδυτική γωνία της Μικράς Ασίας, και κατόπιν στην Ισσό στο άλλο άκρο της Μικράς Ασίας (333 Π.Κ.Χ.). Τελικά, μετά την κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου από τους Έλληνες, συντρίφτηκε και η τελευταία αντίσταση των Περσών στα Γαυγάμηλα το 331 Π.Κ.Χ., και η Περσική Αυτοκρατορία έφτασε στο τέλος της.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και την επακόλουθη διαίρεση της αυτοκρατορίας, ο Σέλευκος ο Νικάτωρ ανέλαβε τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος των ασιατικών κτήσεων, επίκεντρο του οποίου αποτελούσε η Περσία. Έτσι άρχισε η δυναστεία των Σελευκιδών βασιλιάδων η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 64 Π.Κ.Χ. Με τον Σέλευκο τον Νικάτορα φαίνεται ότι αρχίζει να πρωτοεμφανίζεται ένα προφητικό σύμβολο της προφητείας του Δανιήλ, ο “βασιλιάς του βορρά”, ο οποίος εναντιώνεται στη γραμμή των Πτολεμαίων βασιλιάδων της Αιγύπτου που φαίνεται ότι εκπληρώνουν αρχικά το ρόλο του συμβολικού «βασιλιά του νότου».—Δα 11:4-6.
Οι Σελευκίδες βασιλιάδες περιορίστηκαν στο δυτικό τμήμα της επικράτειάς τους εξαιτίας των εισβολών των Πάρθων, οι οποίοι κατέκτησαν την καθαυτό Περσία στη διάρκεια του τρίτου και του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. Ηττήθηκαν από τους Σασσανίδες τον τρίτο αιώνα Κ.Χ., και η διακυβέρνηση των Σασσανιδών συνεχίστηκε μέχρις ότου τους υπέταξαν οι Άραβες τον έβδομο αιώνα.
Στην προφητεία του Ιεζεκιήλ (27:10), οι Πέρσες συγκαταλέγονται μεταξύ των πολεμιστών που υπηρετούσαν στη στρατιωτική δύναμη της εύπορης Τύρου και οι οποίοι συνέβαλαν στη λαμπρότητά της. Η Περσία περιλαμβάνεται επίσης στα έθνη που συναποτελούν τις ορδές τις οποίες κατευθύνει ο συμβολικός «Γωγ της γης του Μαγώγ» εναντίον του λαού με τον οποίο έχει συνάψει διαθήκη ο Ιεχωβά.—Ιεζ 38:2, 4, 5, 8, 9.
[Εικόνα στη σελίδα 646]
Ανθρωπόμορφοι ταύροι κοντά στην είσοδο της Περσέπολης