-
ΓραμματέαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Αντιγραφείς των Ιερών Κειμένων. Οι γραμματείς («Σοφερείμ») πρωτοεμφανίστηκαν στο προσκήνιο ως ξεχωριστή ομάδα στις ημέρες του Έσδρα του ιερέα. Επρόκειτο για αντιγραφείς των Εβραϊκών Γραφών, άτομα πολύ προσεκτικά στην εργασία τους, που αντιμετώπιζαν τα λάθη με φόβο και τρόμο. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν υπερβολικά σχολαστικοί, φτάνοντας στο σημείο να μετρούν, όχι μόνο τις λέξεις που αντέγραφαν, αλλά και τα γράμματα. Αιώνες αφότου έζησε ο Χριστός στη γη, η εβραϊκή εξακολουθούσε να γράφεται μόνο με σύμφωνα, και η παράλειψη ή η προσθήκη ενός και μόνο γράμματος μπορούσε πολλές φορές να μεταβάλει μια λέξη σε κάποια άλλη. Αν οι γραμματείς εντόπιζαν το παραμικρό λάθος, για παράδειγμα στην αντιγραφή ενός και μόνο γράμματος, θεωρούσαν ολόκληρο εκείνο το τμήμα του ρόλου ακατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί στη συναγωγή. Έτσι λοιπόν, το έκοβαν και το αντικαθιστούσαν με ένα καινούριο που δεν είχε λάθη. Προτού γράψουν κάθε λέξη, τη διάβαζαν μεγαλόφωνα. Το να γράψουν ακόμη και μία λέξη από μνήμης θεωρούνταν χονδροειδής αμαρτία. Στον τρόπο εργασίας τους υπεισήλθαν παράλογες συνήθειες. Λέγεται ότι οι θρησκευόμενοι γραμματείς καθάριζαν ευλαβικά την πένα τους προτού γράψουν τη λέξη ’Ελοχίμ (Θεός) ή ’Αδονάι (Υπέρτατος Κύριος).
Αλλά, ενώ πρόσεχαν υπερβολικά να μην κάνουν ακούσια λάθη, με την πάροδο του χρόνου οι Σοφερείμ άρχισαν να ελευθεριάζουν επεμβαίνοντας στο κείμενο. Σε 134 περικοπές, οι Σοφερείμ άλλαξαν το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο, αντικαθιστώντας το ΓΧΒΧ με τη λέξη ’Αδονάι. Σε άλλες περικοπές το υποκατέστησαν με τη λέξη ’Ελοχίμ. Πολλές από τις αλλαγές τις έκαναν αφενός εξαιτίας δεισιδαιμονικών αντιλήψεων όσον αφορά το θεϊκό όνομα και αφετέρου για να αποφεύγονται οι ανθρωπομορφισμοί, δηλαδή η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στον Θεό. (Βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Μια δεισιδαιμονία αποκρύπτει το όνομα].) Οι Μασορίτες, όπως έγιναν γνωστοί οι αντιγραφείς αιώνες μετά τις ημέρες του Ιησού στη γη, επισήμαναν τις αλλαγές που έκαναν οι προγενέστεροι Σοφερείμ, καταγράφοντάς τες στο περιθώριο ή στο τέλος του εβραϊκού κειμένου. Αυτές οι περιθωριακές σημειώσεις ονομάστηκαν Μασόρα. Σε 15 περικοπές του εβραϊκού κειμένου, οι Σοφερείμ σημείωσαν κάποια γράμματα ή λέξεις με ιδιαίτερα στίγματα, δηλαδή τελείες. Η σημασία αυτών των ιδιαίτερων στιγμάτων είναι αμφιλεγόμενη.
Στα στερεότυπα εβραϊκά χειρόγραφα, η Μασόρα, δηλαδή το σύνολο των μικρογράμματων σημειώσεων που υπάρχουν στα περιθώρια των σελίδων ή στο τέλος του κειμένου, περιέχει μια επισήμανση απέναντι από ορισμένες περικοπές των Εβραϊκών Γραφών που λέει: «Αυτή είναι μια από τις δεκαοχτώ Τροποποιήσεις που έκαναν οι Σοφερείμ στο κείμενο» ή κάτι ανάλογο. Αυτές οι τροποποιήσεις έγιναν προφανώς επειδή θεωρήθηκε ότι οι αρχικές περικοπές του εβραϊκού κειμένου έδειχναν ανευλάβεια προς τον Ιεχωβά Θεό ή έλλειψη σεβασμού προς τους επίγειους εκπροσώπους του. Όσο καλοπροαίρετες και αν ήταν, όμως, συνιστούσαν αδικαιολόγητες αλλαγές του Λόγου του Θεού. Για έναν κατάλογο των τροποποιήσεων που έκαναν οι Σοφερείμ στο κείμενο, βλέπε Μετάφραση Νέου Κόσμου με Υποσημειώσεις, παράρτημα 2Β.
-
-
ΓραμματέαςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Αντιγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς, ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει να διαβαστεί η επιστολή στην εκκλησία των Λαοδικέων και η επιστολή της Λαοδίκειας να διαβαστεί στις Κολοσσές. (Κολ 4:16) Αναμφίβολα, όλες οι εκκλησίες επιθυμούσαν να διαβάσουν όλες τις επιστολές των αποστόλων και των υπόλοιπων μελών του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος προς τις εκκλησίες, γι’ αυτό και έφτιαχναν αντίγραφα, για να μπορούν να ανατρέχουν σε αυτές τις επιστολές αργότερα και για να καταστεί δυνατή η ευρύτερη διάδοσή τους. Οι αρχαίες συλλογές των επιστολών του Παύλου (αντίγραφα των πρωτότυπων) αποδεικνύουν ότι ήταν πολύ διαδεδομένη η αντιγραφή και η κυκλοφορία αυτών των επιστολών.
Ο Βιβλικός μεταφραστής Ιερώνυμος, του τέταρτου αιώνα, και ο Ωριγένης, του τρίτου αιώνα Κ.Χ., λένε ότι ο Ματθαίος έγραψε το Ευαγγέλιό του στην εβραϊκή. Το Ευαγγέλιο αυτό απευθυνόταν πρωτίστως στους Ιουδαίους. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί εξελληνισμένοι Ιουδαίοι στη Διασπορά, οπότε ενδέχεται ο ίδιος ο Ματθαίος να μετέφρασε το Ευαγγέλιό του στην ελληνική αργότερα. Ο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιό του έχοντας υπόψη του κατά κύριο λόγο Εθνικούς αναγνώστες, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι εξηγεί τα έθιμα και τις διδασκαλίες του Ιουδαϊσμού, από το ότι μεταφράζει ορισμένες εκφράσεις που δεν θα ήταν κατανοητές σε Ρωμαίους αναγνώστες, και από άλλες εξηγήσεις. Τόσο το Ευαγγέλιο του Ματθαίου όσο και το Ευαγγέλιο του Μάρκου προορίζονταν για ευρεία κυκλοφορία και, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να γίνουν πολλά αντίγραφα και να διανεμηθούν.
Συνήθως, οι Χριστιανοί αντιγραφείς δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά επειδή έτρεφαν σεβασμό και υψηλή εκτίμηση για την αξία των θεόπνευστων Χριστιανικών συγγραμμάτων, τα αντέγραφαν προσεκτικά. Χαρακτηριστικό του έργου των πρώτων αυτών Χριστιανών αντιγραφέων είναι το αρχαιότερο σωζόμενο τμήμα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, ο Πάπυρος Ράιλαντς Αρ. 457. Ο πάπυρος αυτός, ο οποίος είναι γραμμένος και στις δύο πλευρές, περιέχει 100 περίπου ελληνικά γράμματα (χαρακτήρες) και χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 323) Παρότι πρόκειται για ανεπίσημο έγγραφο το οποίο δεν αποτελεί δείγμα άριστης γραφής, είναι επιμελημένο έργο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω σπάραγμα προέρχεται από έναν κώδικα που πιθανότατα περιείχε ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, γύρω στα 66 φύλλα, περίπου 132 σελίδες συνολικά.
Περισσότερα στοιχεία παρέχουν, αν και από μεταγενέστερη εποχή, οι Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπίτι. Αυτοί αποτελούνται από τμήματα 11 ελληνικών κωδίκων που παράχθηκαν μεταξύ του δεύτερου και του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. Περιέχουν αποσπάσματα από 9 βιβλία των Εβραϊκών Γραφών και 15 βιβλία των Χριστιανικών Γραφών. Τα αποσπάσματα αυτά είναι αρκετά αντιπροσωπευτικά, από την άποψη ότι περιέχουν ποικίλους τύπους γραφής. Ένας από τους κώδικες χαρακτηρίζεται «προϊόν ενός καλού επαγγελματία γραφέα». Για έναν άλλον κώδικα αναφέρεται: «Η γραφή είναι πολύ σωστή, και παρότι δεν είναι καλλιγραφική, αποτελεί προϊόν ενός ικανού γραφέα». Και για κάποιον άλλον: «Το γράψιμο είναι πρόχειρο, αλλά γενικά σωστό».—Οι Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπίτι: Περιγραφές και Κείμενα Δώδεκα Παπύρινων Χειρογράφων των Γραφών στην Ελληνική (The Chester Beatty Biblical Papyri: Descriptions and Texts of Twelve Manuscripts on Papyrus of the Greek Bible), του Φρέντερικ Κένιον, Λονδίνο, 1933, Τεύχος 1, Γενική Εισαγωγή, σ. 14· 1933, Τεύχος 2, Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις, Κείμενο, σ. 9· 1936, Τεύχος 3, Αποκάλυψη, Πρόλογος.
Πιο σπουδαίο από αυτά τα χαρακτηριστικά, όμως, είναι το περιεχόμενό τους. Ως επί το πλείστον, επιβεβαιώνουν τα χειρόγραφα σε περγαμηνές vellum του τέταρτου αιώνα, τα λεγόμενα «Ουδέτερα», τα οποία εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους Γουέστκοτ και Χορτ, μελετητές του πρωτότυπου κειμένου—μεταξύ αυτών είναι το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 και το Σιναϊτικό. Επιπλέον, δεν περιέχουν κανένα από τα οφθαλμοφανώς εμβόλιμα στοιχεία που παρατηρούνται σε μερικά χειρόγραφα περγαμηνής vellum τα οποία, ενδεχομένως εσφαλμένα, έχουν ονομαστεί «Δυτικά».
Σώζονται χιλιάδες χειρόγραφα που χρονολογούνται κυρίως από τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. και έπειτα. Οι λόγιοι που έχουν μελετήσει προσεκτικά και έχουν αντιπαραβάλει αυτά τα χειρόγραφα διαπίστωσαν ότι οι αντιγραφείς επέδειξαν εξαιρετική επιμέλεια. Μερικοί από αυτούς τους λογίους έχουν κάνει κριτικές αναθεωρήσεις ή συγκριτικές μελέτες βασισμένες σε αυτές τις αντιπαραβολές. Οι κριτικές αναθεωρήσεις αποτελούν τα βασικά κείμενα για τις σύγχρονες μεταφράσεις μας. Οι λόγιοι Γουέστκοτ και Χορτ δήλωσαν ότι «το ποσοστό αυτού που μπορεί με οποιαδήποτε έννοια να ονομαστεί ουσιώδης παραλλαγή δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα της όλης υπολειπόμενης παραλλαγής, και μετά βίας ξεπερνάει το ένα χιλιοστό ολόκληρου του κειμένου». (Η Καινή Διαθήκη στο Πρωτότυπο Κείμενο [The New Testament in the Original Greek], Γκρατς, 1974, Τόμ. 2, σ. 2) Ο Σερ Φρέντερικ Κένιον δήλωσε σχετικά με τους Παπύρους Τσέστερ Μπίτι: «Το πρώτο και σημαντικότερο συμπέρασμα που απορρέει από την εξέτασή τους είναι η ικανοποιητική διαπίστωση ότι επιβεβαιώνουν την ουσιαστική αρτιότητα των υπαρχόντων κειμένων. Καμιά εντυπωσιακή ή εκ βάθρων παραλλαγή δεν εμφανίζεται είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχουν σημαντικές παραλείψεις ή προσθήκες κειμένου ούτε παραλλαγές που να επηρεάζουν ζωτικά γεγονότα ή δόγματα. Οι παραλλαγές του κειμένου επηρεάζουν ζητήματα ήσσονος σημασίας, όπως η σειρά των λέξεων ή οι συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται».—Τεύχος 1, Γενική Εισαγωγή, σ. 15.
Για διάφορους λόγους, σήμερα σώζεται ελάχιστο από το έργο των πρώτων αντιγραφέων. Πολλά από τα αντίγραφα των Γραφών που παρήγαγαν αυτοί καταστράφηκαν όταν οι Ρωμαίοι δίωκαν τους Χριστιανούς. Η φθορά από τη χρήση των αντιγράφων προξένησε και αυτή απώλειες. Επίσης, το θερμό και υγρό κλίμα μερικών περιοχών προκάλεσε γρήγορη διάβρωση. Επιπρόσθετα, καθώς οι επαγγελματίες γραφείς του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. αντικαθιστούσαν τα παπύρινα χειρόγραφα με αντίγραφα σε περγαμηνή vellum, δεν φαινόταν να υπάρχει ανάγκη να διαφυλαχτούν τα παλιά παπύρινα χειρόγραφα.
-