ΣΟΥΣΑ
(Σούσα).
Αρχαία πόλη, τα ερείπια της οποίας κείτονται μεταξύ του ποταμού Καρχέχ και του ποταμού Αμπ-ι-Ντιζ στην ανατολική όχθη του Σαούρ, περίπου 350 χλμ. Α της Βαβυλώνας. Υπάρχουν τέσσερις μεγάλοι γήλοφοι στην περιοχή αυτή. Το σημερινό χωριό Σους βρίσκεται χαμηλότερα από τις πλαγιές της ακρόπολης, που είναι ο σπουδαιότερος από αυτούς τους γήλοφους. Τα Σούσα ή κάποιο οχυρωμένο τμήμα της πόλης, τα «Σούσα, το κάστρο», ήταν το σκηνικό ενός από τα οράματα του προφήτη Δανιήλ (Δα 8:2), καθώς και η τοποθεσία όπου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα που εξιστορούνται στο βιβλίο της Εσθήρ (Εσθ 1:2, 5, 6· 2:3, 5, 8, 21· 3:2, 15· 8:14· 9:12-15) και όπου υπηρετούσε ως οινοχόος ο Νεεμίας στη διάρκεια της βασιλείας του Αρταξέρξη (του Μακρόχειρα, γιου του Ξέρξη Α΄).—Νε 1:1· 2:1· βλέπε ΕΛΑΜ Αρ. 1· ΚΑΣΤΡΟ· ΠΕΡΣΙΑ, ΠΕΡΣΕΣ (Οι περσικές πρωτεύουσες).
Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι τα Σούσα ήταν η πρωτεύουσα του αρχαίου Ελάμ. Τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., ο Βασιλιάς Ασεναφάρ (Ασσουρμπανιπάλ) της Ασσυρίας κατέλαβε τα Σούσα και μετέφερε κατοίκους της πόλης στη Σαμάρεια. (Εσδ 4:9, 10) Υπό την περσική κυριαρχία, τα Σούσα ήταν βασιλική πόλη. Τον τέταρτο αιώνα Π.Κ.Χ., η πόλη των Σούσων καταλήφθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τελικά έπεσε σε παρακμή. Σήμερα, δεν είναι παρά ένας λόφος με ερείπια.
Οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως τα λείψανα ενός ανακτόρου, το οποίο είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό που άρχισε ο Πέρσης Βασιλιάς Δαρείος Α΄ και ολοκλήρωσε ο γιος του Ξέρξης Α΄ (ο οποίος πιστεύεται ότι ήταν ο Ασσουήρης, ο σύζυγος της Εσθήρ). Οι τοίχοι από χρωματιστά, σμαλτωμένα τούβλα και τα πέτρινα κιονόκρανα μαρτυρούν το περασμένο μεγαλείο του. Μια επιγραφή του Δαρείου Α΄ που αναφέρεται στην ανέγερση του ανακτόρου δηλώνει: «Αυτό είναι το ανάκτορο (χαντίς) που οικοδόμησα στα Σούσα. Τα στολίδια του μεταφέρθηκαν εδώ από μέρη μακρινά. Τη γη από κάτω του την έσκαψα βαθιά, μέχρι που έφτασα στον βράχο. Ο λάκκος που ανοίχτηκε παραγεμίστηκε με αμμοχάλικο και είχε βάθος στη μια πλευρά 18 μέτρα και στην άλλη 8 μέτρα. Εκεί επάνω έκτισα το ανάκτορό μου. Το άνοιγμα του λάκκου και το γέμισμα με αμμοχάλικο και το καλούπωμα των πλίνθων έγιναν από Βαβυλώνιους. Ο κέδρος ήρθε από ένα όρος που λέγεται Λίβανος· από εκεί το μετέφεραν οι Ασσύριοι στη Βαβυλώνα και από τη Βαβυλώνα έως τα Σούσα το έφεραν Κάρες και Ίωνες. Το ξύλο τηκ ήρθε από τη Γανδάρα και την Καρμανία. Ο χρυσός που χρησιμοποιήθηκε ήρθε από τις Σάρδεις και τη Βακτρία. Οι πολύτιμοι λίθοι—κύανος (λάπις λάζουλι) και καρνεόλιο—είναι από τη Σογδιανή. Το τιρκουάζ από τη Χορασμία. Ο άργυρος και ο χαλκός από την Αίγυπτο. Η διακόσμηση των τοίχων είναι ιωνική. Το ελεφαντόδοντο από την Αιθιοπία, την Ινδία και την Αραχωσία. Οι λίθινοι κίονες από το Αμπιραντούς του Ελάμ. Οι τεχνίτες που σμίλεψαν την πέτρα ήταν από την Ιωνία και τις Σάρδεις. Οι χρυσοχόοι που δούλεψαν τον χρυσό ήταν Μήδοι και Αιγύπτιοι. Τα ένθετα κοσμήματα κατασκεύασαν τεχνίτες από τις Σάρδεις και την Αίγυπτο. Οι τεχνίτες που διακόσμησαν τις πλίνθους με παραστάσεις ήταν Βαβυλώνιοι. Το τείχος διακόσμησαν Μήδοι και Αιγύπτιοι. Εδώ στα Σούσα παράγγειλα να γίνει ένα θαυμαστό έργο· και θαυμαστό έγινε».—Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, του Ά. Τ. Όλμστεντ, 2002, Εκδόσεις «Οδυσσέας», σ. 273, 274· βλέπε ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (Περσία).