ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ
Αυτή η λέξη, με την οποία αποδίδεται η εβραϊκή έκφραση ‛ασέρεθ χαντεβαρίμ που υπάρχει μόνο στην Πεντάτευχο, αναφέρεται στους δέκα βασικούς νόμους της διαθήκης του Νόμου, τις κοινώς λεγόμενες Δέκα Εντολές. (Εξ 34:28· Δευ 4:13· 10:4) Ο εν λόγω ειδικός κώδικας νόμων ονομάζεται επίσης τα «Λόγια» (Δευ 5:22) και «τα λόγια της διαθήκης». (Εξ 34:28) Η απόδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Εξ 34:28· Δευ 10:4) είναι δέκα λόγους, και από το συνδυασμό αυτών των λέξεων προκύπτει η λέξη «Δεκάλογος».
Πλάκες—Η Προέλευσή Τους. Ο Δεκάλογος δόθηκε πρώτα προφορικά από τον άγγελο του Ιεχωβά στο Όρος Σινά. (Εξ 20:1· 31:18· Δευ 5:22· 9:10· Πρ 7:38, 53· βλέπε επίσης Γα 3:19· Εβρ 2:2.) Ο Μωυσής κατόπιν ανέβηκε στο βουνό για να παραλάβει το Δεκάλογο σε γραπτή μορφή, πάνω σε δύο πέτρινες πλάκες, μαζί με άλλες εντολές και οδηγίες. Κατά τη διάρκεια της παρατεινόμενης 40ήμερης παραμονής του εκεί, ο λαός άρχισε να ανησυχεί και κατασκεύασε ένα χυτό μοσχάρι για να το λατρέψει. Κατεβαίνοντας από το βουνό, ο Μωυσής είδε αυτό το ειδωλολατρικό θέαμα και πέταξε κάτω τις «πλάκες [που] ήταν έργο του Θεού»—τις ίδιες αυτές πλάκες πάνω στις οποίες ήταν γραμμένος ο Δεκάλογος—με αποτέλεσμα να τις συντρίψει.—Εξ 24:12· 31:18–32:19· Δευ 9:8-17· παράβαλε Λου 11:20.
Ο Ιεχωβά είπε αργότερα στον Μωυσή: «Λάξευσε δύο πέτρινες πλάκες σαν τις πρώτες και εγώ θα γράψω πάνω στις πλάκες τα λόγια που υπήρχαν στις πρώτες πλάκες, τις οποίες συνέτριψες». (Εξ 34:1-4) Έτσι λοιπόν, ύστερα από άλλη μια 40ήμερη παραμονή του Μωυσή στο βουνό, του δόθηκε ένα πανομοιότυπο αντίγραφο του Δεκαλόγου. Ο Μωυσής το φύλαξε σε μια κιβωτό από ξύλο ακακίας. (Δευ 10:1-5) Οι δύο πλάκες ονομάστηκαν “οι πλάκες της διαθήκης”. (Δευ 9:9, 11, 15) Αυτός είναι προφανώς ο λόγος για τον οποίο η επιχρυσωμένη κιβωτός, που κατασκευάστηκε αργότερα από τον Βεσελεήλ και όπου τοποθετήθηκαν τελικά οι πλάκες, ονομαζόταν «η κιβωτός της διαθήκης». (Ιη 3:6, 11· 8:33· Κρ 20:27· Εβρ 9:4) Αυτός ο νομοθετικός Δεκάλογος ονομαζόταν επίσης «μαρτυρία» (Εξ 25:16, 21· 40:20) και «πλάκες της Μαρτυρίας» (Εξ 31:18· 34:29), εξού και οι εκφράσεις “κιβωτός της μαρτυρίας” (Εξ 25:22· Αρ 4:5), καθώς και “σκηνή της Μαρτυρίας”, δηλαδή η σκηνή όπου στεγάστηκε η Κιβωτός.—Εξ 38:21.
Όσον αφορά τις πρώτες πλάκες, αναφέρεται ότι όχι μόνο τις έφτιαξε ο Ιεχωβά αλλά και ότι ήταν «γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού», έκφραση που προφανώς υποδηλώνει το πνεύμα του Θεού. (Εξ 31:18· Δευ 4:13· 5:22· 9:10) Παρόμοια, τις δεύτερες πλάκες, αν και τις λάξευσε ο Μωυσής, τις έγραψε ο Ιεχωβά. Όταν, σύμφωνα με το εδάφιο Έξοδος 34:27, λέχθηκε στον Μωυσή: «Κατάγραψε αυτά τα λόγια», η δήλωση δεν αφορούσε τον ίδιο το Δεκάλογο, αλλά αντ’ αυτού εννοούνταν ότι ο Μωυσής, όπως είχε κάνει και σε μια προηγούμενη περίπτωση (Εξ 24:3, 4), έπρεπε να καταγράψει μερικές από τις υπόλοιπες λεπτομέρειες των κανόνων της διαθήκης. Επομένως, η αντωνυμία «εκείνος» στο εδάφιο Έξοδος 34:28β αναφέρεται στον Ιεχωβά καθώς λέει: «Και εκείνος [ο Ιεχωβά, όχι ο Μωυσής] έγραψε πάνω στις πλάκες τα λόγια της διαθήκης, το Δεκάλογο». Το εδάφιο 1 το δείχνει αυτό. Αργότερα, ενθυμούμενος αυτά τα γεγονότα, ο Μωυσής επιβεβαιώνει ότι ο Ιεχωβά ήταν αυτός που έγραψε για δεύτερη φορά τις πλάκες.—Δευ 10:1-4.
Το Περιεχόμενο των Εντολών. Υπό τύπον εισαγωγής στο Δεκάλογο βρίσκουμε την εξής κατηγορηματική δήλωση σε πρώτο πρόσωπο: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου, που σε έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου, από το σπίτι των δούλων». (Εξ 20:2) Αυτή όχι μόνο δηλώνει ποιος μιλάει και σε ποιους αλλά δείχνει επίσης γιατί ο Δεκάλογος δόθηκε ειδικά στους Ιουδαίους τότε. Δεν δόθηκε στον Αβραάμ.—Δευ 5:2, 3.
Η πρώτη εντολή, «Δεν πρέπει να έχεις άλλους θεούς εναντίον του προσώπου μου», έβαζε πρώτο τον Ιεχωβά. (Εξ 20:3) Περιλάμβανε το υψηλό του αξίωμα και τη μοναδική θέση του ως Παντοδύναμου Θεού, ως του Υψίστου, του Ανώτατου Κυρίαρχου. Αυτή η εντολή έδειχνε ότι οι Ισραηλίτες δεν έπρεπε να έχουν άλλους θεούς ως αντίζηλους του Ιεχωβά.
Η δεύτερη εντολή αποτελούσε φυσική συνέχεια της πρώτης κατά το ότι απαγόρευε την ειδωλολατρία οποιουδήποτε σχήματος ή μορφής ως απροκάλυπτη προσβολή στη δόξα και στην Προσωπικότητα του Ιεχωβά. “Δεν πρέπει να φτιάξεις γλυπτή εικόνα ούτε μορφή όμοια με οτιδήποτε υπάρχει στους ουρανούς, στη γη ή στα νερά κάτω από τη γη ούτε πρέπει να τα προσκυνήσεις ούτε να τα υπηρετήσεις”. Αυτή η απαγόρευση υπογραμμίζεται από τη δήλωση: «Επειδή εγώ, ο Ιεχωβά ο Θεός σου, είμαι Θεός που απαιτώ αποκλειστική αφοσίωση».—Εξ 20:4-6.
Η τρίτη, κατά αρμόζουσα και λογική σειρά, εντολή δήλωνε: «Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσεις το όνομα του Ιεχωβά του Θεού σου με μάταιο τρόπο». (Εξ 20:7) Αυτό συνάδει με την εξοχότητα που περιβάλλει το όνομα του Ιεχωβά σε ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές (6.979 φορές στη ΜΝΚ· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Η Σπουδαιότητα του Ονόματος]). Στα λίγα μόνο εδάφια του Δεκαλόγου (Εξ 20:2-17) το όνομα εμφανίζεται οχτώ φορές. Η φράση «δεν πρέπει να χρησιμοποιήσεις» έχει την έννοια «δεν πρέπει να προφέρεις» ή «δεν πρέπει να σηκώσεις (φέρεις)». Το να χρησιμοποιήσει κανείς το όνομα του Θεού «με μάταιο τρόπο» θα ισοδυναμούσε με το να «σηκώσει» ή να αναγάγει αυτό το όνομα σε ψεύδος, σε κάτι «μάταιο». Οι Ισραηλίτες που είχαν το προνόμιο να φέρουν το όνομα του Ιεχωβά ως μάρτυρές του και οι οποίοι έγιναν αποστάτες στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσαν και έφεραν το όνομα του Ιεχωβά με μάταιο τρόπο.—Ησ 43:10· Ιεζ 36:20, 21.
Η τέταρτη εντολή δήλωνε: «Καθώς θυμάσαι την ημέρα του σαββάτου ώστε να την έχεις ιερή, θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλες τις δουλειές σου σε έξι ημέρες. Αλλά η έβδομη ημέρα είναι σάββατο για τον Ιεχωβά τον Θεό σου. Δεν πρέπει να κάνεις καμιά εργασία, ούτε εσύ ούτε ο γιος σου ούτε η κόρη σου ούτε ο δούλος σου ούτε η δούλη σου ούτε το κατοικίδιο ζώο σου ούτε ο πάροικός σου που βρίσκεται μέσα από τις πύλες σου». (Εξ 20:8-10) Αν όλοι, ακόμη και οι δούλοι και τα κατοικίδια ζώα, τηρούσαν αυτή την ημέρα ως άγια για τον Ιεχωβά, θα είχαν το όφελος της αναζωογονητικής ανάπαυσης. Η ημέρα του Σαββάτου τούς έδινε επίσης την ευκαιρία να συγκεντρώνονται απερίσπαστα στα πνευματικά ζητήματα.
Η πέμπτη εντολή, «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις πρώτες τέσσερις εντολές, που ορίζουν τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεό, και στις υπόλοιπες εντολές, που εκθέτουν τις υποχρεώσεις του ανθρώπου προς τα άλλα πλάσματα του Θεού. Εφόσον οι γονείς υπηρετούν ως εκπρόσωποι του Θεού, αν κάποιος τηρεί την πέμπτη εντολή αποδίδει τιμή και υπακοή τόσο στον Δημιουργό όσο και στα πλάσματα στα οποία έχει παραχωρήσει εξουσία ο Θεός. Αυτή η εντολή ήταν η μόνη από τις δέκα που συνδεόταν με μια υπόσχεση: «Προκειμένου να μακροημερεύσεις πάνω στη γη που σου δίνει ο Ιεχωβά ο Θεός σου».—Εξ 20:12· Δευ 5:16· Εφ 6:2, 3.
Οι επόμενες εντολές του κώδικα διατυπώνονται πολύ λακωνικά: η έκτη: «Δεν πρέπει να διαπράξεις φόνο», η έβδομη: «Δεν πρέπει να μοιχεύσεις», η όγδοη: «Δεν πρέπει να κλέψεις». (Εξ 20:13-15) Αυτή είναι η σειρά με την οποία παρατίθενται οι συγκεκριμένοι νόμοι στο Μασοριτικό κείμενο, δηλαδή πρώτα οι νόμοι για εγκλήματα που προκαλούν τη μέγιστη βλάβη στον πλησίον και μετά οι νόμοι για εγκλήματα που προκαλούν τη λιγότερη βλάβη. Σε μερικά ελληνικά χειρόγραφα (Αλεξανδρινός Κώδικας, Αμβροσιανός Κώδικας) η σειρά είναι “φόνος, κλοπή, μοιχεία”· σύμφωνα με τον Φίλωνα (Περί Δέκα Λογίων, ΙΒ΄, 51), «μοιχεία, φόνος, κλοπή»· στον Βατικανό Κώδικα, “μοιχεία, κλοπή, φόνος”. Εν συνεχεία, μεταβαίνοντας από τις πράξεις στα λόγια, η ένατη εντολή λέει: «Δεν πρέπει να ψευδομαρτυρήσεις εναντίον του συνανθρώπου σου».—Εξ 20:16.
Η δέκατη εντολή (Εξ 20:17) ήταν μοναδική δεδομένου ότι απαγόρευε την πλεονεξία, δηλαδή την εσφαλμένη επιθυμία για την περιουσία και τα υπάρχοντα—συμπεριλαμβανομένης της συζύγου—κάποιου συνανθρώπου. Κανένας ανθρώπινος νομοθέτης δεν επινόησε τέτοιον νόμο, διότι εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν ανθρωπίνως δυνατή η επιβολή ενός τέτοιου νόμου. Ο Ιεχωβά, από την άλλη πλευρά, με αυτή τη δέκατη εντολή καθιστούσε τον καθένα απευθείας υπόλογο σε Αυτόν ως τον μόνο που βλέπει και γνωρίζει όλες τις μύχιες σκέψεις της καρδιάς του ανθρώπου.—1Σα 16:7· Παρ 21:2· Ιερ 17:10.
Άλλοι Κατάλογοι Αυτών των Νόμων. Η παραπάνω ταξινόμηση των δέκα εντολών στα εδάφια Έξοδος 20:2-17 είναι πολύ φυσιολογική. Είναι ίδια με αυτήν που κάνει ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα Κ.Χ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Γ΄, 91, 92 [v, 5 ]), και ο Ιουδαίος φιλόσοφος Φίλων, επίσης του πρώτου αιώνα Κ.Χ., στην πραγματεία του Περί Δέκα Λογίων (ΙΒ΄, 51). Άλλοι, όμως, περιλαμβανομένου του Αυγουστίνου, συνδύασαν τους δύο νόμους κατά των ξένων θεών και των εικόνων (Εξ 20:3-6· Δευ 5:7-10) σε μία εντολή και κατόπιν, για να υπάρχει και δέκατη εντολή, διαίρεσαν το εδάφιο Έξοδος 20:17 (Δευ 5:21) σε δύο εντολές, εκ των οποίων η μία—η ένατη—καταδίκαζε την επιθυμία για τη σύζυγο κάποιου, και η άλλη—η δέκατη—καταδίκαζε την επιθυμία για το σπίτι του, και ούτω καθεξής. Ο Αυγουστίνος επιδίωξε να στηρίξει αυτή τη θεωρητική ταξινόμηση στην οποία προέβη στη μεταγενέστερη παράλληλη περικοπή του Δεκαλόγου, στα εδάφια Δευτερονόμιο 5:6-21, όπου υπάρχουν δύο διαφορετικές εβραϊκές λέξεις στο εδάφιο 21 («Και δεν πρέπει να επιθυμήσεις [τύπος του εβρ. χαμάδ] . . . Και δεν πρέπει να ποθήσεις με ιδιοτέλεια [τύπος του εβρ. ’αβάχ]»), και όχι στο προγενέστερο κείμενο του εδαφίου Έξοδος 20:17, όπου το ένα μόνο ρήμα (επιθυμώ) εμφανίζεται δύο φορές.
Υπάρχουν και κάποιες άλλες μικροδιαφορές στη φρασεολογία των παράλληλων περικοπών της Εξόδου και του Δευτερονομίου οι οποίες περιέχουν τις Δέκα Εντολές, αλλά αυτές δεν επηρεάζουν με κανέναν τρόπο την ισχύ ή τη σημασία των νόμων. Αν και στην πρώτη περικοπή ο Δεκάλογος είναι διατυπωμένος σε επίσημο νομοθετικό ύφος, η μεταγενέστερη επανάληψή του έχει πιο αφηγηματικό ύφος, γιατί σε αυτή την περίπτωση ο Μωυσής απλώς επαναλάμβανε την εντολή του Θεού ως υπενθύμιση. Οι Δέκα Εντολές εμφανίζονται και αλλού με κάποιες ακόμη παραλλαγές, γιατί οι Βιβλικοί συγγραφείς τόσο των Εβραϊκών όσο και των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέπεμπαν συχνά σε αυτές ή τις παρέθεταν μαζί με άλλες οδηγίες.—Εξ 31:14· 34:14, 17, 21· Λευ 19:3, 11, 12· Δευ 4:15-19· 6:14, 15· Ματ 5:27· 15:4· Λου 18:20· Ρω 13:9· Εφ 6:2, 3.
Ο Δεκάλογος ήταν θεόδοτος, και ως εκ τούτου αποτελούσε έναν τέλειο κώδικα νόμων. Όταν κάποιος «ειδήμονας στο Νόμο» ρώτησε τον Ιησού Χριστό: «Δάσκαλε, ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο Νόμο;», ο Ιησούς παρέθεσε μια εντολή που, στην πραγματικότητα, αποτελούσε την επιτομή των πρώτων τεσσάρων (ή ενδεχομένως των πέντε) από τις Δέκα Εντολές, λέγοντας: «Πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη διάνοια». Τον υπόλοιπο Δεκάλογο ο Ιησούς τον συνόψισε κατόπιν με τις λίγες λέξεις μιας άλλης εντολής: «Πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου».—Ματ 22:35-40· Δευ 6:5· Λευ 19:18.
Οι Χριστιανοί Δεν Είναι Υπό το Δεκάλογο. Ο Ιησούς γεννήθηκε υπό το Νόμο και τον τήρησε τέλεια, παραδίδοντας τελικά τη ζωή του ως λύτρο για την ανθρωπότητα. (Γα 4:4· 1Ιω 2:2) Επιπλέον, πεθαίνοντας πάνω στο ξύλο του βασανισμού απελευθέρωσε εκείνους που ήταν υπό το Νόμο (ο οποίος συμπεριλάμβανε το βασικό Δεκάλογο ή τις Δέκα Εντολές) «με το να γίνει κατάρα αντί» για αυτούς. Χάρη στο θάνατό του “εξαλείφθηκε το χειρόγραφο” καθώς αυτό καρφώθηκε στο ξύλο του βασανισμού.—Γα 3:13· Κολ 2:13, 14.
Εντούτοις, η μελέτη του Νόμου μαζί με το Δεκάλογό του είναι ουσιώδης για τους Χριστιανούς, διότι αποκαλύπτει την άποψη του Θεού για διάφορα ζητήματα, ενώ είχε και «σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων», της πραγματικότητας που ανήκει στον Χριστό. (Εβρ 10:1· Κολ 2:17· Γα 6:2) Οι Χριστιανοί δεν είναι «χωρίς νόμο ως προς τον Θεό, αλλά κάτω από νόμο ως προς τον Χριστό». (1Κο 9:21) Δεν καταδικάζονται, όμως, ως αμαρτωλοί από εκείνον το νόμο, γιατί η παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού μέσω του Χριστού παρέχει συγχώρηση για τα σφάλματα στα οποία υποπίπτουν λόγω σαρκικής αδυναμίας.—Ρω 3:23, 24.