ΑΙΘΙΟΠΙΑ
(Αιθιοπία) [«Περιοχή των Καμένων Προσώπων»], ΑΙΘΙΟΠΕΣ (Αιθίοπες).
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Αιθιοπία την περιοχή της Αφρικής Ν της Αιγύπτου. Επομένως, αυτή η ονομασία αντιστοιχούσε γενικά στην εβραϊκή ονομασία «Χους», η οποία περιλάμβανε κυρίως το σημερινό Σουδάν και το νοτιότερο τμήμα της σύγχρονης Αιγύπτου. Παρόμοια, σε αιγυπτιακά κείμενα αυτή η περιοχή αναφερόταν με το όνομα Κέες. Όταν έγινε η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές χρησιμοποίησαν παντού τις ελληνικές λέξεις «Αιθιοπία» και «Αιθίοπες» για να αποδώσουν την εβραϊκή λέξη «Χους», εκτός από δύο περικοπές. (Γε 10:6-8· 1Χρ 1:8-10) Η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου ακολουθεί αυτή την απόδοση σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από το εδάφιο Ησαΐας 11:11, όπου χρησιμοποιεί τη λέξη «Χους» αντί της λέξης «Αιθιοπία». Ανάλογα, η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση ακολουθεί τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα εκτός από τα εδάφια Γένεση 2:13 και Ιεζεκιήλ 38:5. Ορισμένες μεταφράσεις (ΜΝΚ, JB) προτιμούν την απόδοση «Χους» και σε άλλα εδάφια όπου τα συμφραζόμενα δεν καθιστούν βέβαιη την ταύτιση με την αρχαία Αιθιοπία. Το όνομα Χους μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε κάποιους λαούς της Αραβίας.—Βλέπε ΧΟΥΣ Αρ. 2· ΧΟΥΣΙΤΕΣ.
Η περιοχή που προσδιοριζόταν αρχικά από την ονομασία Αιθιοπία αποτελείται τώρα από ημιάνυδρες πεδιάδες στο Β, σαβάνες και οροπέδια στο κεντρικό τμήμα και τροπικό βροχερό δάσος προς το Ν. Στο παρελθόν, πρωτεύουσες της αρχαίας Αιθιοπίας υπήρξαν η Ναπάτα και η Μερόη. Η Μερόη ήταν έδρα ενός βασιλείου όπου το δικαίωμα της βασιλικής διαδοχής μεταβιβαζόταν από τη μητέρα και όχι από τον πατέρα. Έτσι λοιπόν, ο γιος που γινόταν βασιλιάς κληρονομούσε το δικαίωμά του στο θρόνο από τη βασιλομήτορα, και κατά καιρούς αυτή μπορεί να διοικούσε ουσιαστικά τη χώρα. Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς αναφέρουν το όνομα Κανδάκη ως τίτλο που χρησιμοποιούσαν αρκετές τέτοιες Αιθιόπισσες βασίλισσες, μεταξύ των οποίων ήταν προφανώς και η βασίλισσα του εδαφίου Πράξεις 8:27.
Με ποια έννοια ήταν ευνούχος ο Αιθίοπας στον οποίο κήρυξε ο Φίλιππος;
Ο Αιθίοπας ευνούχος ο οποίος ήταν “υπεύθυνος για τους θησαυρούς” της Βασίλισσας Κανδάκης, και στον οποίο κήρυξε ο Φίλιππος, ήταν προφανώς περιτμημένος προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό. (Πρ 8:27-39) Κατά συνέπεια δεν θεωρούνταν Εθνικός και επομένως δεν προηγήθηκε του Κορνήλιου ως ο πρώτος απερίτμητος Εθνικός που μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη. (Πρ 10) Εφόσον ο Αιθίοπας συμμετείχε στη λατρεία που προσφερόταν στο ναό της Ιερουσαλήμ, πρέπει να είχε μεταστραφεί στην Ιουδαϊκή θρησκεία και να είχε περιτμηθεί. (Εξ 12:48, 49· Λευ 24:22) Δεδομένου ότι ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε την είσοδο ευνουχισμένων ατόμων στην εκκλησία του Ισραήλ (Δευ 23:1), είναι φανερό ότι ο Αιθίοπας δεν ήταν ευνούχος με τη σαρκική έννοια. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «ευνούχος» (σαρίς) κατά μια ευρεία ή ειδική έννοια σήμαινε επίσης αξιωματούχος, όπως στο εδάφιο Γένεση 39:1, όπου ένας αξιωματούχος του Φαραώ, ο Πετεφρής, ένας έγγαμος άντρας, αποκαλείται σαρίς. Αν ο Αιθίοπας αξιωματούχος ήταν πραγματικός ευνούχος, δεν θα είχε γίνει προσήλυτος, και αν δεν ήταν προσήλυτος, ο Φίλιππος δεν θα τον βάφτιζε, εφόσον τα καλά νέα δεν είχαν αρχίσει ακόμη να μεταδίδονται στους απερίτμητους Εθνικούς.
Η Αιθιοπία (ο Χους) ήταν μια από τις χώρες στις οποίες διασκορπίστηκαν οι Ιουδαίοι εξόριστοι μετά την κατάκτηση του Ιούδα από τους Βαβυλωνίους. (Ησ 11:11) Άρα, αυτός ο Αιθίοπας αξιωματούχος μπορεί να είχε επαφές με Ιουδαίους στην πατρίδα του ή ίσως στην Αίγυπτο, όπου κατοικούσαν πολλοί Ιουδαίοι. Το αντίγραφο που είχε από το ρόλο του Ησαΐα ήταν πιθανώς της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, η οποία είχε γίνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εφόσον το αιθιοπικό βασίλειο είχε μερικώς εξελληνιστεί από τον καιρό του Πτολεμαίου Β΄ (308-246 Π.Κ.Χ.), δεν θα ήταν παράξενο να μπορούσε αυτός ο αξιωματούχος να διαβάζει ελληνικά. Το γεγονός ότι είχε προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό και ότι αργότερα μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη αποτελούσε εκπλήρωση του εδαφίου Ψαλμός 68:31.
Αιθιοπική Γλώσσα. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την αρχική γλώσσα της Αιθιοπίας. Κατά τα τέλη του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ., για τις επίσημες αιθιοπικές επιγραφές χρησιμοποιούνταν η αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή. Μια τοπική γλώσσα και γραφή, η μεροϊτική, είναι γνωστή από τον πρώτο αιώνα πριν από την Κοινή Χρονολογία και διατηρήθηκε επί μερικούς αιώνες. Η λεγόμενη αιθιοπική γλώσσα ήταν η καθομιλουμένη στους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας μέχρι το 14ο αιώνα. Είναι σημιτικής προέλευσης, όπως και η σύγχρονη γλώσσα της σημερινής Αιθιοπίας που ονομάζεται αμχαρική.