ΑΝΑΜΑΣΩΜΕΝΗ ΤΡΟΦΗ
Η τροφή που επαναφέρεται από το πεπτικό σύστημα ενός ζώου για να μασηθεί και πάλι μέσω της διαδικασίας του μηρυκασμού. Υπό το Μωσαϊκό Νόμο, τα ζώα που αναμασούσαν την τροφή (μηρυκαστικά) και επιπλέον είχαν χώρισμα ή σχισμή στις οπλές θεωρούνταν καθαρά ως τροφή. «Καθαρά» ζώα που αναμασούσαν την τροφή ήταν μεταξύ άλλων το ελάφι, η γαζέλα, το ζαρκάδι, η αντιλόπη, το αγριόγιδο, καθώς επίσης τα κατοικίδια και άγρια βοοειδή, πρόβατα και κατσίκια. Από αυτή την κατάταξη εξαιρούνταν η καμήλα, ο ύρακας των βράχων, καθώς και ο λαγός ή το κουνέλι, διότι, αν και αναμασούσαν την τροφή, δεν είχαν χωρισμένη την οπλή τους. (Λευ 11:1-8, 26· Δευ 14:4-8) Μερικοί σχολιαστές ισχυρίζονται ότι τα μη γαμψώνυχα μηρυκαστικά συνήθως είναι καθαρότερα όσον αφορά τις διατροφικές τους συνήθειες και ότι η τροφή τους, που έχει μασηθεί δύο φορές, χωνεύεται πληρέστερα, πράγμα που σημαίνει ότι, αν φάνε δηλητηριώδη φυτά, μεγάλο μέρος του δηλητηρίου εξουδετερώνεται ή απομακρύνεται μέσω των περίπλοκων χημικών διεργασιών που λαβαίνουν χώρα κατά την πιο παρατεταμένη αυτή πεπτική επεξεργασία.
Το αναμάσημα της τροφής είναι ένα από τα ενδιαφέροντα θαύματα της δημιουργίας. Τα περισσότερα μηρυκαστικά έχουν τρία ή τέσσερα διαμερίσματα στο στομάχι τους και γενικά ανακυκλώνουν την τροφή τους με παρόμοιο τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος της τροφής που καταναλώνουν εισέρχεται μισομασημένο στην πρώτη κοιλότητα και από εκεί στη δεύτερη, όπου μαλακώνει και διαμορφώνεται σε βόλους. Όταν το ζώο σταματάει να βόσκει και αναπαύεται, μυϊκές συσπάσεις επαναφέρουν αυτούς τους βόλους τροφής στο στόμα για να ξαναμασηθούν και να αναμειχθούν περαιτέρω με σάλιο. Όταν γίνει η δεύτερη κατάποση, η τροφή περνάει μέσω του πρώτου και του δεύτερου διαμερίσματος στο τρίτο, και τελικά καταλήγει στο τέταρτο προκειμένου να ολοκληρωθεί η πέψη.
Γιατί η Αγία Γραφή κατατάσσει το λαγό στα ζώα που αναμασούν την τροφή;
Μερικοί κριτικοί της Αγίας Γραφής συχνά αμφισβητούν την ορθότητα της Γραφικής δήλωσης με βάση την οποία ο λαγός είναι ζώο που αναμασάει την τροφή. (Λευ 11:4, 6· Δευ 14:7) Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τα όσα λέει η Αγία Γραφή με βάση το αν η σύγχρονη επιστήμη κατατάσσει ένα ζώο στα μηρυκαστικά, εφόσον αυτή η κατάταξη δεν υπήρχε στην εποχή του Μωυσή. Ακόμη και το 18ο αιώνα, ο Άγγλος ποιητής Γουίλιαμ Κάουπερ, ο οποίος είχε παρατηρήσει επί μακρόν τους εξημερωμένους λαγούς του, σχολίασε ότι «αναμασούσαν την τροφή όλη την ημέρα μέχρι το βράδυ». Ο Λιναίος, φημισμένος φυσιοδίφης του ίδιου αιώνα, πίστευε ότι τα κουνέλια αναμασούσαν την τροφή. Άλλοι όμως επρόκειτο να φέρουν στο φως περισσότερα επιστημονικά δεδομένα. Ο Γάλλος Μορό ανακάλυψε το 1882 ότι τα κουνέλια καταπίνουν εκ νέου μέχρι και το 90 τοις εκατό της ημερήσιας τροφής τους. Όσον αφορά το λαγό, ο Ιβάν Τ. Σάντερσον σχολιάζει: «Μια από τις πιο παράξενες [συνήθειες], σε σχέση με το δικό μας τρόπο σκέψης, είναι η μέθοδος πέψης που χρησιμοποιούν. Αυτό δεν ισχύει αποκλειστικά για τους Λεπορίδες [λαγούς, κουνέλια], αλλά είναι τώρα γνωστό ότι ισχύει για πολλά Τρωκτικά. Όταν τα ζώα βρίσκουν φρέσκια χλωρή τροφή, σε αντίθεση με την αφυδατωμένη [ξερή] χειμερινή νομή, την καταβροχθίζουν με βουλιμία και κατόπιν την απεκκρίνουν γύρω από τη φωλιά τους σε μισοχωνευμένη μορφή. Αργότερα την τρώνε και πάλι, και αυτή η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί περισσότερες από μία φορές. Φαίνεται ότι το Κοινό Κουνέλι εφαρμόζει αυτή την τακτική μόνο όταν ενηλικιωθεί πλήρως».—Ζωντανά Θηλαστικά του Κόσμου (Living Mammals of the World), 1955, σ. 114.
Ορισμένοι Βρετανοί επιστήμονες παρατήρησαν προσεκτικά τις συνήθειες των κουνελιών υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, και τα αποτελέσματα της παρατήρησής τους δημοσιεύτηκαν στις Εργασίες της Ζωολογικής Εταιρίας του Λονδίνου (Proceedings of the Zoological Society of London), 1940, Τόμ. 110, σ. 159-163. Με λίγα λόγια, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το κουνέλι καταπίνει εκ νέου την τροφή του: Αν φάει φρέσκια τροφή το πρωί, αυτή περνάει από το στομάχι στο λεπτό έντερο, αφήνοντας πίσω, στο καρδιακό στόμιο του στομάχου, περίπου 40 ως 50 γραμμάρια σβόλους που βρίσκονταν ήδη εκεί κατά την πρόσληψη της φρέσκιας τροφής. Από το λεπτό έντερο, το πρωινό γεύμα εισέρχεται στο τυφλό έντερο, δηλαδή στο τυφλό άκρο του παχέος εντέρου, και παραμένει εκεί για ένα διάστημα. Στη διάρκεια της ημέρας, οι σβόλοι κατεβαίνουν, και η βακτηριακή πρωτεΐνη που περιέχουν διασπάται στο εσωτερικό των εντέρων. Όταν φτάνουν στο παχύ έντερο, προσπερνούν το υλικό που βρίσκεται στο τυφλό άκρο του και προχωρούν στο κόλον, όπου τα πλεονάζοντα υγρά απορροφώνται με αποτέλεσμα να σχηματίζονται τα γνωστά ξηρά περιττώματα που αποβάλλονται. Αφού ολοκληρωθεί αυτή η φάση του κύκλου, στη συνέχεια το υλικό που είναι αποθηκευμένο στην άκρη του τυφλού εντέρου εισέρχεται στο κόλον, αλλά, αντί να απορροφηθούν όλα τα υγρά του, φτάνει στον πρωκτό έχοντας σχετικά μαλακή υφή. Αυτό το υλικό έχει τη μορφή σβόλων, ο καθένας από τους οποίους περιβάλλεται από ένα ανθεκτικό στρώμα βλέννας που δεν τους αφήνει να κολλήσουν μεταξύ τους. Όταν αυτοί οι σβόλοι φτάσουν στον πρωκτό, αντί να αποβληθούν, το κουνέλι διπλώνει το σώμα του και τους βάζει στο στόμα του για να τους αποθηκεύσει στο καρδιακό στόμιο του στομάχου του ωσότου φάει το επόμενο γεύμα. Έτσι ολοκληρώνεται αυτός ο ειδικός ρυθμικός κύκλος, και το μεγαλύτερο μέρος της τροφής περνάει από τον πεπτικό σωλήνα δύο φορές.
Σχολιάζοντας αυτά τα πορίσματα, ο Δρ Γουάλντο Λ. Σμιτ, Επικεφαλής Έφορος στο Τμήμα Ζωολογίας του Σμιθσόνειου Ινστιτούτου, στην Ουάσινγκτον, D.C., έγραψε: «Φαίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς για την ορθότητα των εκθέσεων διαφόρων ερευνητών που υποστηρίζουν ότι τα κουνέλια συνηθίζουν να αποθηκεύουν μισοχωνευμένη τροφή στο τυφλό έντερο και ότι αργότερα καταπίνουν εκ νέου αυτή την τροφή περνώντας την δεύτερη φορά από τον πεπτικό σωλήνα». Επίσης, όπως σχολίασε, αυτή είναι μια εξήγηση για «το εντυπωσιακά μεγάλο τυφλό έντερο των κουνελιών σε σύγκριση με εκείνο των περισσότερων άλλων θηλαστικών».—Ξύπνα! 22 Απριλίου 1951, σ. 27, 28 (στην αγγλική).