ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ
[εβρ., σαμπελούλ].
Οποιοδήποτε από διάφορα αργοκίνητα μαλάκια τα οποία γενικά ξεχωρίζουν από το σπειροειδές ή κωνικό τους κέλυφος μέσα στο οποίο μπορούν να αποσυρθούν για προστασία. Στην Παλαιστίνη έχουν παρατηρηθεί πολλές ποικιλίες σαλιγκαριών, ενώ εξαιτίας του ξηρού κλίματος υπάρχουν λίγοι γυμνοσάλιαγκες, δηλαδή σαλιγκάρια χωρίς ορατό κέλυφος. Τόσο οι γυμνοσάλιαγκες όσο και τα σαλιγκάρια εκκρίνουν μια γλοιώδη ουσία που τα προστατεύει από τις τριβές καθώς έρπουν. Πολλοί πιστεύουν ότι το γλοιώδες ίχνος του σαλιγκαριού είναι αυτό που υπονοείται από τη φράση «σαλιγκάρι που λιώνει». (Ψλ 58:8) Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, εδώ γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι το σαλιγκάρι ξεραίνεται μέσα στο κέλυφός του όταν εκτίθεται για κάποιο διάστημα στον ήλιο.