ΓΕΜΙΖΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΔΥΝΑΜΗ
Η εβραϊκή έκφραση μιλλέ’ γιαδ, που αποδίδεται «καθαγιάζω» σε πολλές μεταφράσεις, σημαίνει κατά κυριολεξία «γεμίζω το χέρι» και χρησιμοποιείται αναφορικά με την παραχώρηση πλήρους δύναμης στα χέρια όσων επρόκειτο να υπηρετήσουν σε ιερατικό αξίωμα. Όταν ο Ααρών και οι γιοι του καθιερώθηκαν ως ιερείς του Ιεχωβά, τα χέρια τους γέμισαν δύναμη ώστε αυτοί να υπηρετούν στη συγκεκριμένη θέση. (Εξ 28:41· 29:9, 29, 33, 35· Λευ 8:33· 16:32· 21:10· Αρ 3:3) Ως σύμβολο αυτού του γεγονότος, θανατώθηκε και διαμελίστηκε το κριάρι της καθιέρωσης, μέρη δε από αυτό μαζί με ψημένα παρασκευάσματα από το καλάθι των άζυμων άρτων τοποθετήθηκαν από τον Μωυσή πάνω στις παλάμες του Ααρών και των γιων του, οι οποίοι κατόπιν κίνησαν πέρα δώθε αυτή την προσφορά ενώπιον του Ιεχωβά. Τελικά, έκαναν τα περιεχόμενα της κινητής προσφοράς να βγάλουν καπνό στο θυσιαστήριο, πάνω από το ολοκαύτωμα.—Εξ 29:19-25· Λευ 8:22-28· βλέπε ΙΕΡΕΑΣ· ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ· ΧΡΙΣΜΑ, ΧΡΙΣΜΕΝΟΣ.
Και άλλοι, επίσης, γέμισαν τα χέρια των ιερέων τους δύναμη. Ο ειδωλολάτρης Μιχαίας εξουσιοδότησε πρώτα έναν από τους γιους του και κατόπιν έναν άπιστο Λευίτη να είναι ιερείς για τον “οίκο των θεών” του. (Κρ 17:5, 12) Μεταγενέστερα, όταν ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ καθιέρωσε τη μοσχολατρία στον Ισραήλ, εγκατέστησε τους δικούς του ιερείς από το λαό γενικά. Οι Ααρωνικοί ιερείς και οι Λευίτες παρέμειναν όσιοι στη λατρεία του Ιεχωβά που είχε επίκεντρο την Ιερουσαλήμ και, προφανώς γι’ αυτόν το λόγο, εκδιώχθηκαν από το δεκάφυλο βασίλειο.—1Βα 12:31· 13:33· 2Χρ 13:9.