ΣΙΛΩΑΜ
(Σιλωάμ) [εβρ. προέλευσης· σημαίνει «Απεσταλμένος»].
Δεξαμενή στην Ιερουσαλήμ όπου ο Ιησούς Χριστός έστειλε έναν τυφλό να πλυθεί για να ανακτήσει την όρασή του. (Ιωα 9:6, 7, 11) Λίγα πράγματα είναι γνωστά για το πώς ήταν τότε αυτή η δεξαμενή, αν και η ευρύτερη θέση της οριοθετείται προφανώς από το σημερινό Μπίρκετ Σιλουάν, λίγο νοτιοδυτικότερα από την Πόλη του Δαβίδ. Πιθανότατα αυτή είναι επίσης κατά προσέγγιση η τοποθεσία της “δεξαμενής” ή του υδροταμιευτήρα του Βασιλιά Εζεκία, που αποτελούσε συνέχεια του αγωγού τον οποίο κατασκεύασε για να μεταφέρει τα νερά της Γιών.—2Βα 20:20· 2Χρ 32:30.
Για την επιγραφή του Σιλωάμ, βλέπε ΕΖΕΚΙΑΣ· επίσης ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 960.
Στις ημέρες της επίγειας διακονίας του Ιησού, ήταν προφανώς πασίγνωστο ότι «ο πύργος στον Σιλωάμ» είχε καταρρεύσει, σκοτώνοντας 18 άτομα. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι αυτός ο πύργος βρισκόταν στο Ύψωμα του Οφήλ, αλλά η πραγματική θέση του στην Ιερουσαλήμ είναι άγνωστη.—Λου 13:4.