-
Αίγυπτος, ΑιγύπτιοιΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
«Η Περίοδος των Υξώς». Πολλοί σχολιαστές τοποθετούν την είσοδο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, καθώς και την είσοδο του πατέρα του και της οικογένειάς του, στο διάστημα που είναι κοινώς γνωστό ως η Περίοδος των Υξώς. Εντούτοις, ο Μέριλ Άνγκερ επισημαίνει τα εξής (Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη [Archaeology and the Old Testament], 1964, σ. 134): «Δυστυχώς, πρόκειται για μια πολύ σκοτεινή περίοδο της Αιγύπτου, και οι γνώσεις μας για την κατάκτηση από τους Υξώς είναι πολύ ελλιπείς».
Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν στους Υξώς διακυβέρνηση 200 χρόνων η οποία διήρκεσε από τη «Δέκατη Τρίτη ως τη Δέκατη Έβδομη Δυναστεία», ενώ άλλοι περιορίζουν την παρουσία τους στη «Δέκατη Πέμπτη και Δέκατη Έκτη Δυναστεία», χρονικό διάστημα ενάμιση ή μόνο ενός αιώνα. Μερικοί διατείνονται ότι το όνομα Υξώς σημαίνει «Ποιμένες Βασιλιάδες», ενώ άλλοι, «Ηγεμόνες Ξένων Χωρών». Αναφορικά με τη φυλή ή την εθνικότητά τους υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία εικασιών, καθώς έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι ήταν Ινδοευρωπαίοι από τον Καύκασο ή ακόμη και από την κεντρική Ασία, Χετταίοι, Συροπαλαιστίνιοι ηγεμόνες (Χαναναίοι ή Αμορραίοι) ή αραβικές φυλές.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι προβάλλουν την άποψη ότι η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Υξώς συντελέστηκε από ορδές βορείων που σάρωσαν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο με τα ταχύτατα άρματά τους, ενώ άλλοι την παρουσιάζουν ως ύπουλη κατάκτηση εκ των έσω, δηλαδή ως βαθμιαία διείσδυση μεταναστών νομάδων ή ημινομάδων οι οποίοι είτε απέκτησαν αργά και τμηματικά τον έλεγχο της χώρας είτε κατέλαβαν την εξουσία με αιφνιδιαστικό πραξικόπημα. Στο βιβλίο Ο Κόσμος του Παρελθόντος ([The World of the Past] Μέρος 5ο, 1963, σ. 444) η αρχαιολόγος Τζακέτα Χόουκς δηλώνει: «Δεν υποστηρίζεται πλέον ότι οι ηγεμόνες Υξώς . . . αντιπροσωπεύουν την εισβολή μιας νικηφόρας ορδής Ασιατών. Το όνομα φαίνεται ότι σημαίνει Ηγεμόνες των Άνω Χωρών, και επρόκειτο για περιπλανώμενες ομάδες Σημιτών οι οποίοι είχαν έρθει προ πολλού στην Αίγυπτο για εμπόριο και άλλους ειρηνικούς σκοπούς». Μολονότι προς το παρόν αυτή μπορεί να είναι η επικρατέστερη άποψη, παραμένει ανεξήγητο το πώς τέτοιες «περιπλανώμενες ομάδες» μπόρεσαν να καταλάβουν τη γη της Αιγύπτου, εφόσον μάλιστα η «Δωδέκατη Δυναστεία», που προηγήθηκε αυτής της περιόδου, θεωρείται ότι οδήγησε τη χώρα σε απόγειο δύναμης.
Η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (1978, Τόμ. 21, σ. 120) λέει: «Η μόνη . . . υφισταμένη λεπτομερής περί αυτών [των Υξώς] περιγραφή περιέχεται εις μη αξιόπιστον παράγραφον απολεσθέντος έργου του Μανέθωνος, αναφερομένην υπό του Φλαβίου Ιωσήπου . . . εις την απάντησιν αυτού προς τον Απίωνα». Οι δηλώσεις τις οποίες ο Ιώσηπος αποδίδει στον Μανέθωνα είναι η πηγή του ονόματος Υξώς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ιώσηπος, ισχυριζόμενος ότι παραθέτει από εκείνον επί λέξει, παρουσιάζει την αφήγηση του Μανέθωνος να συνδέει άμεσα τους Υξώς με τους Ισραηλίτες. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι ο Ιώσηπος αποδέχεται αυτή τη σύνδεση, αλλά αντιτίθεται σφοδρά σε πολλές από τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Φαίνεται να προτιμάει την ερμηνεία του ονόματος Υξώς ως «αιχμάλωτοι ποιμένες» αντί για «βασιλιάδες-ποιμένες». Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Μανέθων υποστηρίζει ότι οι Υξώς κυρίευσαν την Αίγυπτο αμαχητί, καταστρέφοντας πόλεις και «τα ιερά των θεών» και προκαλώντας σφαγές και όλεθρο. Φέρονται να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Δέλτα. Τελικά λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι εξεγέρθηκαν, διεξήγαγαν έναν μακρόχρονο και φοβερό πόλεμο με 480.000 άντρες, πολιόρκησαν την κύρια πόλη των Υξώς, την Αβάριδα, και, παραδόξως, στη συνέχεια σύναψαν συνθήκη μαζί τους επιτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τη χώρα αλώβητοι μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους, οπότε αυτοί πήγαν στην Ιουδαία και έχτισαν την Ιερουσαλήμ.—Κατ’ Απίωνος, Α΄, 73-105 (14-16)· 223-232 (25, 26).
Στα κείμενα της εποχής των Υξώς, μπροστά από τα ονόματα αυτών των ηγεμόνων υπήρχαν τίτλοι όπως «Αγαθός Θεός», «Γιος του Ρε» ή Χικ-χοσουέτ, «Ηγεμόνας Ξένων Χωρών». Ο όρος «Υξώς» παράγεται προφανώς από αυτόν τον τελευταίο τίτλο. Τα αιγυπτιακά έγγραφα της εποχής αμέσως μετά τη διακυβέρνησή τους τούς χαρακτηρίζουν Ασιάτες. Σχετικά με αυτή την περίοδο της αιγυπτιακής ιστορίας, ο Κ. Έ. Ντε Βρις παρατήρησε: «Στην προσπάθειά τους να συσχετίσουν τις ιστορικές πηγές με τις βιβλικές πληροφορίες, ορισμένοι μελετητές επιχείρησαν να ταυτίσουν την εκδίωξη των Υξώς από την Αίγυπτο με την Έξοδο των Ισραηλιτών, αλλά η χρονολόγηση αποκλείει αυτή την ταύτιση, και άλλοι παράγοντες επίσης καθιστούν αυτή την υπόθεση αβάσιμη. . . . Η καταγωγή των Υξώς είναι ανεξακρίβωτη. Ήρθαν από κάποιο μέρος της Ασίας και είχαν κυρίως σημιτικά ονόματα».—Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia), επιμέλεια Τζ. Μπρόμιλι, 1982, Τόμ. 2, σ. 787.
Εφόσον η άνοδος του Ιωσήφ στην εξουσία και τα οφέλη που έφερε αυτή στον Ισραήλ ήταν αποτελέσματα θεϊκής πρόνοιας, δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να βρούμε κάποια άλλη αιτιολόγηση παραπέμποντας στην ύπαρξη φιλικών “Ποιμένων Βασιλιάδων”. (Γε 45:7-9) Αλλά η αφήγηση του Μανέθωνος—στην ουσία η βάση της ιδέας περί «Υξώς»—ενδέχεται να αποτελεί απλώς μια διαστρεβλωμένη παράδοση την οποία ανέπτυξαν από την αρχαιότητα οι Αιγύπτιοι για να δικαιολογήσουν τι συνέβη στη χώρα τους κατά την παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο. Η καταλυτική επίδραση που είχε στη χώρα η ανάρρηση του Ιωσήφ στη θέση του κυβερνήτη (Γε 41:39-46· 45:26), η βαθιά αλλαγή που έφερε η διοίκησή του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι οι Αιγύπτιοι πούλησαν τη γη τους, ακόμη δε και τον εαυτό τους, στον Φαραώ (Γε 47:13-20), ο φόρος του 20 τοις εκατό που πλήρωναν έκτοτε από τα προϊόντα τους (Γε 47:21-26), τα 215 χρόνια της κατοίκησης των Ισραηλιτών στη Γεσέν, καθώς και το ότι αυτοί τελικά ξεπέρασαν το γηγενή πληθυσμό σε αριθμό και δύναμη, όπως είπε ο Φαραώ (Εξ 1:7-10, 12, 20), οι Δέκα Πληγές και το καταστροφικό πλήγμα που επέφεραν αυτές, όχι μόνο στην αιγυπτιακή οικονομία, αλλά ακόμη περισσότερο στις θρησκευτικές τους δοξασίες και στο γόητρο του ιερατείου τους (Εξ 10:7· 11:1-3· 12:12, 13), η Έξοδος του Ισραήλ μετά το θάνατο όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου και στη συνέχεια η καταστροφή της αφρόκρεμας των στρατιωτικών δυνάμεων της Αιγύπτου στην Ερυθρά Θάλασσα (Εξ 12:2-38· 14:1-28)—όλα αυτά απαιτούσαν ασφαλώς μια εξήγηση την οποία θα επιχειρούσαν να δώσουν οι Αιγύπτιοι επίσημοι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων στην Αίγυπτο, όπως και σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με το ιερατείο, υπό την κηδεμονία του οποίου εκπαιδεύονταν οι γραφείς. Θα ήταν τελείως απίθανο να μην επινοηθεί κάποια προπαγανδιστική εξήγηση για την πλήρη αδυναμία των αιγυπτιακών θεών να αποτρέψουν την καταστροφή που επέφερε ο Ιεχωβά Θεός στην Αίγυπτο και στο λαό της. Η ιστορία—ακόμη και η πρόσφατη ιστορία—έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις στις οποίες η προπαγάνδα διαστρέβλωσε τα γεγονότα σε τέτοιον βαθμό ώστε οι καταπιεσμένοι να παρουσιάζονται ως καταπιεστές, και τα αθώα θύματα ως οι επικίνδυνοι και σκληροί επιτιθέμενοι. Η αφήγηση του Μανέθωνος (η οποία γράφτηκε χίλια και πλέον χρόνια μετά την Έξοδο), αν διατηρήθηκε μέχρις ενός βαθμού ακριβής από τον Ιώσηπο, πιθανόν να απηχεί τις παραποιημένες παραδόσεις τις οποίες μετέφεραν διαδοχικές γενιές Αιγυπτίων για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία της αληθινής αφήγησης—αυτής που βρίσκεται στην Αγία Γραφή—σχετικά με τον Ισραήλ στην Αίγυπτο.—Βλέπε ΕΞΟΔΟΣ (Αυθεντικότητα της Αφήγησης της Εξόδου).
Η δουλεία του Ισραήλ. Εφόσον η Αγία Γραφή δεν κατονομάζει τον Φαραώ που άρχισε να καταδυναστεύει τους Ισραηλίτες (Εξ 1:8-22) ούτε τον Φαραώ ενώπιον του οποίου εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ααρών και στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου έλαβε χώρα η Έξοδος (Εξ 2:23· 5:1), και εφόσον αυτά τα γεγονότα είτε παραλείφθηκαν εκούσια από τα αιγυπτιακά αρχεία είτε τα αρχεία καταστράφηκαν, δεν είναι δυνατόν να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με κάποια συγκεκριμένη δυναστεία ούτε με τη βασιλεία οποιουδήποτε Φαραώ γνωστού από την ιστορία. Συχνά υποστηρίζεται ότι ο Φαραώ της καταδυνάστευσης ήταν ο Ραμσής (Ραμεσσής) Β΄ (της «Δέκατης Ένατης Δυναστείας»), επειδή αναφέρεται ότι οι πόλεις Πιθώμ και Ρααμσής οικοδομήθηκαν από Ισραηλίτες εργάτες. (Εξ 1:11) Θεωρείται ότι αυτές οι πόλεις οικοδομήθηκαν κατά τη βασιλεία του Ραμσή Β΄. Στο έργο Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη (σ. 149) ο Μέριλ Άνγκερ κάνει το εξής σχόλιο: «Αλλά αν λάβουμε υπόψη την περιβόητη συνήθεια του Ρααμσή Β΄ να αποδίδει στον εαυτό του τα επιτεύγματα των προκατόχων του, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι εκείνος απλώς ανοικοδόμησε ή επέκτεινε αυτά τα μέρη». Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι το όνομα «Ραμεσσής» εφαρμοζόταν σε μια ολόκληρη περιφέρεια ήδη από την εποχή του Ιωσήφ.—Γε 47:11.
Χάρη στη διάσωση που παρείχε ο Θεός μέσω του Μωυσή, το έθνος του Ισραήλ ελευθερώθηκε από «το σπίτι των δούλων» και «το σιδηρουργικό καμίνι», όπως συνέχισαν να χαρακτηρίζουν την Αίγυπτο οι Βιβλικοί συγγραφείς. (Εξ 13:3· Δευ 4:20· Ιερ 11:4· Μιχ 6:4)
-
-
Αίγυπτος, ΑιγύπτιοιΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Η παραμονή του Ισραήλ στην Αίγυπτο χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του έθνους, και η θαυματουργική απελευθέρωσή τους από εκείνη τη χώρα μνημονευόταν συχνά ως εξέχουσα απόδειξη του γεγονότος ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός. (Εξ 19:4· Λευ 22:32, 33· Δευ 4:32-36· 2Βα 17:36· Εβρ 11:23-29) Εξού και η έκφραση: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου από τη γη της Αιγύπτου». (Ωσ 13:4· παράβαλε Λευ 11:45.) Κανένα απολύτως περιστατικό ή γεγονός δεν το ξεπέρασε αυτό μέχρι την απελευθέρωσή τους από τη Βαβυλώνα η οποία τους παρείχε μια επιπλέον απόδειξη ότι ο Ιεχωβά έχει τη δύναμη να διασώζει. (Ιερ 16:14, 15) Η εμπειρία που είχαν στην Αίγυπτο καταγράφηκε στο Νόμο που τους δόθηκε (Εξ 20:2, 3· Δευ 5:12-15), αποτέλεσε τη βάση για τη γιορτή του Πάσχα (Εξ 12:1-27· Δευ 16:1-3), τους καθοδηγούσε στις δοσοληψίες τους με τους πάροικους (Εξ 22:21· Λευ 19:33, 34) και με τους φτωχούς που πουλούσαν τον εαυτό τους ως δούλο (Λευ 25:39-43, 55· Δευ 15:12-15), καθώς επίσης προμήθευσε τη νομική βάση με την οποία η φυλή του Λευί επιλέχθηκε και αγιάστηκε για την υπηρεσία του αγιαστηρίου (Αρ 3:11-13). Λόγω της παροίκησης του Ισραήλ στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην εκκλησία του Ισραήλ. (Δευ 23:7, 8) Τα βασίλεια της Χαναάν και οι λαοί των γειτονικών χωρών ένιωσαν φόβο και δέος με όσα άκουσαν για τη δύναμη του Θεού η οποία καταδείχτηκε εναντίον της Αιγύπτου, πράγμα που προλείανε το έδαφος για την κατάκτησή τους από τον Ισραήλ (Εξ 18:1, 10, 11· Δευ 7:17-20· Ιη 2:10, 11· 9:9), και μάλιστα έμεινε στη θύμησή τους επί αιώνες. (1Σα 4:7, 8) Σε όλη την ιστορία του, ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ έψαλλε αυτά τα γεγονότα στους ύμνους του.—Ψλ 78:43-51· Ψλ 105 και 106· 136:10-15.
-