ΜΑΑΛΑ
(Μααλά) [από μια ρίζα που σημαίνει «γίνομαι αδύναμος· αρρωσταίνω»].
1. Μια από τις κόρες του Σαλπαάδ από τη φυλή του Μανασσή. Η Μααλά και οι αδελφές της ζήτησαν την κληρονομιά του πατέρα τους, εφόσον αυτός δεν είχε γιους αλλά μόνο κόρες—συνολικά πέντε. Ο Μωυσής ρώτησε τον Ιεχωβά, ο οποίος αποφάνθηκε ότι οι κόρες του Σαλπαάδ έπρεπε να λάβουν την κληρονομιά. (Αρ 26:28-33· 27:1-11) Αργότερα, μια άλλη προσταγή του Ιεχωβά που διαβιβάστηκε μέσω του Μωυσή καθόρισε ότι η Μααλά και οι άλλες κόρες του Σαλπαάδ έπρεπε να παντρευτούν άντρες από τη φυλή του Μανασσή ώστε να μην περάσει η κληρονομιά σε άλλη φυλή. Έτσι λοιπόν, η Μααλά και οι αδελφές της «έγιναν σύζυγοι των γιων που είχαν οι αδελφοί του πατέρα τους». (Αρ 36:1-6, 10-12) Αυτή η δικαστική απόφαση καθιέρωσε ένα προηγούμενο όσον αφορά το θέμα της κληρονομιάς. (Αρ 36:7-9) Αργότερα αυτές παρουσιάστηκαν μπροστά στον Ελεάζαρ τον ιερέα και στον Ιησού του Ναυή, ανέφεραν την εντολή του Ιεχωβά και έλαβαν «κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς του πατέρα τους».—Ιη 17:3, 4.
2. Απόγονος του Μανασσή. Είχε μητέρα τη Χαμμολεκέθ. Στο εβραϊκό κείμενο δεν δηλώνεται καθαρά αν επρόκειτο για γιο ή για κόρη.—1Χρ 7:17, 18.