ΝΑΡΔΟ(Σ)
[εβρ. κείμενο, νερντ· ελλ. κείμενο, νάρδος].
Η νάρδος είναι ένα μικρό αρωματικό φυτό (ναρδόσταχυς ο ιαταμάνσειος [Nardostachys jatamansi]) των Ιμαλαΐων. Οι βλαστοί και οι ρίζες αυτού του φυτού θεωρούνται γενικά ότι είναι η πηγή του νάρδου που αναφέρεται στη Γραφή. (Ασμ 1:12· 4:13, 14· Μαρ 14:3) Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νάρδου είναι οι δέσμες των μελανών, τριχωτών βλαστών της, μήκους περίπου 5 εκ., οι οποίοι διακλαδίζονται από την κορυφή της ρίζας. Τα φύλλα βλαστάνουν από το πάνω τμήμα του φυτού, το οποίο απολήγει σε ροζ ανθικά κεφάλια.
Για να διατηρήσουν το άρωμα του νάρδου, ενός αραιού, αρωματικού, κοκκινωπού υγρού, το σφράγιζαν μέσα σε δοχεία από αλάβαστρο, το οποίο ήταν μια μαλακή, συνήθως υπόλευκη πέτρα όμοια με μάρμαρο που πήρε το όνομά της από την πόλη Αλάβαστρον της Αιγύπτου, όπου κατασκευάζονταν δοχεία από αυτό το υλικό. Στην αρχαιότητα το πολύτιμο μύρο που ήταν σφραγισμένο σε ένα μικρό αλαβάστρινο δοχείο αποτελούσε καλή επένδυση. (Ιωα 12:5) Η ποσότητα του αρωματικού λαδιού—μία λίτρα «γνήσιο νάρδο»—που έχυσε η Μαρία από ένα αλαβάστρινο δοχείο στο κεφάλι και στα πόδια του Ιησού Χριστού, «ενόψει της ταφής» του, αποτιμήθηκε σε 300 δηνάρια, το αντίστοιχο περίπου των ημερομισθίων ενός χρόνου. (Μαρ 14:3-9· Ιωα 12:3-8· Ματ 20:2) Το γεγονός ότι αυτό το αρωματικό λάδι ήταν τόσο ακριβό υποδηλώνει ότι μπορεί να προερχόταν από τη μακρινή Ινδία. Επειδή το κόστος του νάρδου ήταν μεγάλο, πολλές φορές κυκλοφορούσαν νοθευμένα νάρδα ή ακόμη και απομιμήσεις. Ίσως έχει λοιπόν σημασία το ότι και ο Μάρκος και ο Ιωάννης χρησιμοποιούν την έκφραση «γνήσιο νάρδο».