ΚΟΡΗ
Παιδί θηλυκού γένους. Ο όρος του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου είναι μπαθ και ο αντίστοιχος όρος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι θυγάτηρ. (Γε 5:4· Ματ 14:6· Πρ 21:9) Η γέννηση θυγατέρων στο σπιτικό των Βιβλικών χρόνων δεν ήταν τόσο σπουδαία περίσταση όσο η γέννηση γιων. Η θέση τους ήταν λιγότερο τιμημένη από των αγοριών, και τα ονόματά τους δεν έχουν καταγραφεί με την ίδια συχνότητα. (1Χρ 2:34, 35) Εντούτοις, οι περισσότεροι γονείς αγαπούσαν πολύ τις κόρες τους και προστάτευαν τα συμφέροντά τους. Ο Ιησούς γιάτρεψε την κόρη μιας Φοίνισσας και ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, όταν αυτοί οι θλιμμένοι γονείς τού απηύθυναν σχετική έκκληση.—Ματ 15:22-28· Λου 8:41, 42, 49-56.
Στην πατριαρχική κοινωνία, οι κόρες είχαν ορισμένα δικαιώματα, ευθύνες, καθώς και περιορισμούς. Τους ανατίθεντο διάφορα καθήκοντα μέσα στο σπίτι. Οι κόρες των ιερέων έτρωγαν από τις ιερατικές μερίδες των θυσιών. (Γε 24:16, 19, 20· 29:6-9· Λευ 10:14) Η κόρη αποτελούσε ιδιοκτησία του πατέρα της ώσπου να την παντρέψει (Ιη 15:16, 17· 1Σα 18:17, 19, 27), και ως ιδιοκτησία του μπορούσε ακόμη και να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση ή να πουληθεί ως δούλη, αλλά όχι σε κάποιον αλλοεθνή. (Εξ 21:7-10· Νε 5:2-5) Μέχρι το γάμο της, ο πατέρας της είχε το δικαίωμα να ακυρώνει τις ευχές με τις οποίες είχε δεσμευτεί. (Αρ 30:3-5) Σύμφωνα με το Νόμο ο πατέρας δεν μπορούσε να κάνει την κόρη του πόρνη, και αν κάποιος την ατίμαζε, ο πατέρας μπορούσε να εισπράξει αποζημίωση. (Εξ 22:16, 17· Λευ 19:29· Δευ 22:28, 29) Υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες πατέρες πρόσφεραν τις παρθένες κόρες τους σε εξαχρειωμένους όχλους για να προστατέψουν τους φιλοξενουμένους τους. (Γε 19:6-8· Κρ 19:22-24) Στις κόρες δινόταν μερικές φορές κληρονομιά μαζί με τους αδελφούς τους, αλλά στην περίπτωση των πέντε θυγατέρων του Σαλπαάδ—των οποίων ο πατέρας πέθανε χωρίς να έχει αποκτήσει γιους—ολόκληρη η κληρονομιά των προπατόρων τους δόθηκε σε αυτές, με τον όρο να παντρευτούν γιους του Μανασσή ώστε να παραμείνει η περιουσία στην ίδια φυλή. (Αρ 36:1-12· Ιη 15:19· Ιωβ 42:15) Αν μια κόρη ήταν διαζευγμένη ή χήρα, μπορούσε να επιστρέψει στο σπιτικό του πατέρα της.—Γε 38:11· Λευ 22:13.
«Κόρη»—πρόκειται πάντοτε για άμεση απόγονο;
Ο όρος «κόρη» εφαρμοζόταν και σε άλλες συγγένειες εκτός από αυτήν της άμεσης απογόνου. Παραδείγματος χάρη, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει την αδελφή ενός ατόμου (Γε 34:8, 17), τη θετή κόρη (Εσθ 2:7, 15), τη νύφη (Κρ 12:9· Ρθ 1:11-13), την εγγονή (1Βα 15:2, 10, όπου η εβραϊκή λέξη μπαθ που σημαίνει «κόρη» έχει μεταφραστεί «εγγονή» στις Mo, ΜΝΚ· βλέπε 2Χρ 13:1, 2) και κάποια απόγονο.—Γε 27:46· Λου 1:5· 13:16.
Εκτός από αυτές τις άμεσες συγγενείς, ο όρος «κόρη» αναφερόταν στις γυναίκες εν γένει (Γε 6:2, 4· 30:13· Παρ 31:29), στις γυναίκες ενός ορισμένου τόπου, λαού ή πόλης (Γε 24:37· Κρ 11:40· 21:21) και στις γυναίκες που λάτρευαν ψεύτικους θεούς (Μαλ 2:11). Αποτελούσε κοινή προσφώνηση ευγένειας από κάποιον που είχε εξουσία ή από κάποιον γηραιότερο προς μια νεότερη γυναίκα. (Ρθ 3:10, 11· Μαρ 5:34) Τύποι της λέξης μπαθ χρησιμοποιούνται επίσης όταν γίνεται αναφορά στα «κλαδιά» ενός δέντρου (Γε 49:22) και στις «εξαρτώμενες κωμοπόλεις» μιας μεγαλύτερης πόλης. (Αρ 21:25· Ιη 17:11· Ιερ 49:2) Ο όρος «κόρη», με τις πολλές έννοιές του, εμφανίζεται πάνω από 600 φορές στην Αγία Γραφή.