ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΙ
(Επικούρειοι).
Οι οπαδοί του αρχαίου φιλόσοφου Επίκουρου (341-270 Π.Κ.Χ.).
Η φιλοσοφία που προήλθε από τον Επίκουρο άκμασε επί εφτά αιώνες. Κεντρική της ιδέα ήταν το ότι η προσωπική ηδονή είναι το μοναδικό ή κύριο αγαθό στη ζωή. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Επίκουρος υποστήριζε ότι πρέπει να ζει κανείς με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκομίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ηδονή στη διάρκεια της ζωής του, αλλά να το κάνει αυτό με μετριοπάθεια ώστε να αποφεύγει τις οδύνες που προέρχονται από την υπερβολική εντρύφηση στην ηδονή. Η έμφαση δινόταν στις ψυχικές ηδονές μάλλον παρά στις φυσικές. Επομένως, σύμφωνα με τον Επίκουρο, εκείνο που είναι μεγαλύτερης σπουδαιότητας είναι με ποιον τρώει κάποιος παρά το τι τρώει. Οι περιττές και, ιδίως, οι τεχνητά αναπτυγμένες επιθυμίες έπρεπε να καταπνίγονται. Η μάθηση, η καλλιέργεια του πνεύματος και ο πολιτισμός, καθώς και οι κοινωνικές και οι πολιτικές ενασχολήσεις, αποθαρρύνονταν επειδή μπορούσαν να γεννήσουν επιθυμίες που δύσκολα ικανοποιούνται και έτσι καταλήγουν στη διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας του ατόμου. Η γνώση έπρεπε να επιζητείται μόνο για να απαλλαχτεί κανείς από θρησκευτικούς φόβους και δεισιδαιμονίες, και μάλιστα οι δύο βασικοί φόβοι που έπρεπε να εξαλειφθούν ήταν ο φόβος για τους θεούς και ο φόβος για το θάνατο. Θεωρώντας το γάμο, και ό,τι αυτός συνεπάγεται, ως απειλή για την ψυχική ηρεμία του ατόμου, ο Επίκουρος έζησε άγαμη ζωή αλλά δεν επέβαλε αυτόν τον περιορισμό στους ακολούθους του.
Η συγκεκριμένη φιλοσοφία χαρακτηριζόταν από πλήρη απουσία αρχών. Αποθάρρυνε την παράβαση των νόμων απλώς και μόνο λόγω της ντροπής η οποία συνοδεύει την ανακάλυψη και λόγω της τιμωρίας που θα μπορούσε να προκύψει. Το να ζει κάποιος με το φόβο μήπως ανακαλυφτεί ή τιμωρηθεί θα μείωνε την ηδονή, και αυτό καθιστούσε μη ενδεδειγμένη ακόμη και την κρυφή αδικοπραγία. Για τους Επικούρειους, η αρετή από μόνη της δεν είχε αξία και ήταν ωφέλιμη μόνο όταν χρησίμευε ως μέσο για την απόκτηση ευτυχίας. Η αλληλεγγύη συστηνόταν, όχι γιατί ήταν σωστή και ευγενής, αλλά επειδή ήταν αποδοτική. Οι φιλίες βασίζονταν στην ίδια ιδιοτελή βάση, δηλαδή στην ηδονή την οποία εισέπραττε αυτός που τις διατηρούσε. Ενώ η επιδίωξη της ηδονής αποτελούσε το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας, παραδόξως ο Επίκουρος αναφερόταν στη ζωή σαν ένα «πικρό δώρο».
Οι Επικούρειοι πίστευαν στην ύπαρξη θεών, οι οποίοι όμως, όπως και οτιδήποτε άλλο, αποτελούνταν από άτομα της ύλης, αν και καλύτερης ιδιοσυστασίας. Είχαν την άποψη ότι οι θεοί ήταν πολύ μακριά από τη γη για να έχουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για ό,τι κάνει ο άνθρωπος. Επομένως, δεν ωφελούσε να προσεύχεται κάποιος ή να θυσιάζει σε αυτούς. Δεν πίστευαν ότι οι θεοί δημιούργησαν το σύμπαν ούτε ότι επιβάλλουν τιμωρία ή απονέμουν ευλογίες σε οποιονδήποτε, αλλά ότι ήταν εξαιρετικά ευτυχισμένοι, και αυτός ήταν ο στόχος τον οποίο έπρεπε να αγωνίζεται κάποιος να πετύχει στη διάρκεια της ζωής του. Εντούτοις, οι Επικούρειοι ισχυρίζονταν ότι οι θεοί δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν κάποιον σε αυτό, ότι η ζωή ήρθε σε ύπαρξη κατά τύχη μέσα σε ένα μηχανικό σύμπαν και ότι ο θάνατος τερματίζει τα πάντα, απελευθερώνοντας τον άνθρωπο από τον εφιάλτη της ζωής. Αν και πίστευαν ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή, θεωρούσαν ότι η ψυχή αποτελείται από άτομα που διαλύονται κατά το θάνατο του σώματος, σαν το νερό το οποίο χύνεται έξω από μια στάμνα που σπάει.
Στο φως των προαναφερθέντων, είναι ευνόητος ο λόγος για τον οποίο οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ήταν μεταξύ εκείνων που διαφώνησαν με όσα έλεγε ο Παύλος στην αγορά της Αθήνας και είπαν: «Τι θέλει τάχα να πει αυτός ο φλύαρος;» «Φαίνεται ότι είναι διαγγελέας ξένων θεοτήτων». (Πρ 17:17, 18) Η φιλοσοφία των Επικούρειων, που προήγε την αντίληψη «ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε», απέρριπτε την ελπίδα της ανάστασης που δίδασκαν οι Χριστιανοί στη διακονία τους.—1Κο 15:32.