ΚΥΠΡΟΣ
(Κύπρος).
Νησί στην ανατολική Μεσόγειο, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 70 περίπου χλμ. από την ακτή της Κιλικίας στη Μικρά Ασία και 100 περίπου χλμ. από την ακτή της Συρίας. Η Κύπρος είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου μετά τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Το κύριο τμήμα της Κύπρου έχει μήκος περίπου 160 χλμ., αλλά στη βορειοανατολική της γωνία, ένας στενός βραχίονας ξηράς εκτείνεται άλλα 72 χλμ. Το νησί έχει μέγιστο πλάτος 97 χλμ. Το ψηλότερο βουνό του, ο Όλυμπος, βρίσκεται στην οροσειρά του Τροόδους στα νοτιοδυτικά και ορθώνεται σε ύψος 1.951 μ. Μια άλλη οροσειρά διατρέχει τη βόρεια ακτή, και ανάμεσα σε αυτές τις δύο οροσειρές βρίσκεται η κεντρική πεδιάδα. Το χειμώνα οι βουνοκορφές καλύπτονται από χιόνι, ενώ το καλοκαίρι ο καιρός στις πεδιάδες είναι πολύ ζεστός και ξηρός. Από τα αρχαία χρόνια, το νησί φημιζόταν για τα πλούσια αποθέματα χαλκού που διέθετε, και το όνομα του νησιού έγινε συνώνυμο αυτού του μετάλλου. (Μάλιστα η αγγλική λέξη για το χαλκό, “copper”, προέρχεται από την ελληνική λέξη Κύπρος).
Τα ιστορικά στοιχεία υποδεικνύουν πρωτίστως την Κύπρο ως την «Κιττίμ» των Εβραϊκών Γραφών. (Ησ 23:1, 12· Δα 11:30) Το νησί αυτό ήταν γνωστό όχι μόνο για το χαλκό του αλλά και για την εκλεκτή ξυλεία του—κυρίως κυπαρισσόξυλο—την οποία προφανώς εξήγαν στην Τύρο, στα φοινικικά παράλια, όπου τη χρησιμοποιούσαν στη ναυπηγική.—Ιεζ 27:2, 6.
Λόγω του συσχετισμού της με τον Βιβλικό Κιττίμ, είναι επόμενο ότι ο αρχικός πληθυσμός της Κύπρου θα είχε κάποια σχέση με την Ελλάδα. (Βλέπε Γε 10:4· ο Ιαυάν είναι ο προγεννήτορας των Ιώνων, όπως αποκαλούνταν αλλιώς οι αρχαίοι Έλληνες.) Όπως φαίνεται δε στο λήμμα ΚΙΤΤΙΜ, υπήρχε όντως τέτοια σχέση.
Οι βασιλιάδες των πόλεων-κρατών της Κύπρου περιήλθαν υπό ελληνική κυριαρχία μετά τη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μάχη της Ισσού το 333 Π.Κ.Χ. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, ανέλαβε τον έλεγχο η πτολεμαϊκή δυναστεία της Αιγύπτου, και η Κύπρος κατά το μεγαλύτερο διάστημα παρέμεινε στη σφαίρα της αιγυπτιακής επιρροής μέχρι το 58 Π.Κ.Χ., οπότε προσαρτήθηκε στη Ρώμη. Πιθανολογείται ότι στη γιορτή της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ. υπήρχαν Ιουδαίοι από την Κύπρο στην Ιερουσαλήμ, αν και δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο σχετικά με αυτό. Ο Λευίτης Ιωσήφ, γνωστότερος ως Βαρνάβας, γεννήθηκε στην Κύπρο.—Πρ 4:36.
Χριστιανοσύνη. Λόγω του διωγμού των Χριστιανών ο οποίος ξέσπασε μετά το μαρτυρικό θάνατο του Στεφάνου, οι μαθητές διασκορπίστηκαν και μερικοί από αυτούς πήγαν στην Κύπρο, όπου έδωσαν μαρτυρία στους Ιουδαίους που κατοικούσαν εκεί. Ορισμένοι Κύπριοι Χριστιανοί πήγαν στην πόλη της Αντιόχειας, που βρισκόταν απέναντι από την Κύπρο στα παράλια της Συρίας, και κήρυξαν με μεγάλη επιτυχία σε άτομα που, όπως και οι ίδιοι, ήταν ελληνόφωνοι. (Πρ 11:19, 20) Όταν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, συνοδευόμενοι από τον Ιωάννη Μάρκο, στάλθηκαν από την Αντιόχεια στην πρώτη ιεραποστολική περιοδεία τους (περ. 47-48 Κ.Χ.), ο πρώτος τομέας τους ήταν η πατρίδα του Βαρνάβα, η Κύπρος. Φτάνοντας στη Σαλαμίνα, μια σημαντική εμπορική πόλη στην ανατολική ακτή της Κύπρου, βρήκαν περισσότερες από μία συναγωγές, γεγονός που υποδήλωνε την παρουσία αρκετά μεγάλου Ιουδαϊκού πληθυσμού. Αφού διήγγειλαν το λόγο του Θεού εκεί, διέσχισαν ολόκληρο το νησί ως την Πάφο στη δυτική ακτή, την τότε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας. Εκεί συνάντησαν τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον, και τον εναντιούμενο μάγο Ελύμα (Βαρ-Ιησού).—Πρ 13:1-12.
Η αναφορά του ιστορικού Λουκά στην ύπαρξη ανθύπατου στην Κύπρο είναι ακριβής. Το 22 Π.Κ.Χ. η Κύπρος τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, και έκτοτε ο διορισμένος κυβερνήτης του νησιού έφερε τον τίτλο, όχι του λεγάτου, αλλά του ανθύπατου, ενός τοποτηρητή που κυβερνούσε ως εκπρόσωπος της Συγκλήτου.
Από το λιμάνι της Πάφου, ο Παύλος και οι σύντροφοί του αναχώρησαν για την Παμφυλία στα παράλια της Μικράς Ασίας. (Πρ 13:13) Περίπου δύο χρόνια αργότερα, ο Βαρνάβας επέστρεψε στην πατρίδα του με τον Ιωάννη Μάρκο προκειμένου να κάνει περαιτέρω έργο μαθήτευσης, ενώ ο Παύλος ξεκίνησε το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του μέσω της Μικράς Ασίας (περ. 49 Κ.Χ.). (Πρ 15:36-41) Στο τέλος της τρίτης περιοδείας του Παύλου (περ. 56 Κ.Χ.), πλέοντας από τα Πάταρα που βρίσκονταν στη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας προς τη Φοινίκη, ο απόστολος αντίκρισε την Κύπρο καθώς περνούσαν αλλά “την άφησαν πίσω, στα αριστερά”, προφανώς προσπερνώντας το νοτιοδυτικό άκρο του νησιού ενώ το πλοίο κατευθυνόταν προς την Τύρο. (Πρ 21:1-3) Λίγο αργότερα, όταν ο Παύλος έφτασε στην Ιερουσαλήμ, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Μνάσονα, ο οποίος καταγόταν από την Κύπρο όπως και ο Βαρνάβας. (Πρ 21:15, 16) Στο ταξίδι του Παύλου προς τη Ρώμη, το πλοίο του έπλευσε «έχοντας την κάλυψη της Κύπρου, επειδή οι άνεμοι ήταν αντίθετοι». Εφόσον οι άνεμοι που επικρατούν εκείνη την εποχή του χρόνου πνέουν από τα Δ και τα ΒΔ, πράγμα που θα τους εμπόδιζε να πλεύσουν στην ανοιχτή θάλασσα, το πλοίο προφανώς αναγκάστηκε να περιπλεύσει το ανατολικό άκρο της Κύπρου και κατόπιν να προχωρήσει κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών, όπου οι ήπιοι άνεμοι από τη στεριά θα υποβοηθούσαν την πορεία του προς τα δυτικά.—Πρ 27:4, 5, 9, 12.
[Χάρτης στη σελίδα 162]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΚΙΛΙΚΙΑ
ΚΥΠΡΟΣ
Πάφος
Σαλαμίνα
Μεγάλη Θάλασσα
ΣΥΡΙΑ
Αντιόχεια