-
ΧείλοςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
στα χείλη», ήταν δηλαδή σαν να είχαν τα χείλη του ακροβυστία πάνω τους και έτσι ήταν πολύ μακριά και παχιά με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προφέρουν τα λόγια άνετα. Ίσως είχε κάποια γλωσσική διαταραχή. (Εξ 6:12, 30) Ο Ησαΐας, όταν κλήθηκε από τον Ιεχωβά, ήθελε να υπηρετήσει, αλλά δήλωσε με λύπη ότι ουσιαστικά είχε κατασιωπηθεί επειδή ο ίδιος, ένας άνθρωπος ακάθαρτος στα χείλη, είχε δει σε όραμα τον Ιεχωβά και ήταν ακατάλληλος να μεταφέρει το καθαρό άγγελμα του Θεού. Τότε ο Ιεχωβά φρόντισε να καθαριστούν τα χείλη του Ησαΐα.—Ησ 6:5-7· παράβαλε Ιωα 15:3· Ησ 52:11· 2Κο 6:17.
Η προφητεία του Ωσηέ παρότρυνε τον Ισραήλ να προσφέρει στον Ιεχωβά «τους νεαρούς ταύρους» των χειλιών του, κάτι που συμβόλιζε θυσίες ειλικρινούς αίνου. (Ωσ 14:2) Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται έμμεσα σε αυτή την προφητεία όταν προτρέπει τους ομοπίστους του να προσφέρουν στον Θεό «θυσία αίνου, δηλαδή τον καρπό των χειλιών που κάνουν δημόσια διακήρυξη για το όνομά του».—Εβρ 13:15.
Μεταφορικά, η έκφραση «μελιστάλακτα χείλη» υπονοεί απατηλά λόγια. (Ψλ 12:2, 3) Τέτοιου είδους χείλη, καθώς και όσα μιλούν σκληρά ή λένε ψέματα, μπορεί να είναι επιβλαβή—πληγώνοντας βαθιά σαν σπαθί ή δηλητηριάζοντας σαν οχιά. (Ψλ 59:7· 140:3· Ρω 3:13) Κάποιος «που ανοίγει διάπλατα τα χείλη του» μιλάει αστόχαστα ή άσοφα. (Παρ 13:3) Αυτό μπορεί να τον καταστρέψει, διότι ο Θεός θεωρεί τον καθένα υπόλογο για τα λόγια του.—Δευ 23:23· Αρ 30:6-8· Παρ 12:13· παράβαλε Ιωβ 2:10· Ματ 12:36, 37.
-
-
ΧείμαρροςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
Βλέπε ΚΟΙΛΑΔΑ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ.
-
-
ΧειραψίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΧΕΙΡΑΨΙΑ
Βλέπε ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ.
-
-
Χειρόγραφα της Αγίας ΓραφήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 2
-
-
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η Αγία Γραφή έχει υπερανθρώπινη προέλευση σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο αλλά ανθρώπινη ιστορία σε ό,τι αφορά τη συγγραφή και τη διαφύλαξή της. Ο Μωυσής άρχισε να τη συντάσσει υπό θεϊκή έμπνευση το 1513 Π.Κ.Χ., και ο απόστολος Ιωάννης έγραψε το τελευταίο τμήμα της 1.600 και πλέον χρόνια αργότερα. Αρχικά δεν ήταν ένα και μόνο βιβλίο, αλλά με την πάροδο του χρόνου κατέστη αναγκαίο να γίνουν αντίγραφα των διαφόρων βιβλίων της. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, μετά τη βαβυλωνιακή εξορία, διότι δεν επέστρεψαν στη γη του Ιούδα όλοι οι απελευθερωμένοι Ιουδαίοι. Τουναντίον, πολλοί εγκαταστάθηκαν αλλού, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν συναγωγές σε ολόκληρη την αχανή έκταση της Ιουδαϊκής Διασποράς. Οι γραμματείς ετοίμαζαν αντίγραφα των Γραφών που ήταν απαραίτητα για αυτές τις συναγωγές στις οποίες συγκεντρώνονταν οι Ιουδαίοι για να ακούσουν την ανάγνωση του Λόγου του Θεού. (Πρ 15:21) Μεταγενέστερα, ευσυνείδητοι αντιγραφείς μεταξύ των ακολούθων του Χριστού μοχθούσαν για να αναπαράγουν τα θεόπνευστα συγγράμματα προς όφελος των πολλαπλασιαζόμενων Χριστιανικών εκκλησιών ώστε να μπορεί να υπάρχει ανταλλαγή και γενικότερη κυκλοφορία αυτών των συγγραμμάτων.—Κολ 4:16.
Προτού διαδοθεί η εκτύπωση με κινητά στοιχεία (από το 15ο αιώνα Κ.Χ. και μετά), τα πρωτότυπα Βιβλικά συγγράμματα και τα αντίγραφά τους ήταν γραμμένα με το χέρι. Γι’ αυτό, ονομάζονται χειρόγραφα. Το Βιβλικό χειρόγραφο είναι αντίγραφο των Γραφών, όλων ή μέρους τους, το οποίο έχει γραφτεί με το χέρι σε αντιδιαστολή με ένα τυπωμένο αντίγραφο. Τα Βιβλικά χειρόγραφα είχαν ως επί το πλείστον τη μορφή ρόλων και κωδίκων.
Υλικά. Υπάρχουν χειρόγραφα των Γραφών από δέρμα, πάπυρο και περγαμηνή vellum. Για παράδειγμα, ο φημισμένος Ρόλος της Νεκράς Θαλάσσης που περιέχει το βιβλίο του Ησαΐα είναι από δέρμα. Ο πάπυρος—είδος χαρτιού φτιαγμένο από τις ίνες ενός υδρόβιου φυτού—χρησιμοποιούνταν για τα Βιβλικά χειρόγραφα στις πρωτότυπες γλώσσες και για τις μεταφράσεις τους μέχρι τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. περίπου. Εκείνον τον καιρό η χρήση του για την παραγωγή Βιβλικών χειρογράφων άρχισε να παραγκωνίζεται από τη χρήση της περγαμηνής vellum, ενός υλικού ανώτερης ποιότητας φτιαγμένου συνήθως από δέρμα μοσχαριού, αρνιού ή κατσικιού, που αποτέλεσε περαιτέρω εξέλιξη της προγενέστερης χρήσης του δέρματος ζώων ως γραφικής ύλης. Χειρόγραφα όπως ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας (Σιναϊτικό Χειρόγραφο) και ο Βατικανός Κώδικας (Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209) του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. είναι κώδικες από περγαμηνή vellum.
Το παλίμψηστο (λέξη που σημαίνει «ξαναξυσμένο») είναι χειρόγραφο από το οποίο αφαιρέθηκε ή αποξέστηκε το προηγούμενο γραπτό κείμενο ώστε να δημιουργηθεί χώρος για καινούριο. Ένα γνωστό Βιβλικό παλίμψηστο είναι ο Κώδικας του Εφραίμ του Σύρου από τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Αν το προηγούμενο κείμενο (αυτό που αποξέστηκε) είναι το σημαντικό κείμενο του παλίμψηστου, οι λόγιοι μπορούν συνήθως να διαβάσουν το σβησμένο κείμενο χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα όπως χημικά αντιδραστήρια και φωτογραφίες. Μερικά χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήταν λειτουργικού χαρακτήρα, δηλαδή περιέχουν επιλεγμένες Γραφικές περικοπές που διαβάζονταν σε θρησκευτικές τελετές.
Είδη Γραφής. Τα Βιβλικά χειρόγραφα που γράφτηκαν στην ελληνική (είτε είναι μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών είτε αντίγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών είτε και τα δύο) μπορούν να χωριστούν ή να ταξινομηθούν με βάση το είδος γραφής, κάτι που βοηθάει επίσης στη χρονολόγησή τους. Το παλιότερο είδος γραφής (που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα μέχρι τον ένατο αιώνα Κ.Χ.) εμφανίζεται στα μεγαλογράμματα χειρόγραφα, τα οποία είναι γραμμένα με μεγάλα κεφαλαία γράμματα που δεν ενώνονται μεταξύ τους. Σε αυτό το είδος δεν υπάρχουν συνήθως διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, ενώ λείπουν τα σημεία στίξης και οι τόνοι. Ο Σιναϊτικός Κώδικας είναι μεγαλογράμματο χειρόγραφο. Τον έκτο αιώνα άρχισαν να σημειώνονται αλλαγές στο είδος γραφής, οι οποίες οδήγησαν τελικά (τον ένατο αιώνα Κ.Χ.) στα μικρογράμματα χειρόγραφα επισεσυρμένης γραφής, που είναι γραμμένα με μικρότερους χαρακτήρες, πολλοί από τους οποίους είναι ενωμένοι με ρέουσα γραφή. Τα περισσότερα σωζόμενα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών έχουν επισεσυρμένη γραφή. Τα χειρόγραφα επισεσυρμένης γραφής προτιμούνταν μέχρις ότου εφευρέθηκε η τυπογραφία.
Αντιγραφείς. Από όσο γνωρίζουμε σήμερα, δεν υπάρχουν τα πρωτότυπα, δηλαδή τα ιδιόχειρα, Βιβλικά χειρόγραφα. Εντούτοις, η Αγία Γραφή έχει διαφυλαχτεί σε ακριβή, αξιόπιστη μορφή επειδή γενικά οι Βιβλικοί αντιγραφείς, δεχόμενοι τις Γραφές ως θεόπνευστες, επιδίωκαν την τελειότητα καθώς εργάζονταν επίπονα για να παράγουν αντίγραφα χειρογράφων του Λόγου του Θεού.
Οι άνθρωποι που αντέγραφαν τις Εβραϊκές Γραφές στις ημέρες της επίγειας διακονίας του Ιησού Χριστού καθώς και επί αιώνες πρωτύτερα ονομάζονταν γραμματείς (εβρ., σωφερίμ). Ένας από τους πρώτους γραμματείς ήταν ο Έσδρας, για τον οποίο λέγεται στις Γραφές ότι ήταν «επιδέξιος αντιγραφέας». (Εσδ 7:6) Μεταγενέστεροι γραμματείς έκαναν κάποιες εσκεμμένες αλλαγές στο εβραϊκό κείμενο. Ωστόσο, οι γραμματείς που τους διαδέχθηκαν, οι Μασορίτες, τις εντόπισαν και τις κατέγραψαν στη Μασόρα, δηλαδή στις περιθωριακές σημειώσεις του εβραϊκού Μασοριτικού κειμένου που εκπόνησαν.
Οι αντιγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών κατέβαλλαν και αυτοί ένθερμες προσπάθειες να αναπαράγουν πιστά το κείμενο των Γραφών.
Γιατί μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η Αγία Γραφή δεν έχει αλλάξει;
Παρά την προσοχή που έδειχναν οι αντιγραφείς των Βιβλικών χειρογράφων, παρεισέφρησαν στο κείμενο μερικά μικρά λάθη και αλλαγές. Κατά κανόνα, αυτά είναι ασήμαντα και δεν έχουν αντίκτυπο στη γενική ακεραιότητα της Αγίας Γραφής. Έχουν εντοπιστεί και διορθωθεί μέσω προσεκτικής λόγιας σύγκρισης ή κριτικής παραβολής των πολλών σωζόμενων χειρογράφων και αρχαίων μεταφράσεων. Η κριτική μελέτη του εβραϊκού κειμένου των Γραφών ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Κένικοτ δημοσίευσε στην Οξφόρδη (τα έτη 1776-1780) τις αποδόσεις 600 και πλέον Μασοριτικών εβραϊκών χειρογράφων, ο δε Ιταλός λόγιος Τζιαμπερνάρντο ντε Ρόσι δημοσίευσε στην Πάρμα από το 1784 ως το 1798 τις συγκρίσεις 731 χειρογράφων. Κριτικές εκδόσεις του κειμένου των Εβραϊκών Γραφών εκπονήθηκαν επίσης από τον Γερμανό λόγιο Μπάερ και, πιο πρόσφατα, από τον Κ. Ντ. Γκίνσμπουργκ. Ο Ρούντολφ Κίτελ, λόγιος της εβραϊκής, έθεσε το 1906 σε κυκλοφορία την πρώτη έκδοση του έργου του Μπίμπλια Χεμπράικα ([Biblia Hebraica] Η Εβραϊκή Βίβλος), παρέχοντας τη δυνατότητα μελέτης του κειμένου μέσω υποσημειώσεων και παραβάλλοντας πολλά εβραϊκά χειρόγραφα του Μασοριτικού κειμένου. Το βασικό κείμενο που χρησιμοποίησε ήταν το κείμενο του Μπεν Χαγίμ. Όταν όμως έγιναν διαθέσιμα τα παλιότερα και ανώτερα Μασοριτικά κείμενα του Μπεν Ασίρ, ο Κίτελ άρχισε να ετοιμάζει μια ολοκαίνουρια τρίτη έκδοση, την οποία ολοκλήρωσαν οι συνεργάτες του μετά το θάνατό του.
Η 7η, η 8η και η 9η έκδοση της Μπίμπλια Χεμπράικα (1951-1955) αποτέλεσαν το βασικό κείμενο που χρησιμοποιήθηκε για να μεταφραστούν στην αγγλική οι Εβραϊκές Γραφές της Μετάφρασης Νέου Κόσμου, η πρώτη έκδοση της οποίας κυκλοφόρησε στο διάστημα 1950-1960. Μια καινούρια έκδοση του εβραϊκού κειμένου, η Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια (Biblia Hebraica Stuttgartensia), κυκλοφόρησε το 1977. Με βάση αυτή την έκδοση εμπλουτίστηκαν με πιο σύγχρονες πληροφορίες οι υποσημειώσεις της Μετάφρασης Νέου Κόσμου που εκδόθηκε το 1984.
Η πρώτη τυπωμένη έκδοση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήταν αυτή που εμφανίζεται στην Κομπλούτιο Πολύγλωττο (στην ελληνική και στη λατινική), των ετών 1514-1517. Τότε, το 1516, ο Ολλανδός λόγιος Ντεζιντέριους Έρασμος έθεσε σε κυκλοφορία την πρώτη δική του έκδοση ενός ελληνικού κριτικού κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Η έκδοση αυτή περιείχε πολλά λάθη, αλλά ένα βελτιωμένο κείμενό της έγινε διαθέσιμο μέσω τεσσάρων μεταγενέστερων εκδόσεων, από το 1519 ως το 1535. Αργότερα, ένας τυπογράφος και εκδότης στο Παρίσι, ο Ρομπέρ Εστιέν, ή Στέφανος, κυκλοφόρησε διάφορες εκδόσεις της ελληνικής «Καινής Διαθήκης», οι οποίες βασίζονταν κυρίως στο κείμενο του Έρασμου, αλλά περιείχαν διορθώσεις σύμφωνα με την Κομπλούτιο Πολύγλωττο και με 15 χειρόγραφα των πιο πρόσφατων αιώνων. Η τρίτη έκδοση του ελληνικού κειμένου του Στεφάνου (που κυκλοφόρησε το 1550) αποτέλεσε, στην ουσία, το Παραδεδεγμένο Κείμενο (textus receptus στη λατινική), το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πολλές από τις πρώτες αγγλικές μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων και η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου του 1611.
Ερχόμενοι πιο κοντά στην εποχή μας, βρίσκουμε μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη κριτική έκδοση του ελληνικού κειμένου την οποία εκπόνησε ο Γ. Γ. Γκρίσμπαχ, ο οποίος επωφελήθηκε από υλικό που είχαν συγκεντρώσει άλλοι, αλλά έδωσε προσοχή και στις Γραφικές παραθέσεις που έκαναν συγγραφείς των πρώτων αιώνων, όπως ο Ωριγένης. Επιπλέον, ο Γκρίσμπαχ μελέτησε τις αποδόσεις διαφόρων μεταφράσεων, όπως η αρμενική, η γοτθική και η Φιλοξένια. Θεωρούσε ότι τα σωζόμενα χειρόγραφα απαρτίζουν τρεις οικογένειες, ή αλλιώς αναθεωρήσεις, τη βυζαντινή, τη δυτική και την αλεξανδρινή, και ο ίδιος προτιμούσε τα κείμενα της τελευταίας. Διάφορα τμήματα του κριτικού ελληνικού κειμένου του κυκλοφόρησαν μεταξύ του 1774 και του 1806, η δε κύρια έκδοση ολόκληρου του ελληνικού κειμένου κυκλοφόρησε τα έτη 1796-1806. Το κείμενο του Γκρίσμπαχ χρησιμοποιήθηκε στην αγγλική μετάφραση του Σαρπ το 1840 και είναι το ελληνικό κείμενο που τυπώθηκε στο Εμφατικό Δίγλωττο, του Μπέντζαμιν Γουίλσον, το 1864.
Μια κριτική έκδοση του κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών που έτυχε ευρείας αποδοχής είναι αυτή που εκπόνησαν το 1881 δύο λόγιοι του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, ο Μπ. Φ. Γουέστκοτ και ο Φ. Τζ. Α. Χορτ. Ήταν το προϊόν 28 χρόνων ανεξάρτητης εργασίας, αν και οι δυο τους αντάλλασσαν απόψεις τακτικά. Όπως ο Γκρίσμπαχ, έτσι και αυτοί κατέτασσαν τα χειρόγραφα σε οικογένειες και βασίστηκαν κυρίως στο «ουδέτερο κείμενο», όπως το ονόμασαν, το οποίο περιλάμβανε το φημισμένο Σιναϊτικό Χειρόγραφο και το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209—και τα δύο του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. Μολονότι ο Γουέστκοτ και ο Χορτ θεωρούσαν πολύ καθοριστική τη συμφωνία μεταξύ αυτών των χειρογράφων, ιδιαίτερα όταν υπήρχε υποστήριξη και από άλλα αρχαία μεγαλογράμματα χειρόγραφα, δεν παρέμεναν άκαμπτοι σε αυτή τη θέση. Λάβαιναν υπόψη κάθε πιθανό παράγοντα καθώς προσπαθούσαν να λύσουν τα προβλήματα που παρουσίαζαν τα αντικρουόμενα κείμενα, και όταν δύο αποδόσεις είχαν την ίδια βαρύτητα, το επισήμαιναν και αυτό στην κριτική έκδοση του κειμένου τους. Το κείμενο των Γουέστκοτ και Χορτ ήταν εκείνο που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να μεταφραστούν στην αγγλική οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές της Μετάφρασης Νέου Κόσμου. Ωστόσο, η Επιτροπή της Μετάφρασης Νέου Κόσμου της Αγίας Γραφής συμβουλεύτηκε και άλλα εξαίρετα ελληνικά κείμενα, όπως το ελληνικό κείμενο του Νέστλε (1948).
Σχολιάζοντας την ιστορία του κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών και τα αποτελέσματα της σύγχρονης έρευνας των κειμένων, ο καθηγητής Κουρτ Άλαντ έγραψε: «Η πείρα 40 ετών και τα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως από την εξέταση . . . χειρογράφων σε 1.200 σημεία δοκιμής οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: Το κείμενο της Καινής Διαθήκης έχει μεταβιβαστεί άριστα, καλύτερα από κάθε άλλο σύγγραμμα της αρχαιότητας. Η πιθανότητα να βρεθούν χειρόγραφα που θα άλλαζαν ριζικά το κείμενό της είναι μηδενική».—Η Καινή Διαθήκη—Μεταβιβασμένη Αξιόπιστα (Das Neue Testament—zuverlässig überliefert), Στουτγάρδη, 1986, σ. 27, 28.
Τα σωζόμενα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (στην ελληνική και σε άλλες γλώσσες) παρουσιάζουν παραλλαγές όσον αφορά το κείμενο. Οι παραλλαγές είναι αναμενόμενες με δεδομένη την ανθρώπινη ατέλεια και τις επανειλημμένες αντιγραφές των χειρογράφων, ιδίως από πολλούς αντιγραφείς που δεν ήταν επαγγελματίες. Αν ορισμένα χειρόγραφα προέρχονται από ένα κοινό παλιότερο χειρόγραφο, αν έχουν ίσως προκύψει από αντιγραφή μιας συγκεκριμένης αναθεώρησης προγενέστερων κειμένων ή αν έχουν παραχθεί σε συγκεκριμένη περιοχή, κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν τουλάχιστον μερικές παραλλαγές κοινές, γι’ αυτό και θεωρείται ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή ομάδα. Με βάση την ομοιότητα τέτοιων παραλλαγών, οι λόγιοι έχουν προσπαθήσει να κατατάξουν τα κείμενα σε ομάδες, ή αλλιώς οικογένειες, ο αριθμός των οποίων έχει αυξηθεί με το πέρασμα του χρόνου, ώσπου τώρα πλέον γίνεται λόγος για το αλεξανδρινό, το δυτικό, το ανατολικό (της Συρίας και της Καισάρειας) και το βυζαντινό κείμενο, οι οποίες ομάδες αντιπροσωπεύονται από διάφορα χειρόγραφα ή από διαφορετικές εκδοχές του κειμένου διάσπαρτες σε πολλά χειρόγραφα. Ωστόσο, παρά τις παραλλαγές που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές οικογένειες χειρογράφων (και τις παραλλαγές εντός κάθε ομάδας), οι Γραφές έχουν μεταδοθεί σε εμάς ουσιαστικά με τη μορφή που είχαν τα πρωτότυπα θεόπνευστα συγγράμματα. Οι παραλλαγές του κειμένου δεν επηρεάζουν τις Γραφικές διδασκαλίες γενικά. Οι δε λόγιες συγκρίσεις έχουν διορθώσει τα λάθη που είχαν κάποια σημασία, ώστε σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να έχουμε ένα κείμενο αυθεντικό και αξιόπιστο.
Αφότου ο Γουέστκοτ και ο Χορτ εκπόνησαν το επεξεργασμένο ελληνικό κείμενό τους, έχουν τυπωθεί διάφορες κριτικές εκδόσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει Η Ελληνική Καινή Διαθήκη (The Greek New Testament) την οποία εξέδωσαν οι Ενωμένες Βιβλικές Εταιρίες και τώρα βρίσκεται στην τρίτη της έκδοση. Πανομοιότυπη φρασεολογία χρησιμοποιεί η 26η έκδοση του λεγόμενου κειμένου των Νέστλε-Άλαντ, που κυκλοφόρησε το 1979 στη Στουτγάρδη.—Βλέπε ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ.
Χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών. Σήμερα σώζονται σε διάφορες βιβλιοθήκες γύρω στα 6.000 χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών—ολόκληρων ή διαφόρων τμημάτων τους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα περιέχουν το Μασοριτικό κείμενο και χρονολογούνται από το δέκατο αιώνα Κ.Χ. ή μετέπειτα. Οι Μασορίτες (δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ.) επιδίωκαν να μεταβιβάσουν το εβραϊκό κείμενο πιστά και δεν άλλαζαν τη φρασεολογία του ίδιου του κειμένου. Ωστόσο, για να διαφυλάξουν την παραδοσιακή προφορά του συμφωνικού κειμένου στο οποίο δεν υπήρχαν φωνήεντα, επινόησαν συστήματα φωνηεντικών σημείων και τονισμού. Επιπρόσθετα, στη Μασόρα τους, δηλαδή στις περιθωριακές σημειώσεις, επισήμαναν ιδιομορφίες του κειμένου και παρέθεσαν διορθώσεις όσον αφορά τη διατύπωση τις οποίες θεωρούσαν απαραίτητες. Το Μασοριτικό κείμενο είναι αυτό που εμφανίζεται στις Γραφές οι οποίες τυπώνονται στην εβραϊκή σήμερα.
Τα φθαρμένα χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών που χρησιμοποιούνταν στις Ιουδαϊκές συναγωγές αντικαθίσταντο από επικυρωμένα αντίγραφα, ενώ τα ξεθωριασμένα ή φθαρμένα χειρόγραφα αποθηκεύονταν στην γκενίζα (χώρο αποθήκευσης ή φύλαξης στις συναγωγές). Τελικά, όταν η γκενίζα γέμιζε, τα χειρόγραφα απομακρύνονταν και θάβονταν τελετουργικά. Αναμφίβολα πολλά αρχαία χειρόγραφα χάθηκαν έτσι. Ωστόσο, τα περιεχόμενα της γκενίζα που διέθετε η συναγωγή στο Παλιό Κάιρο σώθηκαν, πιθανότατα επειδή αυτή η γκενίζα ήταν περιτοιχισμένη και λησμονημένη επί αιώνες. Μετά την ανοικοδόμηση της συναγωγής το 1890 Κ.Χ., τα χειρόγραφα που υπήρχαν στην γκενίζα της επανεξετάστηκαν, και από εκεί σχεδόν πλήρη χειρόγραφα και σπαράγματα των Εβραϊκών Γραφών (μερικά λέγεται ότι είναι του έκτου αιώνα Κ.Χ.) κατέληξαν σε διάφορες βιβλιοθήκες.
Ένα από τα παλιότερα σωζόμενα σπαράγματα που περιέχουν Γραφικές περικοπές είναι ο Πάπυρος Νας, που βρέθηκε στην Αίγυπτο και φυλάσσεται στο Κέμπριτζ της Αγγλίας. Ο πάπυρος αυτός ήταν προφανώς μέρος μιας διδακτικής συλλογής, χρονολογείται από το δεύτερο ή τον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ. και αποτελείται από τέσσερα μόνο σπαράγματα 24 γραμμών ενός προμασοριτικού κειμένου των Δέκα Εντολών και μερικών εδαφίων από το Δευτερονόμιο, κεφάλαια 5 και 6.
Από το 1947 έχουν βρεθεί πολλοί ρόλοι, Βιβλικοί και μη, σε διάφορες περιοχές Δ της Νεκράς Θαλάσσης, οι οποίοι αποκαλούνται γενικά Ρόλοι της Νεκράς Θαλάσσης. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς είναι κάποια χειρόγραφα που ανακαλύφτηκαν σε διάφορες σπηλιές στο Ουάντι Κουμράν (Νάχαλ Κούμραν) και γύρω από αυτό. Τα χειρόγραφα αυτά είναι επίσης γνωστά ως κείμενα του Κουμράν και προφανώς ανήκαν κάποτε σε μια Ιουδαϊκή θρησκευτική κοινότητα που έδρευε στο κοντινό Χίρμπετ Κουμράν (Χορβάτ Κούμραν). Η πρώτη ανακάλυψη έγινε από κάποιον Βεδουίνο σε μια σπηλιά περίπου 15 χλμ. Ν της Ιεριχώς, στην οποία αυτός βρήκε πολλά πήλινα πιθάρια γεμάτα με αρχαία χειρόγραφα. Ένα από αυτά ήταν ο φημισμένος πλέον Ρόλος της Νεκράς Θαλάσσης που περιέχει το βιβλίο του Ησαΐα (1Qlsa), ένας καλοδιατηρημένος δερμάτινος ρόλος με όλο το βιβλίο του Ησαΐα, εκτός από μερικά κενά. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 322) Ο ρόλος αυτός περιέχει προμασοριτική εβραϊκή γραφή και τοποθετείται στα τέλη του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. Επομένως, είναι περίπου χίλια χρόνια αρχαιότερος από το παλιότερο σωζόμενο χειρόγραφο του Μασοριτικού κειμένου. Εντούτοις, αν και εμφανίζει κάποιες διαφορές στην ορθογραφία και στη γραμματική, δεν παρουσιάζει δογματικές αποκλίσεις από το Μασοριτικό κείμενο. Ανάμεσα στα κείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή του Κουμράν υπάρχουν σπαράγματα 170 και πλέον ρόλων με αποσπάσματα από όλα τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, εκτός του βιβλίου της Εσθήρ, ενώ για ορισμένα βιβλία υπάρχουν περισσότερα από ένα αντίγραφα. Αυτά τα χειρόγραφα—ρόλοι και σπαράγματα—πιστεύεται ότι χρονολογούνται κατά προσέγγιση από το 250 Π.Κ.Χ. μέχρι τα μέσα περίπου του πρώτου αιώνα Κ.Χ. και περιέχουν διάφορα είδη εβραϊκού κειμένου, όπως ένα πρωτομασοριτικό κείμενο ή κάποιο που αποτέλεσε τη βάση για τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Οι μελέτες αυτής της ύλης συνεχίζονται ακόμη.
Ένα από τα σπουδαιότερα εβραϊκά χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών σε περγαμηνή vellum είναι ο Καραϊτικός Κώδικας του Καΐρου με τους Προφήτες. Περιέχει τη Μασόρα καθώς και φωνηεντικά σημεία, ενώ ο κολοφώνας του δείχνει ότι ολοκληρώθηκε γύρω στο 895 Κ.Χ. από τον διακεκριμένο Μασορίτη Μωυσή μπεν Ασίρ από την Τιβεριάδα. Ένα άλλο σημαντικό χειρόγραφο (του 916 Κ.Χ.) είναι ο Κώδικας της Πετρούπολης με τους Μεταγενέστερους Προφήτες. Ο Σεφαρδικός Κώδικας του Χαλεπίου, που φυλασσόταν άλλοτε στο Χαλέπι της Συρίας και τώρα βρίσκεται στο Ισραήλ, περιείχε μέχρι πρόσφατα ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές. Το αρχικό συμφωνικό του κείμενο το διόρθωσε, το έστιξε και το εμπλούτισε με τη Μασόρα ο Ααρών μπεν Ασίρ, γιος του Μωυσή μπεν Ασίρ γύρω στο 930 Κ.Χ. Το παλιότερο χρονολογημένο χειρόγραφο που περιέχει όλες τις Εβραϊκές Γραφές στην εβραϊκή είναι το Χειρόγραφο του Λένινγκραντ Αρ. Β 19Α, το οποίο φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης, στη Ρωσία. Αντιγράφηκε το 1008 Κ.Χ. «από τα διορθωμένα βιβλία που επιμελήθηκε και σχολίασε ο Ααρών μπεν Μωυσής μπεν Ασίρ ο δάσκαλος». Άλλο σημαντικό εβραϊκό χειρόγραφο είναι ένας κώδικας της Πεντατεύχου που φυλάσσεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (Κώδικας Oriental 4445), ο οποίος περιέχει τα εδάφια Γένεση 39:20 ως Δευτερονόμιο 1:33 (εκτός από τα εδ. Αρ 7:46-73 και 9:12–10:18, που λείπουν ή προστέθηκαν αργότερα) και χρονολογείται κατά πάσα πιθανότητα από το δέκατο αιώνα Κ.Χ.
Πολλά χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών γράφτηκαν στην ελληνική. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι ένα που ανήκει στη συλλογή των Παπύρων Φουάντ (Αρ. 266 στον Κατάλογο Χειρογράφων, ιδιοκτησία της Αιγυπτιακής Εταιρίας Παπυρολογίας, του Καΐρου) και περιέχει τμήματα από τη Γένεση και από το δεύτερο ήμισυ του Δευτερονομίου σύμφωνα με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Χρονολογείται από τον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ. και εμφανίζει σε διάφορα σημεία το θεϊκό όνομα γραμμένο με τετράγωνους εβραϊκούς χαρακτήρες μέσα στο ελληνικό κείμενο. Αποσπάσματα του Δευτερονομίου, από τα κεφάλαια 23 ως 28, βρίσκονται στον Πάπυρο Ράιλαντς iii. 458 του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., ο οποίος φυλάσσεται στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ένα άλλο από τα κυριότερα χειρόγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιέχει αποσπάσματα των βιβλίων Ιωνάς, Μιχαίας, Αββακούμ, Σοφονίας και Ζαχαρίας. Σε αυτόν το δερμάτινο ρόλο, που ανάγεται στο τέλος του πρώτου αιώνα Κ.Χ., το θεϊκό όνομα αποδίδεται με το Τετραγράμματο, γραμμένο με αρχαίους εβραϊκούς χαρακτήρες.—Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ.
Χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Οι Χριστιανικές Γραφές γράφτηκαν στην Κοινή Ελληνική. Αν και, από ό,τι είναι γνωστό, σήμερα δεν υπάρχει κανένα πρωτότυπο ιδιόχειρο χειρόγραφο των Χριστιανικών Γραφών, υπολογίζεται ότι σώζονται περίπου 5.000 αντίγραφα χειρογράφων που περιέχουν αυτές τις Γραφές—όλες ή μέρος τους—στην ελληνική.
Χειρόγραφα σε πάπυρο. Βιβλικοί πάπυροι μεγάλης σπουδαιότητας εντοπίστηκαν ανάμεσα στους κώδικες από πάπυρο οι οποίοι βρέθηκαν στην Αίγυπτο γύρω στο 1930, η δε αγορά τους δημοσιοποιήθηκε το 1931. Μερικοί από αυτούς τους ελληνικούς κώδικες (που χρονολογούνται από το δεύτερο ως τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ.) αποτελούνται από μέρη οχτώ βιβλίων των Εβραϊκών Γραφών (Γένεση, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ και Εσθήρ), ενώ τρεις περιέχουν τμήματα 15 βιβλίων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Τους περισσότερους από αυτούς τους Γραφικούς παπύρους τούς αγόρασε ένας Αμερικανός συλλέκτης χειρογράφων, ο Ά. Τσέστερ Μπίτι, και τώρα φυλάσσονται στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Οι υπόλοιποι αποκτήθηκαν από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και από άλλους.
Ο διεθνής προσδιορισμός των Βιβλικών παπύρων είναι ένα κεφαλαίο «P» ακολουθούμενο από μικρό εκθέτη. Ο Πάπυρος Τσέστερ Μπίτι Αρ. 1 (P45) αποτελείται από τμήματα 30 φύλλων ενός κώδικα που πιθανόν να είχε κάποτε περίπου 220 φύλλα. Ο P45 περιέχει τμήματα των τεσσάρων Ευαγγελίων και του βιβλίου των Πράξεων. Ο Πάπυρος Τσέστερ Μπίτι Αρ. 3 (P47) είναι ένας αποσπασματικός κώδικας της Αποκάλυψης που περιέχει δέκα ελαφρώς φθαρμένα φύλλα. Αυτοί οι δύο πάπυροι πιστεύεται ότι χρονολογούνται από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο Πάπυρος Τσέστερ Μπίτι Αρ. 2 (P46) που πιστεύεται ότι χρονολογείται περίπου από το 200 Κ.Χ. Έχει 86 ελαφρώς φθαρμένα φύλλα, από έναν κώδικα που αρχικά ίσως είχε 104 φύλλα, και εξακολουθεί να περιέχει εννιά από τις θεόπνευστες επιστολές του Παύλου: Ρωμαίους, Εβραίους, Πρώτη Κορινθίους, Δεύτερη Κορινθίους, Εφεσίους, Γαλάτες, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Πρώτη Θεσσαλονικείς. Το γεγονός ότι αυτός ο παλιός κώδικας περιλαμβάνει την επιστολή προς τους Εβραίους είναι άξιο προσοχής. Επειδή η εν λόγω επιστολή δεν αναφέρει το όνομα του συγγραφέα της, η συγγραφή της από τον Παύλο έχει αμφισβητηθεί συχνά. Αλλά το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στον P46, ο οποίος προφανώς περιέχει αποκλειστικά επιστολές του Παύλου, δείχνει ότι γύρω στο 200 Κ.Χ. οι πρώτοι Χριστιανοί δέχονταν την επιστολή προς τους Εβραίους ως θεόπνευστο σύγγραμμα του αποστόλου Παύλου. Στον ίδιο κώδικα εμφανίζεται και η επιστολή προς τους Εφεσίους, πράγμα που καταρρίπτει επίσης τους ισχυρισμούς ότι δεν έγραψε ο Παύλος αυτή την επιστολή.
Στη Βιβλιοθήκη Τζον Ράιλαντς, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, υπάρχει ένα μικρό σπάραγμα παπύρου από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (μερικά εδάφια από το 18ο κεφάλαιο), το οποίο έχει καταχωριστεί ως Πάπυρος Ράιλαντς 457. Προσδιορίζεται διεθνώς ως P52. Είναι το παλιότερο σωζόμενο σπάραγμα χειρογράφου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, εφόσον γράφτηκε στο πρώτο ήμισυ του δεύτερου αιώνα, πιθανόν γύρω στο 125 Κ.Χ., άρα μόλις ένα τέταρτο του αιώνα περίπου μετά το θάνατο του Ιωάννη. Το γεγονός ότι προφανώς κυκλοφορούσε τότε στην Αίγυπτο (όπου ανακαλύφτηκε το σπάραγμα) αντίγραφο του Ευαγγελίου του Ιωάννη δείχνει ότι τα καλά νέα κατά τον Ιωάννη όντως καταγράφηκαν τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. και μάλιστα από τον ίδιο τον Ιωάννη, όχι από κάποιον άγνωστο συγγραφέα προς τα τέλη του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., μετά το θάνατο του Ιωάννη, όπως ισχυρίζονταν κάποτε ορισμένοι κριτικοί.
Η πιο σημαντική προσθήκη στη συλλογή των Βιβλικών παπύρων μετά την ανακάλυψη των Παπύρων Τσέστερ Μπίτι ήταν η απόκτηση των Παπύρων Μπόντμερ, που δημοσιεύτηκαν μεταξύ των ετών 1956 και 1961. Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι ο Πάπυρος Μπόντμερ 2 (P66) και ο Πάπυρος Μπόντμερ 14, 15 (P75), γραμμένοι και οι δύο γύρω στο 200 Κ.Χ. Ο Πάπυρος Μπόντμερ 2 περιέχει μεγάλο μέρος του Ευαγγελίου του Ιωάννη, ενώ ο Πάπυρος Μπόντμερ 14, 15 περιλαμβάνει πολλά αποσπάσματα από τον Λουκά και τον Ιωάννη, το δε κείμενό του είναι παραπλήσιο του Βατικανού Χειρογράφου Αρ. 1209.
Χειρόγραφα σε περγαμηνή vellum. Τα Βιβλικά χειρόγραφα που είναι γραμμένα σε περγαμηνή vellum περιλαμβάνουν ενίοτε τόσο τις Εβραϊκές όσο και τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, αν και μερικά έχουν μόνο τις Χριστιανικές Γραφές.
Ο Κώδικας του Βέζα, που προσδιορίζεται με το γράμμα «D», είναι ένα πολύτιμο χειρόγραφο του πέμπτου αιώνα Κ.Χ. Αν και ο πραγματικός τόπος της προέλευσής του είναι άγνωστος, αποκτήθηκε στη Γαλλία το 1562. Περιέχει τα Ευαγγέλια, το βιβλίο των Πράξεων και μόνο μερικά άλλα εδάφια, είναι δε μεγαλογράμματο χειρόγραφο, με ελληνικό κείμενο στις σελίδες που βρίσκονται αριστερά και παράλληλο λατινικό στις σελίδες που βρίσκονται δεξιά. Φυλάσσεται στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ στην Αγγλία, καθώς δωρήθηκε σε αυτό το ίδρυμα από τον Θεόδωρο Βέζα το 1581.
Ο Κλαρομοντάνιος Κώδικας (D2) είναι επίσης γραμμένος στην ελληνική και στη λατινική σε αντικριστές σελίδες—το ελληνικό κείμενο στα αριστερά και το λατινικό στα δεξιά. Περιέχει τις κανονικές επιστολές του Παύλου, μεταξύ των οποίων την επιστολή προς τους Εβραίους, και θεωρείται ότι είναι του έκτου αιώνα. Λέγεται ότι βρέθηκε στο μοναστήρι του Κλερμόν στη Γαλλία και αποκτήθηκε από τον Θεόδωρο Βέζα, αλλά τώρα φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.
Ένα από τα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών σε περγαμηνή vellum που ανακαλύφτηκαν πιο πρόσφατα είναι ο Κώδικας της Ουάσινγκτον I, ο οποίος περιέχει τα Ευαγγέλια στην ελληνική (στη συνηθισμένη δυτική διάταξη: Ματθαίος, Ιωάννης, Λουκάς και Μάρκος). Αποκτήθηκε το 1906 στην Αίγυπτο και φυλάσσεται στην Πινακοθήκη Τέχνης Φριρ στην Ουάσινγκτον, D.C.
-