ΠΟΡΝΕΙΑ
Αθέμιτες σεξουαλικές σχέσεις έξω από τα πλαίσια του Γραφικού γάμου. Το εβραϊκό ρήμα ζανάχ και οι συγγενικοί του τύποι μεταδίδουν την ιδέα της πορνείας με την έννοια είτε του αγοραίου έρωτα είτε των ανήθικων σεξουαλικών σχέσεων. (Γε 38:24· Εξ 34:16· Ωσ 1:2· Λευ 19:29) Η αντίστοιχη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι η λέξη πορνεία. Σχετικά με τις έννοιες της πορνείας, ο Μπ. Φ. Γουέστκοτ λέει τα εξής στο βιβλίο του Η Επιστολή του Αγίου Παύλου προς τους Εφεσίους ([Saint Paul’s Epistle to the Ephesians] 1906, σ. 76): «Πρόκειται για γενικό όρο που αναφέρεται σε όλες τις αθέμιτες σεξουαλικές σχέσεις, (1) τη μοιχεία: Ωσ. 2:2, 4 (Ο΄)· Ματθ. 5:32· 19:9· (2) τον παράνομο γάμο, 1 Κορ. 5:1· (3) τη συνουσία μεταξύ άγαμων ατόμων, όπως εδώ [Εφ 5:3]». Το Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Greek-English Lexicon of the New Testament] αναθεώρηση Φ. Γ. Γκίνγκριχ και Φ. Ντάνκερ, 1979, σ. 693), του Μπάουερ, ορίζει την πορνεία ως «ιεροδουλία, έλλειψη αγνότητας, συνουσία μεταξύ άγαμων ατόμων, κάθε είδους αθέμιτη σεξουαλική σχέση». Η πορνεία θεωρείται ότι περιλαμβάνει χονδροειδώς ανήθικη χρήση του γεννητικού οργάνου ή οργάνων τουλάχιστον ενός ανθρώπου και προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ή περισσότερων μερών (περιλαμβανομένου ενός ακόμη συναινετικού ανθρώπου ή ενός ζώου), είτε του ιδίου είτε του αντίθετου φύλου. (Ιου 7) Η παράνομη πράξη ενός βιαστή αποτελεί πορνεία, αλλά, φυσικά, δεν καθιστά πόρνο και το άτομο που βιάζεται παρά τη θέλησή του.
Όταν ο Θεός τέλεσε τον πρώτο γάμο, είπε: «Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη σύζυγό του και θα γίνουν μία σάρκα». (Γε 2:24) Το πρότυπο που τέθηκε εδώ για τον άντρα και τη γυναίκα ήταν η μονογαμία, κάτι που απέκλειε τη σεξουαλική ελευθεριότητα. Επίσης, δεν υπήρχε πρόβλεψη για διαζύγιο και νέο γάμο με άλλον σύντροφο.—Βλέπε ΔΙΑΖΥΓΙΟ.
Στην πατριαρχική κοινωνία, οι πιστοί υπηρέτες του Θεού μισούσαν την πορνεία, είτε μεταξύ άγαμων ή αρραβωνιασμένων είτε μεταξύ έγγαμων ατόμων, και τη θεωρούσαν αμαρτία εναντίον του Θεού.—Γε 34:1, 2, 6, 7, 31· 38:24-26· 39:7-9.
Υπό το Νόμο. Υπό το Μωσαϊκό Νόμο, αν ένας άντρας διέπραττε πορνεία με μια κοπέλα η οποία δεν ήταν αρραβωνιασμένη, ήταν υποχρεωμένος να την παντρευτεί και να καταβάλει στον πατέρα της το αντίτιμο αγοράς για τις νύφες (50 σίκλους ασήμι· $110), δεν μπορούσε δε να τη διαζευχθεί όλες τις ημέρες της ζωής του. Ακόμη και αν ο πατέρας της αρνούνταν να του τη δώσει σε γάμο, αυτός έπρεπε να καταβάλει το αντίτιμο αγοράς στον πατέρα. (Εξ 22:16, 17· Δευ 22:28, 29) Ωστόσο, αν η κοπέλα ήταν αρραβωνιασμένη, ο άντρας έπρεπε να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου. Αν η αρραβωνιασμένη κοπέλα είχε φωνάξει όταν δέχτηκε την επίθεση, δεν έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά αν δεν είχε φωνάξει (κάτι που υποδήλωνε συναίνεση), έπρεπε και εκείνη να θανατωθεί.—Δευ 22:23-27.
Η ιερότητα του γάμου υπογραμμιζόταν από το νόμο που τιμωρούσε με θάνατο μια κοπέλα αν αυτή παντρευόταν προσποιούμενη ότι ήταν παρθένα ενώ είχε διαπράξει πορνεία κρυφά. Αν ο σύζυγός της την κατηγορούσε ψευδώς για ένα τέτοιο αδίκημα, θεωρούνταν ότι επέσυρε μεγάλο όνειδος στο σπίτι του πατέρα της. Για αυτή τη συκοφαντική πράξη του, έπρεπε να “διαπαιδαγωγηθεί” από τους κριτές, ίσως με χτυπήματα, και να καταβάλει πρόστιμο 100 σίκλων ασημιού ($220), το οποίο ακολούθως έπρεπε να δοθεί στον πατέρα. (Δευ 22:13-21) Αν πόρνευε η κόρη ενός ιερέα, κατήσχυνε το ιερό του αξίωμα. Έπρεπε να θανατωθεί και στη συνέχεια να καεί ως κάτι το απεχθές. (Λευ 21:9· βλέπε επίσης Λευ 19:29.) Η πορνεία μεταξύ εγγάμων (μοιχεία) συνιστούσε παραβίαση της έβδομης εντολής και επέσυρε τη θανατική ποινή και για τα δύο μέρη.—Εξ 20:14· Δευ 5:18· 22:22.
Αν κάποιος άντρας διέπραττε πορνεία με μια υπηρέτρια η οποία είχε οριστεί για άλλον άντρα αλλά δεν είχε απολυτρωθεί ή ελευθερωθεί, έπρεπε μεν να υπάρξει τιμωρία, αλλά δεν έπρεπε να θανατωθούν. (Λευ 19:20-22) Προφανώς αυτό γινόταν επειδή η γυναίκα δεν είχε ακόμη αφεθεί ελεύθερη και δεν είχε τον πλήρη έλεγχο των πράξεών της, όπως μια αρραβωνιασμένη κοπέλα που είχε την ελευθερία της. Το απολυτρωτικό αντίτιμο δεν είχε καταβληθεί ακόμη, ή τουλάχιστον δεν είχε εξοφληθεί πλήρως, οπότε αυτή παρέμενε υπόδουλη στον κύριό της.
Όταν ο μισθωτός προφήτης Βαλαάμ δεν κατόρθωσε να φέρει κατάρα πάνω στον Ισραήλ μετερχόμενος μαντικά μέσα, βρήκε τρόπο να επισύρει εναντίον του Ισραήλ τη δυσαρέσκεια του Θεού κάνοντας έκκληση στην εσφαλμένη επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις. Χρησιμοποιώντας τις γυναίκες του Μωάβ, παρέσυρε τους Ισραηλίτες να επιδοθούν στη ρυπαρή, φαλλική λατρεία του Βάαλ του Φεγώρ, εξαιτίας της οποίας πέθαναν 24.000 γιοι του Ισραήλ.—Αρ 25:1-9· 1Κο 10:8 (πιθανότατα 1.000 επικεφαλής του λαού θανατώθηκαν και κρεμάστηκαν σε ξύλο [Αρ 25:4] και οι υπόλοιποι αφανίστηκαν είτε από σπαθί είτε από τη μάστιγα).
Απαγορεύεται για τους Χριστιανούς. Ο Ιησούς Χριστός αποκατέστησε το αρχικό πρότυπο της μονογαμίας που είχε θέσει ο Θεός (Ματ 5:32· 19:9) και έδειξε τον πονηρό χαρακτήρα της πορνείας συγκατατάσσοντάς την με το φόνο, την κλοπή, τους πονηρούς διαλογισμούς, την ψευδομαρτυρία και τη βλασφημία. Τόνισε ότι αυτά βγαίνουν μέσα από τον άνθρωπο, από την καρδιά του, και τον μολύνουν. (Ματ 15:19, 20· Μαρ 7:21-23) Μεταγενέστερα, το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, το οποίο αποτελούνταν από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους της Ιερουσαλήμ, έγραψε στους Χριστιανούς γύρω στο 49 Κ.Χ., προειδοποιώντας τους για την πορνεία και συγκαταριθμώντας την με την ειδωλολατρία και τη βρώση αίματος.—Πρ 15:20, 29· 21:25.
Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι η πορνεία συγκαταλέγεται στα έργα της σάρκας, τα οποία είναι το αντίθετο του καρπού του πνεύματος του Θεού, και προειδοποιεί ότι αν κάποιος επιδίδεται σε σαρκικά έργα δεν θα κληρονομήσει τη Βασιλεία. (Γα 5:19-21) Συμβουλεύει τον Χριστιανό να νεκρώσει το σώμα του «όσον αφορά την πορνεία». (Κολ 3:5) Μάλιστα, προειδοποιεί ότι η πορνεία δεν πρέπει να είναι ούτε καν θέμα συζήτησης μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι πρέπει να είναι άγιοι. Παρόμοια, οι Ισραηλίτες δεν έπρεπε να αναφέρουν τα ονόματα των ειδωλολατρικών θεών—όχι με την έννοια ότι δεν θα προειδοποιούσαν τα παιδιά τους σχετικά με αυτούς, αλλά με την έννοια ότι δεν θα τους ανέφεραν με εκτίμηση.—Εφ 5:3· Εξ 23:13.
Η πορνεία αποτελεί αδίκημα για το οποίο μπορεί να αποβληθεί (να αποκοπεί) κάποιος από τη Χριστιανική εκκλησία. (1Κο 5:9-13· Εβρ 12:15, 16) Ο απόστολος εξηγεί ότι ο Χριστιανός που διαπράττει πορνεία αμαρτάνει ενάντια στο ίδιο του το σώμα, χρησιμοποιώντας τα αναπαραγωγικά του μέλη για διεστραμμένο σκοπό. Ένα τέτοιο άτομο επηρεάζεται δυσμενώς από πνευματική άποψη σε μεγάλο βαθμό, μολύνει την εκκλησία του Θεού και εκθέτει τον εαυτό του στον κίνδυνο θανατηφόρων σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών. (1Κο 6:18, 19) Καταπατεί τα δικαιώματα των Χριστιανών αδελφών του (1Θε 4:3-7) (1) επιφέροντας ακαθαρσία και προσάπτοντας επαίσχυντη ανοησία και όνειδος στην εκκλησία (Εβρ 12:15, 16), (2) στερώντας από το άτομο με το οποίο διαπράττει πορνεία την καθαρή ηθική του υπόσταση και, αν αυτό το άτομο είναι άγαμο, τη δυνατότητα να είναι καθαρό όταν συνάψει γάμο, (3) στερώντας από τη δική του οικογένεια ένα καθαρό ηθικό υπόμνημα και (4) αδικώντας τους γονείς, το σύζυγο ή το μνηστήρα του ατόμου με το οποίο διαπράττει πορνεία. Δείχνει αδιαφορία όχι προς κάποιον άνθρωπο, του οποίου οι νόμοι μπορεί να κάνουν ανεκτή ή όχι την πορνεία, αλλά προς τον Θεό, ο οποίος θα επιβάλει τιμωρία για την αμαρτία του.—1Θε 4:8.
Συμβολική Χρήση. Ο Ιεχωβά Θεός χαρακτήρισε το έθνος του Ισραήλ, με το οποίο είχε συνάψει σχέση διαθήκης, ως τη “σύζυγό” του. (Ησ 54:5, 6) Όταν το έθνος έγινε άπιστο απέναντί του—αγνοώντας τον, στρεφόμενο για βοήθεια σε άλλα έθνη όπως η Αίγυπτος και η Ασσυρία και συνάπτοντας συμμαχίες μαζί τους—ο Ισραήλ ήταν σαν άπιστη σύζυγος, μοιχαλίδα, πόρνη, η οποία επιδιδόταν σε αχαλίνωτη πορνεία. (Ιεζ 16:15, 25-29) Παρόμοια, αν οι Χριστιανοί που έχουν σχέση αφιέρωσης με τον Θεό, ή που ισχυρίζονται ότι έχουν τέτοια σχέση, είναι άπιστοι συμμετέχοντας στην ψεύτικη λατρεία ή όντας φίλοι του κόσμου, τότε χαρακτηρίζονται μοιχαλίδες.—Ιακ 4:4.
Σχετικά με τη συμβολική έννοια της λέξης πορνεία σε μερικά εδάφια, ο Φ. Θορέλ (Ελληνικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Lexicon Graecum Novi Testamenti], Παρίσι, 1961, στ. 1106) λέει: «Αποστασία από την αληθινή πίστη, είτε ολοκληρωτική είτε μερική, αποσκίρτηση από τον έναν αληθινό Θεό, τον Γιαχβέ, σε ξένους θεούς [4Βα 9:22· Ιερ 3:2, 9· Ωσ 6:10 κτλ.· διότι ο δεσμός του Θεού με το λαό του θεωρούνταν ένα είδος πνευματικού γάμου]: Απ 14:8· 17:2, 4· 18:3· 19:2».—Οι αγκύλες δικές του· το βιβλίο 4Βα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα αντιστοιχεί στο 2Βα του Μασοριτικού κειμένου.
Η Βαβυλώνα η Μεγάλη, που περιγράφεται στο Γραφικό βιβλίο της Αποκάλυψης ως πόρνη, συμβολίζει κάτι το θρησκευτικό. Οι διάφορες αιρέσεις της, «Χριστιανικές» και παγανιστικές, ισχυρίζονται ότι είναι οργανώσεις αληθινής λατρείας. Αλλά η ίδια έχει συμπράξει με τους άρχοντες αυτού του κόσμου χάριν δύναμης και υλικών απολαβών, και μαζί της «πόρνευσαν οι βασιλιάδες της γης». Η ακάθαρτη, ρυπαρή, πορνική πορεία της είναι απεχθής ενώπιον του Θεού και έχει προξενήσει μεγάλη αιματοχυσία και δυστυχία στη γη. (Απ 17:1-6· 18:3) Εξαιτίας της πορείας της θα υποστεί την κρίση που επιφυλάσσει ο Θεός για όσους πορνεύουν, δηλαδή καταστροφή.—Απ 17:16· 18:8, 9.