ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
Νυκτόβιο αρπακτικό πουλί που αναφέρεται αρκετές φορές στη Βιβλική αφήγηση. Παλιότερα πίστευαν ότι συγγένευε με τα ιερακόμορφα, αλλά σήμερα συσχετίζεται γενικά με άλλα νυκτόβια πουλιά, όπως ο αιγοθήλης ο κεκράκτης και ο νυχτοπάτης.
Η κουκουβάγια έχει κοντό, αγκιστροειδές ράμφος και ισχυρά νύχια που μοιάζουν με του γερακιού και λειτουργούν σαν μέγκενη, αλλά διαφέρει από το γεράκι επειδή έχει πλατύ κεφάλι, μεγάλα μάτια και αφτιά, καθώς και ένα αναστρεφόμενο δάχτυλο σε κάθε πόδι έτσι ώστε, ενώ τα υπόλοιπα δάχτυλά της είναι στραμμένα προς τα εμπρός, αυτό το εξωτερικό δάχτυλο μπορεί να στρέφεται προς τα έξω ή ακόμη και προς τα πίσω, δίνοντάς της τη δυνατότητα να γαντζώνεται γερά σε διάφορα αντικείμενα. Χάρη στα μεγάλα μάτια της με τις διαστελλόμενες ίριδές τους, η κουκουβάγια αξιοποιεί στο έπακρο το αμυδρό φως της νύχτας, ανόμοια δε με τα περισσότερα άλλα πουλιά, τα μάτια της κοιτάζουν και τα δύο προς τα εμπρός, πράγμα που την καθιστά ικανή να βλέπει κάθε αντικείμενο και με τα δύο μάτια ταυτόχρονα. Το μαλακό φτέρωμά της έχει καστανά, γκρίζα, μαύρα και λευκά στίγματα, με πούπουλα που σχηματίζουν περίτεχνο σχέδιο, συνήθως δίνει δε την εντύπωση ότι το σώμα της είναι πολύ πιο ογκώδες. Σύμφωνα με ένα άρθρο του περιοδικού Σαϊεντίφικ Αμέρικαν ([Scientific American], Απρίλιος 1962, σ. 78), οι φτερούγες της κουκουβάγιας δεν παράγουν υπερηχητικές ταλαντώσεις, το δε μαλακό χνούδι της επάνω επιφάνειας και τα πούπουλα στα κροσσωτά άκρα του πρόσθιου και του οπίσθιου χείλους της φτερούγας προφανώς συμβάλλουν στη μείωση των αναταράξεων που προκαλεί η ροή του αέρα. Έτσι λοιπόν, η κουκουβάγια ορμάει μέσα στο σκοτάδι χωρίς να παράγει κανέναν ήχο και πέφτει αθόρυβα πάνω στην ανύποπτη λεία της, σκοτώνοντας κυρίως τρωκτικά, μολονότι μερικές κουκουβάγιες τρώνε επίσης μικρότερα πουλιά και έντομα. Οι κραυγές που βγάζουν οι κουκουβάγιες ποικίλλουν από το διαπεραστικό στρίγκλισμα μέχρι τον υπόκωφο κρωγμό.
Η εβραϊκή λέξη ταχμάς υποδηλώνει τον “γκιώνη”, ένα είδος κουκουβάγιας, και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των “ακάθαρτων” πουλιών. (Λευ 11:13, 16· Δευ 14:15) Αυτή η εβραϊκή λέξη, η οποία συγγενεύει με ένα ρήμα που σημαίνει «ασκώ βία», ταιριάζει στον γκιώνη, ο οποίος τρέφεται κυνηγώντας μικρά τρωκτικά και πουλιά. Ο συγκεκριμένος γκιώνης έχει προσδιοριστεί ως το είδος Otus brucei.
Ένα από τα “ακάθαρτα” πουλιά είναι και αυτό που ονομάζεται στην εβραϊκή κως, λέξη η οποία αποδίδεται από ορισμένους «κουκουβάγια» και ορίζεται ως το είδος αθήνη η σκότιος (Athene noctua). (Δευ 14:16, KJ, RS, ΜΝΚ· βλέπε επίσης Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης [Lexicon in Veteris Testamenti Libros], των Λ. Κέλερ και Β. Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 428) Το είδος αυτό, που έχει μήκος περίπου 25 εκ., είναι μια από τις πιο διαδεδομένες κουκουβάγιες στην Παλαιστίνη και ζει σε συστάδες δέντρων, ελαιώνες και ερείπια. Ο ψαλμωδός, όταν ήταν μόνος και ταλαιπωρημένος, ένιωθε σαν «την κουκουβάγια των ερημωμένων τόπων». (Ψλ 102:6) Είναι ταιριαστή, λοιπόν, η αραβική ονομασία αυτής της ποικιλίας, που σημαίνει «μητέρα ερειπίων».
Ένα άλλο είδος κουκουβάγιας που συγκαταλεγόταν στα “ακάθαρτα” πουλιά σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο ονομαζόταν στην εβραϊκή γιανσούφ, ονομασία η οποία, σύμφωνα με ορισμένους, υποδηλώνει «φρίμασμα» ή «τραχύ φύσημα» (η εβρ. λέξη που αποδίδεται «φυσώ» είναι νασάφ). Άλλοι συνδέουν αυτή την ονομασία με τη λέξη «λυκόφως» (εβρ., νέσεφ), θεωρώντας ότι υποδηλώνει απλώς ένα νυκτόβιο πουλί. (Λευ 11:17· Δευ 14:16) Το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (σ. 386) προσδιορίζει αυτό το πουλί ως το «μικρό μπούφο» (άσιος ο ώτος [Asio otus]). Ο μικρός μπούφος, που έχει μήκος περίπου 38 εκ., ονομάζεται και μπούφος ο μακρόωτος επειδή έχει στα πλάγια του πλατιού κεφαλιού του ανορθώσιμες φούντες που μοιάζουν με αφτιά. Συναντάται σε δενδρόφυτες και ερημωμένες εκτάσεις και απεικονίζεται ως ένα από τα πλάσματα που θα κατοικούσαν στα ερείπια του Εδώμ.—Ησ 34:11.
Τα εγκαταλειμμένα σπίτια στα ερείπια της Βαβυλώνας προειπώθηκε ότι θα “γέμιζαν μπούφους [πληθυντικός της λέξης ’όαχ]”. (Ησ 13:21) Οι περιστάσεις αυτές σε συνδυασμό με την εβραϊκή ονομασία, που θεωρείται ότι υποδηλώνει ένα πλάσμα το οποίο «ουρλιάζει» βγάζοντας μια λυπητερή κραυγή, ταιριάζουν πολύ στον μπούφο. Μερικοί ταυτίζουν το πουλί που ονομάζεται στην εβραϊκή ’όαχ με το είδος Bubo bubo aharonii, μια ποικιλία μπούφου που κατοικεί στις ερήμους της Παλαιστίνης. Εντούτοις, η ταύτιση αυτού του πουλιού με τον μπούφο του είδους Bubo bubo ascalaphus, που συναντάται από το Μαρόκο ως το Ιράκ, εναρμονίζεται με την τοποθεσία στην οποία αναφέρεται η προφητεία του 13ου κεφαλαίου του Ησαΐα. Ο μπούφος ξεπερνάει σε μέγεθος και σε δύναμη τις υπόλοιπες κουκουβάγιες αυτών των περιοχών. Η κραυγή του είναι ένας ηχηρός, παρατεταμένος δυνατός κρωγμός. Όπως και στα άλλα είδη κουκουβάγιας, τα μεγάλα μάτια του αποκτούν τη νύχτα μια σπινθηροβόλα και κιτρινοκόκκινη λάμψη όταν αντανακλούν το φως, και σε συνδυασμό με την πένθιμη κραυγή του, αυτό το χαρακτηριστικό αναμφίβολα συνέβαλε στο να θεωρείται αυτό το πουλί κακός οιωνός από τους δεισιδαιμονικούς ειδωλολατρικούς λαούς.
Μερικοί λόγιοι πιστεύουν ότι η λέξη λιλίθ, που χρησιμοποιείται στο εδάφιο Ησαΐας 34:14 για να προσδιορίσει ένα από τα πλάσματα που θα τριγυρνούσαν στα ερείπια του Εδώμ, εφαρμόζεται σε κάποιο είδος κουκουβάγιας. Λέγεται ότι αυτή η ονομασία χρησιμοποιείται σήμερα «για το χουχουριστή του είδους στριξ (Strix)» (είδος κουκουβάγιας). (Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή [The Interpreter’s Dictionary of the Bible], επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 2, σ. 252) Ωστόσο, βλέπε λήμμα ΝΥΧΤΟΠΑΤΗΣ.