ΝΥΧΤΟΠΑΤΗΣ
[εβρ., λιλίθ].
Πλάσμα που εμφανίζεται στην περιγραφή της ολοκληρωτικής ερήμωσης του Εδώμ, καθώς και των όντων τα οποία θα κατοικούσαν στα ερείπιά του. (Ησ 34:14) Η εν λόγω εβραϊκή λέξη έχει μεταφραστεί με διάφορους τρόπους: «κουκουβάγια» (KJ), «νυχτερινό τέρας» (AS), «νυχτοπάτης» (NE, ΜΝΚ) και «νυχτερινός θηλυκός δαίμονας» (RS). Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ προτιμάει να μεταγράψει απλώς την ονομασία χρησιμοποιώντας τη λέξη «Λιλίθ». (Επίσης: «θήλυς δαίμων Λιλίθ», ΛΧ· «Λιλίθ», ΜΠΚ.)
Πολλοί λόγιοι προσπαθούν να δείξουν ότι αυτός ο εβραϊκός όρος αποτελεί δάνειο από την αρχαία σουμεριακή και την αρχαία ακκαδική γλώσσα και ότι παράγεται από το όνομα ενός μυθικού θηλυκού δαίμονα του αέρα (Λίλιτου). Ο καθηγητής Τζ. Ρ. Ντράιβερ, ωστόσο, θεωρεί ότι η εβραϊκή λέξη (λιλίθ) παράγεται από μια ρίζα που υποδηλώνει «κάθε είδους σπειροειδή κίνηση ή σπειροειδές αντικείμενο»—όπως η εβραϊκή λέξη λάγιλ (ή λάιλαχ), που σημαίνει «νύχτα», υποδηλώνει ότι κάτι «τυλίγεται γύρω από τη γη ή την περιβάλλει». Αυτή η ετυμολογία της λέξης λιλίθ, υποστηρίζει ο καθηγητής, είναι πολύ πιθανό να παραπέμπει στον νυχτοπάτη, ο οποίος αφενός είναι νυκτόβιο πουλί, αφετέρου ξεχωρίζει για τις σπείρες και τις καμπύλες που διαγράφει καθώς πετάει ταχύτατα, καταδιώκοντας νυχτοπεταλούδες, σκαραβαίους και άλλα έντομα τα οποία πετούν τη νύχτα. Ο Ντράιβερ παραθέτει τα λόγια του φυσιοδίφη Τρίστραμ, σύμφωνα με τον οποίο ο νυχτοπάτης «δραστηριοποιείται έντονα το σούρουπο, καθώς κυνηγάει την τροφή του με μεγάλη ταχύτητα και με περίπλοκες στροφές».—Τριμηνιαίο Περιοδικό για την Εξερεύνηση της Παλαιστίνης (Palestine Exploration Quarterly), Λονδίνο, 1959, σ. 55, 56.
Ο νυχτοπάτης έχει μήκος σχεδόν 30 εκ. και άνοιγμα φτερών 50 εκ. ή και μεγαλύτερο. Το φτέρωμά του μοιάζει με του γκιώνη—είναι μαλακό και έχει όμορφα γκρίζα και καστανά στίγματα. Χάρη στα μαλακά πούπουλα που έχει στις φτερούγες του, μπορεί να πετάει αθόρυβα. Προφανώς λόγω του μεγάλου στόματός του, ονομάζεται και αιγοθήλης, καθώς, σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, αυτό το πουλί θηλάζει το γάλα των κατσικιών.
Όσο για την πιθανότητα να βρίσκεται ένα τέτοιο πουλί στην άνυδρη περιοχή του Εδώμ, ορισμένες ποικιλίες του είναι γνωστό ότι κατοικούν σε ερημότοπους. Ο αιγυπτιακός νυχτοπάτης (αιγοθήλης ο αιγυπτιακός [Caprimulgus aegyptius]) ζει σχεδόν αποκλειστικά στην έρημο, όπου κατοικεί σε συστάδες από ακακίες και σε αλμυρίκια, και αναζητάει την τροφή του την ώρα του λυκόφωτος. Μια άλλη ποικιλία, το είδος Caprimulgus nubicus, συναντάται στις παρυφές της ερήμου ανάμεσα στην Ιεριχώ και στην Ερυθρά Θάλασσα, άρα σε περιοχές σαν του Εδώμ.