ΟΡΚΟΣ
Δήλωση στην οποία προβαίνει κάποιος για να διαβεβαιώσει ότι τα λεγόμενά του είναι αληθινά ή ότι θα κάνει ή δεν θα κάνει κάτι. Συχνά περιλαμβάνει επίκληση κάποιου ανωτέρου, ιδίως του Θεού.
Στις Εβραϊκές Γραφές χρησιμοποιούνταν δύο λέξεις για να υποδηλώσουν αυτό που εμείς εννοούμε ως όρκο. Η λέξη σεβου‛άχ σημαίνει «όρκος ή ένορκη δήλωση». (Γε 24:8· Λευ 5:4) Το συγγενικό εβραϊκό ρήμα σαβά‛, το οποίο σημαίνει «ορκίζομαι», προέρχεται από την ίδια ρίζα με την εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «εφτά». Επομένως, ο όρος «ορκίζομαι» σήμαινε αρχικά «τίθεμαι υπό την επιρροή 7 πραγμάτων». (Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament], επιμέλεια Γκ. Φρίντριχ, 1954, Τόμ. 5, σ. 460) Ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ ορκίστηκαν με βάση εφτά θηλυκά αρνιά όταν σύναψαν τη διαθήκη στο πηγάδι της Βηρ-σαβεέ, όνομα που σημαίνει «Πηγάδι του Όρκου· ή, Πηγάδι των Εφτά». (Γε 21:27-32· βλέπε επίσης Γε 26:28-33.) Η λέξη σεβου‛άχ αναφέρεται στην ένορκη δήλωση ενός ατόμου που βεβαιώνει ότι θα κάνει ή δεν θα κάνει κάτι. Η ίδια η λέξη δεν υπονοεί ότι ο ορκιζόμενος θα είναι καταραμένος αν δεν εκπληρώσει τον όρκο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για τον όρκο, ή αλλιώς την ένορκη δήλωση, που έκανε στον Αβραάμ ο Ιεχωβά, ο οποίος δεν αφήνει ποτέ ανεκπλήρωτο το λόγο του και είναι απρόσβλητος από κάθε κατάρα.—Γε 26:3.
Η άλλη εβραϊκή λέξη που χρησιμοποιείται είναι η λέξη ’αλάχ, η οποία σημαίνει «όρκος, κατάρα». (Γε 24:41, υποσ.) Μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως «όρκος υποχρέωσης». (Γε 26:28) Ένα λεξικό της εβραϊκής και της αραμαϊκής των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ (Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης [Lexicon in Veteris Testamenti Libros], Λέιντεν, 1958, σ. 49) ορίζει αυτή τη λέξη ως «κατάρα (απειλή συμφοράς σε περίπτωση παραβίασης) που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του ή του επιβάλλεται από άλλους». Στους αρχαίους εβραϊκούς χρόνους, το να κάνει κάποιος όρκο θεωρούνταν βαρυσήμαντο ζήτημα. Ο όρκος έπρεπε να τηρείται, ακόμη και αν αποδεικνυόταν επιζήμιος για τον ορκιζόμενο. (Ψλ 15:4· Ματ 5:33) Ένα άτομο θεωρούνταν ένοχο ενώπιον του Ιεχωβά αν μιλούσε αστόχαστα σε μια ένορκη δήλωση. (Λευ 5:4) Η αθέτηση όρκου είχε σοβαρότατες συνέπειες, καθώς επέσυρε την τιμωρία του Θεού. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έθνη, και ιδιαίτερα μεταξύ των Εβραίων, ο όρκος ήταν κατά μία έννοια θρησκευτική πράξη, η οποία περιλάμβανε τον Θεό. Όταν οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη ’αλάχ, αυτή καθιστούσε κατ’ επέκταση τον Θεό συμμέτοχο στον όρκο και δήλωνε ότι οι ίδιοι ήταν πρόθυμοι να υποστούν όποια κρίση ευαρεστούνταν εκείνος να επιφέρει σε περίπτωση παραβίασης του όρκου. Η λέξη αυτή δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τον Θεό για τους δικούς του όρκους.
Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιεί τις αντίστοιχες λέξεις ὅρκος και ὀμνύω (ορκίζομαι), οι οποίες εμφανίζονται και οι δύο στο εδάφιο Ιακώβου 5:12. Το ρήμα ὁρκίζω σημαίνει “θέτω υπό όρκο” ή «διατάζω επίσημα». (Μαρ 5:7· Πρ 19:13) Άλλες λέξεις του πρωτότυπου κειμένου που είναι συγγενικές με τη λέξη ὅρκος σημαίνουν «ορκωμοσία» (Εβρ 7:20), «θέτω κάτω από ιερή υποχρέωση ή όρκο» (1Θε 5:27), «επίορκος ή παραβάτης όρκου» (1Τι 1:10) και «ορκίζομαι χωρίς να εκτελέσω ή κάνω ψευδή όρκο» (Ματ 5:33). Η λέξη ἀναθεματίζω του πρωτότυπου κειμένου αποδίδεται “δεσμεύω με κατάρα” στα εδάφια Πράξεις 23:12, 14 και 21.
Εκφράσεις που Χρησιμοποιούνταν Κατά την Ορκωμοσία. Συνήθως ο όρκος γινόταν μέσω επίκλησης του Θεού ή στο όνομα του Θεού. (Γε 14:22· 31:53· Δευ 6:13· Κρ 21:7· Ιερ 12:16) Ο Ιεχωβά ορκιζόταν στον εαυτό του ή στη δική του ζωή. (Γε 22:16· Ιεζ 17:16· Σοφ 2:9) Ενίοτε οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν εκφράσεις επίσημης φύσης, όπως: «Έτσι να κάνει ο Ιεχωβά σε εμένα [ή εσένα] και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν . . . » δεν τηρήσω (ή δεν τηρήσεις) τον όρκο. (Ρθ 1:17· 1Σα 3:17· 2Σα 19:13) Αυτή η διαβεβαίωση γινόταν ακόμη πιο εμφατική αν το άτομο που ορκιζόταν δήλωνε και το όνομά του.—1Σα 20:13· 25:22· 2Σα 3:9.
Οι ειδωλολάτρες επικαλούνταν παρόμοια τους δικούς τους ψεύτικους θεούς. Η Ιεζάβελ, που λάτρευε τον Βάαλ, δεν επικαλούνταν τον Ιεχωβά αλλά διάφορους “θεούς” (’ελοχίμ, με ρήμα στον πληθυντικό αριθμό), όπως και ο Βεν-αδάδ Β΄, ο βασιλιάς της Συρίας. (1Βα 19:2· 20:10) Στην πραγματικότητα, επειδή τέτοιες εκφράσεις ήταν διαδεδομένες παντού, η ειδωλολατρία κατέληξε να περιγράφεται στην Αγία Γραφή ως “το να ορκίζεται κανείς σε κάποιον ψεύτικο θεό” ή σε αυτό που “δεν ήταν Θεός”.—Ιη 23:7· Ιερ 5:7· 12:16· Αμ 8:14.
Σε μερικές πολύ σοβαρές περιπτώσεις ή όταν περιλαμβάνονταν έντονα συναισθήματα στην επίσημη διακήρυξη, κατονομάζονταν συγκεκριμένα οι κατάρες ή οι τιμωρίες που θα συνόδευαν ενδεχόμενη παραβίαση του όρκου. (Αρ 5:19-23· Ψλ 7:4, 5· 137:5, 6) Ο Ιώβ, υποστηρίζοντας την ευθύτητά του, ανασκοπεί τη ζωή του και δηλώνει διατεθειμένος να υποστεί τις πιο τρομερές τιμωρίες αν διαπιστωθεί ότι παρέβηκε τους νόμους του Ιεχωβά περί οσιότητας, δικαιοσύνης και ηθικής.—Ιωβ 31.
Στη δίκη που διεξαγόταν εξαιτίας της ζήλιας ενός συζύγου, όταν η σύζυγος απαντούσε «Αμήν! Αμήν!» κατά την ανάγνωση του όρκου και της κατάρας από τον ιερέα, στην ουσία ορκιζόταν για την αθωότητά της.—Αρ 5:21, 22.
Η διαβεβαίωση που ισοδυναμούσε ουσιαστικά με όρκο δινόταν συχνά, όχι μόνο στο όνομα του Ιεχωβά, αλλά και στη ζωή του βασιλιά ή ενός ανωτέρου. (1Σα 25:26· 2Σα 15:21· 2Βα 2:2) Η έκφραση «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά» ήταν μια συνηθισμένη ρήση που προσέδιδε βαρύτητα στα λόγια κάποιου ο οποίος διακήρυττε την αποφασιστικότητά του ή την αλήθεια των λεγομένων του. (Κρ 8:19· 1Σα 14:39, 45· 19:6· 20:3, 21· 25:26, 34) Μια λιγότερο δυνατή έκφραση που μπορεί μεν να μην αποσκοπούσε στο να εκληφθεί ως όρκος αλλά φανέρωνε πολύ σοβαρή πρόθεση και επίσης δινόταν προς διαβεβαίωση του ατόμου που άκουγε, ήταν ο όρκος στη ζωή του εν λόγω ατόμου, όπως μπορεί να φανεί στα λόγια της Άννας προς τον Ηλεί (1Σα 1:26) και του Ουρία προς τον Βασιλιά Δαβίδ.—2Σα 11:11· επίσης 1Σα 17:55.
Τύποι ή Ενέργειες που Ακολουθούνταν. Η πιο διαδεδομένη χειρονομία ορκωμοσίας φαίνεται ότι ήταν το να σηκώσει κάποιος το δεξί του χέρι προς τον ουρανό. Ο ίδιος ο Ιεχωβά αναφέρεται ότι ορκίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, με συμβολική έννοια. (Γε 14:22· Εξ 6:8· Δευ 32:40· Ησ 62:8· Ιεζ 20:5) Ένας άγγελος σε κάποιο από τα οράματα του Δανιήλ ύψωσε και τα δυο του χέρια στον ουρανό διατυπώνοντας έναν όρκο. (Δα 12:7) Σχετικά με αυτούς που ορκίζονται ψευδώς, λέγεται ότι «το δεξί χέρι [τους] είναι δεξί χέρι ψεύδους».—Ψλ 144:8.
Ένα άτομο που ζητούσε από κάποιο άλλο να ορκιστεί μπορεί να του έλεγε να βάλει το χέρι του κάτω από το μηρό ή το γοφό του. Όταν ο Αβραάμ έστειλε τον οικονόμο του να πάρει σύζυγο για τον Ισαάκ, του είπε: «Βάλε το χέρι σου, σε παρακαλώ, κάτω από το μηρό μου», και αφού ο οικονόμος έκανε αυτή την ενέργεια, ορκίστηκε ότι θα έπαιρνε μια κοπέλα από τους συγγενείς του Αβραάμ. (Γε 24:2-4, 9) Κατά τον ίδιο τρόπο ο Ιακώβ έβαλε τον Ιωσήφ να ορκιστεί ότι δεν θα τον έθαβε στην Αίγυπτο. (Γε 47:29-31) Όσον αφορά το νόημα αυτής της συνήθειας, βλέπε ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ.
Συχνά ο όρκος συνδεόταν με τη σύναψη διαθήκης. Μια συνηθισμένη έκφραση σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η εξής: «Ο Θεός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα». (Γε 31:44, 50, 53) Μια τέτοια έκφραση χρησιμοποιούνταν επίσης για να προσδώσει κύρος στον ισχυρισμό ότι κάτι συνέβη πράγματι ή ότι ήταν αληθινό. Ο Μωυσής επικαλείται τους ουρανούς και τη γη ως μάρτυρες καθώς ανασκοπεί τη σχέση του Ισραήλ με τον Ιεχωβά βάσει της ένορκης διαθήκης η οποία είχε συναφθεί μαζί του. (Δευ 4:26) Πολλές φορές κάποιο άτομο ή άτομα, ένα έγγραφο, ένας στύλος ή ένα θυσιαστήριο αποτελούσαν μάρτυρες και υπενθυμίσεις κάποιου όρκου ή διαθήκης.—Γε 31:45-52· Δευ 31:26· Ιη 22:26-28· 24:22, 24-27· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.
Υπό το Νόμο. Ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες ο Μωσαϊκός Νόμος απαιτούσε όρκους από διάφορα άτομα ήταν: από μια σύζυγο σε δίκη ζήλιας (Αρ 5:21, 22), από έναν φύλακα όταν χάνονταν τα υπάρχοντα που είχαν ανατεθεί στη φροντίδα του (Εξ 22:10, 11), από τους πρεσβυτέρους μιας πόλης σε περίπτωση ανεξιχνίαστου φόνου (Δευ 21:1-9). Υπήρχε πρόνοια για εθελοντικούς όρκους αποχής. (Αρ 30:3, 4, 10, 11) Μερικές φορές κάποιο άτομο που είχε εξουσία όρκιζε τους υπηρέτες του Θεού, και τότε εκείνοι έλεγαν την αλήθεια. Παρόμοια, ένας Χριστιανός που έχει τεθεί κάτω από όρκο δεν θα πει ψέματα αλλά θα φανερώσει όλη την αλήθεια, όπως του ζητείται, ή μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει αν διακυβεύονται τα δίκαια συμφέροντα του Θεού ή των συγχριστιανών του, οπότε θα πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί οποιαδήποτε συνέπεια προκύπτει από την άρνησή του να καταθέσει.—1Βα 22:15-18· Ματ 26:63, 64· 27:11-14.
Οι ευχές λογίζονταν στον Ισραήλ ισοδύναμες με τους όρκους, ιερές και δεσμευτικές έστω και αν αποδεικνύονταν επιζήμιες για αυτόν που είχε ευχηθεί. Θεωρούσαν ότι ο Θεός παρατηρούσε αν εκπληρώνονταν οι ευχές και επέφερε τιμωρία σε περίπτωση αθέτησής τους. (Αρ 30:2· Δευ 23:21-23· Κρ 11:30, 31, 35, 36, 39· Εκ 5:4-6) Οι ευχές των παντρεμένων και των ανύπαντρων γυναικών υπόκειντο σε επικύρωση ή ακύρωση από το σύζυγο ή τον πατέρα τους, αλλά οι χήρες και οι διαζευγμένες δεσμεύονταν οι ίδιες από τις ευχές τους.—Αρ 30:3-15.
Ο Ιησούς Χριστός, στην Επί του Όρους Ομιλία του, διόρθωσε τους Ιουδαίους επειδή έκαναν όρκους αψήφιστα, επιπόλαια και αλόγιστα. Είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να ορκίζονται στον ουρανό, στη γη, στην Ιερουσαλήμ, ακόμη και στο ίδιο τους το κεφάλι. Αλλά εφόσον ο ουρανός ήταν «ο θρόνος του Θεού», η γη «το υποπόδιό» του, η Ιερουσαλήμ η βασιλική του πόλη και το κεφάλι (ή η ζωή) κάποιου εξαρτόταν από τον Θεό, τέτοιοι όρκοι ήταν σαν να γίνονταν στο όνομα του Θεού. Δεν ήταν κάτι το οποίο μπορούσαν να παίρνουν στα ελαφρά. Γι’ αυτό, ο Ιησούς είπε: «Αλλά το Ναι το οποίο λέτε ας σημαίνει Ναι, το Όχι σας, Όχι· διότι οτιδήποτε τα υπερβαίνει αυτά είναι από τον πονηρό».—Ματ 5:33-37.
Με αυτά τα λόγια ο Ιησούς Χριστός δεν απαγόρευε τη χρήση κάθε όρκου, εφόσον και ο ίδιος βρισκόταν υπό το Νόμο του Μωυσή, ο οποίος απαιτούσε όρκους υπό ορισμένες περιστάσεις. Στην πραγματικότητα, όταν ο Ιησούς δικαζόταν, ο αρχιερέας τον όρκισε και εκείνος δεν αντιτάχθηκε, αλλά έδωσε μια απάντηση. (Ματ 26:63, 64) Απεναντίας, ο Ιησούς έδειχνε ότι δεν έπρεπε να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Άπαξ και δοθεί ένας λόγος, η τήρησή του πρέπει να θεωρείται ιερό καθήκον και πρέπει να εκπληρώνεται ακριβώς όπως ένας όρκος—επομένως, ο καθένας πρέπει να εννοεί ειλικρινά αυτό που λέει. Ο Ιησούς έριξε περισσότερο φως στο τι εννοούσε όταν εξέθεσε την υποκρισία των γραμματέων και των Φαρισαίων λέγοντάς τους: «Αλίμονο σε εσάς, τυφλοί οδηγοί, οι οποίοι λέτε: “Αν ορκιστεί κανείς στο ναό, αυτό δεν είναι τίποτα· αλλά αν ορκιστεί κανείς στο χρυσάφι του ναού, έχει αναλάβει υποχρέωση”. Ανόητοι και τυφλοί! Ποιο είναι πράγματι μεγαλύτερο: το χρυσάφι ή ο ναός ο οποίος έχει αγιάσει το χρυσάφι;» Και συνέχισε λέγοντας: «Όποιος ορκίζεται στον ουρανό ορκίζεται στο θρόνο του Θεού και σε εκείνον που κάθεται πάνω σε αυτόν».—Ματ 23:16-22.
Αυτοί οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, μέσω των εσφαλμένων συλλογισμών και της υπερβολικής λεπτολογίας τους, όπως τονίζει εδώ ο Ιησούς, δικαιολογούσαν τον εαυτό τους για την αθέτηση ορισμένων όρκων, αλλά ο Ιησούς κατέδειξε ότι αυτοί οι όρκοι τους ήταν ανέντιμοι ενώπιον του Θεού και στην πραγματικότητα επέφεραν όνειδος στο όνομά του (διότι οι Ιουδαίοι ήταν λαός αφιερωμένος στον Ιεχωβά). Ο Ιεχωβά δηλώνει ρητά ότι μισεί τον ψεύτικο όρκο.—Ζαχ 8:17.
Ο Ιάκωβος επιβεβαιώνει τα λόγια του Ιησού. (Ιακ 5:12) Αλλά αυτές οι δηλώσεις του Ιησού και του Ιακώβου οι οποίες καταδικάζουν τέτοιου είδους αλόγιστες συνήθειες δεν εμποδίζουν τον Χριστιανό να ορκιστεί όταν είναι απαραίτητο προκειμένου να διαβεβαιώσει τους άλλους για τη σοβαρότητα των προθέσεών του ή για την αλήθεια των λεγομένων του. Λόγου χάρη, όπως έδειξε ο Ιησούς με το παράδειγμά του ενώπιον του Ιουδαίου αρχιερέα, ο Χριστιανός δεν θα είχε αντίρρηση να ορκιστεί σε ένα δικαστήριο, διότι πρόκειται να πει την αλήθεια είτε τεθεί υπό όρκο είτε όχι. (Ματ 26:63, 64) Ακόμη και η απόφαση που παίρνει ο Χριστιανός να υπηρετεί τον Θεό είναι όρκος στον Ιεχωβά, ο οποίος όρκος εισάγει τον Χριστιανό σε μια ιερή σχέση. Ο Ιησούς κατέταξε τους όρκους και τις ευχές στην ίδια κατηγορία.—Ματ 5:33.
Επιπλέον, για να ενισχύσει ο απόστολος Παύλος τη μαρτυρία του ενώπιον των αναγνωστών του, χρησιμοποιεί διατύπωση που ισοδυναμεί με όρκο στα εδάφια 2 Κορινθίους 1:23 και Γαλάτες 1:20. Αναφέρεται επίσης στον όρκο ως καθιερωμένο και κατάλληλο μέσο για να δοθεί τέλος σε μια αντιλογία και εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ο Θεός, «όταν σκόπευε να καταδείξει περισσότερο στους κληρονόμους της υπόσχεσης το αμετάβλητο της βουλής του, επενέβη με όρκο», ορκιζόμενος στον εαυτό του, επειδή δεν μπορούσε να ορκιστεί σε κανέναν μεγαλύτερο. Αυτό προσέδωσε στην υπόσχεσή Του νομική εγγύηση και παρείχε διπλή διαβεβαίωση μέσω «δύο αμετάβλητων πραγμάτων σε σχέση με τα οποία είναι αδύνατον να πει ψέματα ο Θεός», δηλαδή του λόγου της υπόσχεσής Του και του όρκου Του. (Εβρ 6:13-18) Επιπρόσθετα, ο Παύλος επισημαίνει ότι ο Χριστός έγινε Αρχιερέας με όρκο του Ιεχωβά και έχει δοθεί ως εγγύηση μιας καλύτερης διαθήκης. (Εβρ 7:21, 22) Στις Γραφές αναφέρεται πάνω από 50 φορές ότι ο Ιεχωβά ορκίζεται.
Τη νύχτα της σύλληψης του Ιησού, ο απόστολος Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές ότι γνώριζε τον Ιησού, εκστομίζοντας τελικά κατάρες και όρκους. Διαβάζουμε σχετικά με την τρίτη άρνηση: «Τότε [ο Πέτρος] άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται: “Δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο [τον Ιησού]!”» (Ματ 26:74) Ο Πέτρος προσπαθούσε έντρομος να πείσει τους γύρω του ότι οι αρνήσεις του ήταν αληθινές. Παίρνοντας όρκο για αυτό, ήταν σαν να διαβεβαίωνε με έμφαση ότι έλεγε την αλήθεια και ότι ήταν διατεθειμένος να τον βρει συμφορά αν έλεγε ψέματα.—Βλέπε επίσης ΚΑΤΑΡΑ.