ΒΑΜΒΑΚΙ
Λευκή ίνα σπόρου, η οποία παράγεται από ορισμένα φυτά και χρησιμοποιείται στην υφαντουργία. Η εβραϊκή λέξη καρπάς, η οποία μπορεί να αναφέρεται είτε στα εκλεκτά βαμβακερά είτε στα εκλεκτά λινά υφάσματα, είναι παρόμοια με τη σανσκριτική λέξη καρπάσα και την ελληνική κάρπασος. Πολλές σύγχρονες μεταφράσεις προτιμούν την απόδοση «βαμβακερά» στο εδάφιο Εσθήρ 1:6. Σε αυτό το εδάφιο τα βαμβακερά συγκαταλέγονται στα υφάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της αυλής του ανακτόρου κατά το εφταήμερο συμπόσιο του Βασιλιά Ασσουήρη στα Σούσα. Η καλλιέργεια βαμβακιού στην Περσία και στην Ινδία ανάγεται στο μακρινό παρελθόν. Μολονότι φαίνεται ότι στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη χρησιμοποιούνταν περισσότερο το λινό, υπάρχουν στοιχεία ότι και το βαμβάκι χρησιμοποιούνταν εκεί ήδη από την πρώτη χιλιετία Π.Κ.Χ.
Η βαμβακιά για την οποία γίνεται λόγος στο Βιβλικό υπόμνημα θεωρείται ότι είναι το είδος βάμβαξ ο ποώδης (Gossypium herbaceum). Ο θάμνος αυτός φτάνει σε ύψος περίπου το 1,5 μ. και βγάζει κίτρινα ή, μερικές φορές, ροζ λουλούδια. Αφού αυτά ξεραθούν, σχηματίζονται οι κάψες των σπόρων. Όταν οι κάψες ωριμάσουν, ανοίγουν, και βγαίνει από μέσα τους το χνουδωτό βαμβάκι. Μετά τη συλλογή του βαμβακιού, οι σπόροι πρέπει να απομακρυνθούν με ειδικά χτένια, εργασία που γίνεται καθώς το βαμβάκι περνάει από τις εκκοκκιστικές μηχανές. Στη συνέχεια, οι ίνες του βαμβακιού είναι έτοιμες για την τελική επεξεργασία και την ύφανση. Μερικοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι τα «λευκά υφάσματα» που έφτιαχναν αυτοί που δούλευαν στους αργαλειούς της Αιγύπτου, τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο Ησαΐας 19:9, ήταν κατά πάσα πιθανότητα βαμβακερά.—Βλέπε ΥΦΑΣΜΑ.