ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Το έργο της μετάφρασης έχει καταστήσει διαθέσιμο το Λόγο του Θεού σε δισεκατομμύρια άτομα που δεν καταλαβαίνουν τις πρωτότυπες Βιβλικές γλώσσες—την εβραϊκή, την αραμαϊκή και την ελληνική. Οι πρώτες μεταφράσεις των Γραφών είχαν τη μορφή χειρόγραφων κειμένων. Ωστόσο, μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας εμφανίστηκαν πολλές άλλες μεταφράσεις, οι οποίες εκδόθηκαν γενικά σε μεγάλες ποσότητες. Μερικές μεταφράσεις έγιναν απευθείας από το εβραϊκό και το ελληνικό Βιβλικό κείμενο, ενώ άλλες στηρίχτηκαν σε προγενέστερες μεταφράσεις.—ΠΙΝΑΚΑΣ, Τόμ. 1, σ. 321.
Οι Γραφές έχουν εκδοθεί, ολόκληρες ή εν μέρει, σε περισσότερες από 2.000 γλώσσες. Από την άποψη της γλωσσικής επάρκειας, αυτό σημαίνει ότι πολύ περισσότερο από το 90 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού μπορεί να έχει πρόσβαση σε τουλάχιστον κάποιο τμήμα της Αγίας Γραφής. Η αναδρομή στις μεταφράσεις της Αγίας Γραφής θα μας κάνει να αισθανόμαστε ευγνώμονες προς τον Ιεχωβά Θεό για το θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο διατήρησε το Λόγο του προς όφελος των εκατομμυρίων μελών της ανθρωπότητας.
Αρχαίες Μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών. Σήμερα σώζονται πιθανόν 6.000 αρχαία χειρόγραφα του συνόλου των Εβραϊκών Γραφών ή μέρους τους, στην εβραϊκή γλώσσα (με εξαίρεση λίγα τμήματα στην αραμαϊκή). Είναι επίσης γνωστό ότι σώζονται πολλά χειρόγραφα με παλιές μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών σε διάφορες γλώσσες. Μερικές από αυτές είναι μεταφράσεις προγενέστερων μεταφράσεων από το εβραϊκό κείμενο. Για παράδειγμα, το τμήμα των Εβραϊκών Γραφών στην Παλαιά Λατινική αποτελεί απόδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, μιας ελληνικής μετάφρασης των Εβραϊκών Γραφών. Από την άλλη πλευρά, μερικές αρχαίες μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών (η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, τα Αραμαϊκά Ταργκούμ, η συριακή Πεσίτα και η λατινική Βουλγάτα) έγιναν απευθείας από το εβραϊκό κείμενο και όχι μέσω κάποιας μετάφρασης στην ελληνική ή σε άλλη γλώσσα.
Η σαμαρειτική «Πεντάτευχος». Αφότου η Ασσυρία εκτόπισε τους περισσότερους κατοίκους της Σαμάρειας και του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ το 740 Π.Κ.Χ., εγκατέστησε εκεί ειδωλολάτρες από άλλες περιοχές της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. (2Βα 17:22-33) Με την πάροδο του χρόνου, οι απόγονοι όσων είχαν απομείνει στη Σαμάρεια και όσων μετέφερε εκεί η Ασσυρία ονομάστηκαν Σαμαρείτες. Αυτοί δέχονταν τα πρώτα πέντε βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, και τον τέταρτο περίπου αιώνα Π.Κ.Χ. παρήγαγαν τη σαμαρειτική Πεντάτευχο, η οποία δεν αποτελούσε στην πραγματικότητα μετάφραση της πρωτότυπης εβραϊκής Πεντατεύχου, αλλά μεταγραφή του κειμένου της με σαμαρειτικούς χαρακτήρες, αναμειγμένη με σαμαρειτικούς ιδιωματισμούς. Λίγα από τα σωζόμενα χειρόγραφα της σαμαρειτικής Πεντατεύχου είναι προγενέστερα του 13ου αιώνα Κ.Χ. Από τις 6.000 περίπου διαφορές μεταξύ του σαμαρειτικού και του εβραϊκού κειμένου, η συντριπτική πλειονότητα είναι άνευ σημασίας. Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή εμφανίζεται στο εδάφιο Έξοδος 12:40, όπου η σαμαρειτική Πεντάτευχος συμφωνεί με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Τα Ταργκούμ. Τα «Ταργκούμ» ήταν ελεύθερες αποδόσεις ή παραφράσεις των Εβραϊκών Γραφών στην αραμαϊκή. Μολονότι ανάμεσα στους Ρόλους της Νεκράς Θαλάσσης βρέθηκαν σπαράγματα από παλιά Ταργκούμ μερικών βιβλίων, τα Ιουδαϊκά Ταργκούμ ως σύνολο πήραν κατά πάσα πιθανότητα την τωρινή τους μορφή το νωρίτερο γύρω στον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Ένα από τα κυριότερα Ταργκούμ, το «Ταργκούμ του Ογκέλου» για την Πεντάτευχο, αποτελεί αρκετά κυριολεκτική απόδοση. Ένα άλλο, το λεγόμενο Ταργκούμ του Ιωνάθαν για τους Προφήτες, είναι λιγότερο κυριολεκτικό. Σήμερα σώζονται Ταργκούμ για τα περισσότερα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών εκτός από τα βιβλία Έσδρας, Νεεμίας και Δανιήλ.
Η «Μετάφραση των Εβδομήκοντα». Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα (η οποία προσδιορίζεται συνήθως με το σημείο Ο΄) χρησιμοποιούνταν από ελληνόφωνους Ιουδαίους και Χριστιανούς στην Αίγυπτο και αλλού. Λέγεται ότι η εργασία για αυτήν ξεκίνησε στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (285-246 Π.Κ.Χ.) όταν, σύμφωνα με την παράδοση, το τμήμα της Πεντατεύχου μεταφράστηκε στην ελληνική από 72 Ιουδαίους λογίους. Αργότερα, επικράτησε με κάποιον τρόπο ο αριθμός 70, και η απόδοση της Πεντατεύχου ονομάστηκε Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Σταδιακά προστέθηκαν και τα άλλα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών (επεξεργασμένα από διάφορους μεταφραστές, των οποίων το ύφος ποίκιλλε από πολύ κυριολεκτικό ως αρκετά ελεύθερο), ώσπου η μετάφραση του συνόλου των Εβραϊκών Γραφών ολοκληρώθηκε τελικά το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ., ίσως μάλιστα μέχρι το 150 Π.Κ.Χ. Έκτοτε ολόκληρο το έργο έγινε γνωστό ως η Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Από αυτήν παραθέτουν συνήθως οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Απόκρυφα συγγράμματα παρεμβλήθηκαν προφανώς στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα μετά την ολοκλήρωσή της.—Βλέπε ΑΠΟΚΡΥΦΑ.
Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα είναι ο Πάπυρος 957, ή αλλιώς Πάπυρος Ράιλαντς iii. 458, ο οποίος φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη Τζον Ράιλαντς, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Είναι του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ. και αποτελείται από σπαράγματα του Δευτερονομίου (23:24–24:3· 25:1-3· 26:12, 17-19· 28:31-33). Ένα άλλο χειρόγραφο, του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ., είναι ο Πάπυρος Φουάντ 266 (ιδιοκτησία της Αιγυπτιακής Εταιρίας Παπυρολογίας, του Καΐρου), ο οποίος περιέχει τμήματα από το δεύτερο ήμισυ του Δευτερονομίου σύμφωνα με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Σε διάφορα σημεία του, εμφανίζεται μέσα στο ελληνικό κείμενο η Τετραγράμματη μορφή του θεϊκού ονόματος (ΓΧΒΧ στην ελληνική) γραμμένη με κάπως τετράγωνους εβραϊκούς χαρακτήρες.—Βλέπε ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 326· ΙΕΧΩΒΑ.
Επομένως, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έχει διατηρηθεί σε διάφορα χειρόγραφα, πολλά από τα οποία είναι αποσπασματικά, ενώ άλλα σχεδόν πλήρη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα διατηρείται στα τρία φημισμένα μεγαλογράμματα χειρόγραφα που είναι γραμμένα σε περγαμηνή vellum, δηλαδή το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 και το Σιναϊτικό Χειρόγραφο—και τα δύο του τέταρτου αιώνα Κ.Χ.—καθώς επίσης το Αλεξανδρινό Χειρόγραφο του πέμπτου αιώνα Κ.Χ. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα όπως εμφανίζεται στο Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 είναι σχεδόν πλήρης. Τμήμα των Εβραϊκών Γραφών που περιλαμβανόταν άλλοτε στο Σιναϊτικό Χειρόγραφο έχει χαθεί. Το κείμενο του Αλεξανδρινού Χειρογράφου είναι σχεδόν πλήρες, μολονότι λείπουν τμήματα της Γένεσης, του Πρώτου Σαμουήλ και των Ψαλμών.
Μεταγενέστερες ελληνικές μεταφράσεις. Το δεύτερο αιώνα, ο Ακύλας, ένας προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό από τον Πόντο, έκανε μια καινούρια και πολύ κυριολεκτική ελληνική μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών. Η μετάφραση αυτή έχει χαθεί, εκτός από κάποια σπαράγματα και όσα τμήματα παρέθεσαν συγγραφείς των πρώτων αιώνων Κ.Χ. Άλλη μια ελληνική μετάφραση του ίδιου αιώνα εκπονήθηκε από τον Θεοδοτίωνα. Επρόκειτο προφανώς για αναθεώρηση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ή κάποιας άλλης ελληνικής μετάφρασης των Εβραϊκών Γραφών, μολονότι ο μεταφραστής έλαβε υπόψη του το ίδιο το εβραϊκό κείμενο. Δεν σώζεται κανένα πλήρες αντίγραφο της μετάφρασης του Θεοδοτίωνος. Μια ακόμη ελληνική μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών της οποίας δεν σώζεται κανένα πλήρες αντίγραφο ήταν η μετάφραση του Συμμάχου. Αυτή πιθανότατα έγινε περίπου το 200 Κ.Χ. και αποσκοπούσε στη μετάδοση του σωστού νοήματος παρά στην κυριολεκτική απόδοση του κειμένου.
Γύρω στο 245 Κ.Χ., ο Ωριγένης, ο διακεκριμένος λόγιος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ολοκλήρωσε μια κολοσσιαία πολλαπλή μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών η οποία ονομαζόταν τα Εξαπλά. Μολονότι σώζονται σπαράγματα αυτής της μετάφρασης, δεν έχει διατηρηθεί κανένα πλήρες αντίγραφό της. Ο Ωριγένης ταξινόμησε το κείμενο σε έξι παράλληλες στήλες οι οποίες περιείχαν: (1) το συμφωνικό εβραϊκό κείμενο, (2) μεταγραφή του εβραϊκού κειμένου στην ελληνική, (3) την ελληνική μετάφραση του Ακύλα, (4) την ελληνική μετάφραση του Συμμάχου, (5) τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, την οποία ο Ωριγένης αναθεώρησε για να αντιστοιχεί ακριβέστερα στο εβραϊκό κείμενο, και (6) την ελληνική μετάφραση του Θεοδοτίωνος. Στους Ψαλμούς, ο Ωριγένης χρησιμοποίησε κάποιες ανώνυμες μεταφράσεις τις οποίες αποκάλεσε Πέμπτη, Έκτη και Εβδόμη. Η Πέμπτη και η Έκτη χρησιμοποιήθηκαν και σε άλλα βιβλία.
Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Μεταφράσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη συριακή (μια αραμαϊκή διάλεκτο) άρχισαν να εμφανίζονται από το δεύτερο αιώνα και μετά. Μια ιδιαίτερα αξιόλογη συριακή μετάφραση είναι το Διατεσσάρων του Τατιανού, μια εναρμόνιση των Ευαγγελίων που έγινε το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Ίσως αρχικά να γράφτηκε στη Ρώμη, στην ελληνική γλώσσα, και αργότερα να μεταφράστηκε στη συριακή από τον ίδιο τον Τατιανό στη Συρία, αλλά αυτό είναι αβέβαιο. Το Διατεσσάρων σώζεται σήμερα σε αραβική μετάφραση και σε ένα μικρό σπάραγμα του τρίτου αιώνα στην ελληνική, σε περγαμηνή vellum. Επιπρόσθετα, δύο εκδόσεις του σχολιολογίου του Εφραίμ που συντάχθηκε τον τέταρτο αιώνα—μία με το πρωτότυπο συριακό κείμενο και μία μετάφρασή του στην αρμενική—περιέχουν εκτενείς παραθέσεις από το Διατεσσάρων.
Από μια Παλαιά Συριακή μετάφραση των Ευαγγελίων (άλλη από το Διατεσσάρων), σώζονται μόνο ελλιπή χειρόγραφα, το Κουρετόνιο και το Σιναϊτικό Συριακό Ευαγγέλιο. Μολονότι αυτά τα χειρόγραφα αντιγράφηκαν κατά πάσα πιθανότητα τον πέμπτο αιώνα, πρέπει να απηχούν ένα παλαιότερο συριακό κείμενο. Η αρχική μετάφραση ίσως έγινε από την ελληνική γύρω στο 200 Κ.Χ. Πιθανότατα να υπήρχαν κάποτε Παλαιές Συριακές μεταφράσεις και άλλων βιβλίων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, αλλά δεν σώζονται χειρόγραφα από αυτές. Όλα τα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών εκτός από τη Δεύτερη Επιστολή του Πέτρου, τη Δεύτερη και την Τρίτη Επιστολή του Ιωάννη, την Επιστολή του Ιούδα και την Αποκάλυψη περιέχονταν στη συριακή Πεσίτα του πέμπτου αιώνα. Γύρω στο 508 Κ.Χ. ο Φιλόξενος, επίσκοπος της Ιεράπολης, ζήτησε από τον Πολύκαρπο να αναθεωρήσει τις Χριστιανικές Γραφές της Πεσίτα, οπότε προστέθηκαν για πρώτη φορά σε συριακή μετάφραση η Δεύτερη Επιστολή του Πέτρου, η Δεύτερη και η Τρίτη Επιστολή του Ιωάννη, η Επιστολή του Ιούδα και η Αποκάλυψη.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές είχαν ήδη μεταφραστεί στη λατινική στο τέλος του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. Ήταν επίσης διαθέσιμες στην αιγυπτιακή από τα μέσα περίπου του τρίτου αιώνα.
Αρχαίες Μεταφράσεις Ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Η Πεσίτα, των καθ’ ομολογία Χριστιανών που μιλούσαν τη συριακή, χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. και έπειτα. Η λέξη «Πεσίτα» σημαίνει «απλή». Το τμήμα των Εβραϊκών Γραφών αποτελούσε βασικά μετάφραση του εβραϊκού κειμένου η οποία πιθανόν να έγινε το δεύτερο ή τον τρίτο αιώνα Κ.Χ., αν και μια μεταγενέστερη αναθεώρηση περιλάμβανε και αντιπαραβολή με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Σώζονται πολυάριθμα χειρόγραφα της Πεσίτα, το πολυτιμότερο από τα οποία είναι κάποιος κώδικας του έκτου ή του έβδομου αιώνα ο οποίος φυλάσσεται στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου. Ένα χειρόγραφο της Πεσίτα το οποίο περιέχει την Πεντάτευχο (χωρίς το Λευιτικό) φέρει ημερομηνία αντίστοιχη περίπου του 464 Κ.Χ., γεγονός που το καθιστά το παλαιότερο χρονολογημένο χειρόγραφο της Γραφής σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Αποδόσεις της Παλαιάς Λατινικής. Αυτές άρχισαν να εμφανίζονται πιθανότατα από τα τέλη του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. και έπειτα. Φαίνεται ότι στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής χρησιμοποιούσαν ολόκληρη την Αγία Γραφή στη λατινική τουλάχιστον από το 250 Κ.Χ. Το τμήμα των Εβραϊκών Γραφών της Παλαιάς Λατινικής μεταφράστηκε από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα (η οποία δεν είχε αναθεωρηθεί ακόμη από τον Ωριγένη), ενώ οι Χριστιανικές Γραφές αποδόθηκαν, όχι από μετάφραση, αλλά από το ελληνικό κείμενο. Ίσως έγιναν διάφορες μεταφράσεις ή τουλάχιστον εργάστηκαν διάφοροι μεταφραστές για την παραγωγή του κειμένου της Παλαιάς Λατινικής. Οι λόγιοι αναφέρονται συνήθως σε δύο βασικούς τύπους αυτού του κειμένου: τον αφρικανικό και τον ευρωπαϊκό. Σώζονται 50 και πλέον χειρόγραφα (ή σπαράγματα) της Καινής Διαθήκης σύμφωνα με την Παλαιά Λατινική μετάφραση.
Η λατινική «Βουλγάτα». Η λατινική Βουλγάτα (Vulgata Latina) είναι μετάφραση ολόκληρης της Αγίας Γραφής την οποία έκανε ο διαπρεπέστερος Βιβλικός λόγιος εκείνης της εποχής, ο Ευσέβιος Ιερώνυμος. Κατ’ αρχάς, αυτός εκπόνησε μια αναθεώρηση των Χριστιανικών Γραφών της Παλαιάς Λατινικής σε αντιπαραβολή με το ελληνικό κείμενο, ξεκινώντας με τα Ευαγγέλια, τα οποία και δημοσιεύτηκαν το 383 Κ.Χ. Κάπου μεταξύ του 384 και του 390 Κ.Χ., προχώρησε σε δύο αναθεωρήσεις των Ψαλμών της Παλαιάς Λατινικής σε αντιπαραβολή με τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Η πρώτη ονομάστηκε Ρωμαϊκό Ψαλτήριο και η δεύτερη Γαλατικό Ψαλτήριο, επειδή υιοθετήθηκαν πρώτα στη Ρώμη και στην ευρωπαϊκή Γαλατία αντίστοιχα. Ο Ιερώνυμος μετέφρασε επίσης τους Ψαλμούς απευθείας από το εβραϊκό κείμενο, και αυτό το έργο ονομάστηκε Εβραϊκό Ψαλτήριο. Το πότε ακριβώς ολοκλήρωσε την αναθεώρηση των Χριστιανικών Γραφών της Παλαιάς Λατινικής είναι αβέβαιο. Άρχισε να αναθεωρεί και το τμήμα των Εβραϊκών Γραφών αλλά προφανώς δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτή την αναθεώρηση, επειδή προτίμησε να μεταφράσει απευθείας από το εβραϊκό κείμενο (μολονότι συμβουλευόταν και ελληνικές μεταφράσεις). Για να μεταφράσει το εβραϊκό κείμενο στη λατινική, ο Ιερώνυμος μόχθησε περίπου από το 390 ως το 405 Κ.Χ.
Αρχικά η μετάφραση του Ιερώνυμου αντιμετωπίστηκε σε γενικές γραμμές με εχθρότητα, και μόνο σταδιακά γνώρισε ευρεία αποδοχή. Λόγω της μεταγενέστερης γενικής αναγνώρισής της στη δυτική Ευρώπη, ονομάστηκε Βουλγάτα, ονομασία που υποδηλώνει μια κοινώς παραδεκτή μετάφραση (η λατινική λέξη vulgatus σημαίνει «κοινός, δημώδης»). Η αρχική μετάφραση του Ιερώνυμου υπέστη αναθεωρήσεις, η δε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όρισε την αναθεώρηση του 1592 ως την επίσημα αναγνωρισμένη έκδοσή της. Σήμερα σώζονται χιλιάδες χειρόγραφα της Βουλγάτας.
Άλλες αρχαίες μεταφράσεις. Καθώς η Χριστιανοσύνη εξαπλωνόταν, προέκυπτε ανάγκη και για άλλες μεταφράσεις. Μέχρι τον τρίτο αιώνα Κ.Χ., αν όχι νωρίτερα, είχε γίνει η πρώτη μετάφραση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών για τους Κόπτες αυτόχθονες της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν διάφορες κοπτικές διάλεκτοι, και με την πάροδο του χρόνου εκπονήθηκαν διάφορες κοπτικές μεταφράσεις. Οι πιο σημαντικές είναι η Θηβαϊκή, ή αλλιώς Σαχιδική, Μετάφραση της Άνω Αιγύπτου (στο Ν) και η Βοχαϊρική Μετάφραση της Κάτω Αιγύπτου (στο Β). Αυτές οι μεταφράσεις, οι οποίες περιέχουν και τις Εβραϊκές και τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, έγιναν πιθανότατα τον τρίτο και τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ.
Η γοτθική μετάφραση έγινε για τους Γότθους τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., ενόσω αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στη Μοισία (Σερβία και Βουλγαρία). Από αυτή τη μετάφραση λείπουν τα βιβλία του Σαμουήλ και των Βασιλέων, τα οποία λέγεται ότι διαγράφηκαν επειδή ο επίσκοπος Ουλφίλας, που έκανε και τη μετάφραση, θεώρησε ότι θα ήταν επικίνδυνο να γίνουν διαθέσιμα στους Γότθους βιβλία που μιλούν για πολέμους και περιέχουν πληροφορίες κατά της ειδωλολατρίας.
Η αρμενική μετάφραση της Αγίας Γραφής χρονολογείται από τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. και πιθανότατα βασίστηκε τόσο σε ελληνικά όσο και σε συριακά κείμενα. Η γεωργιανή μετάφραση, η οποία έγινε για τους Γεωργιανούς του Καυκάσου, ολοκληρώθηκε στα τέλη του έκτου αιώνα Κ.Χ., και μολονότι φανερώνει ελληνικές επιρροές, βασίζεται στην αρμενική και στη συριακή. Η αιθιοπική μετάφραση, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Αβησσυνοί, ίσως έγινε γύρω στον τέταρτο ή πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Υπάρχουν αρκετές παλιές αραβικές μεταφράσεις των Γραφών. Μεταφράσεις τμημάτων της Γραφής στην αραβική ίσως να χρονολογούνται από τον έβδομο κιόλας αιώνα Κ.Χ., αλλά η παλιότερη μαρτυρία κάνει λόγο για κάποια μετάφραση που έγινε στην Ισπανία το 724 Κ.Χ. Η σλαβονική μετάφραση έγινε τον ένατο αιώνα Κ.Χ. και αποδίδεται σε δύο αδέλφια, τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο.