ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Κάθε περιουσιακό στοιχείο που μετά το θάνατο του κατόχου περιέρχεται στον κληρονόμο ή στους δικαιωματικούς διαδόχους· οτιδήποτε λαβαίνει κάποιος από τους προγεννήτορες ή τους προκατόχους του μέσω διαδοχής. Το εβραϊκό ρήμα που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον είναι το ρήμα ναχάλ (ουσιαστικό, ναχαλάχ). Το ρήμα αυτό έχει σχέση με την απόκτηση ή τη χορήγηση κληρονομιάς ή κληρονομικής ιδιοκτησίας, συνήθως εκ διαδοχής. (Αρ 26:55· Ιεζ 46:18) Το ρήμα γιαράς χρησιμοποιείται ενίοτε με τη σημασία «κληρονομώ», αλλά συχνότερα σημαίνει «παίρνω στην κατοχή μου» ανεξαρτήτως διαδοχής. (Γε 15:3· Λευ 20:24) Επίσης, έχει την έννοια «εκδιώκω· διώχνω», κάτι που υπονοεί στρατιωτικές επιχειρήσεις. (Δευ 2:12· 31:3) Οι λέξεις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου που συνδέονται με την κληρονομιά είναι συγγενικές της λέξης κλῆρος, η οποία εκτός από την κυριολεκτική της σημασία σημαίνει επίσης «συμμετοχή» και «κληρονομιά».—Ματ 27:35· Πρ 1:17· 26:18.
Στον Ισραήλ η κληρονομιά αφορούσε κυρίως την ιδιοκτησία γης, μολονότι χρησιμοποιούνταν και για την κινητή περιουσία. Η Αγία Γραφή μιλάει επίσης για την κληρονομιά πραγμάτων πνευματικής φύσης. Οι γεννημένοι από το πνεύμα Χριστιανοί αποκαλούνται «κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι όμως με τον Χριστό». Εφόσον παραμείνουν πιστοί, αποβλέπουν στην “αιώνια κληρονομιά”.—Ρω 8:17· Εβρ 9:15.
Η Πατριαρχική Περίοδος. Οι πιστοί Εβραίοι πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ δεν κατείχαν καμιά έκταση γης, εκτός από τον αγρό με τη σπηλιά που χρησιμοποιούνταν ως τόπος ταφής και τον αγρό κοντά στη Συχέμ τον οποίο αγόρασε ο Ιακώβ. (Γε 23:19, 20· 33:19) Σχετικά με τη διαμονή του Αβραάμ στη Χαναάν, ο Χριστιανός μάρτυρας Στέφανος είπε: «Όμως δεν του έδωσε καμιά κληρονομική ιδιοκτησία σε αυτήν, ούτε μια πατημασιά· αλλά υποσχέθηκε να του τη δώσει ως ιδιοκτησία, και έπειτα από αυτόν στο σπέρμα του, ενώ ως τότε δεν είχε παιδί». (Πρ 7:5) Η υλική κληρονομιά την οποία μεταβίβαζαν αυτοί οι άνθρωποι συνίστατο στα ζώα τους και στα κινητά τους αγαθά. Ο πρωτότοκος γιος κληρονομούσε διπλή μερίδα (δύο μέρη) της περιουσίας σε σύγκριση με ό,τι αναλογούσε στους άλλους γιους. Στην περίπτωση του πατριάρχη Ιώβ, οι κόρες του έλαβαν και αυτές κληρονομιά ανάμεσα στους αδελφούς τους, αλλά δεν δηλώνεται αν σε αυτήν περιλαμβανόταν και κληρονομιά γης.—Ιωβ 42:15.
Ο πατέρας μπορούσε να εκχωρήσει τα πρωτοτόκια σε άλλον γιο αν είχε σοβαρό λόγο, δίνοντας έτσι την κληρονομιά του πρωτότοκου γιου σε κάποιον νεότερο. Σε όσες συναφείς περιπτώσεις αναφέρονται στην Αγία Γραφή, αυτό δεν έγινε από ιδιοτροπία ή μεροληψία, αλλά υπήρχε βάσιμος λόγος για τον οποίο ο πατέρας αποφάσισε να κάνει αυτή την αλλαγή όσον αφορά την κληρονομιά που συνδεόταν με τα πρωτοτόκια. Ο Ισμαήλ, ως ο μεγαλύτερος γιος του Αβραάμ, ήταν επίδοξος κληρονόμος επί 14 χρόνια περίπου. (Γε 16:16· 17:18-21· 21:5) Εντούτοις, κατόπιν αιτήματος της Σάρρας και με την έγκριση του Ιεχωβά, ο Αβραάμ απέπεμψε τον Ισμαήλ, ο οποίος τότε ήταν περίπου 19 ετών. Έκτοτε ο Ισαάκ κατείχε το δικαίωμα του πρωτοτόκου και αργότερα έλαβε όλα όσα είχε ο Αβραάμ, εκτός από τα δώρα που έδωσε εκείνος στους γιους τους οποίους του γέννησε μεταγενέστερα η Χετούρα. (Γε 21:8-13· 25:5, 6) Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος του Ιακώβ, έχασε την κληρονομιά που συνδεόταν με τα πρωτοτόκια επειδή πόρνευσε με την παλλακίδα του πατέρα του. (Γε 49:3, 4· 1Χρ 5:1, 2) Ο Ιακώβ έδωσε τη μεγαλύτερη ευλογία στον Εφραΐμ, το νεότερο γιο του Ιωσήφ, και όχι στον Μανασσή, τον μεγαλύτερο.—Γε 48:13-19.
Ο θεσμός της παλλακείας ήταν νόμιμος. Μάλιστα, στην Αγία Γραφή η παλλακίδα χαρακτηρίζεται ενίοτε «σύζυγος» του άντρα με τον οποίο ζει και εκείνος χαρακτηρίζεται «σύζυγός» της. Ο πατέρας της αποκαλείται πεθερός του, και αυτός αποκαλείται γαμπρός του πατέρα της. (Γε 16:3· Κρ 19:3-5) Οι γιοι των παλλακίδων ήταν νόμιμοι και επομένως είχαν ίσα κληρονομικά δικαιώματα με τους γιους μιας κανονικής συζύγου.
Προτού ο Αβραάμ αποκτήσει παιδιά, αναφερόταν στο δούλο του τον Ελιέζερ ως το μελλοντικό κληρονόμο των αγαθών του, αλλά ο Ιεχωβά τού είπε ότι επρόκειτο να αποκτήσει ένα παιδί που θα τον κληρονομούσε.—Γε 15:1-4.
Η Περίοδος του Νόμου. Υπό το Νόμο, ο πατέρας δεν είχε το δικαίωμα να καταστήσει πρωτότοκό του το γιο της πιο αγαπημένης συζύγου σε βάρος του πραγματικού πρωτοτόκου—του γιου μιας συζύγου την οποία αγαπούσε λιγότερο. Υποχρεούνταν να δώσει στον πρωτότοκο διπλή μερίδα από όλα όσα είχε. (Δευ 21:15-17) Όταν δεν υπήρχαν γιοι, η κληρονομιά πήγαινε στις κόρες. (Αρ 27:6-8· Ιη 17:3-6) Ωστόσο, οι κόρες που κληρονομούσαν γη υποχρεούνταν να παντρευτούν μόνο εντός της οικογένειας της φυλής του πατέρα τους ώστε να μη μεταβιβάζεται η κληρονομιά τους από φυλή σε φυλή. (Αρ 36:6-9) Αν δεν υπήρχαν παιδιά, η σειρά μεταβίβασης της κληρονομιάς είχε ως εξής: (1) οι αδελφοί του εκλιπόντος, (2) οι αδελφοί του πατέρα του, (3) ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής. (Αρ 27:9-11) Η σύζυγος δεν λάβαινε κληρονομιά από το σύζυγό της. Αν δεν υπήρχαν παιδιά, η σύζυγος θεωρούνταν ιδιοκτήτρια της γης μέχρις ότου εξαγοραστεί η γη από αυτόν που είχε το δικαίωμα της εξαγοράς. Σε αυτή την περίπτωση εξαγοραζόταν μαζί με την περιουσία και η σύζυγος. (Ρθ 4:1-12) Υπό το νόμο του ανδραδελφικού γάμου, το πρώτο παιδί που αποκτούσε η γυναίκα από τον εξαγοραστή γινόταν κληρονόμος του εκλιπόντος συζύγου και συνεχιστής του ονόματός του.—Δευ 25:5, 6.
Κληρονομικές εκτάσεις γης. Η κληρονομιά των γιων του Ισραήλ τούς δόθηκε από τον Ιεχωβά, ο οποίος καθόρισε στον Μωυσή τα όρια εκείνης της γης. (Αρ 34:1-12· Ιη 1:4) Οι γιοι του Γαδ, οι γιοι του Ρουβήν και η μισή φυλή του Μανασσή έλαβαν την εδαφική κληρονομιά τους από τον Μωυσή. (Αρ 32:33· Ιη 14:3) Οι υπόλοιπες φυλές έλαβαν την κληρονομιά τους με κλήρο υπό την καθοδήγηση του Ιησού του Ναυή και του Ελεάζαρ. (Ιη 14:1, 2) Σε αρμονία με την προφητεία του Ιακώβ στα εδάφια Γένεση 49:5, 7, ο Συμεών και ο Λευί δεν έλαβαν ως κληρονομιά αυτοτελείς περιοχές. Η περιοχή του Συμεών αποτελούνταν από γη (μαζί με παρεμβαλλόμενες πόλεις) μέσα στην περιοχή του Ιούδα (Ιη 19:1-9), ενώ στον Λευί παραχωρήθηκαν 48 πόλεις σε όλη την επικράτεια του Ισραήλ. Εφόσον οι Λευίτες διορίστηκαν να προσφέρουν ειδική υπηρεσία στο αγιαστήριο, κληρονομιά τους θεωρούνταν ο Ιεχωβά. Λάβαιναν τα δέκατα ως μερίδα ή κληρονομιά τους σε ανταπόδοση για την υπηρεσία τους. (Αρ 18:20, 21· 35:6, 7) Στις οικογένειες χορηγούνταν εκτάσεις μέσα στην περιοχή της φυλής τους. Καθώς οι οικογένειες αυξάνονταν και οι γιοι κληρονομούσαν, η γη διαιρούνταν σταδιακά σε ολοένα και μικρότερα τμήματα.
Εφόσον η γη παρέμενε στην κατοχή της ίδιας οικογένειας από γενιά σε γενιά, δεν μπορούσε να πουληθεί για πάντα. Στην ουσία, λοιπόν, η πώληση γης αποτελούσε απλώς εκμίσθωσή της αντί της αξίας των σοδειών που θα παρήγε, η δε τιμή αγοράς καθοριζόταν ανάλογα με το πόσα χρόνια απέμεναν μέχρι το επόμενο Ιωβηλαίο, οπότε κάθε εδαφική ιδιοκτησία επέστρεφε στον αρχικό ιδιοκτήτη αν δεν είχε αγοραστεί εκ νέου ή απολυτρωθεί πριν από το Ιωβηλαίο. (Λευ 25:13, 15, 23, 24) Η διάταξη αυτή περιλάμβανε και σπίτια σε ατείχιστες πόλεις, τα οποία θεωρούνταν μέρος της υπαίθρου. Όσο για ένα σπίτι σε περιτειχισμένη πόλη, το δικαίωμα εξαγοράς ίσχυε μόνο για ένα έτος από τον καιρό της πώλησής του, μετά την πάροδο του οποίου περιερχόταν στην κυριότητα του αγοραστή. Για τα σπίτια των Λευιτικών πόλεων το δικαίωμα εξαγοράς ίσχυε στον αιώνα επειδή οι Λευίτες δεν είχαν κληρονομιά γης.—Λευ 25:29-34.
Το απαραβίαστο της κληρονομικής ιδιοκτησίας φαίνεται παραστατικά από την περίπτωση του αμπελιού του Ναβουθέ. Ο Ναβουθέ αρνήθηκε να πουλήσει το αμπέλι του στο βασιλιά ή να το ανταλλάξει με άλλο. Το στέμμα δεν είχε το δικαίωμα της απαλλοτρίωσης. (1Βα 21:2-6) Ωστόσο, υπήρχε η δυνατότητα να αφιερώσει κανείς μέρος της κληρονομιάς του στον Ιεχωβά για το αγιαστήριο. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό δεν μπορούσε να απολυτρωθεί, αλλά παρέμενε περιουσία του αγιαστηρίου και του ιερατείου του. Αν κάποιος επιθυμούσε να αγιάσει μέρος της περιουσίας του για προσωρινή χρήση του αγιαστηρίου, μπορούσε να το κάνει. Αν δε αργότερα επιθυμούσε να απολυτρώσει αυτό το μέρος της περιουσίας του, μπορούσε να το κάνει καταβάλλοντας επιπρόσθετα το ένα πέμπτο της υπολογισμένης αξίας του. Αυτό αναμφίβολα προστάτευε το θησαυροφυλάκιο του αγιαστηρίου από απώλειες και επιπλέον ενέπνεε περισσότερο σεβασμό για το αγιαστήριο και για ό,τι προσφερόταν στη λατρεία του Ιεχωβά. Αν ο αγιασμένος αγρός πουλιόταν σε άλλον, τότε κατά το Ιωβηλαίο θεωρούνταν αγρός αφιερωμένος και δεν επιστρεφόταν στον αρχικό ιδιοκτήτη, αλλά παρέμενε περιουσία του αγιαστηρίου και του ιερατείου του.—Λευ 27:15-21, 28· βλέπε ΑΓΙΑΣΜΟΣ (Αγιασμός μιας Έκτασης Γης).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην εβραϊκή ορολογία ή πρακτική δεν είχαν θέση οι διαθήκες, εφόσον οι νόμοι περί κληρονομιάς καθιστούσαν τέτοια έγγραφα περιττά. Ακόμη και η κινητή περιουσία μεταβιβαζόταν είτε από τον ιδιοκτήτη ενόσω εκείνος ζούσε είτε σύμφωνα με τους νόμους περί κληρονομιάς όταν εκείνος πέθαινε. Στην παραβολή του Ιησού για τον άσωτο γιο, ο νεότερος γιος ζήτησε και πήρε το μερίδιό του από την περιουσία προτού πεθάνει ο πατέρας του.—Λου 15:12.
Οφέλη των νόμων περί κληρονομιάς. Οι νόμοι που αφορούσαν τις κληρονομικές ιδιοκτησίες και τη διαίρεσή τους σε μικρότερα τμήματα καθώς αύξανε ο πληθυσμός συντέλεσαν σε μεγαλύτερη οικογενειακή ενότητα. Σε μια χώρα όπως αυτή του Ισραήλ, σημαντικό μέρος της οποίας καλυπτόταν από λόφους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιουδαία, αυτό ήταν επωφελές επειδή ωθούσε τους Ισραηλίτες να αξιοποιούν τη γη στο έπακρο, κατασκευάζοντας ακόμη και αναβαθμίδες στις λοφοπλαγιές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα όμορφο, καταπράσινο τοπίο, ενώ οι ελιές, οι συκιές, οι φοίνικες και τα κλήματα παρείχαν τροφή για μεγάλο πληθυσμό. Το γεγονός ότι κάθε άντρας ήταν ιδιοκτήτης γης τον έκανε να αγαπάει περισσότερο το χώμα στο οποίο ζούσε, προήγε τη φιλοπονία και, σε συνδυασμό με τη διάταξη του Ιωβηλαίου, επανέφερε το έθνος στην αρχική θεοκρατική του κατάσταση κάθε 50ό έτος. Αυτό συνέβαλλε στη διατήρηση ισορροπημένης οικονομίας. Ωστόσο, όπως συνέβη και με άλλα χαρακτηριστικά του Νόμου, τελικά εισχώρησαν καταχρήσεις.
Όπως είχε πει ο Ιεχωβά στον Ισραήλ, εκείνος ήταν ο πραγματικός Ιδιοκτήτης της γης. Αυτοί ήταν πάροικοι και μέτοικοι από τη δική του άποψη. Επομένως, μπορούσε να τους εκδιώξει από τη γη όποτε το έκρινε κατάλληλο. (Λευ 25:23) Επειδή παραβίαζαν κατά κόρον το νόμο του Θεού, οδηγήθηκαν σε εξορία για 70 χρόνια υπό την εξουσία της Βαβυλώνας και παρέμειναν υπό την κυριαρχία των Εθνικών ακόμη και μετά την αποκατάστασή τους το 537 Π.Κ.Χ. Τελικά, το 70 Κ.Χ., οι Ρωμαίοι τούς εκδίωξαν ολοκληρωτικά από τη γη και πούλησαν χιλιάδες ως δούλους. Ακόμη και τα γενεαλογικά τους αρχεία χάθηκαν ή καταστράφηκαν.
Χριστιανική Κληρονομιά. Ο Ιησούς Χριστός, ως ο γιος του Δαβίδ, κληρονομεί το θρόνο του Δαβίδ. (Ησ 9:7· Λου 1:32) Ως ο Γιος του Θεού, κληρονομεί το αξίωμα του ουράνιου βασιλιά μέσω της διαθήκης που έκανε μαζί του ο Ιεχωβά. (Ψλ 110:4· Λου 22:28-30) Επομένως, ο Χριστός κληρονομεί τα έθνη, ώστε να συντρίψει όλους τους εναντιουμένους και να κυβερνάει για πάντα.—Ψλ 2:6-9.
Για τα χρισμένα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας λέγεται ότι έχουν ουράνια κληρονομιά και μερίδιο στην κληρονομιά του Ιησού ως «αδελφοί» του. (Εφ 1:14· Κολ 1:12· 1Πε 1:4, 5) Σε αυτή την κληρονομιά περιλαμβάνεται και η γη.—Ματ 5:5.
Επειδή ο Θεός απολύτρωσε τον Ισραήλ από την Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες έγιναν ιδιοκτησία ή «κληρονομιά» του. (Δευ 32:9· Ψλ 33:12· 74:2· Μιχ 7:14) Προσκίαζαν το «έθνος» του πνευματικού Ισραήλ, το οποίο ο Θεός θεωρεί «κληρονομιά» του επειδή είναι ιδιοκτησία του, εφόσον τους έχει αγοράσει μέσω του αίματος του μονογενούς του Γιου, του Ιησού Χριστού.—1Πε 2:9· 5:2, 3· Πρ 20:28.
Ο Ιησούς Χριστός τόνισε ότι όποιοι εγκαταλείπουν πολύτιμα πράγματα για χάρη του ονόματός του και για χάρη των καλών νέων “θα κληρονομήσουν αιώνια ζωή”.—Ματ 19:29· Μαρ 10:29, 30· βλέπε ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ· ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ· ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ.