Όταν Όλοι οι Άνθρωποι θα Λατρεύουν Πάλι ένα Θεό
1. Στις 6 Δεκεμβρίου 1956, τι παρετήρησαν στον Λόφον του Άρεως των Αθηνών δύο επίσημοι μιας εκδοτικής εταιρίας της Νέας Υόρκης;
ΜΙΑ μέρα του 1956—ήταν η έκτη Δεκεμβρίου—ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος μιας διεθνώς γνωστής εκδοτικής εταιρίαςa ανερριχώντο στον Λόφον του Άρεως των Αθηνών, πρωτευούσης της Ελλάδος. Οι ειδωλολάτραι Έλληνες των αρχαίων χρόνων ωνόμαζαν τον λόφον Άρειον Πάγον. Πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούν στην κορυφή. Κοντά στα πρώτα από τα σκαλοπάτια αυτά οι δύο άνδρες εσταμάτησαν. Ιδού! Μια ορειχάλκινη πλάκα εντεθειμένη στο βράχο δεξιά από τα σκαλοπάτια! Επάνω της είναι χαραγμένα λόγια στην κοινή Ελληνική γλώσσα της πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια εποχής. Τα λόγια, πράγματι, είναι μια περικοπή από την Αγία Γραφή. Ναι, προέρχονται από το μέρος εκείνο της Γραφής που εγράφη αρχικά στην Ελληνική για τους Χριστιανούς και που γενικά αποκαλείται «Η Καινή Διαθήκη». Τα λόγια που παρατίθενται προέρχονται από το βιβλίο της «Πράξεις των Αποστόλων», κεφάλαιον δέκατον έβδομον, εδάφια εικοστόν δεύτερον μέχρι τριακοστού πρώτου. Μεταφρασμένα στη Νεοελληνική γλώσσα, Ιδού τι λέγουν τα λόγια αυτά:
2. Τι έλεγε η επιγραφή επάνω στην ορειχάλκινη πλάκα;
2 «Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας [δεισιδαιμονεστέρους, Κείμενον], Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς. Ο Θεός όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων, ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. Και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών· δια να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν· αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών· διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν· καθώς και τινες των ποιητών σας είπον, “Διότι και γένος είμεθα τούτου.” Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου. Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι· διότι προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»
3, 4. Ποιο γεγονός μαρτυρούσε εκείνη η πλάκα που ήταν εντεθειμένη στο βράχο, και πώς αυτό συνέβη;
3 Γιατί αυτή η πλάκα με τα αξιοσημείωτα αυτά λόγια ήταν εντεθειμένη στο βράχο; Για να μαρτυρή ότι ο Παύλος από την πόλι της Ταρσού της Μικράς Ασίας, ωμίλησε αυτά τα λόγια εκεί στον Λόφον του Άρεως πριν από δεκαεννέα αιώνες. Ο Παύλος ήταν απόστολος ή πρέσβυς του Ιησού Χριστού, ο οποίος είχε αδίκως θανατωθή πριν από δεκαοκτώ περίπου χρόνια στην Ιερουσαλήμ, αλλά τον οποίον ο Παντοδύναμος Θεός είχε ζωοποιήσει από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα. Ο ίδιος ο Παύλος είχε συναντήσει αυτόν τον Ιησούν Χριστόν έπειτα από χρόνια μετά την ανάστασί του από τον θάνατο. Αυτή η θαυματουργική συνάντησις συνέβαλε στο να μεταβάλη τον Παύλο από διώκτην των ακολούθων του Χριστού σε πιστόν ακόλουθόν του. Συνεπώς ο Παύλος ήταν μάρτυς του γεγονότος ότι ο Παντοδύναμος Θεός είχε αναστήσει τον Ιησού Χριστό από τον θάνατο και τον είχε μεταμορφώσει σε ένδοξο πνευματικό πρόσωπο στους αοράτους ουρανούς.
4 Τώρα, λοιπόν, ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έστεκε στην κορυφή του Λόφου του Άρεως, ή του Αρείου Πάγου. Το ανώτατο δικαστήριο των αρχαίων Αθηνών τον είχε φέρει εκεί για να τον ακούση, επειδή στον Λόφον του Άρεως έκανε τις συνεδριάσεις του το δικαστήριο αυτό. Μέλη αυτού του δικαστηρίου ήσαν φιλόσοφοι γνωστοί ως Στωικοί και Επικούρειοι. Όπως τους υπέμνησε ο Παύλος, επίστευαν σε πολλές θεότητες, στις οποίες είχαν οικοδομήσει ναούς και βωμούς από φόβον. Εφοβούντο ότι θα μπορούσε να παραλείψουν ένα θεό. Για ν’ αποφύγουν, λοιπόν, τιμωρία ανήγειραν ένα βωμό σε οποιονδήποτε που θα μπορούσε να είναι ο θεός αυτός. Ωμολόγησαν ότι αγνοούσαν αυτόν τον θεό χαράσσοντας στον βωμόν αυτόν τα λόγια, «Αγνώστω Θεώ.» Ποιος ήταν Αυτός; Ο Παύλος εγνώριζε. Εκείνοι οι άνδρες των Αθηνών δεν εγνώριζαν.
5. Τι απέδειξε ο Παύλος στο δικαστήριο όσον αφορά τους όρους «Ιησούς» και «ανάστασις»;
5 Ποιο ήταν το όνομα αυτού του Αγνώστου Θεού; Εκείνοι οι άνδρες των Αθηνών είχαν ακούσει τον Παύλο να μιλή για τον Ιησούν και την ανάστασι. Ενόμισαν, λοιπόν, ότι ο Ιησούς και η Ανάστασις ήσαν ονόματα θεών ξένων προς αυτούς. Έφεραν τον Παύλο στο δικαστήριο του Λόφου του Άρεως για να υπερασπίση τον εαυτό του για την κατηγορία θρησκευτικής βλασφημίας, για την οποία θα μπορούσε να θανατωθή. Ο Παύλος απέδειξε σ’ αυτούς ότι ο Ιησούς και η Ανάστασις δεν ήσαν τα ονόματα του Αγνώστου Θεού. Είχε μήπως ο Ιησούς αναστήσει τον εαυτό του από τους νεκρούς; Όχι. Η ιστορία μάς λέγει ότι ο Ιησούς είχε αναστήσει ή εγείρει άλλα άτομα επάνω στη γη από τους νεκρούς. Αλλά τον εαυτό του δεν θα μπορούσε να τον εγείρη από τους νεκρούς. Το ότι ήταν νεκρός, εμπόδιζε να το κάμη αυτό.
6. Ποιος, λοιπόν, είχε κάμει την ανάστασι του Ιησού, και ποια σχέσι είχαν, επομένως, αυτοί ο ένας προς τον άλλον;
6 Ποιος, λοιπόν, έκαμε την ανάστασι του Ιησού Χριστού από τον θάνατο; Ο Θεός. Αυτός ήγειρε τον Ιησού Χριστό από τους νεκρούς και όχι μόνο τον επανέφερε πάλι στη ζωή, αλλά και τον μετεμόρφωσε σ’ ένα αθάνατο πνευματικό πρόσωπο για να ζη στους ουρανούς. Δεν νομίζετε ότι έπρεπε να είναι Θεός για να μπορή να το κάμη αυτό; Ναι· οποιοδήποτε Ον που θα μπορούσε να κάμη μια τέτοια θαυματουργική πράξι, έπρεπε να είναι ο ένας αληθινός και ζων Θεός. Έπρεπε να είναι παντοδύναμος για να κάμη ένα τέτοιο πράγμα. Κανείς από τους θεούς των Αθηναίων ή οποιουδήποτε άλλου λαού δεν είχε ποτέ κάμει ούτε θα μπορούσε να κάμη ένα τέτοιο πράγμα. Επίσης, εγείροντας αυτόν τον Ιησού Χριστό από τους νεκρούς για ν’ απολαύση υπερανθρώπινη, πνευματική ζωή μαζί Του στους υψίστους ουρανούς, ο Παντοδύναμος Θεός έδειχνε ότι ήταν ο ουράνιος Πατήρ αυτού του Ιησού και ότι αυτός ο αναστημένος Ιησούς ήταν ο Υιός του Θεού. Το ότι έλαβε σώμα και ζωή από τον Παντοδύναμο Θεό, τον έκαμε Υιόν του Θεού, ουράνιον, πνευματικόν Υιόν του Θεού.
7. Τι άλλο είναι Αυτός που ανέστησε τον Ιησούν Χριστόν;
7 Αυτός ο παντοδύναμος, αθάνατος Θεός έκαμε περισσότερα πράγματα από το να δώση ζωή στον Υιό του Ιησού Χριστό. Ο Παύλος, για να καταστήση καλύτερα γνωστόν στους Αθηναίους τον Άγνωστο Θεό, τους είπε στον Λόφον του Άρεως ότι αυτός είναι ο Θεός ο οποίος «έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ.» Αυτός, επομένως, είναι ο μέγας Δημιουργός, ο μεγαλύτερος Εκείνος που έπλασε και διεμόρφωσε όλα όσα υπάρχουν, είτε αόρατα σ’ εμάς είτε ορατά σ’ εμάς. Αυτός, λοιπόν, είναι, όπως λέγει ο Παύλος, ο «Κύριος του ουρανού και της γης», δηλαδή, ο Άρχων και Ιδιοκτήτης όλου του ουρανού και της γης. Συνεπώς, ορθά τον αποκαλούμε: Κύριος ο Θεός.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
8. Με ποιο προσωπικό όνομα μπορούμε να τον ονομάζωμε, και πού και πόσες φορές απαντάται εκεί αυτό το όνομα;
8 Μπορούμε να ονομάσωμε αυτόν τον Κύριον τον Θεόν μ’ ένα προσωπικό όνομα για να τον ξεχωρίσωμε από όλους τους άλλους που ονομάζονται «θεοί»; Ναι, μπορούμε. Με ποιο, λοιπόν, προσωπικό όνομα; Έχετε μήπως ακούσει ποτέ κάποιον να ψάλλη ή να προφέρη μεγαλόφωνα τη μακρά λέξι «Αλληλούια»; Αυτή είναι μια Εβραϊκή λέξις και σημαίνει «Αινείτε τον Γιαχ!» Αλλά ποιος είναι αυτός ο Γιαχ που προσκαλούμεθα έτσι να τον αινέσωμε; Οι Εβραίοι λόγιοι μάς λέγουν ότι αυτό το όνομα Γιαχ είναι μια σύντμησις του πλήρους ονόματος Ιεχωβά. Μερικοί λόγιοι προτιμούν να προφέρουν το όνομα Γιαβέ ή Γιαχβέ, αλλά σήμερα Ιεχωβά είναι ο πιο δημοφιλής τρόπος προφοράς του ονόματος. Κανείς άνθρωπος δεν του έδωσε αυτό το όνομα. Αυτός ο ίδιος ωνόμασε τον εαυτό του έτσι. Με την αόρατη δύναμί του, με την οποίαν έκαμε τον κόσμο, κατηύθυνε επίσης να γραφή ένα βιβλίο επάνω στη γη από ανθρώπους που τον υπηρετούσαν και τον ελάτρευαν. Επειδή εκίνησε αυτούς τους ανθρώπους με την αόρατη ενεργό του δύναμι να γράψουν αυτό το βιβλίο, για τούτο αποκαλείται άγιο ή ιερό. Μερικοί το ονομάζουν οι Άγιες Γραφές, επειδή αποτελείται από άγια συγγράμματα. Άλλοι το ονομάζουν η Αγία Βίβλος, επειδή αποτελείται από πολλά μικρά βιβλία, εξήντα έξη βιβλία, όπως υπάρχουν στις περισσότερες μεταφράσεις της Αγίας Βίβλου. Τα πρώτα τριάντα εννέα βιβλία εγράφησαν στην Εβραϊκή γλώσσα, στα βιβλία δε αυτά ο Παντοδύναμος Θεός μάς λέγει ότι το προσωπικό του όνομα είναι Ιεχωβά—τουλάχιστον 6.823 φορές.
9. Τι διακηρύττει αυτός εις Ησαΐας 42:8, για να προσδιορίση τον εαυτό του;
9 Στο βιβλίο του Ησαΐα, κεφάλαιο τεσσαρακοστό δεύτερο, εδάφιο όγδοο, ο Παντοδύναμος Θεός λέγει: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· τούτο είναι το όνομά μου· και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον, ουδέ την αίνεσίν μου εις τα γλυπτά.» (ΑΣ) Επομένως τώρα, αυτός ο μόνος αληθινός και ζων Θεός δεν είναι πια άγνωστος σε σας με το προσωπικό του όνομα. Είναι ο Ιεχωβά Θεός.
10. Γιατί δεν υπάρχει σήμερα χειροποίητος ναός αφιερωμένος στον Ιεχωβά, και τι είπε σχετικώς ο Βασιλεύς Σολομών;
10 Σε πλείστες χώρες της γης υπάρχουν χιλιάδες ναοί κατασκευασμένοι από χέρι ανθρώπου. Άλλα μήπως γνωρίζετε κανέναν απ’ αυτούς που να είναι αφιερωμένος στον Ιεχωβά Θεό; Όχι, δεν γνωρίζετε. Πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Ιεχωβά στην πόλι της Ιερουσαλήμ, που περιλαμβάνεται τώρα στη χώρα της Ιορδανίας. Αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος τον άφησε να πυρποληθή και να καταστραφή στο έτος 70 της Χριστιανικής εποχής. Γιατί; Επειδή ο ναός αυτός εχρησιμοποιείτο κακώς και επειδή, όπως είπε ο Παύλος στους Αθηναίους επάνω στον Λόφο του Άρεως, ο ένας ζων και αληθινός Θεός «δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων, ως έχων χρείαν τινός.» (Πράξ. 17:24, 25) Πώς θα μπορούσε ο Θεός που έκαμε τους ακαταμέτρητους ουρανούς και τη μεγάλη γη να κατοική σε μικροσκοπικούς πράγματι ναούς που κατασκευάζουν χέρια ανθρώπων; Δεν πρέπει να ατιμάζωμε τον Θεό με το να τον σμικρύνωμε. Σχεδόν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια ο Βασιλεύς Σολομών οικοδόμησε στην Ιερουσαλήμ έναν ένδοξο ναό στον Ιεχωβά. Αλλ’ όταν ο σοφώτατος αυτός βασιλεύς των αρχαίων χρόνων αφιέρωσε τον ναό στον Ιεχωβά, προσευχήθη και είπε: «Αλλά θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι· πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα! Πλην επίβλεψον επί την προσευχήν του δούλου σου, και επί την δέησιν αυτού, Ιεχωβά Θεέ μου, ώστε να εισακούσης της κραυγής και της δεήσεως, την οποίαν ο δούλός σου δέεται ενώπιον σου την σήμερον· δια να ήναι οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι προς τον οίκον τούτον νύκτα και ημέραν, προς τον τόπον περί του οποίου είπας, Το όνομά μου θέλει είσθαι εκεί.»—1 Βασ. 8:27-29, ΑΣ.
11, 12. Ποια κατάστασις εξαρτήσεως υπάρχει μεταξύ Θεού και ημών;
11 Ο Δημιουργός όλων όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη είναι πολύ μεγάλος για να κατοική σε ναούς κατασκευασμένους από τα χέρια μας. Δεν χρειάζεται κάτι σαν ναό, από ξύλα, πλίνθους ή λίθους. Αντί να χρειάζεται να του δώσωμε εμείς πράγματα για να τον διατηρούμε καλά και ευτυχισμένον, «αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα», είπε ο Παύλος.
12 Η ζωή μας προέρχεται από τον Θεό. Η δύναμις που έχομε να αναπνέωμε και ο αέρας που αναπνέομε προέρχονται από τον Θεό. Η γη και όλα τα πράγματα που απολαμβάνομε προέρχονται από τον Θεό, είναι δώρα του για μας. Γιατί, λοιπόν, να νομίζωμε ότι Αυτός πρέπει να εξαρτάται από μας και ότι πρέπει να οικοδομήσωμε ναούς σ’ Αυτόν; Αφού αυτός είναι ο Ζωοδότης μας και Εκείνος από τον οποίον εξαρτώμεθα για όλα τα αγαθά, πρέπει να είναι ο Θεός μας, τον οποίον λατρεύομε, αγαπούμε και ευαρεστούμε. Αυτό πρέπει να αληθεύη για μας, σε οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκωμε σήμερα.
13. Άσχετα με την εθνικότητά μας, με ποια έννοια είμεθα γένος του Θεού;
13 Ακούστε πάλι τι είπε ο Παύλος στον Λόφον του Άρεως εξηγώντας αυτόν τον Θεόν: «Και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών· δια να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν· αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών· διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν· καθώς και τινες των ποιητών σας είπον, “Διότι και γένος είμεθα τούτου.” Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δε πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου.» Λοιπόν όλοι εμείς προερχόμεθα από τον ένα πρώτον άνθρωπον που έπλασε ο Θεός, αδιάφορο από ποιο έθνος μπορεί να είμεθα τώρα, αδιάφορο πού κατοικούμε σ’ αυτή τη γη. Εφόσον ο πρώτος εκείνος άνθρωπος επλάσθη ή εδημιουργήθη από τον Θεό και ήταν έτσι «υιός Θεού», είμεθα από μια άποψι «γένος του Θεού» επειδή προερχόμεθα από αυτόν τον άνθρωπο. Ασφαλώς, λοιπόν πρέπει να λατρεύωμε ως Θεόν μας τον Δημιουργόν του οποίου γένος είμεθα.—Λουκ. 3:38.
14. Γιατί δεν χρειάζεται πια να ψηλαφούμε για τον Θεό χωρίς ελπίδα να τον εύρωμε;
14 Καιροί άγνοιας αυτού του Θεού επεκράτησαν επί πολύν καιρό στη γη, και μάλιστα πολύν καιρό προτού ο Παύλος ανακαλύψη τον βωμό τον επιγεγραμμένο «Αγνώστω Θεώ» στας Αθήνας πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια. Εξαιτίας τούτου, πολλοί από μας που ποθούσαν να γνωρίσουν τον ζώντα και αληθινό Θεό, έχομε ψηλαφήσει γι’ αυτόν. Σκεφθήτε: Δεν είναι μακριά από τον καθένα από μας, και έτσι πρέπει να μπορούμε να τον εύρωμε! Σκεφθήτε, επίσης: Διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς για να τον ζητούμε, για να μπορέσωμε να τον εύρωμε. Σκεφθήτε δε και τούτο: Τώρα είναι ο προδιατεταγμένος καιρός για να τον ζητήσωμε με βάσιμη ελπίδα ότι πραγματικά θα τον εύρωμε και θα τον γνωρίσωμε!
ΑΡΧΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ
15. Σε τι μπορεί θα οδηγήση το να εύρωμε τον Θεό, και ποια ήταν η κατάστασις του Αδάμ όταν Τον εγνώριζε;
15 Το να τον εύρωμε έτσι ώστε να τον γνωρίσωμε και να τον κατανοήσωμε και να έχωμε φιλία μαζί του σημαίνει να εύρωμε τον ουράνιον Ζωοδότην μας και Διατηρητήν. Μια τέτοια επιτυχής εύρεσις μπορεί να οδηγήση στο ν’ αποκτήσωμε αιώνια ζωή με τελεία ευτυχία και ειρήνη. Ο πρώτος άνθρωπος τον εγνώριζε, αλλά τον έχασε. Η μεγάλη αυτή απώλεια επέφερε θάνατο σ’ αυτόν τον ένα πρώτον άνθρωπον και σε όλα τα έθνη που έγιναν απ’ αυτόν. Όταν ο πρώτος άνθρωπος, του οποίου το όνομα ήταν Αδάμ, εγνώριζε τον Θεόν ως τον ουράνιον Πατέρα του και είχε οικογενειακή σχέσι με τον Θεό ως επίγειος υιός Του ο Αδάμ ήταν σε ενότητα με τη θεία Πηγή της ζωής του. Το να συνεχίση ο Αδάμ τη ζωή του στη γη απαιτούσε απ’ αυτόν να τηρήται σ’ επαφή με τη μόνη Πηγή της ζωής. Ο Ιεχωβά Θεός επιθυμεί να είναι τέλειοι οι υιοί του στον ουρανό και στη γη. Τους δημιουργεί τελείους. «Τα έργα αυτού είναι τέλεια.» (Δευτ. 32:4) Εδημιούργησε τον πρώτον άνθρωπον Αδάμ τέλειον. Παραθέτομε από την Αγία του Γραφή: «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον εκ χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος ψυχή ζώσα.» (Γέν. 2:7, ΑΣ) Όχι ατελής θνήσκουσα ψυχή, αλλά τελεία ζώσα ψυχή έγινε ο πρώτος άνθρωπος.
16. Ποια δυνατότης υπήρχε για τον Αδάμ στην Εδέμ, και από τι εξηρτάτο αυτή;
16 Κατανοούμε τι σημαίνει αυτό; Ως τελεία ανθρώπινη ψυχή ο Αδάμ θα μπορούσε να ζη στη γη για πάντα, και θα ήταν ευχαρίστησις γι’ αυτόν και για μας, τους απογόνους του, να ζούμε εδώ για πάντα. Πώς θα γινόταν αυτό; Επειδή ο Θεός τον έθεσε σ’ έναν επίγειο παράδεισο, επιθυμώντας να παραμείνη ο Αδάμ σ’ αυτόν, διότι αγαπούσε τον επίγειον αυτόν υιόν και ήθελε να παραμείνη στην οικογένεια του Θεού. Η Αγία του Γραφή μάς λέγει: «Και εφύτευσεν Ιεχωβά ο Θεός κήπον [παράδεισον] εν τη Εδέμ [Τρυφή] κατά ανατολάς, και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε. Και Ιεχωβά ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν, και καλόν εις την γεύσιν· και το ξύλον της ζωής εν μέσω του κήπου, και το ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού.» (Γέν. 2:8, 9, ΑΣ) Από τι εξηρτάτο η παραμονή του Αδάμ στον παράδεισο της τρυφής σε ενότητα με την Πηγή της ζωής; Από το να συνεχίζη τον ένα και μόνο ορθό τρόπο λατρείας.
17, 18. (α) Γιατί ο Αδάμ δεν θα ήταν επιρρεπής στο να λατρεύη προγόνους; (β) Ούτε τα δένδρα; (γ) Ούτε τα κτήνη, τα πουλιά και τα έντομα;
17 Αλλά ποιον θα ελάτρευε ο Αδάμ; Ποιον θα ήθελε να λατρεύη ο Αδάμ στην ανθρώπινη τελειότητά του; Τους επιγείους προγόνους; Ο Αδάμ δεν είχε επιγείους προγόνους. Τότε θα ήθελε μήπως να λατρεύη τα δένδρα του κήπου εκείνου ή τον ποταμό που εξήρχετο από την Εδέμ για να ποτίζη εκείνο τον κήπο; Όχι· είχε τεθή στον κήπο για να επιμελήται τα δένδρα του: «Και έλαβεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον, και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν.» (Γέν. 2:15, ΑΣ) Ο άνθρωπος Αδάμ δεν είχε λάβει τη ζωή του από τα δένδρα, ούτε ακόμη από το «δένδρον της ζωής» που είχε φυτεύσει ο Θεός στο μέσον του κήπου. Αν του εδίδετο εξουσία από τον ουρανό, ο Αδάμ θα μπορούσε να κατακόψη οποιαδήποτε από εκείνα τα δένδρα και να τα εκμηδενίση.
18 Αλλά θα ήταν, λοιπόν, ο Αδάμ επιρρεπής στο να λατρεύη οποιοδήποτε από τα κατώτερα ζώα, τα κτήνη και τα πουλιά και τα έντομα που ήσαν στον κήπο, ή οποιοδήποτε από τα ψάρια που κολυμπούσαν στον ποταμό και στις διακλαδώσεις του; Όχι· ήταν επιφορτισμένος με την εποπτεία αυτών των κατωτέρων ζωικών κτισμάτων και τα ωνόμασε. Ο Ιεχωβά Θεός «έφερεν αυτά προς τον Αδάμ, δια να ίδη πώς να ονομάση αυτά· και ό,τι όνομα ήθελε δώσει ο Αδάμ εις παν έμψυχον, τούτο να ήναι το όνομα αυτού.» (Γέν. 2:19, 20) Αλλ’ ο Αδάμ κανένα απ’ αυτά δεν ωνόμασε «Θεόν». Αυτός είχε εξουσία επάνω τους και όχι εκείνα επάνω σ’ αυτόν. Αυτά έστεκαν με φόβο μπροστά του, και όχι εκείνος μπροστά τους. Δεν κατήγετο απ’ αυτά, αλλ’ εδημιουργήθη ιδιαίτερα χωριστά απ’ αυτά. Τα έβλεπε να πεθαίνουν! Γιατί να λατρεύη οποιοδήποτε απ’ αυτά;
19. Ποιον ο Αδάμ θα ήταν επιρρεπής να λατρεύη, και γιατί, έστω και αν αυτός ήταν αόρατος;
19 Ποιον, λοιπόν, ο Αδάμ θα ήταν επιρρεπής να λατρεύη; Τον εαυτό του; Όχι, έστω και αν είχε εξουσία επάνω στα κατώτερα ζώα. Τον Ζωοδότην του, λοιπόν; Ναι, επειδή αυτός είχε δημιουργήσει τον Αδάμ τέλειον και είχε δημιουργήσει όλα εκείνα τα ζωντανά πλάσματα καθώς επίσης τον ωραίο παράδεισο της Εδέμ γι’ αυτόν, για να ζη εκεί. Ο Ιεχωβά δεν ήταν άγνωστος Θεός στον Αδάμ. Είχε δημιουργήσει τον Αδάμ από τέτοια στοιχεία και με τέτοιες φυσικές δυνάμεις ώστε ο Αδάμ δεν μπορούσε να ιδή τον Θεό και να παραμείνη ζωντανός. (Έξοδ. 33:20) Όμως ο Θεός τού μίλησε από το αόρατον και του είπε γιατί είχε τεθή επάνω στη γη. Του είπε πώς θα μπορούσε να ζη επάνω στη γη μέσα στον παράδεισό του αιωνίως. «Προσέταξε δε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ, λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:16, 17, ΜΝΚ) Ο Αδάμ εδέχθη αυτή την πληροφορία σαν από τον Δημιουργό του. Καλλιεργούσε και είχε υπό την φροντίδα του τον παραδείσιο κήπο, αλλά δεν έτρωγε από το δένδρο εκείνο. Ήθελε να ζήση και να μπορή να συνομιλή και να έχη επικοινωνία με τον στοργικό Δημιουργό του στην τελεία εκείνη επίγεια κατοικία.
20. Πώς ο Θεός προσέθεσε στην ευτυχία του αγάμου Αδάμ, και ποια λατρεία εσυνεχίσθη κατόπιν;
20 Για να προσθέση στην ευτυχία του Αδάμ, ο Θεός εδημιούργησε γι’ αυτόν μια τελεία γυναίκα. Για να είναι αυτή πραγματικά μέρος του Αδάμ, ο Θεός εβύθισε σε βαθύν ύπνον τον Αδάμ και έπειτα αφήρεσε απ’ αυτόν ανώδυνα μια πλευρά και την εχρησιμοποίησε για να κατασκευάση μια γυναίκα. Κατόπιν ο Θεός την παρουσίασε στον Αδάμ σε γάμο. Τους εξήγησε τον σκοπό του γι’ αυτούς: «Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός [δεν τους κοττηράσθη]· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» (Γέν. 2:18-25· 1:26-28) Ο Αδάμ και η σύζυγός του Εύα άκουσαν τον Θεό να τους μιλή. Εγνώριζαν ποιος ήταν ο Δημιουργός των. Ήταν Εκείνος και ο Μόνος που ελάτρευαν ως Θεόν.
21. Πώς ελάτρευαν ο Αδάμ και η Εύα τον Θεό, και έτσι τι ήταν τότε αληθινό για όλους τους ανθρώπους;
21 Πώς τον ελάτρευαν; Οικοδομώντας ναούς; Όχι· ο Θεός δεν είχε ανάγκη κάποιου οίκου, μέσα στον οποίο να τους μιλή, μόνον εκεί. Κάνοντας μια εικόνα οποιασδήποτε μορφής; Όχι· καμμιά εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι ομοίωμα του Θεού. Κάθε ανθρωποποίητη εικόνα θα τον απεικόνιζε εσφαλμένα και θα ήταν ένα ψεύδος εναντίον του. Προσφέροντας θυσίες; Όχι· ο Θεός δεν τους διέταξε να φονεύουν ζώα και να τα καίουν επάνω σε θυσιαστήρια. Ο Αδάμ και η Εύα ήσαν τέλειες ανθρώπινες ψυχές και δεν είχαν αμαρτίες, για τις οποίες να χυθή αίμα και να προσφερθή θυσία. Πώς, λοιπόν, ελάτρευαν τον Δημιουργό των ως Θεό; Ευχαριστώντας τον και αινώντας τον και υπακούοντας σ’ αυτόν ως τον ουράνιον Πατέρα και Νομοθέτην των. Αυτό το έκαναν για λίγον καιρό και ήσαν αγνοί και ευτυχείς, μη γνωρίζοντας πόνο, ούτε θλίψι, ούτε φόβο. Ο Αδάμ και η Εύα και το αγέννητο ανθρώπινο γένος μέσα στην οσφύν των ήσαν ενωμένοι στη λατρεία του Ιεχωβά, του Δημιουργού και Ζωοδότου των. Έτσι υπήρχε καιρός που όλοι οι άνθρωποι ελάτρευαν ένα Θεό. Αυτή ήταν η θρησκεία του ανθρωπίνου γένους στην πρώτη του αρχή, και ήταν η μία και μόνη ορθή θρησκεία. Ήταν το αρχικό πρότυπον για μας.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΘΕΩΝ
22. Πώς έλαβε αρχή το ότι υπάρχουν τόσο πολλοί θεοί προς λατρείαν;
22 Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί που ονομάζονται θεοί και λατρεύονται ως θεοί. Αυτό είναι εντελώς αντίθετο από εκείνο που συνέβαινε στην αγνή αρχή του ανθρωπίνου γένους στον κήπο της Εδέμ. Άρχισε όταν κάποιο ιδιοτελές πλάσμα θέλησε να γίνη Θεός και έτσι να θέση δυο Θεούς στο σύμπαν. Αόρατο, αυτό το πλάσμα παρουσίασε τον εαυτό του στον παράδεισο. Άρχισε να μιλή στη γυναίκα Εύα, όχι απ’ ευθείας, όπως έκαμε ο Θεός, αλλά εμμέσως, μέσω ενός όφεως που ήταν στον κήπο. Εψεύσθη εναντίον τού ενός και μόνου Θεού, λέγοντας στην Εύα ότι ο Θεός είχε ψευσθή όσον αφορά το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού. Αυτός ο ψεύστης ήθελε να κάμη την Εύα να τον λατρεύη ως θεόν, υπακούοντας σ’ αυτόν μάλλον, παρά να λατρεύη τον Δημιουργό της ως Θεόν, υπακούοντας σ’ Αυτόν. Αυτό το πλάσμα που εδόξαζε τον εαυτό του, έδειξε ότι ήθελε να λατρεύεται ως θεός λέγοντας στην Εύα: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού [του απαγορευμένου δένδρου], θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» Αυτός έγινε θεός όταν η Εύα και κατόπιν ο σύζυγός της Αδάμ υπήκουσαν σ’ αυτόν τρώγοντας από τον απαγορευμένον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού.—Γέν. 3:1-7.
23. Τι είναι αμαρτία, και ποια λατρεία περιελάμβανε η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας;
23 Η απείθεια στον Θεό είναι αμαρτία· είναι η έλλειψις του γνωρίσματος της τελειότητος. Ο Θεός τιμωρεί την αμαρτία με θάνατο. Κατεδίκασε τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα σε θάνατο για την αμαρτία των και διότι ελάτρευσαν ένα ψευδή θεό, και τους εξεδίωξε από τον παράδεισο της Εδέμ. Αλλά προτού το κάμη αυτό, τους άφησε να τον ακούσουν να λέγη στον ψευδή θεό ότι δεν θα του επετρέπετο για πάντα να κλέπτη τη λατρεία από τον Ιεχωβά Θεό.
24. Τι εσήμαινε η προειδοποίησις του Θεού προς τον Όφιν, και γιατί είμεθα όλοι ατελείς και θνήσκοντες;
24 Αντί να παραβάλη αυτόν τον ψευδή θεό με τον εαυτό του, ο Ιεχωβά Θεός τον παρωμοίασε με τον όφιν και τον κατηράσθη και είπε: «Και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:14, 15) Συντριβή της κεφαλής ενός όφεως θα εσήμαινε τη θανάτωσί του. Αυτό είναι εκείνο που μέλλει να συμβή στον αρχαίον ψευδή θεόν κάτω από την πτέρναν του υποσχεμένου σπέρματος της γυναικός του Θεού. Αυτό, επίσης, είναι εκείνο που θα συμβή σε όλους τους άλλους ψευδείς θεούς, οι οποίοι είναι το «σπέρμα» του πρώτου ψευδούς Θεού. Η λατρεία οποιουδήποτε ψευδούς Θεού και η υπακοή σ’ αυτόν είναι αμαρτία. Τιμωρείται με θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς διαβάζομε σχετικά με τον Αδάμ που αμάρτησε: «Και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» (Γέν. 5:4, 5) Θα μπορούσε να ζη για πάντα στον παράδεισό του αν δεν είχε αμαρτήσει είτε τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Όλα τα τέκνα του ως εμάς σήμερα εκληρονόμησαν αμαρτία και θάνατο απ’ αυτόν. (Ρωμ. 5:12) Γνωρίζετε γιατί είμεθα όλοι ατελείς και θνήσκοντες; Γι’ αυτή ακριβώς την αιτία.
25. Πώς ωνόμασε ο Ιεχωβά τον πρώτο ψευδή θεό, και πώς προφανώς η λατρεία ψευδών θεών εξηπλώθη από την τρίτη γενεά και έπειτα;
25 Ο Ιεχωβά Θεός, επειδή ο πρώτος ψευδής θεός ήταν εχθρός του και συκοφάντης και εχρησιμοποίησε έναν όφιν για να οδηγήση την Εύα και τον Αδάμ στην αμαρτία, τον ωνόμασε «δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, όστις είναι Διάβολος και Σατανάς». (Αποκάλ. 20:2· 12:9) Πολλοί από τους εγγόνους του Αδάμ αναμφιβόλως ελάτρευσαν ψευδείς θεούς. Πολλά αντικείμενα που σχετίζονται με λατρεία αρχαιοτάτων χρόνων και τα οποία ερευνηταί ανέσυραν με ανασκαφές από τη γη, χρησιμεύουν στο να δείξουν ότι αυτό πράγματι συνέβαινε.b Στις ημέρες του Ενώς, εγγόνου του Αδάμ, έφθασαν ακόμη ως το σημείο να ονομάζουν άλλα πράγματα με το όνομα του Ιεχωβά: «Τότε έγεινεν αρχή να ονομάζωνται με το όνομα του Ιεχωβά.» (Γέν. 4:25, 26, ΜΝΚ) Η ψευδής λατρεία αναμφιβόλως επεταχύνθη όταν οι ουράνιοι αγγελικοί υιοί του Θεού κατήλθαν απειθώς από τον ουρανό στη γη λαμβάνοντας μορφή ωραίων ανδρών για να νυμφευθούν τις εύμορφες γυναίκες και ν’ αναθρέψουν τέκνα που ωνομάσθησαν Νεφιλείμ. «Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήσαν οι Νεφιλείμ επί της γης, και έτι, ύστερον αφού οι υιοί του Θεού εισήλθον εις τας θυγατέρας των ανθρώπων, και αύται ετεκνοποίησαν εις αυτούς· εκείνοι ήσαν οι δυνατοί, οι έκπαλαι άνδρες ονομαστοί. Και είδεν ο Ιεχωβά ότι επληθύνετο η κακία του ανθρώπου επί της γης, και πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.» Τι το παράδοξο αν αποτέλεσμα τούτου υπήρξε το να είναι η γη γεμάτη από βία! Η ψευδής λατρεία οδηγεί πάντοτε στο επιβλαβές αυτό αποτέλεσμα.—Γεν. 6:1-5, 13, ΜΝΚ.
26. Ποιος ήταν ο πρώτος από τους ανθρώπους που δεν ενέδωσε στην ψευδή λατρεία, και τι απεδείχθη ότι ήταν αυτός;
26 Δεν ενέδωσαν όλοι οι άνθρωποι των αρχαιοτάτων εκείνων χρόνων στην ψευδή λατρεία. Ο δεύτερος γυιός του Αδάμ, που ωνομάζετο Άβελ, εστράφη στη λατρεία του Ιεχωβά Θεού, στον οποίον είχε αληθινή πίστι. Αυτός είναι ο πρώτος που αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι προσέφερε θυσία ζώου στον Θεό, και ο Θεός απεδέχθη μια τέτοια θυσία, ως προφητική εικόνα μιας μεγαλυτέρας θυσίας, η οποία θα απεμάκρυνε πραγματικά την αμαρτία και θα αφαιρούσε την καταδίκη από τους άνδρες και τις γυναίκες που θα είχαν πίστι σ’ αυτή τη θυσία και θα εδέχοντο τα οφέλη της. Επειδή ο Άβελ ορθά ελάτρευε τον ένα Θεό, ο μεγαλύτερος αδελφός του Κάιν ζηλότυπα τον εφόνευσε. (Γέν. 4:1-8) Υπάρχει πάντοτε κίνδυνος ότι οι ψευδείς λάτρεις θα μισούν και θα καταδιώκουν τους αληθείς λάτρεις. Η Αγία Γραφή προσδιορίζει τον Άβελ ως τον πρώτον πιστόν μάρτυρα του Ιεχωβά επάνω στη γη. Λέγει: «Δια πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, δια της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» Αυτός ήταν ο πρώτος εκ «τοσούτου νέφους μαρτύρων» των αρχαίων χρόνων.—Εβρ. 11:4· 12:1.
27. Ποιος αναφέρεται κατόπιν ως μάρτυς του Ιεχωβά, και σχετικά με τι επροφήτευσε;
27 Ο έβδομος άνθρωπος στη γραμμή καταγωγής από τον Αδάμ ωνομάζετο Ενώχ. Όπως ο Άβελ, και αυτός επίσης ήταν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά Θεού, διότι η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Περιεπάτησεν ο Ενώχ μετά του Θεού.» (Γέν. 5:18-24) Όσον αφορά τη μαρτυρία του για τον Ιεχωβά διαβάζομε επίσης: «Προεφήτευσε δε περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ, λέγων, “Ιδού, ήλθεν ο Ιεχωβά με μυριάδας αγίων αυτού, δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων, και να ελέγξη πάντας τους ασεβείς εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν, και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς”.» (Ιούδ. 14, 15, ΜΝΚ) Αυτό μας δίνει μια διόρασι των θρησκευτικών συνθηκών που επικρατούσαν στη γη κατά την εποχή του Ενώχ. Δείχνει επίσης τη μελλοντική ημέρα της κρίσεως που προσδιώρισε ο Ιεχωβά «εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.» (Πράξ. 17:31) Τρεις ακριβώς γενεές μετά τον Ενώχ, ο Ιεχωβά Θεός κατέδειξε παγκοσμίως το πώς μπορεί να εκτελέση κρίσι σε όλη την οικουμένη. Σημειώστε πώς έγινε αυτό.—Εβρ. 11:5· 12:1.
28, 29. Πώς ο Νώε απεδείχθη μάρτυς του Ιεχωβά, και πώς παρήλθε από τη γη η ψευδής λατρεία στην εποχή του;
28 Στην τρίτη γενεά μετά τον Ενώχ υπήρχε ένας άνθρωπος γεμάτος πίστι που ωνομάζετο Νώε. Στις ημέρες του οι Νεφιλείμ, το σπέρμα των απειθών «υιών του Θεού» από τις θυγατέρες των ανθρώπων, ήσαν οι «δυνατοί, οι έκπαλαι άνδρες ονομαστοί». Ήσαν πλάσματα που έκαναν μεγάλο όνομα για τον εαυτό τους, αλλ’ ο Νώε έδωσε μαρτυρία για το όνομα του Ιεχωβά ως του ενός ζώντος και αληθινού Θεού.—Γέν. 6:4.
29 Ο Νώε ήταν ηλικίας πεντακοσίων και πλέον ετών όταν ο Ιεχωβά τον προειδοποίησε για έναν παγγήινο κατακλυσμό που θα ήρχετο μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια. Μ’ αυτόν τον καταστρεπτικό κατακλυσμό ο Ιεχωβά εσκόπευε να πνίξη όλους τους λάτρεις ψευδών θεών, εκδηλώνοντας την κρίσι του εναντίον της αμαρτωλής ψευδούς λατρείας. Αρκετά εγκαίρως πριν από τον κατακλυσμό ο Ιεχωβά είπε στον Νώε ν’ αρχίση να κατασκευάζη μια κιβωτό ή μεγάλο πλοίο, στο οποίο θα επροστατεύετο από το να καταποθή από τα νερά. Ενόσω κατεσκεύαζε την κιβωτό, ο Νώε ήταν «κήρυξ δικαιοσύνης» και μάρτυς υπέρ του Ιεχωβά. (Εβρ. 11:7· 12:1) Την ίδια ακριβώς ημέρα που ο κατακλυσμός εξέσπασε από τους μακρινούς ουρανούς, ο Νώε και τα επτά μέλη της οικογενείας του εμπήκαν στην κιβωτό, στην οποίαν είχαν ήδη εισαγάγει δείγματα όλων των πουλιών και των ζώων. Αφού ο Θεός έκλεισε τη θύρα πίσω από τον Νώε, επήλθε ο μεγάλος κατακλυσμός, καταλαμβάνοντας όλους τους έξω ψευδείς λάτρεις. Όλοι οι Νεφιλείμ εχάθηκαν μαζί τους. Αλλά οι απειθείς «υιοί του Θεού» απέρριψαν τα ανθρώπινα σώματα με τα οποία είχαν ζήσει μαζί με τις συζύγους των και τους γυιούς των Νεφιλείμ, και επέστρεψαν στο αόρατο πνευματικό βασίλειο, για να γίνουν εκεί δαιμονικοί άγγελοι υπό τον άρχοντα των δαιμόνων, Σατανάν ή Διάβολον. (Γέν. 7:11-13· 1 Πέτρ. 3:19, 20) Ο παλαιός εκείνος κόσμος, ο πριν από τον Κατακλυσμό, απωλέσθη χωρίς να επιστραφή στον Θεό. «Τον παλαιόν κόσμον δεν εφείσθη, αλλά φέρων κατακλυσμόν επί τον κόσμον των ασεβών, εφύλαξεν όγδοον τον Νώε, κήρυκα της δικαιοσύνης.» «Δια των οποίων ο τότε κόσμος απωλέσθη κατακλυσθείς υπό του ύδατος.» (2 Πέτρ. 2:5· 3:6) Μ’ ένα μεγάλο χτύπημα ο Παντοδύναμος Θεός κατέστρεψε την ψευδή λατρεία από τη γη, σαρώνοντας όλους τους ψευδείς λάτρεις ταυτοχρόνως. Θα χρειασθή άρα γε να επαναλάβη μια τέτοια ενέργεια;
30. Τι έκαμαν ο Νώε και η οικογένειά του αφού εβγήκαν από την κιβωτό, και έτσι τι ήταν τότε αληθινό για όλο το ανθρώπινο γένος;
30 Μετά ένα ηλιακό έτος αφότου ο Νώε και η επταμελής οικογένειά του εμπήκαν ασφαλώς στην κιβωτό, εβγήκαν έξω απ’ αυτήν ασφαλώς στην οροσειρά του Αραράτ και άφησαν ελεύθερα τα πουλιά και τα ζώα. Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκαμαν ο Νώε και η οικογένειά του όταν εβγήκαν στην καθαρισμένη γη; Αυτοί οι οκτώ μάρτυρες του Ιεχωβά τον ελάτρευσαν ως τον ένα Θεό. «Και ωκοδόμησεν ο Νώε θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά· και έλαβεν από παντός κτήνους καθαρού, και από παντός πτηνού καθαρού, και προσέφερεν ολοκαυτώματα επί του θυσιαστηρίου.» Ο Ιεχωβά Θεός ευηρεστήθη από αυτή την ανανέωσι της αγνής του λατρείας και υπεσχέθη ιεροπρεπώς ότι δεν θα κατέστρεφε πια παγγήινος κατακλυσμός κάθε σάρκα λόγω ψευδούς λατρείας. Παρήγαγε το ωραίο ουράνιο τόξον ως σύμβολον αυτής της αδιάρρηκτης υποσχέσεως. (Γέν. 8:20 έως 9:17) Επί ένα διάστημα αυτοί οι οκτώ κάτοικοι της γης που απέμειναν εσυνέχιζαν πιστά τη λατρεία του Ιεχωβά. Δύο έτη μετά τον κατακλυσμό, ο Σημ, ο υιός του Νώε, απέκτησε υιόν τον οποίον ειδικά ευλόγησε ο Ιεχωβά. Έτσι πάλι υπήρξε καιρός στη γη που όλοι οι άνθρωποι ελάτρευαν ένα Θεό. Αλλά τώρα, λόγω της εισόδου της αμαρτίας και του θανάτου μέσω του Αδάμ, προσετέθη η θυσία ζώων στη λατρεία του Ιεχωβά. Το ανθρώπινο γένος ξεκίνησε πάλι με τη μία ορθή λατρεία, και με γονείς που ήσαν δίκαιοι ενώπιον του Θεού.
ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΥΣΗ Η ΑΓΝΟΙΑ
31. Πώς άρχισε και πώς εξηπλώθη η άγνοια του αληθινού Θεού που εσχολίασε ο Παύλος στον Λόφον του Άρεως;
31 Πάνω από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια αργότερα, ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έστεκε στον Λόφο του Άρεως και έδινε μαρτυρία στο ανώτατο δικαστήριο της πόλεως των Αθηνών. Παρετήρησε το γεγονός ότι υπήρχαν τότε πολλές θεότητες—δαίμονες—που ελατρεύοντο από την μεγαλύτερη μερίδα του ανθρωπίνου γένους, ακόμη και από τους φιλοσόφους. Ο αληθινός Θεός, ο Ποιητής του ουρανού και της γης και Δημιουργός ‘παντός έθνους ανθρώπων’ ήταν άγνωστος σ’ αυτούς. Αυτή η ευρέως εξαπλωμένη άγνοια του Ιεχωβά άρχισε λίγον καιρό μετά τον κατακλυσμό των ημερών του Νώε. Ωφείλετο στις προσπάθειες του Σατανά ή Διαβόλου και των δαιμονικών του αγγέλων να διασπάσουν την ενότητα των ανθρώπων στη λατρεία του Θεού, ο οποίος τους είχε ελευθερώσει από καταστροφή στον Κατακλυσμό. Ο Νεβρώδ, ο δισέγγονος του Νώε μέσω του γυιού του Χαμ, ωδήγησε στην παραβίασι των εντολών του Ιεχωβά και στην εγκαινίασι της ηρωολατρίας, της ειδωλοποιήσεως και θεοποιήσεως ανθρώπων. «Ούτος ήρχισε να ήναι ισχυρός επί της γης· αυτός ήτο ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά· δια τούτο λέγεται, Ως Νεβρώδ, ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά· και η αρχή της βασιλείας αυτού εστάθη Βαβυλών.» (Γέν. 10:8-10, ΜΝΚ) Ακολούθησε η δημιουργία πολλών ψευδών θρησκειών καθώς προχωρούσε ο καιρός και καθώς ωργανώνοντο διάφορες φυλές και έθνη, το καθένα με το δικό του είδος θρησκείας.
32. Πώς η αληθινή θρησκεία εξακολούθησε να ζη από τον Νώε ως τον Χριστό;
32 Δεν εξακολούθησε λοιπόν να ζη η αληθινή θρησκεία, η αληθινή λατρεία του ενός ζώντος και αληθινού Θεού; Μάλιστα εξακολούθησε. Στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων της αποστασίας από την αγνή πίστι, μια σειρά ολιγάριθμων ανθρώπων εξακολούθησε να κρατή την αληθινή πίστι και να αυξάνη στη γνώσι του Ιεχωβά Θεού. Η σειρά αυτή προχώρησε από τον Νώε με άλλους μάρτυρας του Ιεχωβά ομοίους με αυτόν, όπως ο γυιός του Σημ και, πολλές γενεές αργότερα, ο πιστός Αβραάμ, ο οποίος «και “φίλος Ιεχωβά” ωνομάσθη». (Ιάκ. 2:23, ΜΝΚ) Ο Αβραάμ ήταν ο πρόππαπος των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Με το αρχαίο έθνος του Ισραήλ ο Ιεχωβά έκαμε μια εθνική διαθήκη ή συμφωνία μέσω του προφήτου Μωυσέως, και σ’ αυτούς έδωσε τους νόμους του και την επιδοκιμασμένη μορφή λατρείας. Σ’ αυτούς έστειλε τους προφήτας του για να τους οδηγούν και να τους διορθώνουν και να τους δίνουν θαυμαστές αποκαλύψεις αληθείας. Σ’ αυτούς τελικά έστειλε τον Υιό του από τον ουρανό για να ζήση επάνω στη γη επί τριάντα τριάμισυ χρόνια ως τέλειος άνθρωπος.—Ιωάν. 3:16, 17.
33. Πώς έδειξε ο Ιησούς αν ήθελε να κάμη τους ανθρώπους να λατρεύουν αυτόν, και πώς αυτός μόνος είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων;
33 Όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη, μήπως εμιμήθη τον ισχυρό κυνηγό Νεβρώδ και προσεπάθησε να οδηγήση τους ανθρώπους να λατρεύουν αυτόν; Όχι, δεν τον εμιμήθη. Όταν ο Σατανάς ή Διάβολος προσεπάθησε να τον δελεάση και να τον οδηγήση στη λατρεία αυτού του ιδίου του Διαβόλου, ο Ιησούς είπε: «Ύπαγε, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, “Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει”.» (Ματθ. 4:10, ΜΝΚ) Εζήτησε πρώτα συμμετοχή στη βασιλεία του Θεού και είπε στους ακολούθους του να κάμουν το ίδιο πράγμα, με τα εξής λόγια: «Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σεις, Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης· . . . Επειδή εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων. Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.» (Ματθ. 6:9, 10, 32, 33) Σ’ έναν Ιουδαίο που του υπέβαλε μια ερώτησι, ο Ιησούς είπε: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ειμή είς, ο Θεός.» (Μάρκ. 10:18) Σε άλλη περίπτωσι, για να δείξη ότι υπάρχει μια μόνο ορθή μορφή λατρείας και μια μόνη οδός που οδηγεί στον ένα αληθινό Θεό, ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Εγώ είμαι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού.» (Ιωάν. 14:6) Ο λόγος, για τον οποίον ο Ιησούς το είπε αυτό, ήταν διότι είχε έλθει στη γη για να είναι ο μεσολαβητής ή μεσίτης μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και των ανθρώπων. Υπό θείαν έμπνευσιν ο απόστολος Παύλος διακηρύττει: «Είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» (1 Τιμ. 2:5, 6) Επειδή ήταν τέλειος άνθρωπος επάνω στη γη και απέθανε αναμάρτητος ως μάρτυς υπέρ της βασιλείας του Θεού, ο Ιησούς Χριστός προσέφερε στον Θεό τη μία ευπρόσδεκτη απολυτρωτική θυσία για τις αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους. Αυτός μόνος, λοιπόν, μπορεί να χρησιμεύση ως μεσίτης.
34. Πώς ο Ιεχωβά εθεράπευσε την πληγή του Σπέρματος της γυναικός του, και τι είναι τώρα σε θέσι να κάμη το Σπέρμα αυτό;
34 Ο Σατανάς ή Διάβολος, παρακινώντας τους ψευδείς θρησκευτικούς ηγέτας επάνω στη γη να φονεύσουν τον Ιησούν, εκέντησε σαν όφις το Σπέρμα της γυναικός του Θεού στην πτέρνα. Αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός, ανασταίνοντας τον Ιησούν από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα αφότου απέθανε, εθεράπευσε την πληγή του Σπέρματος της γυναικός του. Ο Ιησούς εισήλθε έτσι σε ζωή αθάνατη στο ουράνιο πνευματικό βασίλειο και παρουσίασε την αξία της ανθρωπίνης θυσίας του στον Θεό ως «αντίλυτρον». Έτσι μπορούσε να ενεργή ως ο «είς μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων» ως τις ημέρες μας, στον εικοστόν αυτόν αιώνα. Ο αναστημένος Ιησούς είναι τώρα σε θέσι, ως το Σπέρμα της γυναικός του Θεού, να συντρίψη τον μέγαν Όφιν στο ζωτικό σημείο, στην κεφαλή, και έτσι να τερματίση κάθε ψευδή θρησκεία.
35. Γιατί ο Παύλος στον Λόφον του Άρεως μπορούσε ορθά να πη κάτι για μέλλουσα κρίσι;
35 Ο απόστολος Παύλος είχε μια θαυματουργική όρασι του αναστημένου Ιησού στην ουράνια δόξα του. Ο Παύλος επίσης εγνώριζε προσωπικώς πολλούς από τους πεντακοσίους ακολούθους του Ιησού Χριστού που τον είδαν όλοι δια μιας μετά την ανάστασί του. Όταν, λοιπόν, ο Παύλος έστεκε στον Λόφον του Άρεως ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου των Αθηνών και του είχε υπομνησθή η κατά νόμον κρίσις, μπορούσε ορθά να πη κάτι για μια πολύ μεγαλύτερη κρίσι. Ποια; Την εξής: ότι ο Ιεχωβά Θεός, ανασταίνοντας τον Υιόν του Ιησούν από τους νεκρούς, είχε δώσει βεβαίωσι σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σ’ εμάς σήμερα, ότι προσδιώρισε ημέραν κρίσεως για να κρίνη όλη την οικουμένη μέσω εκείνου τον οποίον διώρισε, του αναστημένου Ιησού.
36. Πότε, λοιπόν, είναι ο κατ’ εξοχήν καιρός για μετάνοια από την ψευδή θρησκεία;
36 Η κρίσις του Ιεχωβά δια του διωρισμένου Υιού από τον ουρανό έχει ήδη αρχίσει επάνω σε όλα τα σημερινά έθνη. Αυτή είναι η σημασία όλων των γεγονότων που συγκλονίζουν τον κόσμο από το έτος 1914, οπότε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εξέσπασε επάνω στο ανθρώπινο γένος. Ο Ιεχωβά Θεός δεν παραβλέπει πια τους καιρούς της αγνοίας όσον αφορά τον εαυτό του. Τώρα όπως ποτέ προηγουμένως, μέσω εκατοντάδων χιλιάδων μαρτύρων του σε όλη τη γη, ο Ιεχωβά «παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι.» (Πράξ. 17:30) Είναι τώρα ο κατ’ εξοχήν καιρός για μετάνοια από την ψευδή θρησκεία, διότι καμμιά ψευδής θρησκεία δεν θα σταθή κάτω από την εκτέλεσι της κρίσεώς του μέσω του διωρισμένου του Κριτού Ιησού Χριστού. Ο καιρός του Ιεχωβά ήλθε, κατά τον οποίον όλοι οι άνθρωποι πρέπει να λατρεύσουν και θα λατρεύσουν πάλι τον ένα Θεόν.
37. Μήπως πρόκειται τώρα, μέσω μετανοίας και μεταστροφής του κόσμου, να λατρεύσουν όλοι οι άνθρωποι τον ένα Θεό, και ποια είναι η εξήγησις;
37 Μήπως, λοιπόν, βρισκόμαστε στη μεταστροφή όλου αυτού του παλαιού κόσμου στη λατρεία του Ιεχωβά Θεού; Μήπως πρόκειται όλοι οι άνθρωποι που ζουν να γίνουν μάρτυρες του Ιεχωβά; Μήπως πρόκειται όλοι οι άνθρωποι παντού να μετανοήσουν και να στραφούν από τις πολλές διαφορετικές θρησκείες του «Χριστιανικού» και του «μη Χριστιανικού» κόσμου στο να λατρεύουν τον Ιεχωβά ως Θεό; Όχι! Η μετάνοια και μεταστροφή του κόσμου είναι αδύνατος! Αλλά πώς, λοιπόν, πρόκειται όλοι οι άνθρωποι να λατρεύσουν πάλι ένα Θεό στον προσδιωρισμένο του καιρό; Με την καταπληκτική πράξι τού Θεού, για την οποίαν αυτός προειδοποίησε τα έθνη μέσω των μαρτύρων του και πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αναλάβη ενέργεια εναντίον κάθε ψευδούς θρησκείας όπως ανέλαβε κατά την παρουσία του Νώε επάνω στη γη. Ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν στη γη προείπε, όχι μεταστροφή και διαφύλαξι του κόσμου, αλλά καταστροφή του κόσμου.
38. Πώς θα τελειώση αυτός ο παλαιός κόσμος, και καθώς στις ημέρες τίνος, θα συμβή αυτό;
38 Όταν προέλεγε το τέλος αυτού του κόσμου με τη σύγχυσι των θρησκειών του, ο Ιησούς είπε ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα εσημείωνε την έναρξι του «καιρού του τέλους» του κόσμου και ότι καιρός θλίψεως τέτοιας που ποτέ δεν έγινε αφότου άρχισε ο κόσμος, θα εσημείωνε το τέλος του. Η τελική αυτή θλίψις θα επέλθη αιφνίδια σε όλους τους ψευδείς λάτρεις. Διότι, όπως είπε ο Ιησούς, «καθώς αι ημέραι του Νώε, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου [δηλαδή, του Ιησού Χριστού στην ουράνια βασιλεία]. Διότι καθώς εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού ήσαν τρώγοντες και πίνοντες, νυμφευόμενοι και νυμφεύοντες, έως της ημέρας καθ ’ ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν· και δεν ενόησαν, εωσού ήλθεν ο κατακλυσμός, και εσήκωσε πάντας· ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.» (Ματθ. 24:7-22, 36-39) Ο κατακλυσμός εσάρωσε τους Νεφιλείμ, τα αφύσικα τέκνα των απειθών «υιών του Θεού», και όλους τους άλλους αμερίμνους ψευδείς θρησκευομένους, σε αιφνίδια, γοργή καταστροφή. Μόνο οι οκτώ λάτρεις και μάρτυρες του Ιεχωβά Θεού που ευρίσκοντο στην κιβωτό του Νώε, διήλθαν ζωντανοί τον κατακλυσμό. Έτσι μία μόνο θρησκεία επέζησε.
39. Για ποια πορεία οι ψευδείς λάτρεις θα πληρώσουν περιλαμβανόμενοι στην καταστροφή του παλαιού κόσμου;
39 Το ίδιο ακριβώς θα συμβή στον ωρισμένο καιρό του Ιεχωβά, μολονότι ο Κατακλυσμός ο ίδιος δεν θα επαναληφθή. Ο Υιός του Ιεχωβά, Ιησούς Χριστός, είναι τώρα παρών στην ουράνια βασιλεία ως βασιλικός Κριτής και Εκτελεστής. Μέσα σ’ αυτή τη γενεά του ανθρωπίνου γένους, αυτός, ως ο μέγιστος Υπέρμαχος της αγνής λατρείας του ζώντος και αληθινού Θεού, θα εκδώση την απόφασί του και θα εκτελέση την κρίσι του εναντίον όλων των πολλών εσφαλμένων μορφών λατρείας που αγνοούν τον Ιεχωβά Θεό και αντιτίθενται σ’ αυτόν. Όλοι οι ψευδείς λάτρεις θα εκτελεσθούν περιλαμβανόμενοι στην καταστροφή του αμετανοήτου, αμεταστρέπτου παλαιού κόσμου, θα πληρώσουν έτσι επειδή δεν έδωσαν προσοχή στη σωτήρια μαρτυρία και προειδοποίησι που οι μάρτυρες του Ιεχωβά έδωσαν με επιμονή. Καθώς προείπε ο Ιησούς σχετικά με τις ημέρες αυτές, τις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:14.
40. Ποιοι θα διαφυλαχθούν μέσα από το τέλος του παλαιού αυτού κόσμου, για ν’ απολαμβάνουν τι κατόπιν;
40 Η Βασιλεία δεν είναι από τον παλαιό αυτόν κόσμο, αλλά είναι από τον νέο κόσμο που θα δημιουργήση ο Θεός. Ο παλαιός κόσμος θα τελειώση και μαζί του τα δισεκατομμύρια των ψευδών του λάτρεων. Ο Σατανάς ή Διάβολος, που είναι ο «θεός του κόσμου τούτου», θα δεθή και θα φυλακισθή σαν σε μια σφραγισμένη άβυσσο, και μαζί του όλοι οι δαιμονικοί του άγγελοι, από τους οποίους τα έθνη του κόσμου τούτου εκυβερνήθησαν κακώς και παρεπλανήθησαν. (Αποκάλ. 20:1-3) Αλλ’ οι κήρυκες της Βασιλείας θα διαφυλαχθούν μέσα από το τέλος του παλαιού αυτού κόσμου. Ο Κριτής και Εκτελεστής, τον οποίον διώρισε ο Ιεχωβά Θεός, δεν θα εκτελέση τους πιστούς αυτούς κήρυκας, αλλά θα τους προστατεύση και θα τους διαβιβάση ζωντανούς στον νέο κόσμο του Θεού. Στη γη θ’ απολαμβάνουν τις ευλογίες της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού υπό τον Ιησούν Χριστόν.
Η ΩΡΑΙΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
41. Ποια θα είναι έτσι η κατάστασις επάνω στη γη αμέσως μετά τη μεγάλη θλίψι;
41 Κατανοούμε τι θα σημαίνη αυτό; Θα σημαίνη ότι ο Παντοδύναμος Θεός θα έχη πραγματοποιήσει τον σκοπό του να λατρεύουν πάλι όλοι οι άνθρωποι τον ένα Θεόν, τον Ιεχωβά, τον Δημιουργό και την Αθάνατη Πηγή κάθε ζωής. Μόνο οι λάτρεις του θα επιζήσουν της μεγάλης θλίψεως, με την οποία θα τελειώση ο παλαιός κόσμος που λατρεύει τον Διάβολο. Με την αποκάλυψι, λοιπόν, της δυνάμεώς του και της δικαιοσύνης του, θα εκπληρωθή η προφητεία: «Η γη θέλει είσθαι πλήρης της γνώσεως της δόξης του Ιεχωβά, καθώς τα ύδατα σκεπάζουσι την θάλασσαν.» (Αββακ. 2:14, ΑΣ) Όπως ο Νώε και η οικογένεια του, αφού ο κατακλυσμός είχε καταστρέψει τον αρχαίο, ασεβή κόσμο, οι μάρτυρες του Ιεχωβά που κηρύττουν τη Βασιλεία θα προαγάγουν ενωμένοι τη λατρεία του ενός Θεού επάνω σε μια γη καθαρισμένη από κάθε ψευδή θρησκεία. Ο ψευδής θεός Σατανάς ή Διάβολος και οι δαίμονες του δεν θα είναι ελεύθεροι για ν’ αρχίσουν θρησκευτική προκατάληψι και πολέμους. Η βασιλεία του νέου κόσμου δεν θα ανεχθή καμμιά άλλη θρησκεία εκτός από την αληθινή.
42. Ποιος θα κάμη γρήγορα την επανεμφάνισί του επάνω στη γη όταν όλοι οι άνθρωποι που θα ζουν τότε θα λατρεύουν πάλι ένα Θεό;
42 Όταν όλο το ανθρώπινο γένος αρχικά ελάτρευε τον ένα Θεόν Ιεχωβά, αυτό εγίνετο σ’ έναν επίγειο παράδεισο, στον κήπο της Εδέμ. Ομοίως, όταν όλοι οι κήρυκες της Βασιλείας που θα επιζήσουν, θα ασκούν τη μία αγνή και αμόλυντη θρησκεία μετά τη μεγάλη θλίψι που είναι τώρα πολύ πλησίον, ο παράδεισος γρήγορα θα κάμη την επανεμφάνισί του, όχι μόνο στην τοποθεσία του προηγουμένου παραδείσου στην Εδέμ, προς ανατολάς, αλλά γύρω από όλη τη γήινη σφαίρα. Τα τρομερά αποτελέσματα χιλιάδων ετών φυλετικών και διεθνών πολέμων μεταξύ ανθρώπων διαφόρων θρησκειών θα εξαφανισθούν, καθώς θα αναλάβουν το Θεόδοτο καθήκον της καθυποτάξεως της γης εκείνοι που θα επιζήσουν της θλίψεως. (Γέν. 1:28) Ο Ιεχωβά Θεός, μέσω της βασιλείας του υπό τον Ιησούν Χριστόν, θα ευλογήση τις προσπάθειες των για τον εξωραϊσμό της αιωνίας επιγείου κατοικίας του ανθρώπου, όπως ακριβώς ευλόγησε τη χώρα του αρχαίου έθνους Ισραήλ όταν οι κάτοικοί της του ελάτρευαν και υπήκουαν σ’ αυτόν, έτσι ώστε ήταν γη «ρέουσα γάλα και μέλι, ήτις είναι η δόξα πασών των γεών.»—Ιεζ. 20:6, 15· Έξοδ. 3:8.
43. Ποια άλλα πλάσματα θ’ απολαμβάνουν τον θελκτικόν αυτόν παράδεισο, και γιατί;
43 Δεν θ’ απολαμβάνουν αυτόν τον θελκτικό παράδεισο μόνον εκείνοι που θα επιζήσουν της θλίψεως, αλλά και αβλαβή ζώα που περιπλανώνται ανάμεσα σ’ αυτόν και ωραία ωδικά πουλιά θα φτερουγίζουν και θα πηδούν εδώ κι εκεί σ’ αυτόν. Ζώα και πουλιά εβγήκαν από την κιβωτό του Νώε μετά τον αρχαίο κατακλυσμό, η δε Βιβλική προφητεία μάς βεβαιώνει ότι ζώα και πουλιά θα διαφυλαχθούν ομοίως μέσα από τον καιρό της μεγάλης θλίψεως και θα είναι υποτεταγμένα στους κατοίκους του νέου κόσμου. Εν όψει της θυσίας του Ιησού Χριστού, δεν θα είναι ανάγκη να θυσιασθή κανένα απ’ αυτά όταν θα λατρεύεται ο Ιεχωβά Θεός.—Γέν. 8:15-22.
44. Πώς η υπόσχεσις του Ιησού προς τον θνήσκοντα κακούργο θα εκπληρωθή σ’ αυτόν, αλλά έπειτα από ποιους;
44 Όταν ο Ιησούς πέθαινε ως θυσία επάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου, είπε σ’ έναν κακούργο που εκρέματο παράπλευρα σ’ αυτόν: «Αληθώς σοι λέγω σήμερον, Θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω.» (Λουκ. 23:43, ΜΝΚ, ΜΙΡ) Πώς θα επαληθεύση η υπόσχεσις του Ιησού σ’ αυτόν τον συμπαθητικό κακούργο που ήταν νεκρός στους περασμένους δεκαεννέα αιώνες; Με την ανάστασί του από τους νεκρούς στη βασιλεία του Θεού, όταν ο παράδεισος θα έχη αποκατασταθή στη γη μας. Επί πλέον, όλοι οι πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά από τον Άβελ ως τον προφήτη Ιωάννη που εβάπτισε τον Ιησούν, θ’ αναστηθούν πριν απ’ αυτόν τον κακούργο, ο οποίος πέθανε λόγω εγκλήματος. Ο Ιησούς μάς το εβεβαίωσε αυτό. (Ιωάν. 5:28, 29· Ματθ. 22:31, 32) Η ανάστασις του Ιησού είναι πρόδρομος και εγγύησις της αναστάσεως δικαίων και αδίκων.—1 Κορ. 15:20· Πράξ. 24:15.
45. Πώς θα προαχθή και θα διαφυλαχθή από όλους τους ανθρώπους η μία λατρεία του ενός Θεού;
45 Οι ανα στημένοι εκείνοι αρχαίοι μάρτυρες του Ιεχωβά θ’ αναλάβουν τη λατρεία του μαζί μ’ εκείνους που θα επιζήσουν της θλίψεως, αλλά με μεγαλύτερη γνώσι και κατανόησι. Όλοι όσοι θα εμφανισθούν με την ανάστασι, θα διδαχθούν τη γνώσι του Ιεχωβά και την ορθή του λατρεία. Οποιοσδήποτε αρνείται να ενωθή στη μία αγνή λατρεία του Ιεχωβά και να υπακούση σ’ αυτόν ως Θεόν, θα καταστρέφεται ως ανεπίδεκτος αναμορφώσεως, ως αδιόρθωτος. Οι πρόθυμοι και ευπειθείς λάτρεις θα λάβουν τα οφέλη της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού και θα ελευθερωθούν από την καταδίκη και θα θεραπευθούν και θ’ ανυψωθούν στην ανθρώπινη τελειότητα, για να ζουν παντοτινά σε παράδεισο μακαριότητας. Για πάντα όλοι οι άνθρωποι που θα ζουν, θα λατρεύουν ένα Θεόν, εκείνον, του οποίου το ένδοξον όνομα είναι Ιεχωβά.
[Υποσημειώσεις]
a Της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά της Πενσυλβανίας, που ανεγνωρίσθη ως σωματείον στην Αλλεγκένη της Πενσυλβανίας των Η.Π.Α., στο 1884.
b Βλέπε Ικανοί Διάκονοι, Μάθημα 69, που τιτλοφορείται «Αποδείξεις της Προκατακλυσμιαίας Ακάθαρτης Λατρείας», σελίδες 267-270 (στην Αγγλική).
[Εικόνα στη σελίδα 117]
Λόφος του Άρεως