Ποια Βάσις Υπάρχει για τους Ελληνικούς Μύθους;
ΖΕΥΣ, Απόλλων, Άρτεμις, Αφροδίτη—αυτά και άλλα είναι γνωστά στους περισσοτέρους από μας ως ονόματα των θεών και θεαινών των Ελλήνων. Πολλοί, επίσης, γνωρίζουν ότι οι αφηγήσεις της μυθολογίας των αρχαίων Ελλήνων αποδίδουν κάθε είδος βδελυκτών πράξεων στις θεότητές των. Περιγράφονται να φιλονεικούν μεταξύ των, να μάχωνται εναντίον αλλήλων και ακόμη να συνωμοτούν εναντίον αλλήλων. Ότι οι μύθοι είναι δυνατόν να έχουν ακόμη και την ελαχίστη βάσι στην πραγματικότητα φαίνεται δύσκολο να το παραδεχθή κανείς. Εν τούτοις, όσο και αν φαίνεται παράδοξο σε μερικούς, η Γραφή ρίχνει φως στη δυνατή, ή ακόμη και πιθανή, καταγωγή αυτών των μύθων.
Σύμφωνα με την πραγματική ιστορία που αναγράφεται στα εδάφια Γένεσις 6:1-13, αγγελικοί υιοί του Θεού ήλθαν στη γη πριν από τον κατακλυσμό της εποχής του Νώε και έζησαν ως σύζυγοι μαζί με ελκυστικές γυναίκες. Τα τέκνα αυτής της ενώσεως ήσαν οι «Νεφιλείμ» ή «Επιπίπτοντες,» δηλαδή, ‘αυτοί που κάνουν άλλους να πέσουν.’ Αυτό συνετέλεσε πολύ στην ανηθικότητα και τη βία που υπήρχε στη γη τότε.
Χωρίς αμφιβολία εκείνοι που επέζησαν από τον Κατακλυσμό, ο Νώε και η οικογένειά του, διεβίβασαν τις πληροφορίες για τις προκατακλυσμιαίες συνθήκες στους απογόνους των. Είναι άξιο παρατηρήσεως, λοιπόν, ότι οι μύθοι που αποδίδονται στους Έλληνας ποιητάς Όμηρο και Ησίοδο απηχούν την αφήγησι που βρίσκεται στη Γραφή. Φυσικά, αυτοί οι μύθοι παρουσιάζουν τα πράγματα πολύ παραμορφωμένα σε σύγκρισι με το Βιβλικό υπόμνημα.
Οι Ελληνικές θεότητες που περιγράφουν ο Ησίοδος και ο Όμηρος είχαν ανθρώπινη μορφή και μεγάλη καλλονή, μολονότι συχνά είναι γιγάντιοι και υπεράνθρωποι. Έτρωγαν, έπιναν, κοιμούνταν, είχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των ή ακόμη και με ανθρώπους, ζούσαν ως οικογένειες, αποπλανούσαν και απήγαν. Μολονότι υποτίθεται ότι ήσαν άγιοι ή αθάνατοι, εν τούτοις ήσαν ικανοί να διαπράξουν κάθε είδους απάτη και έγκλημα. Μπορούσαν να κινούνται ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος είτε ορατοί είτε αόρατοι.
Εκτός από τους κυριωτέρους θεούς, οι Ελληνικοί μύθοι περιγράφουν και ημιθέους ή ήρωας, οι οποίοι ήσαν και θείας και ανθρωπίνης καταγωγής. Οι ημίθεοι είχαν υπεράνθρωπη δύναμη αλλά ήσαν θνητοί (ο Ηρακλής ήταν ο μόνος απ’ αυτούς στον οποίον λέγουν ότι είχε χορηγηθή το προνόμιο να επιτύχη αθανασία). Έτσι οι ημίθεοι έχουν κτυπητή ομοιότητα με τους Νεφιλείμ που αναφέρονται στην αφήγησι της Γενέσεως, ενώ οι θεοί φαίνεται να βρίσκουν το αντίστοιχό των στους ‘υιούς του Θεού’ οι οποίοι εγκατέλειψαν την ουράνια θέσι των.
ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ
Αλλά γιατί συμβαίνει να παρουσιάζουν οι Ελληνικοί μύθοι μια τόσο παραμορφωμένη εκδοχή εκείνου που φαίνεται να υπονοούν οι Άγιες Γραφές; Τα γεγονότα της ιστορίας, όπως αναγράφονται στη Βίβλο, προμηθεύουν το αναγκαίο νήμα για να δοθή απάντησις σ’αυτή την ερώτησι.
Ύστερ’ από τον Κατακλυσμό ένα μεγάλο τμήμα του ανθρωπίνου γένους είχε προτιμήσει να στασιάση εναντίον του Ιεχωβά Θεού. Είχαν αναλάβει να οικοδομήσουν στις πεδιάδες Σενναάρ την πόλι Βαβέλ καθώς κι ένα πύργο, σαν ένα ζιγκουράτ, για να τον χρησιμοποιούν για ψευδή λατρεία. Το οικοδομικό σχέδιο είχε αρχίσει με πρόκλησι του σκοπού του Δημιουργού ν’ απλωθούν οι άνθρωποι σ’ όλη τη γη. Αλλ’ αυτό δεν επέτυχε, διότι ο Ιεχωβά εσύγχυσε τη γλώσσα των οικοδόμων. Μη μπορώντας να εννοούν ο ένας τον άλλον, σταμάτησαν τελικά το οικοδομικό έργο και διασκορπίσθηκαν.—Γέν. 11:2-9.
Εν τούτοις, η γνώσις των προγενεστέρων γεγονότων, όπως των συνθηκών που υπήρχαν πριν από τον Κατακλυσμό, πρέπει να είχε σφηνωθή με κάποιο τρόπο στη μνήμη των διασκορπισμένων ανθρώπων. Είναι λογικό αυτοί και οι απόγονοί των να είχαν προσαρμόσει αυτή τη γνώσι στις θρησκευτικές των πεποιθήσεις. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήση γιατί αυτοί οι μύθοι είναι από πολλές απόψεις τόσο διαφορετικοί από τη Βιβλική αφήγησι.
Εφόσον η Βαβέλ ήταν το σημείο από το οποίο διασκορπίσθηκαν εκείνοι οι στασιαστικοί άνθρωποι, έπρεπε να περιμένωμε να βρούμε Βαβυλωνιακή η Χαλδαϊκή επιρροή στους Ελληνικούς μύθους. Και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που έχουν παρατηρήσει πολλοί λόγιοι. Ο Ε. Α. Σπάιζερ, ειδικός στα Ανατολικά ζητήματα, ανευρίσκει το θέμα των Ελληνικών μύθων στη Μεσοποταμία, λέγοντας τα εξής:
«Η αφήγησις περί θείων όντων τα οποία ήσαν ένοχα απρεπών πράξεων, που μερικές φορές έφθαναν σε σημείο αγρίων οικογενειακών μαχών, είχε ληφθή από τη Μεσοποταμία από τους Ουρριανούς, μεταβιβάσθηκε απ’ αυτούς στους Χετταίους, και εμφανίσθηκε τελικά σε Ελληνικές και Φοινικικές πηγές.»—«Η Παγκόσμιος Ιστορία του Ιουδαϊκού Λαού,» Τόμ. Ι. σελ. 260.
Πολλά χρόνια ενωρίτερα ο Καθηγητής Τζωρτζ Ρώλινσον παρετήρησε τα εξής:
«Η εκπληκτική ομοιότης του Χαλδαϊκού συστήματος με το σύστημα της Κλασικής Μυθολογίας φαίνεται ν’ αξίζη ιδιαίτερη προσοχή. Αυτή η ομοιότης είναι πάρα πολύ γενική, και σε μερικές απόψεις πλησιάζει πάρα πολύ, ώστε να επιτρέπη να υποτεθή ότι απλά συμβάντα παρήγαγαν αυτή τη σύμπτωσι. Στο Πάνθεον της Ελλάδος και της Ρώμης, καθώς και της Χαλδαίας, συναντάται αυτή η γενική διάταξις σε ομάδες· η ιδία γενεαλογική διαδοχή δεν είναι σπάνιο ν’ ανευρεσθή· και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και τα δημοφιλή ονόματα και οι τίτλοι των κλασικών θεοτήτων εισεχώρησαν στις πιο περίεργες περιγραφές και εξηγήσεις από Χαλδαϊκές πηγές. Σπανίως μπορούμε ν’ αμφιβάλλωμε για το ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπήρχε μετάδοσις πεποιθήσεων—μια διοχέτευσις στα παλαιά χρόνια, από τις ακτές του Περσικού Κόλπου στις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο, μυθολογικών γνώσεων και ιδεών.»—«Επτά Μεγάλες Μοναρχίες,» Τόμ. Ι, σελίδες 71, 72.
Ναι, οι αποδείξεις καταλήγουν σε μια πηγή για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις οι οποίες είναι παραμόρφωσις της αληθείας που περιέχεται στη Γραφή. Ο Συνταγματάρχης Ι. Γκαρνιέ έγραψε στο βιβλίο του Η Λατρεία των Νεκρών:
«Όχι μόνο οι Αιγύπτιοι, οι Χαλδαίοι, οι Φοίνικες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αλλά επίσης οι Ινδοί, οι Βουδδισταί της Κίνας και του Θιβέτ, οι Γότθοι, οι Αγγλοσάξονες, οι Δρυίδαι, οι Μεξικανοί και οι Περουβιανοί, οι Ιθαγενείς της Αυστραλίας, ακόμη και οι άγριοι των Νήσων της Νοτίου Θαλάσσης, πρέπει όλοι των να έχουν αντλήσει τις θρησκευτικές ιδέες των από μια κοινή πηγή και από ένα κοινό κέντρο. Παντού βρίσκομε τις πιο καταπληκτικές ομοιότητες σε ιεροτελεστίες, τελετές, έθιμα, παραδόσεις, καθώς και στα ονόματα και τις σχέσεις των αντιστοίχων θεών των και θεαινών.»—Σελ.3.
Το γεγονός ότι το θέμα των μύθων μπορεί να φθάση από τις ευρέως διασκορπισμένες περιοχές ως το ένα σημείο εκκινήσεως, τη Μεσοποταμία, αποδεικνύει ότι αυτοί δεν μπορούσαν να είναι απλώς προϊόν φαντασιών ανεξαρτήτων μεταξύ των. Αν η μοναδική βάσις αυτών των μύθων ήταν η φαντασία, θα ήταν δύσκολο να εξηγηθή γιατί οι θεότητες παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ άθλιο φως. Μεταγενέστεροι Έλληνες συγγραφείς και φιλόσοφοι προσπάθησα, πράγματι, να καθαρίσουν τις αφηγήσεις του Ομήρου και του Ησιόδου από μερικά χαμερπή στοιχεία. Αλλά δεν υπάρχει καμμιά ένδειξις ότι οι λαοί γενικά υπέθεσαν ποτέ ότι οι θεοί των εσυκοφαντούντο ή εβλασφημούντο από τους μύθους. Είναι καταφανές ότι προτιμούσαν να ευλαβούνται θεότητες οι οποίες μπορούσαν να περιγράφωνται με υποτιμητικό τρόπο, διότι η ανηθικότης των θεών τους έδινε χωρίς αμφιβολία λόγους για να δικαιολογούν τις δικές των κακές πράξεις.
Με το να λατρεύουν θεότητες που η πορεία ενεργείας των ήταν τελείως αναξία μιμήσεως, οι αρχαίοι Έλληνες καθώς και άλλοι λαοί υπηρετούσαν στην πραγματικότητα τα πνευματικά εκείνα πλάσματα που είχαν γίνει δαίμονες. Έδιναν δόξα και ευλάβεια σ’ εκείνους τους απειθείς υιούς του Θεού, των οποίων οι βδελυκτές πράξεις της προκατακλυσμιαίας εποχής είναι πολύ πιθανόν ότι απετέλεσαν τη βάσι πολλών μύθων. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς στην Κόρινθο: «Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι, και ουχί εις τον Θεόν.»—1 Κορ. 10:20.