-
Συμμετοχή στην Ευημερία του Έθνους του ΘεούΗ Σκοπιά—1953 | 15 Απριλίου
-
-
η διάθεσις του ψαλμωδού, ο οποίος είπε: «Ας ευφρανθώσι και ας χαρώσιν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου· και διαπαντός ας λέγωσιν, Ας μεγαλυνθή ο Ιεχωβά, όστις θέλει την ειρήνην του δούλου αυτού.» (Ψαλμός 35:27, ΑΣ) Η ευημερία με την οποία μας ευλόγησε είναι αρκετά άφθονη για να την συμμερισθή το μέγα πλήθος των άλλων προβάτων, αδιάφορο πόσο πολυάριθμα είναι. Μπορούμε να είμεθα γενναιόφρονες, ελευθέριοι. Με το να μοιραζώμεθα την ευτυχία μας ανιδιοτελώς μαζί με άλλους, θα ιδούμε την ευημερία τής ορατής οργανώσεως του Θεού να βοΐζη ολοένα περισσότερο παρά τη χειροτέρευσι της καταστάσεως του κόσμου. Θα αυξήσωμε την ευφρόσυνη μας εν τω Ιεχωβά μαζί με όλον τον λαόν του, σε όλο μας το δρόμο που οδηγεί στο νέο κόσμο. Ενούμεθα, λοιπόν, με τον ψαλμωδό για να πούμε στον εαυτό μας και στους άλλους: «Αινείτε τον Ιεχωβά.»
-
-
Θεοκρατικοί ΔούλοιΗ Σκοπιά—1953 | 15 Απριλίου
-
-
Θεοκρατικοί Δούλοι
«Τον Ιεχωβά δουλεύοντες.»—Ρωμαίους 12:11, ΜΝΚ.
1. Τι καθιστά συζητήσιμο το αν, το να είναι κανείς δούλος, είναι τιμή, και από ποια χαρακτηριστικά εξαρτάται αυτό;
ΥΠΑΡΧΕΙ τιμή και αξιοπρέπεια στο να είναι κανείς δούλος; Σύμφωνα με τους κανόνας του κόσμου τούτου δύσκολα θα μπορούσε να υπάρχη. Όταν επικρατούσε η δουλεία γενικά, εκείνοι που ήσαν δούλοι, μολονότι συχνά εκτελούσαν εργασίες και καθήκοντα που σήμερα θεωρούνται ως επαγγελματικά, πολιτισμένα και έντιμα, εθεωρούντο ως κατώτεροι. Εγίνετο μεγάλη κατάχρησις του θεσμού της δουλείας, και η ανακούφισις των δούλων εβράδυνε πολύ να έλθη. Για μερικές Μωαμεθανικές χώρες υπάρχουν πληροφορίες ότι είναι ακόμη προσκολλημένες σ’ αυτόν τον θεσμό. Στις Βρεττανικές αποικίες της Αμερικής εισήχθη αργά κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα, και δεν κατηργήθη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρά στο δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνος. Πραγματικά ως αυτόν ακόμη τον δέκατον ένατον αιώνα δεν είχε καταργηθή η δουλεία από τις Κυβερνήσεις του «Χριστιανισμού» εν γένει. Σε πολλά μέρη οι απόγονοι αυτών των σκλάβων που ελευθερώθηκαν τυγχάνουν περιφρονήσεως και κρατούνται μέσα σε ωρισμένα όρια και κάτω από περιορισμούς. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε το να είναι κανείς δούλος να συνεπάγεται τιμή και αξιοπρέπεια; Πώς θα μπορούσε το να ονομάζεται κανείς δούλος ή το να εκλέξη να ονομάζεται δούλος, να είναι κάτι άλλο παρά ταπεινωτικό; Η απάντησις είναι ότι όλο τούτο εξαρτάται από το τίνος δούλος είσθε και τι είδους δούλος είσθε. Το να είναι κανείς θεοκρατικός δούλος είναι τιμή και προνόμιο. Είναι δουλεία που οδηγεί σε αιώνια ζωή.
2. Πότε άρχισε η δουλεία, και για ποιους ήταν μια κατηραμένη κατάστασις;
2 Η δουλεία είναι ένας αρχαίος θεσμός. Η ύπαρξίς της από κοινωνική και οικονομική άποψι πριν από τον κατακλυσμό, δεν αναγράφεται στη Βίβλο. Αλλά ότι θα εμφανιζόταν κάποτε μετά τον κατακλυσμό προεβλέφθη όταν ο Νώε, αφού έτυχε κακής μεταχειρίσεως από τον γυιό του Χαμ, κατηράσθη ένα από τα παιδιά του Χαμ, λέγοντας: «Επικατάρατος ο Χαναάν· δούλος των δούλων θέλει είσθαι εις τους αδελφούς αυτού. . . . Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Σημ· και ο Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν· ο Θεός θέλει πλατύνει τον Ιάφεθ, και θέλει κατοικήσει εν ταις σκηναίς του Σημ· ο δε Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν.» (Γένεσις 9:25-27) Αυτό δεν κατεδίκασε έναν από τους τρεις κυρίους κλάδους της ανθρωπίνης οικογενείας σε αναπόφευκτη δουλεία. Όχι, αλλά το γεγονός είναι ότι η κατάρα αυτή που ο Θεός ενέπνευσε τον Νώε να εκφέρη, εκπληρώθηκε αιώνες αργότερα. Εκείνο τον καιρό ο Ιεχωβά Θεός έφερε τον εκλεκτό του λαό, τους Ισραηλίτες, στη γη Χαναάν και σύμφωνα με τη θεία διαταγή εξωλόθρευσαν τους Χαναανίτες ή κατέστησαν δούλους πολλούς απ’ αυτούς, όπως τους κατοίκους της Γαβαών και των συμμάχων πόλεων. Το να είναι κανείς τέτοιος δούλος, λόγω της καταγωγής του από τον κατηραμένο Χαναάν, θα ήταν πράγματι μια ταπείνωσις.
3. Γιατί ήταν έντιμο το να είναι κανείς ένας από τους δούλους του Αβραάμ;
3 Αλλ’ αν συγκρίνωμε δούλους με δούλους, ποιος θεοσεβής άνδρας ή γυναίκα δεν θα το θεωρούσε τιμή να είναι δούλος του Αβραάμ, του απογόνου του γυιού του Νώε Σημ; Γιατί; Διότι ο Αβραάμ ήταν άνθρωπος πίστεως στον αληθινό Θεό Ιεχωβά, και για την ευπειθή του πίστι ήταν «φίλος του Θεού». Ο Ιεχωβά Θεός δεν απηγόρευσε στον Αβραάμ να έχη δούλους σύμφωνα με το έθιμο του αρχαίου εκείνου καιρού. Ο Νώε είχε ευλογήσει τον Σημ, τον πρόπαππον του Αβραάμ, και σύμφωνα μ’ αυτό, ο Ιεχωβά θα επεδοκίμαζε το να έχη ο Αβραάμ δούλους. Ενόσω διέμενε ως πάροικος στη γη Χαναάν, ο Αβραάμ είχε εκατοντάδες απ’ αυτούς. Επολέμησαν μαζί του για μια θεοκρατική νίκη όταν επιδρομείς βασιλείς από τα γειτονικά μέρη της Βαβυλώνος εισέβαλαν στη γη Χαναάν και συνέλαβαν τον συγγενή του Λωτ και την οικογένειά του. Διαβάζομε: «Ακούσας δε ο Άβραμ ότι ηχμαλωτίσθη ο αδελφός αυτού, εφώπλισε τριακοσίους δεκαοκτώ εκ των δούλων αυτού, των γεννηθέντων εν τη οικία αυτού, και κατεδίωξεν οπίσω αυτών έως Δαν. Και διαιρέσας τους εαυτού, ώρμησε κατ’ αυτών την
-