Σκιές Οικογενειακής Ενότητος Φανερώνουν μια Επαγγελία
«Επ’ αληθείας γνωρίζω, ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.»—Πράξεις 10:34, 35.
1, 2. (α) Ποια κατάστασις στον «Χριστιανικό κόσμο» έχει καταστήσει τη λατρεία του Θεού ένα μάταιο πράγμα; (β) Ποια όμοια κατάστασις υπάρχει στον «ειδωλολατρικό κόσμο», αλλά ποιος σκοπός του Θεού είναι βέβαιος;
ΚΑΝΕΙΣ που εκτελεί πιστά τις δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά δεν χρειάζεται ποτέ να αισθάνεται τον εαυτό του κατώτερο ή έξω από τη θέσι του όταν βρίσκεται ανάμεσα στον λαόν του Θεού. Οι αρχές της δικαιοσύνης και της αμεροληψίας που επικρατούν στη Χριστιανική εκκλησία καθιδρύθησαν από τον Ιησού Χριστό προτού ακόμη αρχίση να λειτουργή στην Ιερουσαλήμ η πρώτη ομάς μαρτύρων του Ιεχωβά αμέσως μετά την έκχυσι της ενεργού δυνάμεως του Θεού επάνω στους εκατόν είκοσι συγκεντρωμένους μαθητάς, κατά την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. Οι λαοί του «Χριστιανικού κόσμου», από την άποψι αυτή και από πολλές άλλες, κατέστησαν τη λατρεία ένα μάταιο πράγμα, ιδρύοντας μια ειδική τάξι μορφωμένου κλήρου που αξιοί μια θέσι προτιμήσεως στην οργάνωσι, και ο οποίος, με το παράδειγμα που δίδει, εξυψώνει μερικούς άλλους που ίσως έχουν μεγάλη επιρροή και εξευτελίζει την πλειονότητα ώσπου μερικοί ειλικρινείς αισθάνονται ότι είναι μη ευπρόσδεκτοι και ανεπιθύμητοι.
2 Ούτε περιορίζεται στον «Χριστιανικό κόσμο» η κατάστασις αυτή. Σε όλο τον κόσμο έχουν εγερθή διαιρετικοί φραγμοί που μπορεί να φαίνεται σε μερικούς ότι έχουν για πάντα διχάσει το ανθρώπινο γένος. Μια οικογένεια τίθεται πιο πάνω από άλλη οικογένεια, μια φυλή πιο πάνω από άλλη φυλή· γίνεται υποδιαίρεσις τάξεων και μέσα στα όρια μερικών εθνών έχουν δημιουργηθή κοινωνικές διαβαθμίσεις ή «κάστες» που καθορίζουν μοιρολατρικά τις σχέσεις ενός ατόμου και διατάσσουν την πορεία ολόκληρης της ζωής του εκ γενετής. Αλλά τι μπορεί να γίνη σχετικώς; θα ερωτήσουν μερικοί. Βέβαια δεν υπάρχει ελπίς ανακουφίσεως μέσα στη γενεά μας! «Μη πλανάσθε· ο Θεός δεν εμπαίζεται.» (Γαλάτας 6:7) Ο σκοπός του Ιεχωβά για ενότητα οικογενειακής σχέσεως σε όλη τη γη δεν θ’ αποτύχη να εκτελεσθή· και εκείνοι που βασίζονται στην εκπλήρωσι του σκοπού του επιμένουν με θέρμη όπως η αμεροληψία της αναγνωρίσεως και η ισότης της ευκαιρίας, που ήδη υπάρχει μέσα στις αληθινές σημερινές εκκλησίες, διαφυλαχθή με τόσον ζήλο με όσον διαφυλάχθηκε και στις πρώτες ημέρες του λαού του.
Η ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ
3. Ποιος μακράς εκτάσεως σκοπός του Θεού εξεδηλώθη στις δυνάμεις αναπαραγωγής του Αδάμ;
3 Ο Αδάμ και η Εύα, στην Εδέμ, είχαν προοπτική μιας οικογενείας που μια μέρα θα εγέμιζε ολόκληρη τη γη. Οι δυνάμεις αναπαραγωγής που τους είχαν δοθή από τον Ιεχωβά, τον μεγάλον Γονέα τους, ήσαν πράγματι απόδειξις της ενότητος που επρόκειτο να υπάρχη μεταξύ όλης της απέραντης ανθρωπίνης οικογενείας. Διότι δεν θα μπορούσε μήπως αληθινά αυτός ο πρώτος άνθρωπος να πη ότι κάθε σαρξ στη γη, πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του μεγάλου του Θεού και Πατρός, θα ανεφύετο από το ίδιο του σώμα; Μήπως η γυναίκα και σύντροφός του σ’ αυτή τη μακράς εκτάσεως αναπαραγωγή δεν είχε προβάλει πλασμένη από την ίδια του πλευρά έτσι ώστε ήταν ‘οστούν εκ των οστέων του και σαρξ εκ της σαρκός του’; Και τώρα, η ένωσις που ο Ιεχωβά Θεός είχε ορίσει γι’ αυτούς και για τους απογόνους των επρόκειτο να παραγάγη από τους πρώτους αυτούς γονείς εκατοντάδες, χιλιάδες, ναι, εκατομμύρια του είδους των, όλους συγγενείς μεταξύ των, όλους τέκνα του Αδάμ και υιούς του Θεού.—Γένεσις 1:28.
4. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα του ότι ο Αδάμ παρέβλεψε τον σκοπό του Θεού, και πώς ο Κάιν επεδείνωσε την κατάστασι;
4 Τι τραγωδία ότι προτού μπορέση να γεννηθή το πρώτο ωραίο βρέφος προς τιμήν του Δημιουργού, ο Αδάμ εκουσίως απέρριψε το νόμιμο δικαίωμα του σ’ αυτή την κληρονομία αιωνίου ζωής από τον Θεό και κατά γράμμα εξώσθη από την μεγάλη οικογενειακή οργάνωσι του Θεού! Και τι εμπαιγμός του διακηρυγμένου σκοπού του Θεού όταν ο πρώτος γυιος του Αδάμ, γεννημένος στην πικρία του, ωνομάσθη φιλόδοξα Κάιν από την εύελπιν μητέρα του, διότι αυτή είπε, «Απέκτησα άνθρωπον με την βοήθειαν του Ιεχωβά»! (Γένεσις 4:1, ΑΣ) Αληθινά, όμως, αυτός αποδείχθηκε γυιος του σαρκικού πατρός του, όταν σηκώθηκε έπειτα από μια πράξι ελαττωματικής λατρείας και βίαια διέρρηξε ό,τι απέμενε από την ενότητα της οικογενείας του Αδάμ, φονεύοντας ασυνείδητα τον αδελφό του. «Και δια τι έσφαξεν αυτόν; διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάννου 3:12.
5. Πώς κατεδείχθη έπειτα ο σκοπός του Θεού να γεμίση με κατοίκους τη γη μέσω οικογενειών:
5 Εν τούτοις, ότι ο σκοπός του Θεού να γεμίση με κατοίκους τη γη πρόκειται ακόμη να εκτελεσθή μέσω της οικογενειακής διατάξεως, καθαρά το κατέδειξε ο Θεός μετά δεκαπέντε αιώνες και είκοσι έξη περίπου χρόνια στις ημέρες του Νώε. Το θείο υπόμνημα λέγει, «Και αύται είναι αι γενεαλογίαι των υιών του Νώε, Σημ, Χαμ, και Ιάφεθ· και εγεννήθησαν εις αυτούς υιοί μετά τον κατακλυσμόν. Εκ τούτων εμοιράσθησαν αι νήσοι των εθνών εις τους τόπους αυτών εκάστου κατά την γλώσσαν αυτού, κατά τας φυλάς αυτών, εις τα έθνη αυτών.» (Γένεσις 10:1, 5) Η εντολή αναπαραγωγής που ελέχθη ξανά στον Νώε από μια τυπική άποψι, είχε μια κατά τεκμήριον εκπλήρωσι στις εβδομήντα οικογένειες που αναφέρονται σ’ αυτό το δέκατο κεφάλαιο της Γενέσεως και που εγκατεστάθησαν σαν μια πατριαρχική κοινωνία. Έπειτα από οκτακόσια πενήντα επτά ακόμη χρόνια, το σημείο τονίσθηκε περισσότερο όταν ο Ιεχωβά ωργάνωσε τους απογόνους τού πατριάρχου Αβραάμ σε έθνος και το διήρεσε σε φυλές και «κατεγράφησαν κατά τας συγγενείας αυτών, κατά τους οίκους των πατέρων αυτών.» (Αριθμοί 1:18) Ναι, αναμφισβήτητα η οικογενειακή σχέσις είναι θείας προελεύσεως και ο Θεός εξέχυσε την πλούσια ευλογία του επάνω σ’ εκείνους που αναγνωρίζουν και κατάλληλα εκτιμούν την προμήθεια του γι’ αυτόν τον ισχυρόν δεσμόν ενότητος. Καθώς διεκήρυξε ο ψαλμωδός, «Τον δε πένητα υψόνει από της πτωχείας, και καθιστά ως ποίμνια τας οικογενείας.»—Ψαλμός 107:41.
6. Πώς μπορεί να καταδειχθή ότι ο Θεός δεν έθεσε σε λειτουργία μια κοινωνία με οικογενειακές κάστες;
6 Αλλ’ ασφαλώς, κάποιος θα αντιτείνη· δεν αποδεικνύει πραγματικά το γεγονός αυτό το βάσιμον της κοινωνίας με «κάστες», ότι, δηλαδή, ο Θεός όχι μόνον εξουσιοδοτεί το οικογενειακό σύστημα με «κάστες», αλλά και το έθεσε σε λειτουργία σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Και δεν θα προκαλούσε η διαίρεσις αυτή έλλειψιν ενότητος και τελικά διακρίσεις τάξεων που θα είχαν ως αποτέλεσμα το να υψωθή μια οικογένεια πιο πάνω από μια άλλη μέσω μιας παραδεδεγμένης ή επιβεβλημένης υπεροχής; Ο Παύλος τελείως έμπειρος στην ιστορία της πολιτείας του Θεού προς τον λαό του, υπεστήριξε, Όχι. Όταν στεκόταν στον Άρειο Πάγο, με τους Αθηναίους και τους πολλούς ξένους επισκέπτας ενώπιόν του, με λεπτότητα αλλά και δύναμι έκαμε την παρατήρησι εκείνη που ισοπεδώνει τις τάξεις, «Και έκαμεν [ο Θεός] εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών δια να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν.» (Πράξεις 17:26, 27) Ούτε ο Παύλος εγκαθίδρυε μια νέα αρχή σχετικά με το ζήτημα αυτό, διότι δεκατέσσερα περίπου έτη πρωτύτερα ο Πέτρος, αναγνωρίζοντας τον πρώτον απερίτμητον Εθνικόν Χριστιανόν που έγινε δεκτός από τον Θεόν, είπε, «Επ’ αληθείας γνωρίζω, ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.» (Πράξεις 10:34, 35) Εδώ πάλιν, ο φυσικός Ιουδαίος, Πέτρος, κάτω από την έμπνευσι της ενεργού δυνάμεως του Θεού, επανελάμβανε ό,τι ο Μωυσής ο ίδιος, ως μεσίτης του Θεού για το Ιουδαϊκό έθνος, είχε υπενθυμίσει στους Ιουδαίους στην αρχή της ιστορίας των: «Διότι ο Ιεχωβά ο Θεός σας είναι Θεός των θεών, . . . ουκ αποβλέπων εις πρόσωπον, ουδέ λαμβάνων δώρον.» (Δευτερονόμιον 10:17, ΑΣ) Αναφέρεται επίσης για τον πιστόν βασιλέα Ιωσαφάτ ότι όταν εγκατέστησε κριτάς στο έθνος, τους κατέστησε προσεκτικούς, «Ιδέτε τι κάμνετε σεις· διότι δεν κρίνετε κρίσιν ανθρώπου, αλλά του Ιεχωβά, όστις είναι μεθ’ υμών εν τη κρισολογία· . . . προσέχετε εις τας πράξεις σας· διότι δεν είναι αδικία παρά Ιεχωβά τω Θεώ ημών, ουδέ προσωποληψία, ουδέ δωροδοκία.» (2 Χρονικών 19:6, 7, ΑΣ) Είναι λοιπόν σαφές ότι άσχετα με τον τρόπο που ο Ιεχωβά εξέλεξε για να εκτελέση τον σκοπό του, οι αρχές του της δικαιοσύνης και της ισότητος, τις οποίες εγκαθίδρυσε από την αρχή της πολιτείας του με το ανθρώπινο γένος και οι οποίες ανεξάλειπτα ανεγράφησαν ως αναπόσπαστο μέρος των ιερών του δηλώσεων, δεν θα του επέτρεπαν να δείξη μεροληψία για ωρισμένες «εκλεκτές» οικογενειακές ομάδες. Η έλλειψις ενότητος και η διάκρισις των τάξεων που καταθλίβει τον κόσμο σήμερα δεν είναι αποτέλεσμα της διατάξεως του Ιεχωβά όσον αφορά το ανθρώπινο γένος, αλλά μάλλον είναι αποτέλεσμα μιας ωργανωμένης προσπαθείας που βρίσκεται σε άμεση αντίθεσι με το θέλημα και τον σκοπόν του Θεού.
7. Τι θα καθιστούσε ικανές τις πολλές οικογενειακές μονάδες που ωργανώθηκαν από τον Νώε να διατηρήσουν μια κοινή ενότητα, και τι ασφαλώς θα την διασπούσε;
7 Η αλήθεια του συμπεράσματος αυτού εξαίρεται από το ιερό Υπόμνημα στην αφήγησι για την εναντίωσι που εξεδηλώθη προς τη θεία διάταξι της πατριαρχικής κοινωνίας μετά τον Κατακλυσμό. Όπως έχομε ήδη παρατηρήσει, ο Θεός είχε κάμει προμήθεια μέσω του Νώε για την κατοίκισι της γης μ’ ένα κατά τεκμήριον τρόπο από τους εβδομήντα αρχηγούς οικογενειών, απογόνους του Νώε. Ο Νώε, καθώς ήταν οξύνους οργανωτής και ενήμερος των παγίδων που περιστοιχίζουν τον ατελή άνθρωπο μέσα στη φιλοδοξία του, αρνήθηκε να εξυψώση οποιαδήποτε οικογένεια επάνω από μια άλλη ή να επιτρέψη σε κάποιον, περιλαμβανομένου και του εαυτού του, να γίνη βασιλεύς, και έτσι να ασκή κυριαρχία στους αδελφούς του. Εγνώριζε ότι ο άνθρωπος δεν εχρειάζετο καμμιά άλλη ενοποιητική δύναμι από την αναγνώρισι του Ιεχωβά ως του Υπέρτατου Κυριάρχου και την αποδοχή του νόμου Του ως του καταλλήλου κανόνος ενεργείας για τον άνθρωπο. Υπεστήριξε σοφά με την πορεία του ότι η εμμονή σ’ αυτές τις αρχές θα καθιστούσε ικανές όλες τις πολλές οικογένειες και λαούς που επρόκειτο να αναπτυχθούν φυσικώς από την έναρξι αυτή «να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης» και να το πράττουν αυτό με ειρήνη και ενότητα. Με το ίδιο αυτό τεκμήριο, οποιαδήποτε κατά διάκρισιν εξύψωσις τάξεως θα διασπούσε αυτή την αρμονική κοινωνία. Ποια ήσαν τα επόμενα γεγονότα που επρόκειτο ν’ αποδείξουν ότι αυτό είναι αληθινό; Ο Νώε έζησε για να δη μια τέτοια ακριβώς προσπάθεια που έγινε προς αυτή την κατεύθυνσι.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΗΣ ΦΥΛΗΣ» ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
8. Ποια ήταν η πρώτη ωργανωμένη προσπάθεια για εγκαθίδρυσι ενός συστήματος «κάστας», και σε τι κατέληξε;
8 Από τη γραμμή του νεωτάτου υιού του Χαμ ηγέρθη ένας άλλος νεόπλουτος σαν τον Κάιν με φιλοδοξία να καταλάβη θέσι υπεροχής. Ο διαβόητος Νεβρώδ, του οποίου το όνομα ακόμη συνδέεται με την αχαλίνωτη σφαγή ζώων, έθεσε σε ενέργεια ένα πρόγραμμα οικοδομής του κόσμου από έναν άνθρωπο εις πρόκλησιν του Ιεχωβά. Αντί να εμμείνη στην τότε καλά εδραιωμένη και ανεγνωρισμένη αρχή της οικογενειακής ενότητος και στο θεόθεν θεσπισμένο πρόγραμμα του Νώε για οικογενειακή αποδημία ως τα πέρατα της γης, άρχισε να εργάζεται προς την αντίθετη κατεύθυνσι και για την εκπλήρωσι διαφορετικών σκοπών. Προφανώς το πρόγραμμά του εξυψώσεως μιας συγκεντρωτικής ανθρωπίνης κυβερνήσεως και βιαίας υποδουλώσεως του λαού αποκτούσε ορμητικότητα, διότι είναι γραμμένο για τους οπαδούς του, «Και είπον, Έλθετε, ας οικοδομήσωμεν εις εαυτούς πόλιν και πύργον, του οποίου η κορυφή να φθάνη έως του ουρανού· και ας αποκτήσωμεν εις εαυτούς όνομα, μήπως διασπαρώμεν επί του προσώπου πάσης της γης.» Ο Ιεχωβά, για να δείξη ότι με τη διασπορά αυτή δεν απέβλεπε στη δημιουργία οικογενειακών διαιρέσεων και για να δείξη τη δυσμένειά του σε μια τέτοια διάθεσι για «υπεροχή τάξεων», επέβαλε την εκπλήρωσι του σκοπού του με το απλό μέσον της συγχύσεως των γλωσσών των. «Και διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά εκείθεν επί του προσώπου πάσης της γης· και έπαυσαν να οικοδομώσι την πόλιν.» (Γένεσις 11:4, 8, ΑΣ) Έτσι κατέληξε σε αισχρή ήττα η πρώτη ωργανωμένη προσπάθεια του ανθρώπου να εγκαθιδρύση ένα ανώτερο σύστημα κοινωνικής διαβαθμίσεως εις πρόκλησιν του Ιεχωβά.
9. Ποια όμοια προσπάθεια έγινε από την πρώτη παγκόσμια δύναμι, και με ποια αποτελέσματα;
9 Αυτή δεν επρόκειτο καθόλου να είναι η τελική προσπάθεια του ανθρώπου. Ούτε άφησε τόσο πικρά ίχνη αυτό το μάθημα, ώστε να φυλάξη ένα άλλο έθνος από περαιτέρω και πιο βίαιες ακόμη προσπάθειες να γίνη η «δεσπόζουσα φυλή». Υποκινούμενοι από την Αδαμιαία των κληρονομία ισχυρογνωμοσύνης και την ακόρεστη επιθυμία των να κυριαρχήσουν πάνω στους αδελφούς των, οι Αιγύπτιοι τη φορά αυτή, που αποτελούσαν την πρώτη παγκόσμια δύναμι, ηγέρθησαν ως πρωταγωνισταί της «υπεροχής της φυλής». Εξαιτίας φόβου ότι οι Ισραηλίτες, τους οποίους είχαν καταστήσει δούλους στη χώρα, θα επληθύνοντο και θα εστρέφοντο εναντίον των σε καιρό πολέμου, ωργάνωσαν και έθεσαν σε λειτουργία ένα πρόγραμμα που απέβλεπε στην εξόντωσι των Ισραηλιτών ως έθνους. «Ο δε Φαραώ προσέταξε πάντα τον λαόν αυτού, λέγων, Παν αρσενικόν το οποίον γεννηθή, εις τον ποταμόν ρίπτετε αυτό· παν δε θηλυκόν, αφίνετε να ζη.» (Έξοδος 1:22) Με το να εξοντώσουν τα αρσενικά, εσκέφθησαν, οι θυγατέρες των Ισραηλιτών θα ηναγκάζοντο τελικά να νυμφευθούν τους Αιγυπτίους άνδρας και η φυλή βαθμιαίως θα απερροφάτο, εν τω μεταξύ δε ο κίνδυνος ανατροπής των Αιγυπτίων θα παρήρχετο. Εν τούτοις, υπελόγιζαν χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψι τη δύναμι και τον σκοπόν του Ιεχωβά ή την ακλόνητη πίστι των ιδίων των Ισραηλιτών. Ο Ιεχωβά άκουσε την κραυγή του λαού του και ήγειρε σ’ αυτούς έναν ελευθερωτή, με τη δύναμι δε του ιδίου Του βραχίονος τούς εξήγαγε ενώπιον όλης της Αιγύπτου και συνέτριψε τη δύναμι της πρώτης παγκοσμίου αυτοκρατορίας. Έτσι το πρόγραμμα «δεσποζούσης φυλής» της Αιγύπτου κατέληξε στην καταστροφή της, καταδικασμένο από τον Θεό σε μια άλλη αλάνθαστη επίδειξι της θέσεώς του σ’ αυτό το ζήτημα της υπεροχής τάξεων ή φυλών.
10. Ποιο νεώτερο πρόγραμμα «δεσποζούσης φυλής» ακολούθησε το ίδιο πρότυπο;
10 Έτσι ακριβώς και στους νεωτέρους χρόνους ο Ιεχωβά Θεός έδειξε τη δύναμί του εναντίον εκείνων που ήθελαν να εξυψωθούν ως «δεσπόζουσα φυλή». Από τις σελίδες της νεωτέρας ιστορίας έρχεται το ίδιο αυτό πνεύμα της εγωμανίας και μισαλλοδοξίας ενσωματωμένο στον Χίτλερ και την προσπάθειά του των νεωτέρων χρόνων για γενοκτονία. Τα γεγονότα είναι αναντίρρητα βεβαιωμένα όσον αφορά το μίσος του για τον σημερινό εκλεκτό λαό του Θεού, τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Και επειδή οι κατά σάρκα Ισραηλίτες ήσαν κάποτε ο εκλεκτός λαός του Θεού, υπήρξαν πάντοτε ο στόχος της επιθέσεως του Σατανά και των οργάνων του. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι αισθάνθηκαν επίσης το σιδερένιο χέρι της καταδυναστεύσεως και φέρθηκαν κοντά στο χείλος της εξοντώσεως στις χώρες εκείνες που εξουσιάζοντο από τους Ναζί. Αλλ’ αφού ο παράφρων αυτός εκακοποίησε τους πιστούς μάρτυρας του Ιεχωβά και αφού εναντιώθηκε βίαια στο άγγελμα της Βασιλείας, και αυτός επίσης ισοπεδώθηκε με το έδαφος και η «δεσπόζουσα φυλή» του μαζί του. Όλες οι «δεσπόζουσες διάνοιες» του είδους αυτού ας λάβουν την δέουσα ειδοποίησι!
11. Για ποιους λόγους δεν μπορεί να λεχθή ότι ο Ιεχωβά ευνοούσε τη φυλετική υπεροχή εξυψώνοντας τον Ισραήλ;
11 Στο σημείο αυτό κάποιος μπορεί πάλι να φέρη αντίρρησι. Δεν έδειξε μήπως ο Ιεχωβά ότι δεν αντιτίθεται ο ίδιος σ’ αυτή την αρχή όταν εξέλεξε τους Ισραηλίτες ως λαόν του και τους εξύψωσε πιο πάνω από όλους τους άλλους λαούς; Δεν θα μπορούσε να λεχθή ότι ο Ιεχωβά ευνοούσε τη φυλετική υπεροχή όσον αφορά το Ιουδαϊκό έθνος; Αλλά πάλι στρεφόμεθα στους θείους χρησμούς και βρίσκομε ένα εμφατικό Όχι! Ο Ιεχωβά δεν παρεπλάνησε τους Ισραηλίτες όσον αφορά την αιτία της εκλογής των. «Σε έκλεξε Ιεχωβά ο Θεός σου δια να ήσαι εις αυτόν λαός εκλεκτός, παρά πάντας τους λαούς τούς επί του προσώπου της γης. Δεν προετίμησεν εσάς ο Ιεχωβά, ουδέ έκλεξεν εσάς, διότι είσθε πολυπληθέστεροι παρά πάντα τα έθνη· επειδή σεις είσθε οι πλέον ολιγάριθμοι παρά πάντα τα έθνη· αλλ’ επειδή ο Ιεχωβά σας ηγάπησε και δια να φυλάξη τον όρκον τον οποίον ώμοσε προς τους πατέρας σας, σας εξήγαγεν ο Ιεχωβά εν χειρί κραταιά, και σας ελύτρωσεν εκ του οίκου της δουλείας, εκ χειρός Φαραώ, βασιλέως Αιγύπτου.» (Δευτερονόμιον 7:6-8, ΑΣ) Αναμφισβήτητα, η υπεροχή του έθνους αυτού θα εξηρτάτο από το να είναι και να παραμένουν λαός που να εξυψώνη το όνομα του Ιεχωβά, επειδή ο ψαλμωδός έψαλε, «Έσωσεν αυτούς δια το όνομα αυτού, δια να κάμη γνωστά τα κραταιά έργα αυτού.»—Ψαλμός 106:8.
12. Γιατί ο Θεός δεν θα διατηρούσε αμετάβλητα τον Ισραήλ ως λαόν λόγω φιλίας με τον Αβραάμ;
12 Είναι αλήθεια ότι ο Θεός ο ίδιος είχε ειπεί ότι αυτό έγινε λόγω του όρκου που είχε ομόσει στους πατέρας των. Αλλά ότι αυτός δεν εδεσμεύθη αμετάβλητα με τούτο, να διατηρήση ολόκληρο το έθνος των ως δικό του, καταδεικνύεται σαφώς από ό,τι συνέβη στην έρημο κατά το δεύτερο έτος μετά την αναχώρησί των από την Αίγυπτο. Όταν δέκα από τους δώδεκα κατασκόπους, που είχαν σταλή για να κατασκοπεύσουν τη γη, επέστρεψαν με μια δυσμενή και φοβισμένη αναφορά, ο Ιεχωβά ωργίσθη με το έθνος γι’ αυτή τη φανερή έλλειψι πίστεως. «Και είπεν ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν, Έως πότε θέλει με παροργίζει ο λαός ούτος; και έως πότε δεν θέλουσι πιστεύει εις εμέ, μετά πάντα τα σημεία τα οποία έκαμα εν μέσω αυτών; θέλω πατάξει αυτούς με θανατικόν, και θέλω εξολοθρεύσει αυτούς, και σε θέλω κάμει εις έθνος μεγαλήτερον και δυνατώτερον αυτών.» (Αριθμοί 14:11, 12, ΑΣ) Έπειτα από αιώνες ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έδωσε επίσης μαρτυρία πάνω σ’ αυτό το σημείο όταν κατέκρινε μερικούς από τους φυσικούς απογόνους του Αβραάμ: «Γεννήματα εχιδνών, τις έδειξεν εις εσάς να φύγητε από της μελλούσης οργής; Κάμετε λοιπόν καρπούς αξίους της μετανοίας, και μη αρχίσητε να λέγητε καθ’ εαυτούς, Πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· διότι σας λέγω, ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων να αναστήση τέκνα εις τον Αβραάμ.» (Λουκάς 3:7, 8) Είναι σαφές ότι ο Ιεχωβά δεν ενδιαφερόταν για ένα λαό προς χάριν του ή λόγω κάποιας υποτιθεμένης «υπεροχής» που η θέσις των απέναντί του θα μπορούσε να τους δώση. Ούτε ήγειρε στην περίπτωσι αυτή μια «δεσπόζουσα φυλή» που θα μπορούσε για πάντα να αξιοί μια θέσι εύνοιας λόγω της φιλίας του Θεού για τον προπάτορά τους Αβραάμ. Ο Ιεχωβά Θεός ποτέ δεν μεταβάλλει τις δίκαιες αρχές του και σταθερά διετήρησε τη στάσι που καθίδρυσε στην Εδέμ.
Ο ΤΥΠΙΚΟΣ ΙΣΡΑΗΛ ΜΙΑ ΕΝΩΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
13. Πώς ο Ιεχωβά ετόνισε ότι ο Ισραήλ δεν ήταν μια ειδική «κάστα»;
13 Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι στην οργάνωσι του Ισραήλ δεν γινόταν δυνατή καμμιά παραχώρησις για διάκρισι τάξεων υπό τον Νόμον, ούτε ο Ιεχωβά ήγειρε ένα σύστημα κοινωνικής αναβαθμίσεως όταν εγκαθίδρυε το ιερατείον ως ένα λειτουργικό σώμα και μέσον προσεγγίσεως για τους Ισραηλίτες. Αφού ο Ιεχωβά ετόνιζε την κατάφορτη από αμαρτίες κατάστασι των Ιουδαίων, ήταν ανάγκη να γίνη κάποια προμήθεια με την οποία ο Ιεχωβά θα ήταν προσιτός για λατρεία. Οι ιερείς, καθιερωμένοι και αγιασμένοι σ’ αυτή την υπηρεσία, θα μπορούσαν να προμηθεύσουν αυτό το μέσον προσεγγίσεως δια των διαφόρων θυσιών και προσφορών που ήσαν διατεταγμένες για τον σκοπόν αυτόν υπό τους όρους της διαθήκης του Νόμου. Μολονότι όμως στους ιερείς είχε δοθή αυτό το ιδιαίτερο προνόμιο, ο Ιεχωβά ετόνιζε ακόμη το γεγονός ότι ήταν Θεός ολοκλήρου του Ισραήλ. «Εν τω αυτώ καιρώ, λέγει ο Ιεχωβά, θέλω είσθαι ο Θεός πασών των οικογενειών του Ισραήλ, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου.»—Ιερεμίας 31:1, ΑΣ.
14. Πώς η φυλή του Λευί έφθασε σ’ αυτή την ευνοημένη θέσι;
14 Επί πλέον, αρχικά δεν ήσαν οι Λευίτες εκείνοι που είχαν ξεχωρισθή ως οι εκλεκτοί του Θεού. Στην Αίγυπτο, όταν ο άγγελος του Ιεχωβά διήλθε τη χώρα και έσφαξε όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, όλα τα πρωτότοκα όλων των οικογενειών του Ισραήλ ηγιάσθησαν από τον Ιεχωβά και έγιναν δικά του λόγω του ότι διεφυλάχθη η ζωή των. Έτσι όλες οι οικογένειες αντεπροσωπεύοντο εξίσου στο απόκτημά του. Τώρα, σύμφωνα με τη συνήθεια των αρχαίων χρόνων, οι πρεσβύτεροι γυιοι θα υπηρετούσαν κανονικά στην πορεία του χρόνου ως ιερείς οπωσδήποτε, αλλά, εγκαθιδρύοντας ο Ιεχωβά το εθνικόν του ιερατείον με το δικαίωμά του ανεξάρτητης ενεργείας, επήρε τους Λευίτες στη θέσι τους. «Και ελάλησεν ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν, λέγων, Ιδού, εγώ έλαβον τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ, αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν εκ των υιών Ισραήλ· και θέλουσιν είσθαι οι Λευίται εμού. Διότι παν πρωτότοκον είναι εμού· επειδή καθ’ ην ημέραν επάταξα παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, ηγίασα εις εμαυτόν παν πρωτότοκον εν τω Ισραήλ, από ανθρώπου έως κτήνους· εμού θέλουσιν είσθαι. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.» (Αριθμοί 3:11-13, ΑΣ· βλέπε επίσης εδάφια 44-51) Έτσι ο Ιεχωβά, εγκαινιάζοντας τη διαθήκη του Νόμου, είπε σε όλες τις οικογένειες του Ισραήλ, «Εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον.» (Έξοδος 19:5, 6, ΑΣ) Ασφαλώς, λοιπόν, ο Ιεχωβά δεν εγκαινίαζε με τους Λευίτες ένα εξυψωμένο ιερατείο ούτε έκανε διάκρισι τάξεων.
15. (α) Ποιες αποδείξεις φανερώνουν ότι στις οικογένειες δεν εδίδετο ανάρμοστη προεξέχουσα θέσις στον Ισραήλ; (β) Πώς εμποδιζόταν η διάκρισις;
15 Ως περαιτέρω απόδειξι ότι στις οικογένειες δεν εδίδετο ασυνήθως προεξέχουσα θέσις στον Ισραήλ, σημειώνομε ότι ο γάμος επετρέπετο μεταξύ μελών διαφόρων φυλών μολονότι δεν επετρέπετο σε περιπτώσεις που η κληρονομία της γης θα αφηρείτο με τον τρόπον αυτόν από τη φυλή. (Αριθμοί 27:5-11· 36:1-12) Μολονότι ο γάμος απηγορεύετο με ξένους, υπήρχαν ωρισμένες περιπτώσεις που ο γάμος μπορούσε ακόμη να γίνη με μια γυναίκα που είχε συλληφθή αιχμάλωτος στον πόλεμο. (Δευτερονόμιον 21:10-13) Ενθυμούμεθα ότι η Ραάβ, μια πρόγονος του Ιησού Χριστού, έγινε ευμενώς δεκτή στη φυλή του Ιούδα από τον Σαλμών, ο οποίος την ενυμφεύθη, όπως συνέβη επίσης και με την Ρουθ, η οποία έγινε γυναίκα του Βοόζ. (Ματθαίος 1:2-5· Ιησούς του Ναυή 6:23, 25· Ρουθ 4:10, 13) Στο ζήτημα του γάμου είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι και αν ακόμη ένας άνθρωπος ήταν δούλος, μπορούσε να νυμφευθή την θυγατέρα του κυρίου του. (1 Χρονικών 2:34, 35) Από τούτο γίνεται αντιληπτό ότι οι δούλοι κατείχαν μια πολύ ευνοημένη θέσι στον Ισραήλ. Είναι αλήθεια ότι η δουλεία επετρέπετο, αλλά δεν ετονίζετο μήπως ότι όλο το έθνος Ισραήλ ήταν υποδουλωμένο στον Ιεχωβά; (Λευιτικόν 25:55) Επί πλέον, δεν επετρέπετο να πωληθή μονίμως ένας φυσικός γυιος του Αβραάμ σε ακούσια δουλεία στους αδελφούς του. (Έξοδος 21:2-8· Λευιτικόν 25:39-55· Δευτερονόμιον 15:12-18) επιπροσθέτως, οι δούλοι δεν έπρεπε να καταδυναστεύονται με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά έπρεπε να τους μεταχειρίζωνται με αναγνώρισι των δικαιωμάτων των. Ζημίες που προέκυπταν σ’ αυτούς από τα χέρια των κυρίων των έπρεπε ν’ αναγνωρίζωνται και έπρεπε να επιβάλλεται ποινή ή να γίνεται κατάλληλη επανόρθωσις ακόμη ως το σημείο ν’ αφήνεται ο δούλος ελεύθερος λόγω της απώλειας ενός ματιού ή ενός δοντιού. (Έξοδος 21:20, 21, 26, 27, 32) Ούτε έπρεπε να κατακρατούνται οι μισθοί· απητείτο ταχεία πληρωμή πάντοτε. (Λευιτικόν 19:13· Δευτερονόμιον 24:14, 15) Γίνεται φανερό λοιπόν ότι, μολονότι υπήρχαν τάξεις στον Ισραήλ, ο νόμος δεν επέτρεπε διάκρισι οποιουδήποτε είδους λόγω της κοινωνικής θέσεως. Μόνο εκείνοι που ήσαν εχθροί του έθνους εξωστρακίζοντο ή εθεωρούντο ως απόβλητοι.—Δευτερονόμιον 7:1-3.
16. Τι εξεικονίζεται από το ότι εδόθη ένας νόμος για τον «εκ της συναγωγής» και τον ξένον ομοίως;
16 Εδώ πάλι, ωστόσο, βλέπομε την εκδήλωσι του ελέους του Θεού. Μολονότι είχε δοθή μια θετική εντολή να καταστραφούν όλοι εκείνοι που ήσαν άνομοι στη γη που εδόθη στους Ισραηλίτες να κληρονομήσουν, ο Ιεχωβά έκαμε προμήθεια για τους ξένους εκείνους που ήσαν ευνοϊκά διατεθειμένοι προς τους Ιουδαίους. Αν θα ήσαν πρόθυμοι να υπαχθούν στην περιτομή και να τηρήσουν όλους τους νόμους του Ισραήλ, θα εγίνοντο δεκτοί ως μέρος του έθνους και θα ελάμβαναν πολλές ευλογίες όπως ακριβώς και οι «εκ της συναγωγής» Ιουδαίοι. (Αριθμοί 15:14-16) Εδώ, λοιπόν, από κάθε άποψι στο έθνος Ισραήλ υπάρχει μια ωραία εικόνα της ενότητος που υφίσταται στις εκκλησίες του λαού του Ιεχωβά σήμερα, ο ένας δε νόμος για τον «εκ της συναγωγής» και τον ξένον ομοίως, εξεικόνιζε καλά τη μία σειρά θεοκρατικών συμβουλών για το «μικρόν ποίμνιον» των κεχρισμένων και για τα «άλλα πρόβατα», καθώς κατοικούν μαζί ως «μία ποίμνη», μία οικογένεια χωρίς διαίρεσι.