Κεφάλαιο 3
Γιατί ο Αγιασμός του Ονόματος Έγινε Αναγκαίος
1. Τι δικαιούται να γνωρίζη ένας γυιος, και πώς, μας δείχνει ο Λουκάς ποιος ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου;
Ένας γυιος δικαιούται να γνωρίζη και οφείλει να γνωρίζη το όνομα του πατέρα του. Εγνώριζε ο πρώτος άνθρωπος της γης ποιος ήταν ο πατέρας του κι εγνώριζε το όνομα του; Ναι, το εγνώριζε. Αλλά το όνομα του πατέρα του δεν ήταν Πίθηκος, όπως θέλουν να σκεπτώμεθα οι κοσμικοί επιστήμονες του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνος. Ποιος, λοιπόν, ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου και ποιο ήταν το όνομά του; Προστρέχοντας στο Βιβλίο του Ονόματος, μπορούμε γρήγορα να το βρούμε. Στο τεσσαρακοστό δεύτερο βιβλίο της Αγίας Γραφής, κεφάλαιο τρίτο, εδάφια 23 έως 38, ο συγγραφεύς Λουκάς μάς δίνει την επίγεια γραμμή καταγωγής του Ιησού Χριστού, ανατρέχοντας σ’ όλο το παρελθόν ως τον πρώτον άνθρωπο. Μετρώντας από τον Ιησού, βρίσκομε ένα κατάλογο εβδομήντα επτά ονομάτων, το τελευταίο από τα οποία είναι Αδάμ, που ήταν κι ο πρώτος άνθρωπος. Αλλ’ αυτό το τελευταίο εδάφιο (Λουκάς 3:38), που μνημονεύει τον Αδάμ, δεν σταματά σ’ αυτόν τη γραμμή καταγωγής. Δείχνει την προέλευσι του Αδάμ, λέγοντας «Του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.» Ο Αδάμ ήταν ο επίγειος γυιος του Θεού, διότι ο Θεός τον έπλασε ως μια ειδική άμεση δημιουργία χωριστή από εκείνη των ιχθύων, των πτηνών και των υπερανθρωπίνων ζώων, ο δε Θεός του έδωσε ζωή, όπως ένας πατέρας.
2. Ποιον δείχνει η αφήγησις της Δημιουργίας στη Γένεσι ότι ήταν ο πατέρας του πρώτου ανθρώπου, και ποιο όνομα δίνει στον πατέρα του;
2 Η αφήγησις της ειδικής δημιουργίας του ανθρώπου, όπως αναγράφεται στο πρώτο βιβλίο της Γραφής, που λέγεται Γένεσις, δίνει το όνομα του Δημιουργού του. Ήταν το όνομα του Δημιουργού του ουρανού και της γης. (Γένεσις 1:1, 28· 2:4) Η αφήγησις της δημιουργίας λέγει: «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον [στην Εβραϊκή: αδάμ] από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος [αδάμ] εις ψυχήν ζώσαν. Και εφύτευσεν Ιεχωβά ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς, και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον [αδάμ] τον οποίον έπλασε. Και Ιεχωβά ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν, και καλόν εις την γεύσιν· και το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου, και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.» (Γένεσις 2:7-9, ΜΝΚ) Έτσι, από την αρχή ο Αδάμ ήταν ο «υιός του Θεού,» το δε όνομα του Πατρός του ήταν Ιεχωβά, ο ουράνιος Δημιουργός του.
3. Γιατί ο ουράνιος Πατήρ ήθελε να μιλή στον γήινο γυιο του Αδάμ, και πώς ο Αδάμ έπρεπε να μιμήται τον Πατέρα του;
3 Ένας γυιος αρέσκεται να μιλή με τον πατέρα του, κι ένας πατέρας χαίρει να μιλή στον γυιο του. Θέλει να μιλή στον γυιο του για να τον συμβουλεύη. Μολονότι ο Ιεχωβά Θεός ο ουράνιος Πατήρ ήταν αόρατος στον επίγειο γυιο του, του μιλούσε και του έδινε συμβουλές σχετικά με την οδό της αιωνίου ζωής μέσα στον παράδεισο της Εδέμ. Εν πρώτοις, ο Αδάμ έπρεπε να μιμήται τον ουράνιο Πατέρα του και να εργάζεται. Ο κήπος της Εδέμ δεν ήταν τόπος οκνηρής ανέσεως και ασκόπου διαβιώσεως. Το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου,» όπως ονομάζεται στη Γένεσι 5:1, λέγει: «Και έλαβεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον [αδάμ], και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν. Προσέταξε δε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.»—Γένεσις 2:15-17, ΜΝΚ.
4. Γιατί ο Ιεχωβά δεν έκαμε κανένα κακό με το να θέση το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού στον κήπο της Εδέμ, και τι είχε δικαίωμα να κάμη σχετικά μ’ αυτό;
4 Ο Ιεχωβά δεν επιθυμούσε να πεθάνη ο γυιος του και ν’ αφήση τον κήπο της Εδέμ χωρίς καλλιεργητή και παραστάτη. Εφύτευσε το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού στον κήπο της Εδέμ αλλά η παρουσία του δένδρου εκείνου στον Εδεμικό παράδεισο δεν ήταν τίποτα το κακό, διότι αυτό το δένδρο δεν ήταν κακό καθ’ εαυτό. Όλα μέσα σ’ αυτόν τον κήπο της Εδέμ ήσαν καλά και τέλεια, όπως ήταν κι ο ίδιος ο Αδάμ. Ο ουράνιος Πατήρ του έθεσε, προσωρινά, μια δέσμευσι ή απαγόρευσι ως προς το ειδικό αυτό δένδρο· αλλά συγχρόνως προειδοποίησε τον τέλειο γυιο του Αδάμ, λέγοντάς του γιατί δεν έπρεπε να φάγη απ’ αυτό. Ο Ιεχωβά Θεός, ως Δημιουργός και Πατήρ, είχε το δικαίωμα να διατάξη και να δοκιμάση την υπακοή του γυιου του για το καλό του γυιου του. Είχε επίσης το δικαίωμα ν’ απαγγείλη ποινή για την παρακοή του γυιου του στον Πατέρα του.
5. Γιατί ο Αδάμ έπρεπε να πεθάνη, όπως του άξιζε, λόγω παρακοής, και γι’ αυτό ποια καλή συμβουλή έδωσε ο Ιησούς Χριστός στο να είμεθα όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα;
5 Τελεία υπακοή και στα ελάχιστα ακόμη πράγματα ήταν δυνατή για τον τέλειο γυιο του Θεού. Η παρακοή και στο ελάχιστο πράγμα θα επέφερε την απώλεια της τελειόητός του. Αφού ο άγιος Πατήρ του στον ουρανό είναι τέλειος, δεν θα επέτρεπε οτιδήποτε ατελές να ζη για πάντα στον Εδεμικό παράδεισο. Εξ άλλου αν ο γυιος, εγίνετο εκουσίως ατελής ένεκα παρακοής στον τέλειο ουράνιο Πατέρα του, θα του άξιζε να πεθάνη. Γι’ αυτό ήταν καλή η συμβουλή που έδωσε ένας μεταγενέστερος υιός του Θεού στη γη, ο Ιησούς Χριστός, στην επί του όρους ομιλία του προς τους ακολούθους του, λέγοντας: «Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς είναι τέλειος.»—Ματθαίος 5:48.
6. Αναφέρεται αν ο Αδάμ επρόφερε το όνομα του ουρανίου Πατρός του; Εν τούτοις ποια ικανότητα έδωσε στον Αδάμ την οποίαν εχρησιμοποίησε αναφορικά με τα ζώα του αγρού, με τα με τα οικιακά ζώα και με τα πτηνά;
6 Σε όλο το «βιβλίον της γενεαλογίας του ανθρώπου,» από τη Γένεσι 2:5 έως 5:1, δεν αναφέρεται ότι ο πρώτος άνθρωπος επρόφερε το όνομα του ουρανίου Πατρός του. Εν τούτοις, ο Πατήρ του επροίκισε τον Αδάμ με την ικανότητα να ονομάζη πράγματα. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, Δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος [Αδάμ] μόνος· θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν. Έπλασε δε Ιεχωβά ο Θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού, και πάντα τα πετεινά του ουρανού, και έφερεν αυτά προς τον άνθρωπον [Αδάμ], δια να ίδη πώς να ονομάση αυτά· και ό,τι όνομα ήθελε δώσει ο Αδάμ εις παν έμψυχον, τούτο να ήναι το όνομα αυτού. Και έδωκεν ο Αδάμ ονόματα εις πάντα τα κτήνη, και εις τα πτηνά του ουρανού, και εις πάντα τα ζώα του αγρού· εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν.»—Γένεσις 2:18-20, ΜΝΚ.
7. Τι θα ήταν, γι’ αυτό, παράλογο να σκεφθούμε σχετικά με την ικανότητα του Αδάμ, και τι δεν μπορούσε να κάμη ο Αδάμ για τον Θεό, όπως δείχνει ο 90ος Ψαλμός;
7 Θα ήταν παράλογο να νομισθή ότι ο Αδάμ μπορούσε να ονομάση όλα εκείνα τα κατώτερα πλάσματα με ονόματα και δεν μπορούσε, επίσης, να ονομάση τον ουράνιο Πατέρα του με το όνομά του. Όχι ότι ο Αδάμ έδωσε στον Θεό το όνομά του. Ένας γυιος δεν δίνει όνομα στον πατέρα του. Ο Θεός έδωσε στον εαυτό του το προεξέχον όνομά του. Αυτός δεν είχε πατέρα ή μητέρα για να του δώσουν όνομα. Δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται «μητέρα του Θεού,» ούτε μνημονεύεται ένα τέτοιο πράγμα στον εμπνευσμένο λόγο του Θεού. Ο Θεός δεν εξήλθε από καμμιά μήτρα, ούτε έλαβε σώμα, σχήμα και ζωή από κανένα. Η «προσευχή του Μωυσέως, του ανθρώπου του αληθινού Θεού,» λέγει: «Ιεχωβά, συ έγεινες εις ημάς καταφυγή εις γενεάν και γενεάν. Πριν γεννηθώσι τα όρη, και πλάσης την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος ως του αιώνος, συ είσαι ο Θεός.»—Ψαλμός 90 επίγραμμα, 1, 2, ΜΝΚ.
8. Γιατί ήταν κατάλληλο να γνωρίζη τότε ο Αδάμ το προσωπικό όνομα του ουρανίου Πατρός του, του Θεού;
8 Η λέξις «πατήρ» δεν αποτελεί προσωπικό όνομα· είναι τίτλος που κατέχεται σήμερα από πλάσματα. Η λέξις «Θεός» είναι, επίσης, τίτλος, και όχι προσωπικό όνομα. Υπάρχουν πολλοί λεγόμενοι «θεοί» σήμερα, όπως μας υπενθυμίζει το εδάφιο 1 Κορινθίους 8:5, 6. Για να υπάρχη διάκρισις μεταξύ πατέρων και θεών, αυτοί πρέπει να κατονομάζωνται. Μολονότι τότε, πριν από έξη χιλιάδες χρόνια, δεν υπήρχαν ψευδείς θεοί, ωστόσο ήταν κατάλληλο να γνωρίζη ο Αδάμ ως γυιος το όνομα του ουρανίου Πατρός του, του Θεού και Δημιουργού.
9. Ποια αφήγησις εδόθη στον Αδάμ για να ικανοποιήση αναμφιβόλως την ερευνητική του διάνοια, και με την αφήγησι αυτή ποια πληροφορία θα του εδόθη;
9 Επί πλέον, η θεόπνευστη αφήγησις της δημιουργίας της γης, όπως εκτίθεται τόσο μεγαλειωδώς στη Γένεσι, κεφάλαιον πρώτον, αναμφιβόλως εδόθη στον Αδάμ ενόσω αυτός ήταν τέλειος μέσα στον κήπο της. Εδέμ. Του ήταν αναγκαία για να ικανοποιήση την ερευνητική του διάνοια όσον αφορά το πώς ήλθαν σε ύπαρξι όλα τα γύρω του πράγματα και πώς αυτός ο ίδιος εισήλθε στον ωραίο αυτόν παράδεισο της Εδέμ. Αυτή η αφήγησις της δημιουργίας έχει μια κορωνίδα ως επίλογό της, που κατονομάζει τον συγγραφέα της περί δημιουργίας αφηγήσεως, με τα εξής λόγια: «Αύτη είναι η γένεσις του ουρανού και της γης, ότε εκτίσθησαν αυτά, καθ’ ην ημέραν εποίησεν Ιεχωβά ο Θεός γην και ουρανόν.» (Γένεσις 2:4, ΜΝΚ) Όταν εδόθη στον Αδάμ αυτή η αφήγησις της δημιουργίας με την κορωνίδα της, θα του εδόθη και το όνομα του Συγγραφέως της, του Θεού και Δημιουργού.
10. Ως ο πρώτος άνθρωπος, τι έκαμε ο Αδάμ για το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους και πώς συνέβη τότε να αναφέρεται ότι η πρώτη ανθρώπινη σύντροφός του είναι η πρώτη που εχρησιμοποίησε το θείο όνομα;
10 Ο Αδάμ, ως ο πρώτος άνθρωπος από τον οποίον ο Θεός επρόκειτο να παραγάγη όλο το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους, στην τελειότητά του είχε γίνει εκπρόσωπος ή προφήτης του Θεού στην ανθρώπινη οικογένεια. Ως κεφαλή της οικογενείας θ’ αποτελούσε το ορατό μέσον που θα χρησιμοποιούσε ο Θεός στην επικοινωνία του με το ανθρώπινο γένος. Ως προφήτης, ο Αδάμ θα μιλούσε εν ονόματι του Θεού, για να δηλώση ποιος τον διώρισε και ποιος τον απέστειλε, και κατ’ εξουσιοδότησιν τίνος μιλούσε. Από τον Αδάμ, λοιπόν, πρέπει να είχε μάθει το όνομα του Θεού και το θέλημα του Θεού η πρώτη ανθρώπινη σύντροφός του.a Αυτό αιτιολογεί το γεγονός ότι η γυναίκα είναι η πρώτη που αναφέρεται ότι εχρησιμοποίησε το θείον όνομα.—Γένεσις 4:1.
11. Πώς ο Αδάμ έδειξε την υπακοή του όταν ήταν μόνος στον κήπο της Εδέμ και από ποιο δένδρο αναμφιβόλως θα έτρωγε αργότερα;
11 Ο τέλειος Αδάμ, ο μόνος άνθρωπος που ήταν στον παράδεισο της Εδέμ, εξακολουθούσε να τον καλλιεργή και να φροντίζη γι’ αυτόν και να εξουσιάζη όλα τα κατώτερα ζώα και να συζή ειρηνικά με αυτά. Με υπακοή δεν έτρωγε από το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού κι έτσι εξακολουθούσε να ζη στην ανθρώπινη τελειότητά του. Όλα τα άλλα καρποφόρα δένδρα ικανοποιούσαν τις ανάγκες του για φυσική τροφή, αλλ’ ακόμη ούτε επεζήτησε ούτε είχε βρη το «ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου.» (Γένεσις 2:9) Αυτό το δένδρον αναμφιβόλως προωρίζετο για να φάγη ο Αδάμ απ’ αυτό, αλλά μόνον αφού θ’ απεδείκνυε πλήρως την τέλεια υπακοή ενός στοργικού γυιου προς τον ουράνιο Πατέρα του. Με ευπειθή υπηρεσία ελάτρευε τον ουράνιο Πατέρα του ως Θεό και ήταν τελείως ευτυχής.
12. (α) Αν και ο Αδάμ είχε επικοινωνία με τον Θεό, τι είπε ο Θεός ότι δεν ήταν καλό στην περίπτωσι του Αδάμ, και γιατί; (β) Πώς ενήργησε ο Θεός για να ισοσταθμίση τα πράγματα;
12 Ο τέλειος, αναμάρτητος Αδάμ είχε γλυκειά επικοινωνία με τον ουράνιο Πατέρα του· ωστόσο ο Πατήρ του διέκρινε ότι δεν ήταν καλό, με την υψίστη έννοια, για τον επίγειο γυιο του να μένη μόνος. Όλα τα άλλα πλάσματα στη γη, που τα είχε ονομάσει ο Αδάμ, είχαν τους συντρόφους των, τα συμπληρώματά των, αρσενικά και θηλυκά, αλλά για τον άνθρωπον (αδάμ) «δεν ευρίσκετο όμοιος με αυτόν.» Ο Αδάμ εσημείωσε αυτό το γεγονός, αλλά δεν παρεπονέθη στον ουράνιο Πατέρα του γι’ αυτό. Ο Θεός, από αγάπη στον ανθρώπινο γυιο του, ενήργησε τώρα να προμηθεύση στον Αδάμ ένα βοηθητικό συμπλήρωμα.
«Και επέβαλεν Ιεχωβά ο Θεός έκστασιν επί τον άνθρωπον [αδάμ], και εκοιμήθη· και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού, και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής. Και κατεσκεύασεν Ιεχωβά ο Θεός την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του ανθρώπου [αδάμ] εις γυναίκα, και έφερεν αυτήν προς τον άνθρωπον [αδάμ]. Και είπεν ο άνθρωπος [αδάμ], Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς [«ισσάχ»], διότι εκ του ανδρός [στην Εβραϊκή «ις»] αύτη ελήφθη.»—Γένεσις 2:21-23 ΜΝΚ.
13. (α) Πώς ωνόμασε ο Αδάμ την σύντροφό του που ήταν το συμπλήρωμά του, αλλά ποιο προσωπικό όνομα της έδωσε, και γιατί; (β) Τι μπορεί να λεχθή γι’ αυτόν τον πρώτο ανθρώπινο γάμο, και ποιες ήσαν οι θρησκευτικές συνθήκες του νυμφευμένου ζεύγους;
13 Με πλήρη ικανοποίησι ο Αδάμ την ωνόμασε αληθινό συμπλήρωμά του. Αυτή ήταν Ισσάχ, ενώ αυτός ήταν Ις. Αυτή ήταν η πρώτη ισσάχ («θηλυκός άνθρωπος») του είδους της επάνω στη γη. Αργότερα ο Αδάμ της έδωσε ένα προσωπικό όνομα: «Και εκάλεσεν ο Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Εύαν [δηλαδή, Ζώσαν]· διότι αυτή επρόκειτο να γίνη μήτηρ πάντων των ζώντων.» (Γένεσις 3:20, ΜΝΚ) Αυτός ήταν ο πρώτος ανθρώπινος γάμος, έγινε μέσα στον παράδεισο, τον επίγειο κήπο της Εδέμ. Ο Θεός ο Δημιουργός ετέλεσε αυτόν του γάμο ενός τελείου ζεύγους, ιδεωδώς ταιριασμένου. Είχαν ένα Θεό, τον Ιεχωβά και, ως κεφαλή και προφήτης, ο Αδάμ ωδήγησε την Εύα τη σύζυγό του στη λατρεία του Ιεχωβά, του Δημιουργού και Πατρός των.
14. (α) Ποια εδάφια δείχνουν ότι ο ουρανός δεν ήταν ο από τον Θεό καθωρισμένος προορισμός του ανθρώπου; (β) Σύμφωνα με τα εδάφια Γένεσις 1:27, 28, ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού που ετέθη ενώπιον του Αδάμ και της Εύας;
14 Ο Θεός έθεσε ενώπιον του νεαρού αυτού ανδρογύνου ένα σκοπό στη ζωή. Δεν επρόκειτο αυτοί να προετοιμασθούν στη γη για να ζήσουν στον ουρανό με τον Θεό τον Πατέρα των. Ο ουρανός δεν είναι η τελική κατοικία του ανθρώπου. Αιώνια ζωή σ’ ένα αόρατο πνευματικό βασίλειο δεν είναι ο παρά του Θεού καθωρισμένος προορισμός του ανθρώπων. «Ούτως είναι και γεγραμμένον, Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν” . . . Οποίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί· . . . σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν.» (1 Κορινθίους 15:45, 47, 48, 50) «Οι ουρανοί των ουρανών είναι του Ιεχωβά, την δε γην έδωσε εις τους υιούς των ανθρώπων [αδάμ].» (Ψαλμός 115:16, ΜΝΚ) Ο σκοπός, λοιπόν, που ετέθη ενώπιον του Αδάμ και της Εύας ήταν αποκλειστικά επίγειος, να ζήσουν για να ιδούν ολόκληρη τη γη γεμάτη από τη μεγάλη τους οικογένεια, με δισεκατομμύρια απογόνους, και κατόπιν να εξακολουθήσουν να ζουν μαζί τους για πάντα με τέλεια ευτυχία μέσα σ’ έναν παράδεισο που θα εκάλυπτε όλη τη γη. Ο Ιεχωβά Θεός τούς είπε ότι αυτός ήταν ο σκοπός του γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, η αφήγησις της δημιουργίας που φέρει την υπογραφή του Θεού λέγει:
«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα εαυτού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.»—Γένεσις 1:27, 28.
15. Ποια ευκαιρία διήνοιξε εκείνος ο πρώτος ανθρώπινος γάμος για τον παράδεισο της Εδέμ, και ποιος ήταν ο παραδεισιακός κανών του γάμου, σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού Χριστού;
15 Αυτό διήνοιξε την ευκαιρία και για πολλούς ακόμη γάμους σε τελειότητα μέσα στον παράδεισο της Εδέμ μεταξύ των γυιων και των θυγατέρων του Αδάμ και της Εύας και μεταξύ όλων των απογόνων αυτών των γυιων και θυγατέρων. Γι’ αυτό, αφού ο Αδάμ εδέχθη τη σύζυγό του στην ωραία της τελειότητα την ημέρα του γάμου, το «βιβλίον της ιστορίας του Αδάμ» (ΜΝΚ) λέγει: «Δια τούτο θέλει αφήσει ο ανθρωπος [ις] τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα [ισσάχ] αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δυο εις σάρκα μίαν.» (Γένεσις 2:24) Εδώ δεν πρέπει να παραλείψωμε να σημειώσωμε τι είπε ο άλλος εκείνος τέλειος υιός του Θεού στη γη, ο Ιησούς Χριστός, στη συζήτησί του περί γάμου. Είπε ότι ο Θεός έδωσε στον επίγειο γυιο του Αδάμ μια μόνο σύζυγο, για να εκπληρώση τον μεγαλειώδη σκοπό του για όλη τη γη. Το να έχη μόνο μια σύζυγο, χωρίς διαζύγιο—αυτός ήταν ο τέλειος κανών του γάμου για τον άνθρωπο. Αυτός ήταν ο παραδεισιακός κανών.
16. Ποια ενότητα συνέστησε έτσι ο Θεός, και τι δεν έπρεπε να κάμη κανένας άνθρωπος σχετικά μ’ αυτήν;
16 Γι’ αυτό, ο Ιησούς Χριστός, απαντώντας στους θρησκευομένους, που τον ερώτησαν περί διαζυγίου, είπε: «Δεν ανεγνώσατε, ότι ο πλάσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς; Και είπεν, “Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο [όχι, τρεις, ή περισσότεροι· αλλά, οι δύο] εις σάρκα μίαν”; Ώστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.»—Ματθαίος 19:4-6.
17. (α) Ποια ήταν η σχέσις μεταξύ του ανδρός και της γυναικός όσον αφορά, τη δόξα, την προέλευσι και τη συνέχεια του ανθρωπίνου γένους; (β) Πόσον καιρό επρόκειτο να παραμείνουν οι δεσμοί του γάμου και με ποιον ως κεφαλή;
17 Ο Θεός έκαμε τη γυναίκα από τον άνδρα. Την έπλασε από μια πλευρά που ελήφθη από τον Αδάμ· και ο Θεός την ήνωσε πάλι με τον Αδάμ συζευγνύοντάς την με αυτόν σε γάμο, για να είναι συμπλήρωμα και βοηθός του ανδρός. Σε αρμονία με αυτό, «ο μεν ανήρ δεν χρεωστεί να καλύπτη την κεφαλήν αυτού, επειδή είναι εικών και δόξα του Θεού· η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός. Διότι ο ανήρ δεν είναι εκ της γυναικός, αλλ’ η γυνή εκ του ανδρός· επειδή δεν εκτίσθη ο ανήρ δια την γυναίκα, αλλ’ η γυνή δια τον άνδρα. Πλην ούτε ο ανήρ χωρίς της γυναικός, ούτε η γυνή χωρίς του ανδρός υπάρχει, εν Κυρίω. Διότι καθώς η γυνή είναι εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ είναι δια της γυναικός· τα πάντα δε εκ του Θεού.» (1 Κορινθίους 11:7-9, 11, 12) Οι δεσμοί του γάμου επρόκειτο να παραμείνουν, η δε γυνή έπρεπε ν’ αναγνωρίζη τον άνδρα, την εικόνα του Θεού, ως κεφαλήν της.
ΒΕΒΗΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
18. Με τέτοια αρχή του ανθρώπου στον παράδεισο της Εδέμ, πώς μπορούμε να εξηγήσωμε τη στάσι και τις ενέργειες του ανθρωπίνου γένους σήμερα απέναντι του ονόματος του Θεού, και τι χρειάζεται το όνομα ειδικά τώρα;
18 Καθώς ο Αδάμ και η Εύα χαρωπά και αρμονικά επεδίδοντο στις ασχολίες των μέσα στον παράδεισο της Εδέμ, έδειχναν ύψιστο σεβασμό για το όνομα του ουρανίου Πατρός των. Τηρούσαν το όνομά του ιερό, δηλαδή το αγίαζαν, κι έκαναν επίκλησι του ονόματός του κατά τη λατρεία. Πώς συμβαίνει, λοιπόν, ώστε μεταξύ των τριών δισεκατομμυρίων περίπου απογόνων του Αδάμ και της Εύας, που βρίσκονται στη γη σήμερα, το όνομα του ουρανίου Πατρός να είναι τόσο λίγο γνωστό και σεβαστό, να λαμβάνεται τόσο πολύ επί ματαίω και να τυγχάνη καταφρονητικής μεταχειρίσεως, να υπόκειται σε τόση μομφή και σχεδόν να μη μνημονεύεται στους θρησκευτικούς κύκλους; Όλ’ αυτά οφείλονται στο ότι, με την πάροδο του χρόνου, το άγιο όνομα του Θεού εβεβηλώθη τότε στον παράδεισο της Εδέμ από τρία πρόσωπα τα οποία εξέκλιναν από την τελειότητά των. Έτσι, ό,τι βλέπομε σήμερα στη σχέσι του ανθρώπου με το όνομα του Θεού είναι απλώς το μεγάλο αποκορύφωμα των κακών συνεπειών που απέρρευσαν από την πρώτη εκείνη βεβήλωσι. Αν ποτέ αυτό το άγιον όνομα εχρειάζετο αγιασμόν, είναι τώρα.
19. Ποια ιδέα είχαν ο Αδάμ και η Εύα για τη φιλαλήθεια του Θεού, αλλά πώς ήλθε στην Εύα μια εκπληκτική δήλωσις σχετικά μ’ αυτήν;
19 Στην Εδέμ ο Θεός είχε ένα όνομα για το ότι έλεγε την αλήθεια. Ο Αδάμ και η Εύα εδέχθησαν ως αλήθεια τη δήλωσι του Θεού όσον αφορά το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γένεσις 2:17) Πόσο μεγάλη, λοιπόν, ήταν η έκπληξις της Εύας, όταν αντιμετώπισε τη δήλωσι ότι ο Ιεχωβά Θεός ήταν ψεύτης! Όχι, δεν ήταν ο σύζυγός της Αδάμ, που έκαμε αυτή τη δήλωσι, αλλ’ ένα τρίτο πρόσωπο στην Εδέμ το έπραξε αυτό ενεργώντας αόρατα μέσω ενός όφεως που βρισκόταν στο δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού, στο απαγορευμένο δένδρο.
20. Πώς ο όφις ανεφέρθη στον ουράνιο Πατέρα της;
20 Η Εύα ποτέ προηγουμένως δεν επεθύμησε τον καρπό εκείνο. Ο όφις, μιλώντας γι’ αυτόν, δεν εχρησιμοποίησε το όνομα Ιεχωβά, αλλ’ ανεφέρθη σ’ αυτόν με τον τίτλο του Θεός.
21. Πώς ο όφις άρχισε να ομιλή στην Εύα και σύμφωνα με ποια πληροφορία απήντησε η Εύα;
21 Ο όφις, ωσάν να μην ήταν βέβαιος ότι η πληροφορία ήταν ορθή, και ωσάν η πληροφορία να ήταν πραγματικά απίστευτη, είπε: «Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε [σεις οι δύο] από παντός δένδρου του παραδείσου;» Σ’ αυτό η Εύα απήντησε, σύμφωνα με την πληροφορία του προφήτου συζύγου της: «Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, δια να μη αποθάνητε.»—Γένεσις 3:1-3.
22. (α) Ποιου όνομα προσέβαλε ο όφις και τι ενεθάρρυνε την Εύα να κάμη τον εαυτό της; (β) Ποια ήσαν τα επιχειρήματα του όφεως;
22 Ο όφις, προσβάλλοντας το όνομα του Θεού που ήταν αληθινό και έντιμο, καθώς και το όνομα του συζύγου της Εύας που ήταν αληθινός προφήτης του Ιεχωβά, είπε «Δεν θέλετε [σεις οι δύο] βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» (Γένεσις 3:4, 5) Ο όφις την ενεθάρρυνε έτσι, όχι να γίνη ένας Ιεχωβά, αλλά να γίνη μια θεά, να γίνη ‘ως ο Θεός, γνωρίζουσα το καλόν και το κακόν.’ Το επιχείρημα του όφεως ήταν, Τι το εσφαλμένον υπάρχει στο να γνωρίζη κανείς το καλόν και το κακόν; Μήπως ο ίδιος ο Θεός δεν το γνωρίζει, και μήπως αυτό είναι κακό; Αλλ’ ο Θεός είναι κακός, όταν προσπαθή να εμποδίση τα επίγεια τέκνα του από το να έχουν αυτή τη γνώσι. Έτσι, θα πρέπει απλώς να εξαρτώνται από αυτόν για να καθορίζουν τι είναι καλό και τι είναι κακό. Για να κατακρατήση ο Θεός από τα επίγεια τέκνα του αυτή την ικανότητα για αυτοδιάθεσι τα απείλησε με την εσχάτη ποινή του θανάτου.
23. Λέγοντας τούτο τι έγινε ο όφις, και τι είπε ο Ιησούς Χριστός σχετικά μ’ εκείνον που ήταν πίσω από τον όφι;
23 Ο όφις, λέγοντας τούτο, έγινε το όργανον του να λεχθή το πρώτο ψεύδος που αναφέρεται στο σύμπαν. Εκείνος, που ήταν πίσω από τον όφιν, έκαμε τον ίδιο τον εαυτό του ψεύτη, με το να στιγματίση τον Ιεχωβά Θεό ως ψεύτη. Σχετικά με αυτόν, ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, είπε σ’ εκείνους που ζητούσαν να τον θανατώσουν: «Σεις είσθε εκ πατρός του διαβόλου, και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττητε. Εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει εν τη αληθεία· διότι αλήθεια δεν υπάρχει εν αυτώ. Όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί· διότι είναι ψεύστης, και ο πατήρ αυτού του ψεύδους.»—Ιωάννης 8:44.
24. Τι έπρεπε τώρα να κάμη η Εύα, αλλ’ από ποια ανεξάρτητη σκέψι ελκύσθηκε να παρατηρή αυτόν τον καρπό από την απατηλή άποψι;
24 Ενώπιον αυτού του πατρός του ψεύδους, τι έπρεπε τώρα να κάμη η Εύα; Γιατί να μη ρωτήση τον σύζυγό της ο οποίος δεν ήταν μόνο η κεφαλή της υπεύθυνος για τη λήψι αποφάσεων, αλλά ήταν και ο προφήτης του Ιεχωβά; Αλλ’ αυτό το ζήτημα της αυτοδιαθέσεως όπως του Θεού είχε τώρα υποβληθή στην Εύα, και αυτή ειλκύσθη να εισέλθη στο πνεύμα της αυτοδιαθέσεως. Η δύναμις της αυτοδιαθέσεως ήταν περιτυλιγμένη σ’ εκείνον τον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Αντί ν’ αποστραφή την ευτελή συκοφαντία ότι ο ουράνιος Πατήρ της ήταν ψεύτης, που ήθελε να μονοπωλήση τη γνώσι του καλού και του κακού· αντί ν’ αναλάβη την υπεράσπισι του ονόματός Του, η Εύα εξακολουθούσε να παρατηρή τον απαγορευμένο καρπό από την απατηλή άποψι. Αυτός ο καρπός δεν εφαίνετο τώρα θανατηφόρος· εφαίνετο ολοένα περισσότερο ελκυστικός όσο εξακολουθούσε να τον παρατηρή.
25. Ποια πορεία ενεργείας προς την αμαρτία, όπως περιγράφεται από τον μαθητή Ιάκωβο, ήταν τώρα φανερή στην Εύα;
25 Η πορεία ενεργείας που μπορεί να ελκύση ακόμη κι ένα τέλειο πλάσμα σε αμαρτία εναντίον του Θεού ήταν τώρα φανερή στην Εύα. Ο Χριστιανός μαθητής Ιάκωβος πρέπει να την είχε υπ’ όψι, όταν έγραφε: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.»—Ιάκωβος 1:13-15.
26. Ποιου πράγματος απώλεσε την όρασι η Εύα με το να φάγη από τον απαγορευμένο καρπό και σε ποια ερωτήματα, που περιελαμβάνοντο στο ζήτημα, ετυφλώθη;
26 Σχετικά με τούτο, η Γένεσις 3:6 αναφέρει τα εξής: «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν· και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε.» Η Εύα άφησε την επιθυμία της για τον καρπό και τις προ ολίγου διαφημισμένες ιδιότητές του να διαταράξουν την ισορροπία της κρίσεώς της. Απώλεσε την όρασι του τι θα εσήμαινε να λάβη και να φάγη απ’ αυτόν τον καρπό: ανυπακοή στον ουράνιο Πατέρα και Θεό της! Ετυφλώθη ως προς το ήδη διαφιλονικούμενο ζήτημα ή σημείο, το σημείο που ετέθη τώρα σε αμφισβήτησι: Ήταν ψεύτης ο ουράνιος Πατήρ της; Ήταν κατάλληλο, ήταν θεοκρατικό να υπόκειται στον Πατέρα και Θεό της και στη συζυγική κεφαλή της; Θα εξακολουθούσε να είναι τέκνον του Θεού ή θα εγίνετο τώρα τέκνον εκείνου που κατερράκωσε την καλή φήμη του Πατρός της, δηλαδή τέκνον του Διαβόλου, μέλος της οικογενείας τών ψευδολόγων; Απειθώντας στον ουράνιο Πατέρα της, θα έπαυε τη λατρεία της προς αυτόν και θ’ απεμακρύνετο από την αγνή, αληθινή, καθαρή και αμόλυντη θρησκεία;—Ιάκωβος 1:26, 27.
27. Τι υποστηρίζει η θρησκευτική και ηθική κατάστασις του ανθρωπίνου γένους σήμερα ως προς την απόφασι της Εύας;
27 Όλ’ αυτά ήσαν συνδεδεμένα με το ζήτημα, για το οποίον η Εύα έπρεπε ν’ αποφασίση. Το άγιον όνομα του Θεού επρόκειτο να επηρεασθή· ναι, όλοι οι απόγονοί της έως σήμερα επρόκειτο να επηρεασθούν από την απόφασι της Εύας. Η θρησκευτική και ηθική κατάστασις του ανθρωπίνου γένους σήμερα υποστηρίζει ότι η Βιβλική αναγραφή είναι αληθινή, ότι η Εύα απεφάσισε υπέρ του Διαβόλου, του συκοφάντου του Ιεχωβά Θεού, και ότι διέπραξε παράβασι. Αλλ’ ο σύζυγός της θα το επεδοκίμαζε αυτό; Η Εύα θα το έβλεπε!
28. Τι έκαμε η Εύα προτού ο Αδάμ φάγη τον καρπό που του έδωσε;
28 Η σαφής Βιβλική αναγραφή συνεχίζει: «Και έδωκε και εις τον άνδρα [ις] αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε. Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.» (Γένεσις 3:6, 7) Η Εύα δεν έδωσε απλώς στον σύζυγό της τον απαγορευμένο καρπό· του μίλησε επίσης κι εχρησιμοποίησε τη γυναικεία επιρροή της για να τον πείση να παραβή μαζί της τον νόμον του Θεού, προς όνειδος του ονόματος του Θεού.
29. Ποιες υποχρεώσεις παρημέλησε ο Αδάμ, και τι έχασε ο Αδάμ με το να προχωρήση;
29 Προς λύπην μας σήμερα, ο Αδάμ δεν την διώρθωσε και δεν εστιγμάτισε τον Διάβολο ως ψεύτη, όπως έπραξε ο μετέπειτα Υιός του Θεού επί γης, ο Ιησούς Χριστός. Ως προφήτης του Θεού, ο Αδάμ δεν υπερήσπισε το όνομα και τη φήμη του Ιεχωβά. Δεν εξεδηλώθη πρώτος, τελευταίος και παντοτινά υπέρ της αγνής μορφής λατρείας του Θεού, της καθαρής και αμολύντου θρησκείας. Ο Αδάμ δεν έζησε σύμφωνα με την ευθύνη του ως συζύγου και κεφαλής της συζύγου. Δεν αρνήθηκε να οδηγηθή προς την εσφαλμένη κατεύθυνσι από τη σύζυγό του, η οποία τώρα θέλησε ν’ αναλάβη ηγεσία αντίθετα προς τη θεία διάταξι. Ο Αδάμ, μη λαμβάνοντας υπ’ όψι τη δαπάνη που θα υφίστατο, άφησε να ισχύση το ολοφάνερο ψεύδος και η συκοφαντία εναντίον του ονόματος του ουρανίου Πατρός του. Ο Αδάμ εσκεμμένως παρεμέρισε τον νόμον του Θεού και άκουσε την παραβάτιδα σύζυγό του, η οποία ήθελε να γίνη θεά, προφήτις, μάντις μιας νέας θρησκείας ή μορφής λατρείας. Σύμφωνα με τον νόμο των συνεπειών, το αποτέλεσμα τούτου θα ήταν εκείνο που αναφέρεται από τον Χριστιανό απόστολο Ιωάννη: «Πας όστις παραβαίνει και δεν μένει εν τη διδαχή του Χριστού, Θεόν δεν έχει.» (2 Ιωάννου 9) Αλλ’ ο Αδάμ επροχώρησε.
30. Τι είχε βεβηλωθή τώρα, τι απεφάσισε ο Θεός και τι έκαμε φέροντας τον Αδάμ και την Εύα σε κρίσι;
30 Το άγιον όνομα του Θεού τώρα είχε βεβηλωθή στον ουρανό από το αόρατο πνευματικό πλάσμα που ήταν πίσω από τον όφιν, και στη γη από τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα. Τώρα εχρειάζετο αγιασμό. Ο Ιεχωβά Θεός, του οποίου το όνομα είναι Ζηλότυπος, σύμφωνα με το εδάφιο Έξοδος 34:14 αμέσως απεφάσισε για τον αγιασμό του. Παρουσιάσθη τωρα ενώπιον των απειθών πλασμάτων του ως ένας Πατήρ και Κριτής, τον οποίον είχαν απαρνηθή. Ο Αδάμ ωμολόγησε την παράβασί του σχετικά με τη συζυγική του θέσι ως κεφαλής και την ευθύνη του, λέγοντας: «Η γυνή [ισσάχ] την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον.» Η Εύα που θέλησε να γίνη θεά ωμολόγησε την κακή της κρίσι και την εξαπάτησί της, λέγοντας: «Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.»—Γένεσις 3:8-13.
31. Πώς διεσαφήνισε ο Ιεχωβά, απευθυνόμενος στον συμβολικό Όφι, ότι το όνομά του είναι άγιο και δεν μπορεί να βεβηλωθή χωρίς τιμωρία και ότι θα αγιασθή στον ωρισμένο καιρό με ένα βέβαιο μέσον;
31 Ο Ιεχωβά Θεός τώρα διεσαφήνισε ότι το όνομά του είναι άγιο ή ιερό και ότι δεν μπορεί να συκοφαντηθή και να βεβηλωθή χωρίς μια αντάξια τιμωρία. Στον αρχικό Συκοφάντη, ο οποίος με δολιότητα απέφυγε ν’ αναφέρη το προσωπικό όνομα του Θεού, είπε: «Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού· επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γένεσις 3:14, 15) Ο Ιεχωβά Θεός κατέστησε έτσι γνωστόν ότι θα υπήρχε μια γυναίκα, που δεν θα είχε φιλία με τον Διάβολο, τον συμβολικόν Όφιν. Η γυναίκα αυτή ήταν η αγία οργάνωσις του Θεού στον ουρανό, η οποία αγία οργάνωσις των πνευματικών υιών του Θεού ήταν άρρηκτα συνεζευγμένη με Αυτόν όπως πρέπει να είναι μια ευσεβής σύζυγος με τον ευσεβή σύζυγό της. Στον ωρισμένο καιρό του Θεού η ουράνια αυτή οργάνωσις θα γεννούσε ένα Σπέρμα, το οποίον θα συνέτριβε μοιραία την κεφαλή του συμβολικού Όφεως, επειδή εβεβήλωσε το όνομα του Θεού. Αυτό το Σπέρμα θα ήταν το μέσον, που επρόκειτο να αγιάση το άγιον όνομα του Θεού.
32. Τι είπε ο Θεός στην Εύα για την υποταγή της γυναίκας και γι’ αυτό ποιον κανόνα εξέθεσε ο Παύλος για τη Χριστιανική εκκλησία;
32 Ο Θεός τώρα εστράφη στη γυναίκα, που θέλησε ν’ αρχίση μια νέα θρησκεία και που προέτρεξε από τη συζυγική κεφαλή της και ανέλαβε την ηγεσία για όλη την ανθρώπινη οικογένεια στη βεβήλωσι του ονόματος του Θεού. Είπε: «Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα· και προς τον ανδρα σου [ις] θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γένεσις 3:16) Ένεκα της θείας αυτής δηλώσεως ότι ο άνδρας θα εξουσίαζε τη γυναίκα, ο Χριστιανός απόστολος Παύλος εξέθεσε τον εξής κανόνα για την εκκλησία των αγνών λάτρεων: «Η γυνή ας μανθάνη εν ησυχία μετά πάσης υποταγής· εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμόθεον 2:11-14) Ας σημειωθή ότι ο Θεός δεν είπε στην Εύα ότι αυτή η ίδια θα ήταν η μητέρα του υποσχεμένου Σπέρματος που επρόκειτο να αγιάση το όνομα του Θεού.
33. Τι υπεστήριξε ο Θεός και τι εσεβάσθη, όταν απευθύνθηκε στον Αδάμ και ποια εκτίμησι των αξιών έκαμε γνωστή;
33 Όταν τώρα απευθύνθηκε στον Αδάμ, ο Ιεχωβά Θεός ως Κριτής δεν εξεδήλωσε αδυναμία. Υπεστήριξε τη μεγαλειότητα του νόμου του που είχε εκδώσει. Δεν εχρησιμοποίησε τη σύγχρονη ψυχολογία του Φρόυντ ώστε να ισχυρισθή ότι ο Αδάμ ήταν παράφρων, όταν παρέβη τον υπέρτατο νόμο, και συνεπώς δεν ήταν υπεύθυνος για την πράξι του και δεν άξιζε να πεθάνη. Ο Θεός είχε σεβασμό για το όνομά του και για τον τέλειο νόμο του. Στην τελεία του εκτίμησι των αξιών εγνώριζε ότι ο αγιασμός του ονόματός του ενώπιον όλου του ουρανού και όλης της γης ήταν πιο πολύτιμος και σπουδαίος από την σωτηρία των εκουσίων αμαρτωλών. Γι’ αυτό, ο Θεός είπε στον υπεύθυνο αμαρτωλό Αδάμ:
34. Τι είπε ο Θεός στον αμαρτωλό Αδάμ;
34 «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν το ίδρωτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην [αδαμά], εκ της οποίας [Αδάμ] ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γένεσις 3:17-19.
35. Επέβαλε ο Θεός την ποινή στον Αδάμ με φυλάκισι ή πώς;
35 Αυτό εσήμαινε ότι ο Αδάμ έπρεπε να εκβληθή από τον παράδεισο της Εδέμ και να πεθάνη έξω. Εξεβλήθη, διότι ο θείος Κριτής επέβαλε την καταδίκη. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, έγεινε ο Αδάμ ως είς εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν· και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως·—Όθεν Ιεχωβά ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, δια να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. Και εξεδίωξε τον Αδάμ και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, δια να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.» (Γένεσις 3:22-24, ΜΝΚ) Ο Αδάμ δεν ετέθη σε κάποια φυλακή για να πεθάνη. Εξεβλήθη από τον παράδεισο της Εδέμ για να τηρήται μακριά από το δένδρον της ζωής, και του εδόθη ελεύθερη περιφορά στην έξω γη.
36. Τι δείχνει αν ο Αδάμ άξιζε να ζήση ποτέ στον ουρανό, και πώς πληροφορούμεθα ότι η καταδίκη του Αδάμ εκ μέρους του Θεού εξετελέσθη πλήρως;
36 Αν ο Αδάμ δεν άξιζε να ζη σε παράδεισο στη γη και ποτέ δεν επανήλθε σ’ αυτόν, τότε βέβαια δεν άξιζε να ζήση ποτέ στον ουρανό. Πέθανε έξω από τον παράδεισο της Εδέμ και έξω από τον ουρανό, ενώ τα υπεράνθρωπα χερούβ και η ρομφαία η φλογίνη η περιστρεφομένη, εφύλατταν την είσοδο του παραδείσου και το δένδρον της ζωής που ήταν μέσα σ’ αυτόν. Η γραπτή ιστόρησις του θείου Κριτού μνημονεύει το γεγονός αυτό, για να πληροφορήση όλους μας ότι η καταδίκη του θανάτου εξετελέσθη πλήρως: «Και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.»—Γένεσις 5:5.
37. Πού πήγε ο Αδάμ όταν πέθανε, και τι έγινε;
37 Πού πήγε ο Αδάμ; Δεν πήγε στον ουρανό, ούτε επέστρεψε στον παράδεισο της Εδέμ, αλλ’ επέστρεψε στη γη (αδαμά) από την οποία είχε ληφθή. Ύστερα από εννεακόσια τριάντα χρόνια, που ήταν μια «ψυχή ζώσα» στη γη, έγινε τώρα μια νεκρή ψυχή στη γη, στο χώμα.—Γένεσις 2:7.
38. (α) Πώς συνώψισε ο Παύλος το αποτέλεσμα που είχε για μας εκείνη η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού; (β) Αντιθέτως, σε τι θα καταλήξη ο αγιασμός του ονόματος του Θεού;
38 Τι αποτέλεσμα είχε για μας σήμερα εκείνη η βεβήλωσις του ονόματος του Θεού από τον Αδάμ; Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος μάς το συνοψίζει στην επιστολή του προς την εκκλησία της Ρώμης, λέγοντας: «Καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες. ήμαρτον—. Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος. . . . Καθώς λοιπόν δι’ ενός αμαρτήματος ήλθε κατάκρισις εις πάντας ανθρώπους, . . . δια της παρακοής του ενός ανθρώπου οι πολλοί κατεστάθησαν αμαρτωλοί, . . . εβασίλευσεν η αμαρτία δια του θανάτου.» (Ρωμαίους 5:12, 14, 18, 19, 21) Πρέπει ν’ αναμένεται, λοιπόν, ότι ο αγιασμός του ονόματος του Θεού δια της υπακοής εκείνου προς τον οποίον ο Αδάμ στην αρχή είχε ομοιότητα, θα καταλήξη σε μια κυριαρχία της ζωής για όλους εκείνους που τηρούν ιερόν το όνομα του Θεού.
[Υποσημείωση]
a Είναι κατάλληλο εδώ ν’ αναφερθούμε στο σύγγραμμα Pugio Fidei (Εγχειρίδιον της Πίστεως) που εγράφη από τον Δομινικανό μοναχό του δεκάτου τρίτου αιώνος Ράυμοντ Μάρτιν, που μνημονεύεται στο δεύτερο κεφάλαιο, σελίς 18. Σ’ αυτό μεταφράζει μια περικοπή από το «Μπερεσίθ Ραμπάχ,» Εβραϊκό σχολιολόγιο του τρίτου αιώνος, που ερμηνεύει το βιβλίο της Γενέσεως εδάφιον προς εδάφιον, συχνά δε λέξιν προς λέξιν. Ο Μάρτιν παραθέτει από το σχολιολόγιο το εδάφιον Γένεσις 2:19 και τα παρεπόμενα εδάφια, σύμφωνα με τα οποία ο Αδάμ κατωνόμασε τα ιπτάμενα πλάσματα και τα επίγεια ζώα. Εδώ το «Μπερεσίθ Ραμπάχ» (17,4) εκθέτει μια παράδοσι του Ραββίνου Ακβά, σύμφωνα με την οποία ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Και ποιο είναι το δικό μου όνομα;» Σύμφωνα με το Λατινικό κείμενο του Μάρτιν ο Αδάμ απήντησε ‘יהוה’ Jehova, sive Adonay, quia Dominus es omnium (יהוה Ιεχωβά, σίβε Αδωνάι, κβία Ντόμινους ες Όμνιουμ), που σημαίνει: יהוה Ιεχωβά, ή Αδωνάι, διότι συ είσαι Κύριος πάντων.» Αυτή η παραπομπή χρησιμοποιείται επίσης για να δείξη ότι η μορφή του θείου ονόματος, Ιεχωβά, εχρησιμοποιείτο από τους Ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς από τον τρίτον αιώνα. Βλέπε φωτογραφίαν, σελίς 19.