Πράγματα Γνωστά από Πριν στον Θεό
Σ’ ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Βιβλικό υπόμνημα, η άσκησις από τον Θεό προγνώσεως και προκαθορισμού συνδέεται με συνέπεια με τους σκοπούς και το θέλημά του. Εφόσον οι σκοποί του Θεού είναι βέβαιο ότι θα εκπληρωθούν, αυτός μπορεί να γνωρίζη από πριν τ’ αποτελέσματα, την τελική πραγματοποίησι των σκοπών του, και μπορεί να προκαθορίση αυτούς, καθώς και τα βήματα που θεωρεί κατάλληλο ν’ αναλάβη για την εκπλήρωσί των. (Ησ. 14:24-27) Γι’ αυτό αναφέρεται ότι ο Ιεχωβά ‘βουλεύεται’ ή ‘διαμορφώνει’ τον σκοπό του σχετικά με μελλοντικά γεγονότα ή πράξεις. (2 Βασ. 19:25· Ησ. 46:11) Ως ο Μέγας Κεραμεύς, ο Θεός ‘ενεργεί τα πάντα κατά την βουλήν του θελήματος αυτού,’ σε αρμονία με τον σκοπό του (Εφεσ. 1:11), και κάνει ώστε τα ‘πάντα να συνεργούσι’ για το αγαθόν εκείνων οι οποίοι τον αγαπούν. (Ρωμ. 8:28) Επομένως, είναι σαφώς σε αρμονία με τους προκαθωρισμένους σκοπούς του το ότι ο Θεός ‘απ’ αρχής αναγγέλλει το τέλος, και από πρότερον τα μη γεγονότα.’—Ησ. 46:9-13.
Όταν ο Θεός εδημιούργησε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, αυτοί ήσαν τέλειοι, και ο Θεός μπορούσε να ιδή το αποτέλεσμα όλου του δημιουργικού του έργου και να το βρη ‘καλόν λίαν.’ (Γέν. 1:26, 31· Δευτ. 32:4) Αντί από δυσπιστία ν’ ασχοληθή με το ποιες θα ήσαν οι μελλοντικές πράξεις του ανθρωπίνου ζεύγους, το υπόμνημα λέγει ότι «ανεπαύθη.» (Γέν. 2:2) Αυτό μπορούσε να το πράξη διότι, λόγω της παντοδυναμίας του και της υπέρτατης σοφίας του, καμμία μελλοντική ενέργεια, περίπτωσις ή σύμπτωσις δεν θα ήταν δυνατόν να παρουσιάση ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο ή ένα αθεράπευτο πρόβλημα που να εμποδίση την πραγματοποίησι του κυριάρχου σκοπού του.—2 Χρον. 20:6· Ησ. 14:27· Δαν. 4:35.
ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΑΞΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο Θεός πράγματι προεγνώρισε την πορεία που θα ελάμβαναν ωρισμένοι όμιλοι, έθνη, ή η πλειονότης του ανθρωπίνου γένους, κι’ έτσι προείπε τη βασική πορεία των μελλοντικών των πράξεων και καθώρισε από πριν ποια αντίστοιχη ενέργεια θα ελάμβανε σχετικά μ’ αυτούς. Εν τούτοις, αυτή η πρόγνωσις ή προκαθορισμός δεν αφαιρεί από τα άτομα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές τις συλλογικές ομάδες ή διαιρέσεις του ανθρωπίνου γένους την άσκησι ελευθέρας εκλογής όσον αφορά την ιδιαίτερη πορεία που θ’ ακολουθήσουν. Αυτό μπορεί ν’ αποδειχθή από τ’ ακόλουθα παραδείγματα:
Πριν από τον κατακλυσμό της εποχής του Νώε, ο Ιεχωβά είχε αναγγείλει τον σκοπό του να επιφέρη αυτή την πράξι της καταστροφής, που θα κατέληγε στην απώλεια της ζωής ανθρώπων και ζώων. Η Βιβλική αφήγησις δείχνει, ωστόσο, ότι αυτή η θεία απόφασις είχε ληφθή όταν είχαν αναπτυχθή οι συνθήκες οι οποίες απαιτούσαν μια τέτοια ενέργεια. Επιπροσθέτως, ο Θεός, ο οποίος μπορεί να ‘γνωρίζη τας καρδίας των υιών των ανθρώπων,’ εξήτασε και διεπίστωσε ότι «οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού [του ανθρωπίνου γένους] ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.» (2 Χρον. 6:30· Γέν. 6:5) Εν τούτοις άτομα, ο Νώε και η οικογένειά του, εξησφάλισαν την εύνοια του Θεού και διέφυγαν την καταστροφή.—Γέν. 6:7, 8· 7:1.
Ομοίως με το έθνος Ισραήλ· μολονότι ο Θεός τούς είχε δώσει την ευκαιρία να γίνουν «βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον,» αν τηρούσαν την διαθήκη του, εν τούτοις ύστερ’ από σαράντα περίπου χρόνια, όταν το έθνος ευρίσκετο στα όρια της Γης της Επαγγελίας, ο Ιεχωβά προείπε ότι θα παρέβαιναν την διαθήκη του και, ως έθνος, θα εγκαταλείποντο απ’ αυτόν. Αυτή η πρόγνωσις δεν ήταν, ωστόσο, χωρίς προηγουμένη βάσι, διότι είχαν ήδη αποκαλυφθή εθνική ανυποταξία και στασιασμός. Γι’ αυτό, ο Θεός είπε: «Επειδή εγώ γνωρίζω την πονηρίαν αυτών, την οποίαν εργάζονται έτι την σήμερον, πριν εισαγάγω αυτούς εις την γην την οποίαν ώμοσα.» (Δευτ. 31:21· Ψαλμ. 81:10-13) Τ’ αποτελέσματα στα οποία θα ωδηγούσε τώρα αυτή η έκδηλη τάσις με τη μορφή της αυξημένης πονηρίας μπορούσε να τα προβλέψη ο Θεός χωρίς αυτό να τον καθιστά υπεύθυνο για την πρόγνωσί του, όπως ακριβώς το να προγνωρίζη ένα άτομο ότι μια ωρισμένη οικοδομή που έχει ανεγερθή από κατώτερα υλικά και με κακής ποιότητος εργασία θα καταστραφή δεν τον καθιστά υπεύθυνο αυτής της καταστροφής. Μερικοί προφήται επέδωσαν προφητικές προειδοποιήσεις εκφράσεων κρίσεως που είχε προκαθορίσει ο Θεός, όλες δε αυτές είχαν ως βάσι ήδη υφιστάμενες συνθήκες και καταστάσεις καρδιάς. (Ψαλμ. 7:8, 9· Παροιμ. 11:19· Ιερεμ. 11:20) Και πάλι εδώ, όμως, άτομα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στη συμβουλή, την επίπληξι και τις προειδοποιήσεις του Θεού και να γίνουν άξιοι της εύνοιάς του, και ανταπεκρίθησαν.—Ιερεμ. 21:8, 9· Ιεζ. 33:1-20.
Ο Υιός του Θεού, ο οποίος μπορούσε επίσης να διαβάζη τις ανθρώπινες καρδιές (Ματθ. 9:4· Μάρκ. 2:8· Ιωάν. 2:24, 25), ήταν προικισμένος από τον Θεό με δυνάμεις προγνώσεως και προείπε μελλοντικές συνθήκες, γεγονότα και εκδηλώσεις θείας κρίσεως. Προείπε την κρίσι της Γεέννης για τους γραμματείς και Φαρισαίους ως τάξιν (Ματθ. 23:15, 33), αλλά δεν είπε ότι κάθε Φαρισαίος ή γραμματεύς ως άτομο ήταν καταδικασμένος σε καταστροφή, όπως δείχνει και η περίπτωσις του αποστόλου Παύλου. (Πράξ. 26:4, 5) Ο Ιησούς προείπε για τα αμετανόητα πλήθη της Ιερουσαλήμ και άλλων πόλεων, αλλά δεν έδειξε ότι ο Πατήρ του είχε προορίσει ότι κάθε άτομο σ’ εκείνες τις πόλεις έπρεπε να τα υποστή αυτά. (Ματθ. 11:20-23· Λουκ. 19:41-44· 21:20, 21) Προεγνώριζε, επίσης, πού θα ωδηγούσε το ανθρώπινο γένος η τάσις του και η κατάστασις της καρδιάς του και προείπε τις συνθήκες που επρόκειτο ν’ αναπτυχθούν ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος ως τον καιρό της «συντέλειας του αιώνος [συστήματος πραγμάτων, ΜΝΚ],» καθώς επίσης και την επεξεργασία των σκοπών του ιδίου του Θεού.—Ματθ. 24:3, 7-14, 21, 22.
ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΤΟΜΑ
Επί πλέον του ότι υπάρχει πρόγνωσις σχετικά με τάξεις, και μερικά άτομα είναι ειδικά αναμεμιγμένα στις θείες προγνώσεις. Αυτά περιλαμβάνουν τον Ησαύ και τον Ιακώβ, τον Φαραώ της Εξόδου, τον Σαμψών, τον Σολομώντα, τον Ιερεμία, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, και αυτόν τούτον τον Υιόν του Θεού, τον Ιησού.
Στην περίπτωσι του Σαμψών, του Ιερεμία και του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο Ιεχωβά ήσκησε πρόγνωσι πριν από τη γέννησί των. Αυτή η πρόγνωσις, όμως, δεν καθώριζε λεπτομερώς ποιος θα ήταν ο τελικός των προορισμός. Μάλλον, βάσει αυτής της προγνώσεως, ο Ιεχωβά καθώρισε εκ των προτέρων ότι ο Σαμψών θα έπρεπε να ζη σύμφωνα με την ευχή του ως Ναζηραίου και να κάμη έναρξι της απελευθερώσεως του Ισραήλ από τους Φιλισταίους, ότι ο Ιερεμίας θα υπηρετούσε ως προφήτης, και ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής θα εκτελούσε ένα προπαρασκευαστικό έργο ως πρόδρομος του Μεσσίου. (Κριτ. 13:3-5· Ιερεμ. 1:5· Λουκ. 1:13-17) Μολονότι είχαν ευνοηθή πολύ μ’ αυτά τα προνόμια, αυτό δεν αποτελούσε εγγύησι ότι θα εκέρδιζαν αιώνια σωτηρία ή ακόμη ότι θα παρέμεναν πιστοί μέχρι θανάτου (μολονότι και οι τρεις παρέμειναν). Έτσι, ο Ιεχωβά προείπε ότι ένας από τους πολλούς γυιους του Δαβίδ θα ωνομάζετο Σολομών και προώρισε να είναι ο Σολομών αυτός που θα εχρησιμοποιείτο να οικοδομήση το ναό. (2 Σαμ. 7:12, 13· 1 Βασ. 6:12· 1 Χρον. 22:6-19) Εν τούτοις, μολονότι είχε ευνοηθή μ’ αυτό τον τρόπο ακόμη δε και είχε το προνόμιο να γράψη ωρισμένα βιβλία των Αγίων Γραφών, ο Σολομών ωστόσο απεστάτησε στα τελευταία του χρόνια.—1 Βασ. 11:4, 9-11.
Ομοίως με τον Ησαύ και τον Ιακώβ, η πρόγνωσις του Θεού δεν καθώριζε τον τελικό των προορισμό αλλά, μάλλον, απεφάσισε ή καθώρισε εκ των προτέρων ποιος από τους εθνικούς ομίλους που κατήγοντο από τους δύο γυιους θ’ αποκτούσε κυρίαρχο θέσι επί του άλλου. (Γέν. 25:23-26) Η κυριαρχία που είχε προβλεφθή ετόνιζε, επίσης, ότι ο Ιακώβ θα εκέρδιζε το δικαίωμα του πρωτοτόκου, δικαίωμα που περιελάμβανε και το προνόμιο να βρίσκεται στη γραμμή καταγωγής μέσω της οποίας θα ήρχετο το Αβραμιαίο «σπέρμα.» (Γέν. 27:29· 28:13,14) Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιεχωβά Θεός έκαμε σαφές ότι η εκλογή απ’ αυτόν ατόμων για ωρισμένες χρήσεις δεν δεσμεύεται από τα συνήθη έθιμα ή ενέργειες που συμφωνούν με τις προσδοκίες των ανθρώπων. Ούτε υπάρχουν προνόμια θείου καθορισμού που παρέχονται μόνο βάσει των έργων, έτσι ώστε ένα άτομο να αισθάνεται ότι έχει ‘κερδίσει το δικαίωμα’ γι’ αυτά τα προνόμια και ότι του ‘οφείλονται.’ Αυτό το σημείο το ετόνισε ο απόστολος Παύλος με το να δείξη γιατί ο Θεός, με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του, μπορούσε να χορηγήση στα Έθνη προνόμια που κάποτε εφαίνετο ότι επεφυλάσσοντο στον Ισραήλ.—Ρωμ. 9:1-6, 10-13, 30-32.
Τα αναφερόμενα από τον Παύλο σχετικά με του Ιεχωβά την ‘αγάπη για τον Ιακώβ [Ισραήλ] και το μίσος του για τον Ησαύ [Εδώμ]’ προέρχονται από τα εδάφια Μαλαχίας 1:2, 3, που έχουν γραφή πολύ αργότερα από τον καιρό του Ιακώβ και του Ησαύ. Έτσι η Βίβλος δεν λέγει κατ’ ανάγκην ότι ο Ιεχωβά διακρατούσε αυτή τη γνώμη για τους διδύμους πριν από τη γέννησί των. Είναι ένα γεγονός επιστημονικώς εξακριβωμένο ότι ένα μεγάλο μέρος της γενικής διαθέσεως και της ιδιοσυγκρασίας ενός βρέφους καθορίζονται τον καιρό της συλλήψεως, λόγω των γενετικών παραγόντων που χορηγεί ο καθένας από τους γονείς. Το ότι ο Θεός μπορεί να ιδή πολλούς παράγοντας είναι αυτονόητο· ο Δαβίδ λέγει ότι ο Ιεχωβά βλέπει «το αδιαμόρφωτον [το έμβρυον, ΜΝΚ] του σώματός μου.» (Ψαλμ. 139:14-16· βλέπε επίσης Εκκλησιαστής 11:5) Ως ποιο βαθμό αυτή η θεία διορατικότης επηρέασε τον προκαθορισμό αυτών των δύο παιδιών από τον Ιεχωβά δεν μπορεί να λεχθή, αλλά, οπωσδήποτε, η εκλογή απ’ αυτόν του Ιακώβ αντί του Ησαύ δεν κατεδίκαζε αυτή καθ’ εαυτήν τον Ησαύ ή τους απογόνους του, τους Εδωμίτας, σε καταστροφή. Η ‘μετάνοια’ που ειλικρινά εζήτησε ο Ησαύ με δάκρυα ήταν, ωστόσο, μόνο μια ανεπιτυχής προσπάθεια για ν’ αλλάξη την απόφασι του πατρός του Ισαάκ να παραμείνουν αποκλειστικά στον Ιακώβ οι ειδικές ευλογίες των πρωτοτοκίων. Επομένως, αυτό δεν έδειχνε καμμία μετάνοια του Ησαύ ενώπιον του Θεού όσον αφορά την υλιστική του στάσι.—Γέν. 27:32-34· Εβρ. 12:16, 17.
Έτσι αυτές οι περιπτώσεις προγνώσεως πριν από τη γέννησι των ατόμων δεν βρίσκονται σε σύγκρουσι με τις αποκεκαλυμμένες ιδιότητες και τους εξηγγελμένους κανόνας του Θεού. Ούτε υπάρχει καμμία ένδειξις ότι ο Θεός έχει εξαναγκάσει τα άτομα να ενεργήσουν αντίθετα στη θέλησί των. Στην περίπτωσι του Φαραώ, του Ιούδα του Ισκαριώτου, και αυτού τούτου του Υιού του Θεού, δεν υπάρχει καμμία απόδειξις ότι ο Ιεχωβά είχε ασκήσει την πρόγνωσί του προτού το άτομο έλθη σε ύπαρξι. Σ’ αυτές τις ατομικές περιπτώσεις εξεικονίζονται ωρισμένες αρχές, που έχουν σχέσι με την πρόγνωσι και τον προκαθορισμό εκ μέρους του Θεού.
Μια τέτοια αρχή είναι δοκιμή ατόμων από τον Θεό με το να κάμη ή να επιτρέψη ωρισμένες περιστάσεις ή γεγονότα, ή με το να κάμη ν’ ακούσουν αυτά τα άτομα το θεόπνευστο άγγελμά του, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένα ν’ ασκήσουν την ελευθέρα εκλογή των για να λάβουν απόφασι κι’ έτσι ν’ αποκαλύψουν μια οριστική κατάστασι καρδιάς που διαβάζει ο Ιεχωβά. (Παροιμ. 15:11· 1 Πέτρ. 1:6, 7· Εβρ. 4:12, 13) Ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται τα άτομα, ο Θεός, μπορεί, επίσης, να τα διαμορφώση στην πορεία που έχουν εκλέξει με τη δική των βούλησι. (1 Χρον. 28:9· Ψαλμ. 33:13-15· 139:1-4, 23, 24) Έτσι, η «καρδία του ανθρώπου» αρχίζει να κλίνη προς μία οδό προτού ο Ιεχωβά κατευθύνη τα βήματά του. (Παροιμ. 16:9· Ψαλμ. 51:10) Κάτω από δοκιμή, η κατάστασις της καρδιάς ενός ανθρώπου μπορεί να σταθεροποιηθή, είτε να σκληρυνθή στην αδικία και τον στασιασμό όπως συνέβη με την καρδιά του Φαραώ στον καιρό της Εξόδου, ή να γίνη σταθερή σε αδιάρρηκτη αφοσίωσι στον Ιεχωβά Θεό και στην εκτέλεσι του θελήματός του. (Έξοδ. 4:21· 8:15, 32) Όταν έχη φθάσει σ’ αυτό το σημείο της δικής του εκλογής, το τελικό αποτέλεσμα της πορείας του ατόμου μπορεί τώρα να προγνωσθή και να προλεχθή χωρίς καμμιά αδικία και καμμιά παραβίασι στον ελεύθερο ηθικό παράγοντα του ανθρώπου.—Παράβαλε Ιώβ 34:10-12.
Η προδοτική πορεία του Ιούδα Ισκαριώτου εξεπλήρωσε θεία προφητεία και απέδειξε την πρόγνωσι του Ιεχωβά, καθώς επίσης και την πρόγνωσι του Υιού του. (Ψαλμ. 41:9· 55:12, 13· 109:8· Πράξ. 1:16-20) Εν τούτοις δεν μπορεί να λεχθή ότι ο Θεός προώρισε ή προκαθώρισε αυτόν τον Ιούδα γι’ αυτή την πορεία. Οι προφητείες είχαν προείπει ότι κάποιος στενός γνώριμος του Ιησού θα εγίνετο ο προδότης του, αλλά δεν καθώρισε ειδικά ποιος απ’ εκείνους οι οποίοι είχαν αυτή τη στενή σχέσι θα ήταν αυτός. Και πάλιν, οι Βιβλικές αρχές αποφαίνονται εναντίον της σκέψεως ότι ο Θεός είχε προκαθορίσει τις ενέργειες του Ιούδα. Ο θείος κανών που αναφέρει ο απόστολος είναι: «Μη επίθετε χείρας ταχέως εις μηδένα, μηδέ γίνου κοινωνός αλλοτρίων αμαρτιών· φύλαττε σεαυτόν καθαρόν.» (1 Τιμ. 5:22) Απόδειξις του ότι ο Ιησούς ενδιεφέρετο η εκλογή των δώδεκα αποστόλων του να γίνη σοφά και κατάλληλα, είναι ότι εδαπάνησε τη νύκτα σε προσευχή στον Πατέρα του προτού κάμη γνωστή την απόφασί του. (Λουκ. 6:12-16) Αν ο Ιούδας είχε ήδη προορισθή από τον Θεό να είναι προδότης, αυτό θα κατέληγε σε ασυνέπεια όσον αφορά την κατεύθυνσι και καθοδήγησι από τον Θεό, και, σύμφωνα με τον κανόνα, θα τον καθιστούσε μέτοχο των αμαρτημάτων που έχει διαπράξει αυτός.
Έτσι, είναι καταφανές ότι στον καιρό που είχε εκλεγή απόστολος, η καρδιά του Ιούδα δεν παρουσίαζε απόδειξι μιας προδοτικής στάσεως. Άφησε μια ‘ρίζα πικρίας ν’ αναφυή’ και να τον μολύνη, πράγμα που κατέληξε στο να εκτραπή και να δεχθή, όχι την καθοδήγησι του Θεού, αλλά του Διαβόλου που τον ωδήγησε σε μια πορεία κλοπής και δόλου. (Εβρ. 12:14, 15· Ιωάν. 13:2· Πράξ. 1:24, 25· Ιακ. 1:14, 15) Όταν αυτή η εκτροπή έφθασε σ’ ένα ωρισμένο σημείο, ο ίδιος ο Ιησούς μπορούσε να διαβάση την καρδιά του Ιούδα και να προείπη την προδοσία του.—Ιωάν. 13:10, 11.
Πράγματι, στην αφήγησι του εδαφίου Ιωάννης 6:64, στην περίπτωσι που μερικοί μαθηταί είχαν προσκόψει με ωρισμένες διδασκαλίες του Ιησού, διαβάζομε ότι «ήξευρεν εξ αρχής [«από το ξεκίνημα,» Βίβλος της Ιερουσαλήμ] ο Ιησούς, τίνες είναι οι μη πιστεύοντες, και τις είναι ο μέλλων να παραδώση αυτόν.» Μολονότι η λέξις «αρχή» χρησιμοποιείται στο εδάφιο 2 Πέτρου 3:4 για ν’ αναφερθή στην έναρξι της δημιουργίας, μπορεί επίσης ν’ αναφέρεται και σε άλλες εποχές. (Λουκ. 1:2· Ιωάν. 15:27) Παραδείγματος χάριν, όταν ο απόστολος Πέτρος είπε ότι το άγιον πνεύμα είχε επέλθει στα Έθνη «καθώς και εφ’ ημάς κατ’ αρχάς,» ανεφέρετο στην ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ., την «αρχή» της εκχύσεως του αγίου πνεύματος για ένα ωρισμένο σκοπό. (Πράξ. 11:15· 2:1-4) Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να παρατηρήσωμε το εξής σχόλιο για το εδάφιο Ιωάννης 6:64 στο Κριτικό, Δογματικό, και Ομιλιτικό Σχόλιο υπό Σαφ-Λαντζ: «[‘Αρχή’] δεν σημαίνει μεταφυσικώς από την αρχή όλων των πραγμάτων . . . , ούτε από την αρχή της γνωριμίας Του [του Ιησού] με τον καθένα . . ., ούτε από την αρχή της συνάξεως των μαθητών γύρω απ’ Αυτόν, ή την αρχή της Μεσσιανικής Του διακονίας . . . , αλλά από τα πρώτα μυστικά σπέρματα απιστίας [που έκαμαν να προσκόψουν μερικοί μαθηταί]. Έτσι εγνώριζε επίσης και τον προδότη Του από την αρχή.»—Παράβαλε 1 Ιωάννου 3:8, 11, 12.
Ο ΜΕΣΣΙΑΣ
Ο Ιεχωβά προεγνώριζε και προείπε τα παθήματα του Μεσσίου, τον θάνατο που θα υφίστατο και την μετέπειτα ανάστασί του. (Πράξ. 2:22, 23, 30, 31· 3:18· 1 Πέτρ. 1:10, 11) Η εκπλήρωσις πραγμάτων που είχαν προσδιορισθή από τον Θεό με την εξάσκησι της προγνώσεώς του εξηρτάτο εν μέρει από την εξάσκησι εκ μέρους του Θεού της ιδίας του δυνάμεως και εν μέρει από τις πράξεις των ανθρώπων. (Πράξ. 4:27, 28) Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, εκουσίως άφησαν να υπερνικηθούν από τον αντίπαλο του Θεού, τον Σατανά ή Διάβολο. (Ιωάν. 8:42-44· Πράξ. 7:51-54) Επομένως, όπως ακριβώς οι Χριστιανοί της εποχής του Παύλου ‘δεν αγνοούσαν τα διανοήματα αυτού [του Σατανά],’ ο Θεός προείδε τις πονηρές επιθυμίες και μεθόδους που θα εμηχανεύετο ο αντίπαλός του εναντίον του Κεχρισμένου του. (2 Κορ. 2:11) Είναι καταφανές ότι η δύναμις του Θεού μπορούσε να ματαιώση, ακόμη δε και να εμποδίση, κάθε επίθεσι ή απόπειρα κατά του Μεσσίου η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τον τρόπο ή το χρόνο που είχε προφητευθή.
Η δήλωσις του αποστόλου Πέτρου ότι ο Χριστός, ως ο θυσιαστικός Αμνός του Θεού ήταν «προωρισμένος προ καταβολής κόσμου» ερμηνεύεται από τους υποστηρικτάς της θεωρίας του προκαθορισμού ότι σημαίνει ότι ο Θεός έχει ασκήσει τέτοια πρόγνωσι πριν από τη δημιουργία του ανθρωπίνου γένους. (1 Πέτρ. 1:19, 20) Η λέξις καταβολή σημαίνει κατά γράμμα «ρίξιμο ή κατάθεσις» και μπορεί ν’ αναφέρεται στη ‘σύλληψι’ σπέρματος, όπως στο εδάφιο Εβραίους 11:11, το οποίο αναφέρεται στο ρίψιμο από τον Αβραάμ ανθρωπίνου σπέρματος για την γέννησι υιού και στη λήψι εκ μέρους της Σάρρας αυτού του σπέρματος για να γονιμοποιηθή. Μολονότι είχε γίνει «καταβολή,» ή θεμελίωσις, ενός κόσμου του ανθρωπίνου γένους όταν ο Θεός εδημιούργησε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, όπως φαίνεται στα εδάφια Εβραίους 4:3, 4, εν τούτοις εκείνο το ζεύγος ανθρώπων έχασαν κατόπιν τη θέσι των ως τέκνων του Θεού. (Γέν. 3:22-24· Ρωμ. 5:12) Εν τούτοις, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού, τους επετράπη να ρίψουν (σπείρουν) και να συλλάβουν σπέρμα και να παράγουν τέκνα, από τα οποία ένα αναφέρεται ειδικά στη Βίβλο ότι εκέρδισε την εύνοια του Θεού κι’ ετέθη σε θέσι γι’ απολύτρωσι και σωτηρία, δηλαδή, ο Άβελ. (Γέν. 4:1, 2· Εβρ. 11:4) Είναι άξιο προσοχής ότι στα εδάφια Λουκ. 11:49-51 ο Ιησούς αναφέρεται στο «αίμα πάντων των προφητών, το εκχυνόμενον από της αρχής του κόσμου,» και αυτό το παραλληλίζει με τις λέξεις, «από του αίματος του Άβελ, έως του αίματος Ζαχαρίου.» Έτσι ο Ιησούς συνδέει τον Άβελ με την ‘αρχή του κόσμου,’ μ’ εκείνη τη γενική χρονική περίοδο.
Ο Μεσσίας ή Χριστός επρόκειτο να είναι το υποσχεμένο Σπέρμα μέσω του οποίου όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι όλων των οικογενειών της γης επρόκειτο να ευλογηθούν. (Γαλ. 3:8, 14) Η πρώτη φορά που αναφέρεται ένα τέτοιο «σπέρμα» ήταν όταν είχε αρχίσει ο στασιασμός στην Εδέμ, αλλά πριν από τη γέννησι του Άβελ. (Γέν. 3:15) Αυτό συνέβη τέσσερες χιλιάδες και πλέον χρόνια πριν από την αποκάλυψι του «μυστηρίου» της οικονομίας η οποία επρόκειτο να έλθη μέσω του Μεσσίου· επομένως ήταν πράγματι ‘σεσιωπημένον από χρόνων αιωνίων.’—Ρωμ. 16:25-27· Εφεσ. 1:8-10· 3:4-11.
Στον ωρισμένο του καιρό ο Ιεχωβά Θεός διώρισε τον πρωτότοκο Υιόν του για να εκπληρώση τον ρόλο του «σπέρματος» που είχε προφητευθή και να γίνη ο Μεσσίας. Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι αυτός ο Υιός ήταν «προκαθωρισμένος» γι’ αυτό το ρόλο προτού ακόμη δημιουργηθή ή προτού εκσπάση στασιασμός στην Εδέμ. Και η τελική εκλογή του από τον Θεό ως εκείνου στον οποίον επρόκειτο ν’ ανατεθή η εκπλήρωσις των προφητειών δεν είχε επίσης γίνει χωρίς προηγουμένη βάσι. Η περίοδος της στενής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του Υιού του προτού ο Υιός αποσταλή στη γη ασφαλώς είχε ως αποτέλεσμα να ‘γνωρίση’ ο Ιεχωβά τον Υιόν του σε σημείο που να είναι βέβαιος ότι ο Υιός του θα εξεπλήρωνε πιστά τις προφητικές υποσχέσεις και εικόνες.—Παράβαλε τα εδάφια Ρωμαίους 15:5· Φιλιππησίους 2:5-8· Ματθαίος 11:27· Ιωάννης 10:14, 15.
ΟΙ ‘ΚΛΗΤΟΙ ΚΑΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ’
Παραμένουν τα εδάφια εκείνα που ασχολούνται με τους «κλητούς» ή «εκλεκτούς» Χριστιανούς. (Ιούδ. 1· Ματθ. 24:24) Περιγράφονται ως ‘εκλεκτοί κατά πρόγνωσιν Θεού’ (1 Πέτρ. 1:1, 2), ‘εκλεγέντες προ καταβολής κόσμου,’ ‘προωρισμένοι εις υιοθεσίαν εις τον Θεόν’ (Εφεσ. 1:3-5, 11), ‘εκλεγέντες απ’ αρχής εις σωτηρίαν δι’ αυτό τούτο.’ (2 Θεσ. 2:13, 14) Η κατανόησις αυτών των εδαφίων εξαρτάται από το αν αναφέρωνται στον προκαθορισμό ωρισμένων ανθρώπων ατομικώς, ή αν περιγράφουν τον προκαθορισμό μιας τάξεως ανθρώπων, δηλαδή, της Χριστιανικής εκκλησίας, του ‘ενός σώματος’ (1 Κορ. 10:17) εκείνων, οι οποίοι θα είναι συγκληρονόμοι μαζί με τον Χριστό Ιησού στην ουράνια βασιλεία.—Εφεσ. 1:22, 23· 2:19-22· Εβρ. 3:1, 5, 6.
Αν αυτά τα λόγια εφαρμόζωνται σε συγκεκριμένα άτομα ως προωρισμένα για σωτηρία, τότε έπεται ότι αυτά τα άτομα ποτέ δεν θα μπορούσαν ν’ αποδειχθούν άπιστα ή ν’ αποτύχουν στην κλήσι των, διότι η πρόγνωσις του Θεού γι’ αυτούς δεν μπορούσε ν’ αποδειχθή ανακριβής και ο προκαθορισμός των για ένα ωρισμένο μέλλον δεν μπορούσε ποτέ ν’ αποτύχη ή να ματαιωθή. Εν τούτοις αυτοί οι ίδιοι απόστολοι που είχαν εμπνευσθή να γράψουν τ’ ανωτέρω λόγια είπαν ότι μερικοί οι οποίοι είχαν ‘αγορασθή’ και ‘αγιασθή’ με το αίμα της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού και οι οποίοι ‘είχαν γευθή την ουράνιον δωρεάν’ και ‘γίνει μέτοχοι του αγίου πνεύματος . . . και των δυνάμεων του μέλλοντος αιώνος’ θ’ απεμακρύνοντο χωρίς ελπίδα μετανοίας και θα επέφεραν στους εαυτούς των καταστροφή.—2 Πέτρ. 2:1, 2, 20-22· Εβρ. 6:4-6· 10:26-29.
Εξ άλλου, όταν τα ιδούμε ως εφαρμοζόμενα σε μια τάξι, στη Χριστιανική εκκλησία ή το ‘άγιον έθνος’ των κληθέντων ως ένα σύνολο (1 Πέτρ. 2:9), τα εδάφια που ανεφέρθησαν προηγουμένως σημαίνουν ότι ο Θεός προεγνώρισε ότι θα παρήγετο μια τέτοια τάξις (αλλά όχι τα συγκεκριμένα άτομα που την αποτελούν). Επίσης, αυτά τα εδάφια σημαίνουν ότι αυτός περιέγραψε ή προώρισε το «υπόδειγμα» με το οποίο πρέπει να συμμορφωθούν όλοι εκείνοι οι οποίοι πρόκειται στον ωρισμένο καιρό να κληθούν να γίνουν μέλη του, και όλο αυτό σύμφωνα με τον σκοπό του. (Ρωμ. 8:28-30· Εφεσ. 1:3-12· 2 Τιμ. 1:9, 10) Επίσης αυτός έχει προορίσει τα έργα τα οποία θ’ ανεμένετο να εκτελέσουν αυτοί καθώς και ότι αυτοί θα είχαν δοκιμασίας εξ αιτίας των παθημάτων τα οποία θα επέφερε επάνω των ο κόσμος.—Εφεσ. 2:10· 1 Θεσ. 3:3, 4.
Έτσι η άσκησις από τον Θεό της προγνώσεώς του δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να καταβάλλωμε προσπάθειες να συμμορφωνώμεθα με το δίκαιο θέλημά του.