Προορισμός και Πρόγνωσις του Ιεχωβά
«Απ’ αιώνος είναι γνωστά εις τον Θεόν πάντα τα έργα αυτού.»—Πράξεις 15:18.
1. Πώς διαφέρουν ο προορισμός και η πρόγνωσις;
Ο ΙΕΧΩΒΑ έχει τη δύναμι του προορισμού και την ικανότητα της προγνώσεως. Ό,τι προορίζει, γίνεται, επειδή αυτός προδιέταξε να γίνη, άσχετα με το τι μπορεί να κάμη οποιοδήποτε πλάσμα στο σύμπαν για να το εμποδίση ή να το σταματήση. Ό,τι αυτός προγνωρίζει γίνεται, λόγω του αλαθήτου της δυνάμεώς του να διεισδύη στο μέλλον, της οποίας δυνάμεως η εξάσκησις δεν παραβιάζει με κανένα τρόπο την ελευθέρα θέλησι οποιουδήποτε πλάσματος. Γενικά, ο προορισμός έχει να κάμη με τάξεις ή ομίλους και με γεγονότα, χωρίς να προκαθορίζωνται τα ειδικά άτομα που θα περιλαμβάνωνται σ’ αυτές τις τάξεις ή τα γεγονότα. Εξ άλλου, η θεία πρόγνωσις δεν περιορίζεται σε ομίλους ή γεγονότα, αλλά συχνά δείχνει συγκεκριμένα άτομα που θα περιλαμβάνωνται σ’ αυτούς.
2. Τι ήταν το έθνος Ισραήλ;
2 Στο προηγούμενο τεύχος μας ετέθη μια στερεή βάσις για την άποψι ότι, όταν οι Ελληνικές Γραφές μιλούν για προορισμό ή προκαθορισμό σχετικά μ’ εκείνους που θα συμβασιλεύσουν με τον Χριστό στον ουρανό, αναφέρονται σ’ αυτούς ως τάξιν και όχι ως άτομα. Το ίδιο αληθεύει όταν ο Ιεχωβά εκφράζη τον σκοπό του να έχη ένα άγιο έθνος. Στον αρχαίο καιρό ο Ισραήλ έγινε το τυπικό άγιο έθνος, επειδή σ’ αυτόν ο Ιεχωβά είπε: «Θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον.» Πάλιν, «Συ είσαι λαός άγιος εις Ιεχωβά τον Θεόν σου· σε έκλεξε Ιεχωβά ο Θεός σου δια να ήσαι εις αυτόν λαός εκλεκτός, παρά πάντας τους λαούς τους επί του προσώπου της γης.» (Έξοδος 19:6· Δευτερονόμιον 7:6, ΑΣ) Ήταν ένα εκλεκτό έθνος, που ο Θεός το ονομάζει «Ισραήλ τον εκλεκτόν μου».—Ησαΐας 45:4.
3. Μολονότι ανήκαν σ’ ένα εκλεκτόν έθνος, σε τι μπορούσαν ν’ αποτύχουν οι Ισραηλίτες ατομικώς;
3 Το απλό όμως γεγονός ότι ήταν ένα εκλεκτό έθνος, δεν περιελάμβανε αυτομάτως κάθε άτομον Ισραηλίτην ως ένα οριστικώς εκλεκτόν. Ο Ιεχωβά ο ίδιος κατέστρεψε πολλούς απ’ αυτούς στις οδοιπορίες της ερήμου και κατόπιν, καθώς και με το να επιτρέψη στους εχθρούς να προξενήσουν φθορά στις γραμμές των λόγω απιστίας. Όταν ήλθε ο Χριστός, μόνο ένα υπόλοιπο Ιουδαίων τον εδέχθη, και μη Ισραηλίτες εφέρθηκαν στην εκκλησία για να συμπληρώσουν τον προωρισμένο αριθμό του «Ισραήλ του Θεού». (Γαλάτας 6:15, 16· Εφεσίους 2:11-22) Δεν ήταν αρκετό να είναι κανείς Ιουδαίος εξωτερικώς, μ’ ένα σαρκικό τρόπο. Τα μέλη του «Ισραήλ του Θεού» πρέπει να είναι Ιουδαίοι εσωτερικώς μ’ ένα πνευματικό τρόπο. (Ρωμαίους 2:28, 29· 9:6) Όταν επίσης πολύ ολίγοι φυσικοί Ισραηλίτες εδέχθησαν τον Μεσσία, «Ο Θεός δια πρώτην φοράν επεσκέφθη τα έθνη, ώστε να λάβη εξ αυτών λαόν δια το όνομα αυτού.» Όταν οι κλάδοι του φυσικού Ισραήλ αρνήθηκαν να φέρουν καρπόν ευσεβείας, απεκόπησαν, και έως τώρα άγριοι κλάδοι των Εθνών ενεκεντρίσθησαν για να λάβουν τη θέσι τους. Έτσι ενήργησε ο Θεός· όταν η ευαισθησία πολλών στον φυσικόν Ισραήλ είχε αμβλυνθή ως προς το καθήκον των, έφερε τους Εθνικούς για να συμπληρώσουν τον προωρισμένο αριθμό του πνευματικού Ισραήλ, ή του «Ισραήλ του Θεού»: «Τύφλωσις κατά μέρος έγεινεν εις τον Ισραήλ, εωσού εισέλθη το πλήρωμα των εθνών και ούτω πας Ισραήλ θέλει σωθή.»—Ιωάννης 15:1-8· Πράξεις 15:14, ΜΝΚ· Ρωμαίους 11:17-21, 25, 26.
4. Τι δείχνει ότι ο πνευματικός Ισραήλ περιλαμβάνει και εθνικούς, και πού ο «πολύς όχλος» προσαρμόζεται στον τύπο και στο αντίτυπο;
4 Ότι το τυπικό άγιο έθνος του Θεού, ο φυσικός Ισραήλ, προεσκίαζε τον πνευματικόν Ισραήλ, και ότι ο τελευταίος θα απετελείτο εν μέρει από Εθνικούς, καταδεικνύεται από την εφαρμογή που κάνει ο Πέτρος των εδαφίων Έξοδος 19:6 και Δευτερονόμιον 7:6 στα μέλη του σώματος του Χριστού που αποτελούνται και από Ιουδαίους και από Εθνικούς: «Σεις όμως είσθε «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,» λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως· οι ποτέ μη όντες λαός, τώρα δε λαός του Θεού.» (1 Πέτρου 2:9, 10) Ο πλήρης αριθμός εκείνων που θα συμβασιλεύσουν με τον Χριστό, είναι καθωρισμένος σε 144.000. (Αποκάλυψις 14:1-4) Εις Αποκάλυψιν 7:4-8 ο ίδιος αριθμός κατανέμεται μεταξύ των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, και αφού αυτός είναι ο πλήρης αριθμός και περιλαμβάνει και Εθνικούς, ο Ισραήλ που αναφέρεται εδώ πρέπει να είναι ο πνευματικός Ισραήλ. Ο «όχλος πολύς, τον οποίον ουδείς ηδύνατο να αριθμήση, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών» που βλέπεται κατόπιν, δεν θα μπορούσε να είναι από την ουράνια τάξι, διότι αυτό θα εξώγκωνε τον αριθμό πολύ πέρα από τους προωρισμένους 144.000. (Αποκάλυψις 7:9) Πραγματικά, ο «όχλος» αυτός καθιστά την αντιστοιχία πλήρη. Όπως ακριβώς, όταν ο τυπικός φυσικός Ισραήλ ανεχώρησε από την Αίγυπτο, συνωδεύετο από ένα «σύμμικτον πλήθος» μη Ισραηλιτών, έτσι και στο αντίτυπο, όταν ο πνευματικός Ισραήλ αποχωρίζεται από τον παλαιόν αυτόν κόσμον υπό τον Σατανάν, ένα μεγάλο πλήθος, ένας Εθνικός όχλος εν συγκρίσει με τον πνευματικόν Ισραήλ, ενώνεται μαζί του. Αυτοί αποκτούν σωτηρία μέσω του απολυτρωτικού αίματος του Χριστού.—Αποκάλυψις 7:10, 14.
5. Τι αποκαλύπτουν όλα αυτά σχετικά με τον προορισμό;
5 Τι αποκαλύπτουν όλα αυτά σχετικά με τον προορισμό; Δείχνουν ότι, καίτοι ο φυσικός Ισραήλ είχε εκλεγή ως έθνος, πολλοί από αυτό το έθνος εξέπεσαν και μόνο ένα υπόλοιπο παρέμεινε πιστό. Επειδή το έθνος αυτό υποτυπούσε τον πνευματικόν Ισραήλ, έπεται ότι ο πνευματικός Ισραήλ έχει εκλεγή ως τάξις ή άγιον έθνος, αλλά όχι όσον αφορά τα άτομα που περιλαμβάνονται στους αριθμούς του, διότι πολλά άτομα εξέπεσαν και μόνο ένα υπόλοιπο από τον ολικό αριθμό εκείνων που κάποτε εκλήθησαν, ηγιάσθησαν, εδικαιώθησαν, απελυτρώθησαν και εξελέγησαν, παραμένει πιστό. Επί πλέον, τα προηγούμενα δείχνουν ότι όχι μόνο ο εκλεκτός πνευματικός Ισραήλ που συμβασιλεύει με τον Χριστό στον ουρανό, λυτρώνεται με το αίμα του Χριστού, αλλά και ένας πολύς όχλος με όχι καθωρισμένον ή προωρισμένον αριθμό, έρχεται επίσης κάτω από τα σωτήρια οφέλη του αντιλύτρου. Οι Πρεσβυτεριανοί, οι κυριώτεροι υπέρμαχοι του προορισμού, το αρνούνται αυτό, λέγοντας: «Ούτε λυτρώνονται οποιοιδήποτε άλλοι δια του Χριστού . . . εκτός μόνον των εκλεκτών.»a Ισχυριζόμενοι ότι σώζονται μόνον οι εκλεκτοί που συμβασιλεύουν με τον Χριστό, οι οπαδοί του προορισμού θέτουν ένα άλλο δίλημμα για τον εαυτό τους: Αφού οι εκλεκτοί γίνονται μέρος του Αβρααμιαίου σπέρματος, μαζί με τον Ιησού Χριστό, ποιες είναι οι φυλές και τα έθνη της γης που ευλογούνται από το σπέρμα αυτό; (Γένεσις 12:3· 22:18· Γαλάτας 3:16, 29) Πραγματικά, είναι μια επίγεια τάξις, της οποίας οι αριθμοί λαμβάνονται από όλα τα έθνη, και το σημερινό μέρος της οποίας γίνεται ο «πολύς όχλος» της Αποκαλύψεως 7:9.
ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΑΤΟΜΑ
6. Υποστηρίζουν τον προορισμό οι περιπτώσεις του Σαμψών, του Ιερεμία και του Ιωάννου του Βαπτιστού;
6 Προσπαθώντας ν’ αποδείξουν το σημείο που υποστηρίζουν, ότι τα άτομα γενικά είναι προωρισμένα, οι οπαδοί της δοξασίας αυτής θα αναφέρουν ως αποδεικτικές περιπτώσεις άτομα όπως ο Σαμψών, ο Ιερεμίας, ο Κύρος, ο Ησαύ και ο Ιακώβ, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Ιούδας και επίσης ο Ιησούς. Είναι αλήθεια ότι πριν από τη γέννησί των ο Ιεχωβά προεγνώριζε ότι ο Σαμψών θα άρχιζε ν’ απελευθερώνη τον Ισραήλ, ότι ο Ιερεμίας θα ήταν προφήτης στα έθνη, και ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής θα εκτελούσε έργον Ηλία προετοιμάζοντας τον λαό για την έλευσι του Μεσσία. (Κριταί 13:3-5· Ιερεμίας 1:5· Λουκάς 1:13-17) Εν τούτοις, οι περιπτώσεις αυτές δεν έχουν σχέσι με το δόγμα του προορισμού. Το δόγμα αυτό απαιτεί να είναι άκαμπτα καθωρισμένη η τελική τύχη ατόμων πριν από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας· αλλά δεν υπάρχει απόδειξις τούτου σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνη ότι η πρόγνωσις του Θεού γι’ αυτά τα ειδικά άτομα υπήρχε πολύ πριν από τον καιρό της συλλήψεως. Επί πλέον, η πρόγνωσις αυτή φαίνεται να αφορούσε τη δράσι των μάλλον παρά την τελική των τύχη· ενώ ο προορισμός αφορά την τελική τύχη, και τούτο «χωρίς καμμιά πρόβλεψι πίστεως ή καλών έργων, ή καρτερικότητος σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς, ή κάποιου άλλου πράγματος στο πλάσμα.b Η θεία πρόγνωσις που εκδηλώνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον προορισμό.
7. Γιατί η περίπτωσις του Ησαύ και του Ιακώβ δεν υποστηρίζει τον προορισμό, και γιατί ο Ιεχωβά την εχειρίσθη όπως την εχειρίσθη;
7 Η δήλωσις σχετικά με τους διδύμους Ησαύ και Ιακώβ δεν έγινε πριν από τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, αλλά όταν τα βρέφη ήσαν στη μήτρα της μητέρας των· ούτε αφορούσε την τελική των τύχη, αλλά έλεγε ότι «ο μεγαλήτερος θελει δουλεύσει εις τον μικρότερον.» Αυτό εσήμαινε ότι ο νεώτερος, αντίθετα με τη συνήθη πορεία, επρόκειτο να λάβη τα πρωτοτόκια, τα οποία κανονικά επήγαιναν στον πρωτότοκον υιόν και τον καθιστούσαν, κατά τον θάνατον του πατρός του, κεφαλήν του οίκου του πατρός του, καθιστούσαν δε τους άλλους αδελφούς του υποτακτικούς σ’ αυτόν. Και όλο αυτό έγινε «πριν έτι γεννηθώσι τα παιδία, και πριν πράξωσι τι αγαθόν ή κακόν, δια να μένη ο κατ’ εκλογήν προορισμός του Θεού ουχί εκ των έργων, αλλ’ εκ του καλούντος.» Το ένα από αυτά τα δίδυμα παιδιά θα ελάμβανε τα πρωτοτόκια, τα οποία στην περίπτωσι αυτή μετεβίβαζαν μαζί τους την Αβρααμιαία επαγγελία. Ο Ιεχωβά, κάνοντας την εκλογή πριν από τη γέννησι, προτού κανείς από τους δύο πράξη καλό ή κακό, έδειχνε ότι η εκλογή εκείνων που μετέχουν στην Αβρααμιαία επαγγελία, δεν εβασίζετο σε έργα. Αυτό αποτελούσε μια αντίθεσι με τη διαθήκη του Νόμου, η οποία έκανε τους Ιουδαίους να εξαίρουν τα έργα. Ετόνιζε την παρ’ αξίαν αγαθότητα ή χάριν, και το πνεύμα. Άφηνε την εκλογή εντελώς σ’ εκείνον που καλούσε υποψηφίους γι’ αυτές τις ευλογίες, δηλαδή, στον Ιεχωβά Θεό. Η ελεύθερη εκλογή του σ’ αυτή την υπόθεσι, τελείως αδέσμευτη από έθιμα ή συνήθεις διαδικασίες σύμφωνα με τις προσδοκίες των ανθρώπων, όπως είναι η παράδοσις των πρωτοτοκίων στους πρωτοτόκους υιούς, τονίζεται περαιτέρω με το ότι εξέλεξε τον νεώτερον υιόν αντί του πρεσβυτέρου. Έτσι ο Ιεχωβά διευκρίνιζε τον σκοπό του σχετικά με τη διαθήκη του και δεν εντρυφούσε σε μια ιδιοτροπία ενεργώντας όπως ενήργησε στην περίπτωσι του Ησαύ και του Ιακώβ.—Γένεσις 25:23-26· 27:29, 37· 28:13, 14· Ρωμαίους 9:11.
8. Γιατί αυτό δεν ήταν μια αιώνια καταδίκη του Ησαύ, και όμως πώς αυτός εξεδηλώθη προς βεβαίωσιν της προγνώσεως του Ιεχωβά;
8 Η απόφασις του Ιεχωβά να δώση τα πρωτοτόκια στον Ιακώβ ή το ότι επέτρεψε να είναι ο πρεσβύτερος Ησαύ ένας προσωρινός δούλος στον νεώτερον, δεν προώρισε τον Ησαύ σε αιώνια καταδίκη, όπως πρέπει να ισχυρίζωνται οι οπαδοί του προορισμού. Το ότι ο Ησαύ βρισκόταν σε μια υποτακτική θέσι, δεν τον εμπόδιζε ν’ αποκτήση την επιδοκιμασία του Θεού. Μήπως μερικοί Χαναανίτες, μολονότι βρίσκονταν κάτω από μια θεόπνευστη κατάρα να δουλεύουν στους απογόνους του Σημ, δεν προσεκολλήθησαν στον Ισραήλ και δεν απέκτησαν την ευλογία του Ιεχωβά; (Γένεσις 9:25-27· Ιησούς του Ναυή 9:27) Και όσον αφορά τα πρωτοτόκια, το να τα λάβη κανείς δεν είναι, μια απαίτησις για σωτηρία. Αν συνέβαινε αυτό, τότε μόνο οι πρωτότοκοι γυιοί θα εσώζοντο και όλοι οι άλλοι αυτομάτως θα κατεδικάζοντο. Και τι θα πούμε για τη δήλωσι του Ιεχωβά: «Ηγάπησα τον Ιακώβ, τον δε Ησαύ εμίσησα»; (Μαλαχίας 1:2, 3· Ρωμαίους 9:13) Το θείο υπόμνημα δεν λέγει ειδικώς ότι η κρίσις αυτή διετυπώθη όταν τα βρέφη ήσαν στη μήτρα της Ρεβέκκας, ότι δεν επερίμενε τη διαγωγή τους που επακολούθησε, ως βάσιν για να διατυπωθή. Αλλ’ άσχετα με την πιθανότητα αυτή, η δύναμις της προγνώσεως του Ιεχωβά θα μπορούσε να του αποκαλύψη την πορεία που θα ελάμβανε κάθε δίδυμος και να παράσχη όλη την αναγκαία βάσι για ν’ αγαπήση τον ένα και να μισήση τον άλλον. Η δύναμίς του να διαβάζη τις σύμφυτες διαθέσεις των αγεννήτων βρεφών δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθή. Ασφαλώς ο Ησαύ είχε μια τέτοια διάθεσι, και ενέμεινε σ’ αυτήν παρά την καλή θρησκευτική αγωγή που έλαβε από τους γονείς του. Σε αντίθεσι με την πιστότητα του Ιακώβ, ο Ησαύ ήταν ένας ανεύθυνος κυνηγός, εζήτησε τις κατηραμένες ειδωλολάτριδες γυναίκες ως συζύγους, έδειξε καταφρόνησι για την Αβρααμιαία επαγγελία πωλώντας τα πρωτοτόκια στον Ιακώβ, και όμως αργότερα προσπάθησε ν’ απατήση τον Ιακώβ και να του αποσπάση τα πρωτοτόκια τα οποία ανήκαν στον Ιακώβ και μέσω αγοράς και ως δώρον του Θεού. Από δική του ελεύθερη θέλησι ο Ησαύ έπραξε όλα αυτά και απέκτησε το μίσος του Ιεχωβά.—Γένεσις 25:27-34· 26:34, 35· 27:34-36, 46· 1 Σαμουήλ 16:7· Ιώβ 31:15· Εκκλησιαστής 11:5.
9. Γιατί οι περιπτώσεις του Ιούδα, του Πέτρου και του Κύρου δεν μπορεί ν’ αποδεικνύουν προορισμό;
9 Ο Ιεχωβά Θεός επροφήτευσε ότι ένας από τους αποστόλους του Ιησού θα επρόδιδε τον Ιησούν, αλλά ο ειδικός αυτός απόστολος δεν κατονομάζεται. (Ψαλμός 41:9· 109:8) Δεν υπάρχει απόδειξις για να πούμε ότι ο Ιησούς εγνώριζε όταν εξέλεξε τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ότι αυτός επρόκειτο να είναι ο προδότης. Εν τούτοις, η δύναμις που είχε ο Ιησούς από τον Ιεχωβά, τον καθιστούσε ικανόν να διακρίνη τις σκέψεις και προθέσεις της ανθρώπινης διανοίας και καρδιάς, και μόλις ο Ιούδας άρχισε να τείνη προς αυτή την κατεύθυνσι, ο Ιησούς ήταν ενήμερος τούτου. Για ν’ αποδείξη ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας, μίλησε από πριν γι’ αυτή τη μέλλουσα προδοσία: «Από του νυν σας λέγω τούτο πριν γείνη, δια να πιστεύσητε όταν γείνη, ότι εγώ είμαι.» (Ιωάννης 2:24, 25· 6:64, 70, 71· 13:11, 18-30· Αποκάλυψις 2:23) Οι προρρήσεις που προσδιώριζαν τον Ιούδα προσωπικώς ως τον προδότην έγιναν αφού αυτός εμεγάλωσε, αφού έγινε απόστολος. Το ίδιο μπορεί να λεχθή για τις προρρήσεις που περιελάμβαναν τον Πέτρον προσωπικώς, όσον αφορά την άρνησι του Χριστού από μέρους του, την αποκατάστασί του κατόπιν, και τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε. (Μάρκος 14:30· Λουκάς 22:31, 32, 34· Ιωάννης 21:17-19) Καμμιά απ’ αυτές τις προρρήσεις δεν θα μπορούσε να ονομασθή προορισμός, καθορισμός της τελικής τύχης ατόμων πριν από την αρχική θεμελίωσι του κόσμου. Όσον αφορά τον Κύρο, αυτός κατωνομάσθη με την προφητική δύναμι προγνώσεως του Ιεχωβά ως εκείνος που θα ανέτρεπε τη Βαβυλώνα και θα ελευθέρωνε τους Ισραηλίτες αιχμαλώτους, και τούτο διακόσια χρόνια περίπου προτού συμβή το γεγονός. Αλλά ο προορισμός των Πρεσβυτεριανών ή Καλβινιστών δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτή την περίπτωσι. Δεν καθωρίσθη η τελική τύχη του Κύρου. Αυτός δεν έγινε ένας αληθής λάτρης του Ιεχωβά, αλλά υπηρέτησε πολλούς ψευδείς θεούς, και ποτέ δεν έγινε μέλος της εκλεκτής τάξεως του Ιεχωβά.—Ησαΐας 45:1-4.
10. Παρά την εξαιρετικότητά της, τι πρέπει να λεχθή για την περίπτωσι του Ιησού;
10 Όσον αφορά τον Ιησούν, η επίγεια πορεία του και η τελική του τύχη ως Σπέρματος της γυναικός του Θεού και Βασιλέως του νέου κόσμου δεν ήσαν προωρισμένα πριν από τη θεμελίωσι του αρχικού κόσμου. Μετά την πτώσι του πρώτου ζεύγους άρχισαν να δίδωνται προφητείες εν σχέσει με τον Ιησού Χριστό. (Γένεσις 3:15) Οι Εβραϊκές Γραφές τον προσδιορίζουν ως τον Εκλεκτόν του Ιεχωβά. (Ησαΐας 42:1) Ήταν προεγνωσμένος πριν από τη θεμελίωσι του νέου κόσμου που έγινε κατά τον καιρό του θανάτου του, και ήταν ‘παραδεδομένος κατά την ωρισμένην βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού’. (Πράξεις 2:23· 1 Πέτρου 1:20· Αποκάλυψις 13:8) Οι προφητείες, χωρίς να προορίζουν τα ειδικά άτομα που θα ενήργουν εναντίον του όταν θα ήταν στη γη, προείπαν πολλά γεγονότα που συνέβησαν: «Συνήχθησαν επ’ αληθείας εναντίον του αγίου παιδός σου Ιησού τον οποίον έχρισας, και ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος, μετά των εθνών και των λαών του Ισραήλ, δια να κάμωσιν όσα η χειρ σου και η βουλή σου προώρισε να γείνωσι.» (Πράξεις 4:27, 28) Αλλά είτε η περίπτωσις του Ιησού μπορεί να ονομασθή προορισμός είτε πρόγνωσις, ήταν εντελώς εξαιρετική και δεν αποδεικνύει ατομικόν προορισμό για όλα τα άτομα πριν από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας.
11. Γιατί εξησκήθη θεία πρόγνωσις στις προηγούμενες περιπτώσεις;
11 Πράγματι, όλες οι προηγούμενες περιπτώσεις που περιλαμβάνουν την εξάσκησι θείας προγνώσεως σχετικά με την πορεία ατόμων, είναι πολύ εξαιρετικές. Τα άτομα αυτά εσχετίζοντο με ειδικούς τρόπους προς τους σκοπούς του Ιεχωβά, διότι ήσαν τύποι ή υποδείγματα ή εκπληρώσεις προφητειών, ή με κάποιον άλλον τρόπο εχρησιμοποιούντο για να συμβάλουν στη διαφώτισι του λαού του Ιεχωβά ή να επιδείξουν τη δύναμι του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά μπορεί να διευθύνη και διευθύνει στρατηγικώς τα γεγονότα στις υποθέσεις των ώστε όλα να συνεργούν στην εκπλήρωσι της προγνώσεώς του. Αλλά οι ολίγες αυτές εξαιρετικές περιπτώσεις που περιελάμβαναν την πρόγνωσι του Ιεχωβά, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ν’ αποδείξουν επιτυχώς ότι αυτός εξήσκησε σε όμοιο βαθμό πρόγνωσι στην περίπτωσι κάθε ανθρωπίνου πλάσματος.
12. Γιατί το Πράξεις 15:18 και Ρωμαίους 8:28, δεν μπορούν να βοηθήσουν τους οπαδούς του προορισμού;
12 Σε μια προσπάθεια ν’ αποδείξουν μια τέτοια πλήρη εξάσκησι προγνώσεως, μερικοί παραθέτουν το Πράξεις 15:18: «Απ’ αιώνος είναι γνωστά εις τον Θεόν πάντα τα έργα αυτού.» Η Μετάφρασις Νέου Κόσμου αποδίδει τα εδάφια 17 και 18 ως εξής: «Ο Ιεχωβά, ο ποιών ταύτα, τα οποία εγνώρισεν απ’ αιώνος.» Μια περιθωριακή γραφή είναι, «ο ποιών ταύτα γνωστά απ’ αιώνος.» Άσχετα με την έκδοσι ή μετάφρασι που χρησιμοποιείται, είναι σαφές ότι ο Ιεχωβά δείχνει εδώ ότι προεγνώρισε τα έργα του. Δεν λέγει ότι προγνωρίζει τα έργα κάθε άτομου. Ούτε μπορεί το Ρωμαίους 8:28 κατάλληλα να χρησιμοποιηθή για ν’ αποδείξη ότι ο Θεός προεγνώριζε όλα τα γεγονότα ή πράξεις των ανθρώπων: «Εξεύρομεν δε ότι πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν.» Ακριβέστερη μετάφρασις καταδεικνύει ότι τα έργα του Θεού, όχι τα έργα των ανθρώπων οι οποίοι μπορεί να καταδιώκουν, είναι προς το καλόν των δούλων του: «Γνωρίζομεν ότι ο Θεός κάμνει πάντα τα έργα του να συνεργούν προς το αγαθόν δια τους αγαπώντας τον Θεόν.» (ΜΝΚ) Ο Ιησούς έδειξε ότι, όταν άνθρωποι πίπτουν θύματα βίας ή δυστυχημάτων, δεν μπορεί αυτό ορθώς ν’ αποδοθή στο πεπρωμένον ή προορισμό, αλλ’ αυτό είναι πιο σύμφωνο με το γεγονός ότι «καιρός και περίστασις συναντά εις πάντας αυτούς.»—Εκκλησιαστής 9:11· Λουκάς 13:1-5.
13. Γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Ιεχωβά προεγνώριζε την πτώσι του επισκιάζονιος χερούβ και του Αδάμ και της Εύας;
13 Μπορεί άρα γε να λεχθή ότι ο Ιεχωβά προεγνώρισε ότι το επισκιάζον χερούβ που ετέθη επάνω από τον Αδάμ και την Εύα στην Εδέμ θα εστασίαζε; Ή ότι ο Ιεχωβά προεγνώρισε ότι ο Αδάμ και η Εύα θα υπέκυπταν στους πειρασμούς του στασιαστού αυτού; Ούτε Γραφικώς ούτε λογικώς μπορεί να διακρατήται αυτό. Η Γραφή δείχνει ότι η πρόγνωσις του Ιεχωβά εξασκείται σχετικά με τα έργα του, αλλά η ανταρσία τού χερούβ και η παράβασις του Αδάμ και της Εύας δεν ήσαν έργα του Ιεχωβά. Αυτός δεν έκαμε να παρεισδύσουν οι δυνάμεις της προγνώσεώς του στις υποθέσεις αυτών των πλασμάτων. Δεν είναι ένας φιλύποπτος Θεός που πάντοτε υποπτεύεται τα πλάσματά του, που ζητεί να βρη ελαττώματα στη διάνοια και στην καρδιά των, που επιδιώκει ταραχή. Περιμένει και επιτρέπει σ’ αυτά να εκδηλώσουν τις ελλείψεις των. Ένας άνθρωπος μπορεί να βαδίζη στον ίσιο δρόμο ώσπου αντιμετωπίζει έναν ειδικό πειρασμό, και τότε φανερώνονται ελαττώματα στην ακεραιότητά του. Αυτό προφανώς έγινε με το Χερούβ. Αφού διωρίσθη στη θέσι του και αφού εδημιουργήθησαν ο Αδάμ και η Εύα, η κατάστασις αυτή έγινε πειρασμός για το Χερούβ. Όχι πειρασμός από μέρους του Ιεχωβά, αλλά πειρασμός που οι ακατάλληλες σκέψεις και επιθυμίες του Χερούβ εδημιούργησαν για τον εαυτό του. (Ιάκωβος 1:13-15· 1 Ιωάννου 2:15-17) Είδε το ανθρώπινο ζεύγος, εγνώριζε για τη δύναμί των να πολλαπλασιασθούν, για τη θεία εντολή προς αυτούς να το πράξουν, και ωραματίσθηκε τη γη γεμάτη από ανθρώπινα πλάσματα. Επεθύμησε τη λατρεία των, και προχώρησε να αποξενώση το πρώτο αυτό ζεύγος από τη λατρεία του Ιεχωβά. Όλο όμως εκείνο που είχε προδιατάξει ο Θεός σ’ αυτά τα πράγματα ήταν ότι η υπακοή θα εσήμαινε ζωή και η παρακοή θα εσήμαινε θάνατο, και έτσι επληροφόρησε τον Αδάμ, και μέσω αυτού την Εύα.—Γένεσις 2:16, 17.
14. Γιατί ο Ιεχωβά δεν θα εχρειάζετο να προγνωρίζη την ανταρσία των για να την αντιμετωπίση;
14 Όταν βλέπωμε ότι δεν υπάρχει καμμιά απολύτως Γραφική απόδειξις ότι ο Ιεχωβά προεγνώρισε τις παραβάσεις των τριών αυτών πλασμάτων, επάνω σε ποια βάσι μπορεί να υποστηριχθή ότι το έπραξε; Όχι επάνω σε υγιά βάσι. Αυτός δεν εχρειάζετο να προγνωρίζη την ανταρσία αυτών των τριών για να την αντιμετωπίση. Ούτε εχρειάζετο να προγνωρίζη τα έργα των δαιμόνων και των ανθρώπων σ’ αυτόν τον καιρό για να εκπληρώση τους σκοπούς του. Όπως ακριβώς ένας άνθρωπος, που προτίθεται να κόψη τα αγριόχορτα από ένα κομμάτι γης για να κάμη έναν κήπο, δεν χρειάζεται να προγνωρίζη τις ενέργειες των εντόμων που διαμένουν στο πυκνό δάσος των αγριοχόρτων που αποτελεί την κατοικία τους. Άσχετα με το τι θα μπορούσαν να κάμουν τα έντομα, δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον άνθρωπο από το να κόψη τα αγριόχορτα, περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε ο άνθρωπος να εμποδίση τον Θεό από το να εκπληρώση τα θεία έργα. Ο Θεός δεν χρειάζεται να προγνωρίζη τις αντίθετες προσπάθειες του ανθρώπου περισσότερο από ό,τι ο άνθρωπος χρειάζεται να προγνωρίζη τις αντίθετες προσπάθειες του εντόμου (Ησαΐας 40:22) Σε κάθε περίπτωσι, ο προσδιωρισμένος σκοπός μπορεί να εκτελεσθή άσχετα με την εναντίωσι, αφού η εναντίωσις είναι τόσο ασήμαντη και ασθενής εν συγκρίσει με τη δύναμι εκείνου που προτίθεται να εκτελέση το έργον.—Ησαΐας 46:11· 55:11.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Καταστατικός Χάρτης της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, Κεφάλαιον Γ΄, Άρθρον 6, σελίδα 17.
b Αυτόθι, Κεφάλαιον Γ΄, Άρθρον 5, σελίδα 16.