Παρέκκλισις από το Στόχο της Ακεραιότητος
«Επειδή πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού.»—Ρωμ. 3:23.
1. Τι είδους Θεός είναι ο Ιεχωβά, και με ποιους συνδέεται;
Ο ΙΕΧΩΒΑ ο Θεός μας είναι ένας άγιος, πάνσοφος Θεός, ένας Βασιλεύς εξόχου μεγαλειότητος. Είναι απολύτως αγνός, καθαρός, ευθύς, άσπιλος και τελείως αφοσιωμένος στη δικαιοσύνη. Αποστρέφεται εντελώς την ακαθαρσία, τη ρυπαρότητα, το μίασμα και εκείνους που είναι αφωσιωμένοι στο να πράττουν την ανομία. Αυτός ο απολύτως άγιος και καθαρός Θεός μπορεί να συνδεθή μόνο μ’ εκείνους που είναι καθαροί, άγιοι και που κρατούν ακεραιότητα προς αυτόν. (Ψαλμ. 41:11, 12) Αυτός μόνος είναι δικαιωματικά άξιος αποκλειστικής αφοσιώσεως, αγάπης και υπηρεσίας. Στον Ισραήλ είπε: «Διότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας· θέλετε λοιπόν αγιασθή, και θέλετε είσθαι άγιοι, διότι άγιος είμαι εγώ.» Ο Δαβίδ είπε: «Διότι δεν είσαι συ Θεός θέλων την ασέβειαν· ο πονηρευόμενος δεν θέλει κατοικεί πλησίον σου.»—Λευιτ. 11:44, ΜΝΚ· Ψαλμ. 5:4.
2. Έχει ο Ιεχωβά την ικανότητα να ευλογή και να δίνη ευτυχία; Γιατί ναι ή όχι;
2 Ο άγιος αυτός Θεός-Βασιλεύς είναι επίσης ο μακάριος Θεός. (1 Τιμ. 1:11) Βρίσκεται εξακολουθητικά σε μια κατάστασι τελείας μακαριότητος. Για τούτο ο Μεγαλειώδης Αυτός είναι η ίδια η πηγή της αληθινής ευτυχίας. Από αυτόν απορρέει κάθε ευλογία και κάθε τέλειον δώρον. Ως ο «Πατήρ των φώτων» ο Ιεχωβά βρίσκεται πάντοτε στο μέγιστο ύψος των δυνατοτήτων του να φέρη ευτυχία και ευλογίες σ’ εκείνους που είναι συνδεδεμένοι μαζί του. Σ’ αυτόν δεν υπάρχει ανύψωσις σε μια ανώτατη θέσι δυνάμεως ούτε υπάρχει διάβασις από μια τέτοια θέσι μεσουρανήματος σε μια παρακμή. Αυτός ο «Πατήρ των φώτων» δεν μοιάζει με τον φυσικό μας ήλιο, ο οποίος παράγει ποικιλία σκιάς επάνω στην πλάκα ενός ηλιακού ωρολογίου καθώς περνά από τη θέσι της ανατολής του στην υψίστη ή κατακόρυφη θέσι του στους ουρανούς επάνω και κατόπιν κλίνει προς τη θέσι της δύσεως. Για την απόλυτη μεσουρανούσα δύναμι που έχει ο Ιεχωβά για να ευλογή και να δίνη ευτυχία και για το ότι μπορούμε να έχωμε κάθε εμπιστοσύνη σ’ αυτόν για την εκτέλεσι της προθέσεώς του ο Ιάκωβος έγραψε: «Πάσα δόσις αγαθή, και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής.»—Ιάκ. 1:17.
3. Σε ποιους ο Ιεχωβά παρέχει νόμιμη αναγνώρισι, και γιατί;
3 Ο ευτυχής άγιος Θεός είναι επίσης ένας φιλικός Θεός, ένας πιστός βοηθός. Ναι, αυτός είναι ένας φίλος πράγματι για όλους εκείνους που είναι άγιοι και δίκαιοι στη σχέσι των μαζί του. Ο πιο αξιόπιστος φίλος είναι αυτός. Πολιτεύεται μόνο μ’ εκείνους που παραμένουν φίλοι του. Οι φίλοι του χαρακτηρίζονται από την πιστότητά των, την αποκλειστική των αφοσίωσι και την ακεραιότητά των προς αυτόν προσωπικώς και προς αυτόν ως Βασιλέα. Στους αποδεδειγμένους φίλους του ο Ιεχωβά παρέχει θεοκρατική νόμιμη αναγνώρισι, εύνοιες και ευλογίες ως προς συντρόφους στη μακαρία του οργάνωσι. (Ρωμ. 11:2) Σημειώνομε την περίπτωσι του Αβραάμ ο οποίος έλαβε νόμιμη αναγνώρισι ως αποδεδειγμένος φίλος του Θεού και έτσι εδικαιώθη εκ πίστεως. «“Επίστευσε δε Αβραάμ εις τον Ιεχωβά, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην·” και “φίλος του Ιεχωβά” ωνομάσθη.» Ο Ισραήλ ως έθνος ήταν ευτυχής όταν ο Ιεχωβά ήταν ο φιλικός των βοηθός. «Μακάριος συ, Ισραήλ. Τις όμοιός σου, λαέ σωζόμενε υπό του Ιεχωβά, όστις είναι η ασπίς της βοηθείας σου, και η μάχαιρα της υπεροχής σου!»—Ιάκ. 2:23· Δευτ. 33:29, ΜΝΚ.
4. Τι προτίθεται ο Θεός να κάμη για τους φίλους του; Περιγράψατε το.
4 Τι προτίθεται να κάμη ο Θεός της θεοκρατικής φιλίας; Ο μέγιστος αυτός φίλος προτίθεται να κάμη το αγαθόν, εκείνο που απεργάζεται ατελεύτητη ευτυχία και ευχαρίστησι στον εαυτό του ως Θεόν-Βασιλέα και σε όλους εκείνους που βρίσκονται σε αγία ενότητα και αρμονία μαζί του. Ο άγιος Θεός εκφράζει τον σκοπό του να κάμη καλό για τους δούλους του παρέχοντάς τους ευκαιρίες να λάβουν πείραν προοδευτικών καταστάσεων ευτυχίας από μια περίοδο χαρούμενης υπάρξεως σε μια άλλη. Σε οποιαδήποτε περίοδο χρόνου η αληθινή κατάστασις ευτυχίας που απολαμβάνουν οι δούλοι του είναι η κατάστασις πλήρους ικανοποιήσεως, ευχαριστήσεως και αγαλλιάσεως για την αφθονία των αγαθών πραγμάτων που παρήχθησαν προσφάτως από τον μακάριον Θεόν για την τέρψι και την ευφροσύνη εκείνων που είναι φίλοι του σε νόμιμη ενότητα μαζί του. «Εξεύρομεν δε ότι πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν, εις τους κεκλημένους κατά την πρόθεσιν αυτού.»—Ρωμ. 8:28, ΜΝΚ.
ΕΝΑΣ ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ
5. Πώς ο Ιεχωβά εκδηλώνεται ως στοργικός Πατήρ, και γιατί;
5 Ο άγιος Θεός είναι επίσης ένας στοργικός πατέρας. Ως ο πρώτος και μέγιστος πατέρας γνωρίζει άριστα πώς να διακυβερνά την όμοια με οικογένεια οργάνωσί του που αποτελείται από φιλικά ευπειθή τέκνα. Όλα τα πνευματικά πλάσματα και ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγιναν υιοί του Ιεχωβά κατά την τελεία τους δημιουργία. Επειδή επλάσθησαν κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού έλαβαν ο καθένας τους το εκπληκτικό δώρο της ελευθέρας θελήσεως. Η ικανότης αυτή της ελευθέρας θελήσεως ήταν μια ιερή παρακαταθήκη που έπρεπε να χρησιμοποιηθή σοφά. Το κάθε πλάσμα, είτε αγγελικό είτε ανθρώπινο, μπορούσε είτε να χρησιμοποιήση την ελευθέρα του θέλησι μ’ ένα καλό τρόπο που θα κατέληγε σε συνεχή αγιότητα και αιώνια ζωή, είτε να την χρησιμοποιήση μ’ ένα κακό τρόπο που θα κατέληγε σε διαφθορά, ακαθαρσία και τελική εξάλειψι στο θάνατο. Από την αρχή ο Δημιουργός Πατήρ έλαβε μέτρα για να κατευθύνη τα ελευθέρας θελήσεως τέκνα του στον επιθυμητό δρόμο που συνεχίζεται με τελεία ευτυχία. Διότι αν τα πλάσματα ακολουθούσαν εκουσίως και από ελευθέρα θέλησι μια πορεία ακεραιότητος, θα είχαν διατηρηθή συνεπή, χαρούμενα και στενά συνδεδεμένα με τον άγιο Θεό, που είναι αυτή αύτη η πηγή της ευτυχίας και της αγαθότητος.—Ψαλμ. 25:21· Παροιμ. 11:3· Λουκ. 3:38· Γεν. 1:26.
6. Πώς ενήργησε ο Ιεχωβά για να διευθύνη την ορθή πορεία των κατωτέρων του;
6 Πώς ενήργησε, λοιπόν, ο Θεός της απολύτου ελευθερίας για να διευθύνη την ορθή πορεία των ελευθέρας θελήσεως κατωτέρων του; Εγκαθίδρυσε ένα στόχον ακεραιότητος, ένα στόχον που έδειχνε αν ένα πλάσμα απέδιδε ή όχι αποκλειστική αφοσίωσι στον υπέρτατον ευεργέτην του, τον Θεόν-Βασιλέα, ένα στόχον που έθετε ένα νόμιμο όριο σε μερικές ενέργειες που θα ήταν αφροσύνη από την άποψι του Θεού να ριψοκινδυνεύση το πλάσμα να το υπερβή εξασκώντας τη δύναμι της ελευθέρας του θελήσεως. Βέβαια ο Ιεχωβά ως ο Παντοδύναμος Θεός είχε το απόλυτο δικαίωμα να καθορίση τα ασφαλή όρια της σχετικής ελευθερίας των δημιουργημένων κατωτέρων του. Έπειτα, επίσης, τα νομίμως γνωστοποιημένα αυτά όρια θα υπενθύμιζαν συνεχώς στο πλάσμα τη σχέσι του ως κατωτέρου, η οποία ήταν σχέσις εξαρτήσεως, και ότι θα έπρεπε πάντοτε να εξακριβώνη ευσυνείδητα το θείο θέλημα του κυριάρχου ανωτέρου του, όπως ακριβώς έκανε ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν στη γη. (Ματθ. 26:39) Επί πλέον, οι νόμιμοι αυτοί περιορισμοί δεν δημιουργούσαν ταλαιπωρίες στα πλάσματα του Θεού με το να τους αρνούνται πράγματα που ήσαν ουσιώδη για την άμεση ευτυχία της υπάρξεώς των. Επίσης, ο Θεός δεν κατακρατούσε από τα τέκνα του κάτι στο οποίο είχαν νόμιμο δικαίωμα. Και τελικά, ο Ιεχωβά είχε το δικαίωμα να δοκιμάση τους φίλους του στην εκτέλεσι του αγαθού, όπως ακριβώς η φιλία του Αβραάμ εδοκιμάσθη με το να του ζητηθή να θυσιάση τον μόνο του γυιό, πράγμα που εξεικόνιζε το καλό έργο που θα έκανε ο Ιεχωβά δίνοντας τον ίδιο του Υιό ως αντίλυτρο.—Γέν. 22:1-14.
7. Πόσο πρέπει οι δούλοι του Θεού να σέβωνται το διπλό του αξίωμα; Πώς εκδηλώνουν τη δόξα του Θεού;
7 Για όλους όσοι ανήκουν στην οργάνωσί του, ο Ιεχωβά είναι και Άγιος Θεός και Απόλυτος Βασιλεύς. Δυνάμει του διπλού αξιώματός του έχει το δικαίωμα να απαιτήση αποκλειστική αφοσίωσι, τελεία υπακοή και επιδέξια υπηρεσία. Η αποκλειστική αυτή εκδήλωσις απέναντί του είναι πλήρης ακεραιότης. Με το να εκτιμούν τα πλάσματα τον νόμιμον στόχον της ακεραιότητος που ετέθη από τον Θεόν Βασιλέα, καταδεικνύουν την νομιμοφροσύνη των και την πιστότητά των σ’ αυτόν τον αληθινά Άγιον. Συναντώντας αυτόν τον προσδιωρισμένον στόχον που έθεσε ο Θεός εκδηλώνοντας φιλία, έχουν μια νόμιμη στάσι ενώπιόν του. Αφού είναι σκοπός του Θεού να παραγάγη πλάσματα που από δική τους ελευθέρα θέλησι να επιθυμούν με αγάπη να πράττουν το θέλημα του Ιεχωβά, εκείνοι που ακολουθούν αυτό το θεϊκά σχεδιασμένο πρότυπον, παράγουν με τούτο αίνον και δόξα γι’ Αυτόν. Έτσι, το πιστό πλάσμα, με το να επιτυγχάνη τον στόχον της ακεραιότητος, μπορεί επίσης να λεχθή Γραφικώς ότι εκδηλώνει τη δόξα του Θεού με αποκλειστική αφοσίωσι. (1 Βασ. 9:4· Ψαλμ. 26:1-11· 12) Υποστηρίζοντας τούτο ο Ιησούς του Ναυή εξέφρασε την αλήθεια, «αυτός είναι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν προς αυτόν.»—Ιησ. Ναυή 24:19, ΜΝΚ.
ΑΜΑΡΤΙΑ
8, 9. Τι είναι αμαρτία; Ποια είναι η βασική έννοια που βρίσκεται πίσω από τη λέξι «αμαρτία» στην Ελληνική και στην Εβραϊκή γλώσσα;
8 Τώρα τι γίνεται αν ο στόχος της αποκλειστικής αφοσιώσεως, της τελείας υπακοής και της τηρήσεως ακεραιότητος παραβιασθή; Τούτο αποτελεί παρέκκλισι από το στόχο. Γίνεται μια απαίσια παράβασις του νόμου του Θεού. Καταλήγει σε υστέρησι από τη δόξα του Θεού. Επάνω απ’ όλα γίνεται προδοσία εναντίον του Θεού-Βασιλέως. Όλο αυτό ονομάζεται αμαρτία. Όλο αυτό αξίζει την πιο βαριά ποινή, τον θάνατο, όπως ακριβώς μια προδοσία μέσα στα έθνη σήμερα επιφέρει την υψίστη κύρωσι, τον θάνατο, στον προδότη. Σε μια τέτοια θέσι ανοσιότητος βρισκόμαστε όλοι σήμερα. Ο Παύλος ορθά είπε: «Επειδή πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού.»—Ρωμ. 3:23.
9 Στην Ελληνική γλώσσα, στην οποίαν ο απόστολος Παύλος μιλούσε προς τους Ελληνοφώνους ακροατάς, η λέξις αμαρτία αρχικά εσήμαινε αστοχία, παρέκκλισις από το στόχο. Κατόπιν έφθασε να σημαίνη αποτυχία να πράξη κανείς κάτι, αποτυχία στην πραγμάτωσι ενός σκοπού, παράλειψις ενός καθήκοντος, διάπραξις κακού. Ο Παύλος, εξ άλλου, ήταν Εβραίος, και στο Εβραϊκό μέρος της Γραφής που εδιάβαζε, το ρήμα αμαρτάνω (Εβραϊκά אטח, χατά) αρχικά επίσης εσήμαινε αστοχώ, και επομένως αποτυγχάνω. Παραδείγματος χάριν, στους Κριτάς 20:16 διαβάζομε: «Μεταξύ παντός του λαού τούτου ήσαν επτακόσιοι άνδρες εκλεκτοί αριστερόχειρες· πάντες ούτοι σφενδονίζοντες λίθους προς την τρίχα, χωρίς να αποτυγχάνωσι.» Επίσης οι Παροιμίες 19:2 λέγουν: «Δεν είναι καλόν να ενεργή κανείς προτού σκεφθή· όποιος βιάζεται, δεν επιτυγχάνει τον στόχον.» (ΜΜ) Σημειώστε περαιτέρω το Παροιμίες 8:36: «Όστις όμως αμαρτήση εις εμέ [την σοφίαν], την εαυτού ψυχήν αδικεί· πάντες οι μισούντές με αγαπώσι θάνατον.» Η αμαρτία, επομένως, είναι αστοχία ή αποτυχία να εκτελή κανείς το θέλημα ή τον νόμον του Θεού. «Πας όστις πράττει την αμαρτίαν, πράττει και την ανομίαν· διότι η αμαρτία είναι η ανομία.» «Πάσα αδικία είναι αμαρτία.»—1 Ιωάν. 3:4· 5:17.
10. Υπάρχει καμμιά μαρτυρία ότι οι άγγελοι εδοκιμάσθησαν; Αν ναι, πότε και πώς;
10 Υπάρχει καμμιά Γραφική μαρτυρία ότι οι άγγελοι εδοκιμάσθησαν μ’ ένα στόχον τελείας ακεραιότητος; Ναι. Ο Πέτρος αναφέρει αγγέλους «αμαρτήσαντας», ή που παρεξέκλιναν από το στόχο στις ημέρες του Νώε, και λέγει ότι ο Θεός δεν εδίστασε να τους τιμωρήση για την ανομία των. (2 Πέτρ. 2:4, 5) Ποια πορεία ακολούθησαν με ελευθέρα θέλησι αυτοί οι άγγελοι, η οποία παρέβαινε μια φανερή απαγόρευσι στην πορεία της ζωής των και αντανακλούσε αντίθετα στην αποκλειστική των αφοσίωσι; Η Βίβλος απαντά σε τούτο για μας. «Και ότε ήρχισαν οι άνθρωποι να πληθύνωνται επί του προσώπου της γης, και θυγατέρες εγεννήθησαν εις αυτούς, ιδόντες οι υιοί του Θεού [άγγελοι] τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας εκ πασών όσας έκλεξαν.» (Γέν. 6:1, 2) Έπειτα από χρόνια ο Ιησούς απεκάλυψε μέρος του τι έπρεπε να περιελάμβαναν οι λογικοί περιορισμοί που ο Θεός έθεσε στους αγγέλους. Ο Ιησούς είπε ότι οι πιστοί άγιοι άγγελοι στον ουρανό ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται. (Ματθ. 22:30) Επομένως, όλοι οι άγγελοι πριν από τον κατακλυσμό των ημερών του Νώε, που συγκατοίκησαν με τις θυγατέρες των ανθρώπων, παρεξέκλιναν από τον στόχο της τελείας υπακοής. Αυτοί οι πονηρού φρονήματος άγγελοι απέδειξαν ότι δεν ήσαν αληθείς φίλοι του Θεού και μαζί με τον αρχηγό της συμμορίας των, τον Σατανά ή Διάβολο, εξεβλήθησαν από την ουράνια οικογένεια του Ιεχωβά ως εχθροί. Έτσι εμπήκαν σε μια ελεύθερη πορεία κακίας, η οποία επέφερε δυστυχία σ’ αυτούς και θα καταλήξη στην ολική των εκμηδένισι.—Λουκ. 8:31.
ΣΤΟΧΟΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΔΕΜ
11. Ποιος ήταν ο στόχος της ακεραιότητος που ο Θεός έθεσε στην Εδέμ;
11 Αλλά τι θα πούμε για τον αρχικό τέλειον άνθρωπο; Ποιος ήταν ο νόμιμος στόχος ακεραιότητος που ετέθη ενώπιον του για να διευθύνη την πορεία του σοφά ενώπιον του Θείου Φίλου και Ευεργέτου του, του Ιεχωβά Θεού; Ήταν ένας σαφώς καθωρισμένος ειδικός νόμος, την παραβίασι του οποίου ο Θεός θα θεωρούσε πράξιν εχθρότητος, προδοσίας, και έτσι αμαρτίαν, ο δε νόμος αυτός είχε οριστικά τεθή ενώπιον του τελείου Αδάμ και της ωραίας συζύγου του. «Προσέταξε δε Ιεχωβά ο Θεός προς τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» Δεν υπήρχε ασάφεια όσον αφορά τον στόχον αυτόν. Ήταν εύκολο να τον κατανοήση κανείς. Ήταν εύκολο να εμμείνη σ’ αυτόν. Οι συνέπειες για την παρέκκλισι από αυτόν τον στόχο εξετέθησαν επίσης σαφώς, δηλαδή, ότι για την προδοτική αυτή πράξι ο άνθρωπος ήθελε «εξάπαντας αποθάνει».—Γεν. 2:16, 17, ΜΝΚ.
12, 13. Γιατί ο Θεός ήταν δικαιολογημένος θέτοντας αυτόν τον στόχον ενώπιον του Αδάμ και της Εύας;
12 Ο Ιεχωβά Θεός είχε απολύτως δίκαιο θέτοντας αυτόν τον στόχον της ακεραιότητος για το καλό του ανθρώπου. Εγνώριζε καλύτερα τον άνθρωπο από ό,τι ο ίδιος ο άνθρωπος εγνώριζε τον εαυτό του, επειδή ο Ιεχωβά ήταν ο δημιουργός του ανθρώπου. Ο Ιεχωβά εγνώριζε ότι ήταν για το καλό τού ανθρώπου το να του υπενθυμίζεται με τον διαρκή αυτόν στόχον ότι ήταν ένας κατώτερος που εξηρτάτο από τον Δημιουργόν-Ανώτερόν του. Πράγματι, ο Ιεχωβά εξεδήλωσε αληθινή αγάπη, ως ο Θεός της αγάπης, κάνοντας διευθέτησι για ένα τέτοιο καθοδηγητικό σήμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Ο νόμιμος αυτός περιορισμός δεν απειργάζετο ταλαιπωρίες στον Αδάμ και στη σύζυγό του, και δεν τους ηρνείτο τίποτε το αναγκαίον για την ευτυχισμένη ζωή τους στον παραδείσιο κήπο. Είχαν το νόμιμο δικαίωμα να τρώγουν καρπούς από τα άλλα δένδρα, αλλά το ειδικό αυτό δένδρο ήταν απαγορευμένο.
13 Ένα εξαιρετικά πολύτιμο δώρο ήταν αποταμιευμένο για τον Αδάμ αν απεδεικνύετο άξιος. Ο Ιεχωβά Θεός είχε θέσει τον Αδάμ και την Εύα σ’ ένα μεγάλο κτήμα στο ανατολικό μέρος ενός τμήματος της γης που εκαλείτο Εδέμ. Το ευρύ αυτό κτήμα είχε φερθή σ’ ένα υψηλό βαθμό καλλιεργείας, σχεδιασμένο και διαμορφωμένο από τον Θεό σ’ έναν ωραίον παραδεισιακόν δενδρόκηπον. Επιπρόσθετα, το κτήμα αυτό ήταν καλά εφοδιασμένο με φιλικά ζώα κάθε συνομοταξίας. Ομοίως, είχε καλά φυτευθή με καρποφόρα δένδρα και φυτά κάθε περιγραφής. Πραγματικά το κτήμα αυτό επρόκειτο να είναι απλώς η πύλη που θα ωδηγούσε τελικά σε μια εκτεταμένη κατοχή ολοκλήρου της γηίνης σφαίρας με τους ανείπωτους ορυκτούς πόρους της. Εδώ, σ’ ένα περιβάλλον ομορφιάς, ειρήνης και αρμονίας που ενέπνεε, και ανάμεσα σε μεγάλον φυσικόν πλούτο, ο Αδάμ και η Εύα βρήκαν μια ευτυχισμένη κατοικία. Ασφαλώς ο μέγας Θεός κάθε τελείου δώρου είχε δικαίωμα να δοκιμάση τον Αδάμ προτού διαβιβάση αυτά τα πολύτιμα δικαιώματα μονίμου κατοχής σ’ ένα δοκιμασμένο φίλο. Ποιος σήμερα θα παρέδιδε ελεύθερα ένα ανεκτίμητο δώρο ιδιοκτησίας σ’ έναν εχθρό; Κανείς ορθοφρονών άνθρωπος δεν θα το έκανε αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωσι του Θεού. Ο άνθρωπος έπρεπε πρώτα ν’ αποδειχθή νομιμόφρων, αξιόπιστος φίλος του Θεού Βασιλέως. Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, ο Ιεχωβά Θεός αργότερα εδοκίμασε τον Ιησούν εδώ στη γη όσον αφορά την καταλληλότητά του και την αξιότητά του να είναι ο Βασιλεύς του νέου κόσμου.—Γεν. 2:8· Εβρ. 2:18.
14. Για ποια πρόσθετη αιτία εδοκίμασε ο Ιεχωβά τον Αδάμ και τη σύζυγό του:
14 Ο Αδάμ και η Εύα είχαν αρχικά τεθή σ’ αυτό το θαυμαστό κτήμα χωρίς καθορισμένο όριο ζωής. Φαίνεται ότι σε όλες τις άλλες ζωικές μορφές που ήκμαζαν στη γη είχαν χορηγηθή περιορισμένα όρια ζωής. (2 Πέτρ. 2:12) Κάθε είδος ζώου θα ζούσε τα δικά του χρόνια ζωής για να συνεισφέρη στην αύξησι του πλούτου της γης και κατόπιν να τελειώση την ύπαρξί του στο θάνατο για να συνεχίσουν οι απόγονοί του το έργον ζωής το προσδιορισμένο σ’ αυτό το γένος ή είδος πλασμάτων. (Παρεμπίπτοντος, σημειώνομε ότι η από τον Αδάμ παρατήρησις του τέλους της υπάρξεως των ζώων προσέθετε δύναμι στη λέξι «θάνατος» που ο Ιεχωβά εχρησιμοποίησε αναγγέλλοντας σ’ αυτόν την ποινή της αποτυχίας να εμμείνη στον στόχον της ακεραιότητος.) Αλλά όσον αφορά τον Αδάμ ο Ιεχωβά Θεός δεν καθόρισε το μήκος της ζωής του. Μάλλον το όριο του μήκους της ζωής του είχε αφεθή ανοιχτό, εξαρτώμενο από τον όρον της εμμονής στον νόμιμον στόχον της νομιμοφροσύνης. Εν τούτοις, ο οργανισμός του ανθρώπου είχε αρχικά πλασθή τέτοιος που να τον καθιστά ικανόν να ζη για πάντα. Έτσι ο Θεός είχε περαιτέρω δικαίωμα να δοκιμάση τον Αδάμ και τους απογόνους του ως προς την αξιότητά των ν’ απολαύσουν το μέγιστο των δώρων, δηλαδή, το δώρο μιας ατελεύτητης, μιας αιωνίου ζωής. Αυτό το ακόμη μεγαλύτερο δώρο ήταν συνδεδεμένο μ’ ένα άλλο νόμιμο καθοδηγητικό σήμα στον κήπο της Εδέμ γνωστό ως «το δένδρον της ζωής.»—Γέν. 3:24.
ΚΑΛΟΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΝ
15, 16. (α) Ποιας, προφανώς, φύσεως ήταν ο στόχος αυτός της ακεραιότητος, και γιατί: (β) Ποια παραδείγματα άλλων νομίμων συμβόλων υπάρχουν;
15 Ποια φαίνεται να είναι η σημασία του ότι ο στόχος της ακεραιότητος ήταν συνδεδεμένος μ’ ένα «δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού»; Φαίνεται ότι καμμιά φυσική ωφέλεια ή βλάβη δεν προήλθε από την κατά γράμμα επαφή με το απαγορευμένο δένδρο ή τη βρώσι απ’ αυτό. Μάλλον ό,τι αφορούσε αυτό το δένδρο εφαίνετο να επηρεάζη τη συνείδησι. Σημειώνομε ότι όταν ο Αδάμ και η Εύα αργότερα έφαγαν από τον καρπό αυτού του δένδρου, η Γραφή δεν αναφέρει κάποια φυσική αντίδρασι, αλλά δείχνει ότι οι συνειδήσεις των αμέσως αισθάνθηκαν ενοχή. «Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί.» (Γέν. 3:7) Το άνοιγμα τον ματιών των δεν μπορούσε να ανεφέρετο στα φυσικά των μάτια, επειδή αυτά πρέπει να ήσαν τελείως ανοιχτά τον καιρό που εξετέλεσαν την παράνομη πράξι. Ήσαν λοιπόν οι ‘οφθαλμοί της διανοίας των’ ή συνειδήσεως εκείνοι που αντέδρασαν, και όχι ότι αυτοί απέκτησαν μια φυσικώς πλατύτερη εγκεφαλική χωρητικότητα γεμάτη από θεία σοφία. (Εφεσ. 1:18) Ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός—πάντοτε ένας άρχων «γνωρίζει» ή κρίνει μεταξύ ορθού και εσφαλμένου ή καλού και κακού. Αυτό παρατηρείται στη δήλωσι του Θεού κατά την εκδίωξι του Αδάμ από τον κήπο, όπου συμπεραίνεται ότι ο Αδάμ είχε αποφασίσει να γίνη ο ίδιος κριτής στο να «γνωρίζη» τι είναι «καλόν» και «κακόν». Κάνοντας τούτο είχε απορρίψει τις ουράνιες Ανώτερες Εξουσίες. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως είς εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν.» Οι παρατηρήσεις αυτές συμβάλλουν στο να συμπεράνωμε ότι το δένδρον εχρησίμευε ως ένα νόμιμο σημείο ή σύμβολο, ένα καθοδηγητικό σήμα, μεταξύ Θεού και ανθρώπου στις κυβερνητικές σχέσεις του ενός προς τον άλλον.—Γέν. 3:22, ΜΝΚ.
16 Όσον αφορά τη φύσι αυτού του δένδρου ως καθοδηγητικού σημείου, έχομε κάτι ομοίας σημασίας στην περίπτωσι του σωρού μαρτυρίας ή στήλης λίθων που εστήθη στη Γαλαάδ ως ένα νόμιμο σημείο μεταξύ Λάβαν και Ιακώβ, το οποίον ερρύθμιζε τη νόμιμη διαγωγή του ενός προς τον άλλον. (Γέν. 31:48-53) Ένα άλλο παράδειγμα, ένα σύγχρονο παράδειγμα. Όταν ένα νομικό έγγραφο μεγάλης σπουδαιότητος τίθεται σ’ ένα φάκελλο και σφραγίζεται κλειστό με μια επίσημη σφραγίδα εντυπωμένη σε βουλλοκέρι, η αποκλειστικότης του έγγραφου παραβιάζεται όταν ένα μη εξουσιοδοτημένο άτομο διαρρήξη την από βουλλοκέρι σφραγίδα. Η φυσική διάρρηξις του κηρού της σφραγίδος δεν είναι εκείνη που αποτελεί έγκλημα, αλλά η παράνομη προσπάθεια να υπερβή κανείς το απαγορευμένο σφράγισμα, που είναι απλώς ένα νόμιμο σύμβολο ή φραγμός σε ό,τι βρίσκεται μέσα στο φάκελλο, είναι εκείνη που αποτελεί έγκλημα.
17, 18. (α) Ποιος είναι ο ορισμός του «καλού» και του «κακού»; (β) Ποιος καθορίζει τι είναι καλόν; Τι το επιβεβαιώνει αυτό:
17 Κατόπιν ρωτούμε, Τι είναι «καλόν»; και Τι είναι «κακόν»; Καλόν είναι εκείνο που είναι ορθόν, πλήρες και σε αρμονία με τους κανόνας του Ιεχωβά και τις αρχές της πρεπούσης διαγωγής. Κακόν είναι το τελείως αντίθετον. Είναι εκείνο που είναι εσφαλμένο και ασύμφωνο με τους κανόνας και τις αρχές της πρεπούσης διαγωγής. Ο Θεός ως Δημιουργός διεκήρυξε και έκρινε τα αποτελέσματα των διαφόρων δημιουργικών ημερών ως «καλά». (Γέν. 1:10, 12, 18, 21, 25) Είναι άρα γε ένας μη ώριμος ή ένα παιδί σε θέσι να δημιουργήση κανόνας κατάλληλης διαγωγής και έτσι να ορίση τι είναι καλόν και τι είναι κακόν; Όχι, βέβαια όχι. Γι’ αυτόν τον λόγο οι επίγειοι πατέρες πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα νεαρά των τέκνα για να τα κρατούν προσκολλημένα σε κανόνας καλής διαγωγής που ωρίσθησαν από μια ανώτερη αυθεντία. (Εβρ. 12:7-11) Δεν είναι ο κατώτερος εκείνος που καθορίζει τους κανόνας της καλής διαγωγής, αλλά ο νομοθέτης ανώτερος. Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο τελικός κριτής και άρχων που καθορίζει πραγματικά τι είναι καλόν και τι είναι κακόν.
18 Κάποιος ήλθε στον Ιησούν ερωτώντας τον τι είναι αγαθόν. Ο Ιησούς του έδωσε την ορθή απάντησι δείχνοντας ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι ο μόνος που καθορίζει το αγαθόν και τα πλάσματα πρέπει ν’ ακολουθούν ό,τι εντέλλεται ο Θεός επειδή ο Θεός εντέλλεται εκείνο που είναι ορθόν. «Και ιδού, προσελθών τις είπε προς αυτόν, Διδάσκαλε, τι αγαθόν να πράξω δια να έχω ζωήν αιώνιον; Ο δε είπε προς αυτόν, Τι με ερωτάς περί του αγαθού; Είς είναι ο αγαθός. Αλλ’ εάν θέλης να είσέλθης εις την ζωήν, φύλαττε τας εντολάς.»—Ματθ. 19:16, 17, ΜΝΚ. Βλέπε και Κριτικήν Έκδοσιν Κειμένου.
19, 20. (α) Πώς εισήχθη η αμαρτία σ’ αυτή τη γη; (β) Γιατί η αρχική αμαρτία δεν περιελάμβανε αθέμιτη επικοινωνία των φύλων;
19 Το δικαίωμα του Ιεχωβά Θεού να καθορίζη τι είναι καλόν ετέθη βασικά υπό αμφισβήτησιν στην Εδέμ πριν από έξη περίπου χιλιάδες χρόνια από τον Σατανά ή Διάβολο. Αυτός μετεβίβασε στην Εύα εσφαλμένη σκέψι και διήγειρε μια εσφαλμένη επιθυμία μέσα της, να προκαλέση ως κατώτερη τον κυρίαρχον άρχοντά της Ιεχωβά και αντί τούτου να κρίνη μόνη της τι ήταν καλό και κακό. «Αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» Η πονηρή αυτή επιθυμία στην Εύα έγινε γόνιμη και αυτή προέβη στο να φάγη από το απαγορευμένο δένδρο. «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε· και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε.» Εδώ προς αιωνίαν αισχύνην των ο Αδάμ και η Εύα παρεξέκλιναν από τον θείον στόχον της τελείας υπακοής και ακεραιότητος. Από την ώρα ακριβώς αυτή εμπήκαν σε μια πορεία δυστυχίας, ανομίας, ακαθαρσίας και τελικού θανάτου. Είχαν προκαλέσει τον κανόνα και λόγον αυτής ταύτης της Κυριάρχου Μεγαλειότητος και έτσι είχαν επιτελέσει μια πράξι μεγάλης προδοσίας.—Γέν. 3:5, 6· Ιάκ. 1:14, 15.
20 Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρηθή ότι η αρχική αμαρτία του Αδάμ δεν περιελάμβανε αθέμιτη επικοινωνία όπως ισχυρίζονται μερικά δόγματα του «Χριστιανισμού». Η σεξουαλική επικοινωνία δεν ήταν το επίμαχο ζήτημα, δεν περιελάμβανε το στόχο που είχε τεθή για τον άνθρωπο, είχε καταστή νόμιμη με μια προγενέστερη εντολή που διέτασσε τους συζύγους να έχουν σεξουαλικές σχέσεις. (Βλέπε Γένεσις 1:28) Η αρχική αμαρτία του Αδάμ ήταν η κακή του πράξις παρεκκλίσεως από τον τεθέντα στόχον, ήταν η προδοτική από μέρους του απόρριψις του Θεού Βασιλέως Ιεχωβά με την αποδοχή μιας άλλης μορφής διακυβερνήσεως εν σχέσει με το τι είναι καλόν και κακόν.
ΑΝΟΣΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
21, 22. Ποιες ήσαν οι συνέπειες της αμαρτίας του Αδάμ; Ποια είναι η οικογενειακή ανικανότης;
21 Οι συνέπειες της μιας αυτής προδοτικής πράξεως εκουσίας αμαρτίας απεδείχθη ότι ήσαν ερημωτικές όχι μόνο στον Αδάμ αλλά παγκοσμίως στην Αδαμική οικογένεια που προέκυψε, «καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Ο Αδάμ παραβάτης του νόμου τώρα και εχθρός του πρώην Θεού Βασιλέως του, εκλήθη γρήγορα στο δικαστήριο από τον Ιεχωβά, ευρέθη ένοχος μαζί με την γυναίκα και το εξουσιαζόμενο από τον Σατανά φίδι, και κατεδικάσθη. Ο Αδάμ και η σύζυγός του απεπέμφθησαν αμέσως ως προδόται από την αγία οργάνωσι του Θεού. Ο άνθρωπος εξεδιώχθη από τον τέλειο κήπο της Εδέμ, του εδόθη ένα περιωρισμένο διάστημα ζωής ή υπάρξεως που θα ετελείωνε στον θάνατο και εξηναγκάσθη να διαμένη στο ακαλλιέργητο μέρος της γης για να κερδίζη τα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου του. (Γέν. 3:16-19) Επειδή ο Ιεχωβά Θεός δεν ήταν πια ο στοργικός τους φίλος και ο σοφός τους σύμβουλος, και επειδή δεν ήσαν σε ενότητα με την οργάνωσι του Θεού, ο Αδάμ και η Εύα εξηναγκάσθησαν να φροντίζουν για τον εαυτό τους σύμφωνα με την ανώριμη και ελλιπή πείρας κρίσι των. Η πίεσις και η έντασις σκληρής εργασίας, οι απογοητεύσεις και οι βαθιές λύπες που προξενούσε η ανθρωποποίητη οργάνωσις, και ακόμη η φριχτή τραγωδία να ιδούν τον πρώτον άνθρωπο να πεθαίνη, τον ίδιο τους γυιο να θανατώνεται από ένα φονέα, παράφρονα αδελφό—όλες αυτές οι δοκιμασίες έτειναν να θέσουν έξω από την ισορροπία τις λειτουργίες του άλλοτε τελείου ανθρωπίνου οργανισμού. Ανεπτύχθησαν ασθένειες και τελικά επακολούθησε ο θάνατος. Θυμηθήτε πώς η τρομερή έντασις του νευρικού συστήματος του τελείου ανθρώπου Ιησού καθώς εκρέματο επάνω στο ξύλο, επετάχυνε τον θάνατο του.
22 Τα τέκνα κληρονομούν το ενεργητικόν και το παθητικόν των γονέων των. Αφού ο Αδάμ απέθανε ως ένας ανόσιος, προδότης και απόβλητος, ως ένας που δεν είχε αποκτήσει τα δικαιώματα κατοχής του ωραίου κήπου-κτήματος της Εδέμ και ένας που δεν είχε αποκτήσει δικαίωμα ζωής απεριόριστης διαρκείας, οι ανικανότητες ή τα μειονεκτήματα αυτά διεβιβάσθησαν και στους απογόνους του. Και έτσι, ως ένας στασιαστικός πατριαρχικός αρχηγός, ο Αδάμ επέφερε οικογενειακή ανικανότητα σε όλο το ανθρώπινο γένος.
23, 24. (α) Ποια υπήρξε η πορεία της αμαρτίας στη διάρκεια των πρώτων 1.600 ετών; (β) Πώς επέβλεψε ο Ιεχωβά σ’ αυτά τα αποτελέσματα;
23 Επειδή ο Αδάμ μετά την έξωσί του θα είχε να βασισθή επάνω σε ανόσια, ατελή κρίσι του τι ήταν καλό και κακό, τα υπολειπόμενα έτη από το διάστημα των 930 ετών της ζωής του θα εδαπανώντο σε ολοένα μεγαλύτερη παρέκκλισι από τον αρχικό θειο στόχο της αληθινής ακεραιότητος. Αυτή η κατωφερική τάσις διαφθοράς θα ωδηγούσε σε μεγαλύτερη κατάπτωσι των τέκνων του από γενεά σε γενεά. Τελικά, έπειτα από 1.600 περίπου χρόνια, ο άνθρωπος έγινε τόσο ανόσιος και εξευτελισμένος, παρεκκλίνοντας από το στόχο της τελείας ακεραιότητος σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο Ιεχωβά αισθάνθηκε λύπη επειδή είχε κάμει τον άνθρωπο στη γη και αισθάνθηκε μια πληγή στην καρδιά του. Μόνον ο Νώε απέδειξε σε μεγάλο μέτρον ότι ήταν δίκαιος. Ο Νώε δεν είχε φθάσει σε τέτοια κατάπτωσι όπως οι σύγχρονοι του, μολονότι και αυτός επίσης υστερούσε από τον αρχικό θείο στόχο της τελειότητος επειδή είχε γεννηθή αμαρτωλός.—Ψαλμ. 51:5.
24 «Και είδεν ο Ιεχωβά ότι επληθύνετο η κακία του ανθρώπου επί της γης, και πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας. Και μετεμελήθη ο Ιεχωβά ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γης· και ελυπήθη εν τη καρδία αυτού. Και είπεν ο Ιεχωβά, Θέλω εξαλείψει τον άνθρωπον, τον οποίον εποίησα, από προσώπου της γης· από ανθρώπου έως κτήνους, έως ερπετού, και έως πτηνού του ουρανού· επειδή μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς. Ο δε Νώε εύρε χάριν ενώπιον του Ιεχωβά. . . . Ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος μεταξύ των συγχρόνων αυτού· μετά του Θεού περιεπάτησεν ο Νώε.» (Γέν. 6:5-9, ΜΝΚ) Μερικοί θα ρωτήσουν, Αφού ο Θεός κατέστρεψε όλους εκτός οκτώ αγαθών ανθρώπων στον κατακλυσμό της εποχής του Νώε, ποια υπήρξε η προοπτική για την ανύψωσι του ανθρώπου σε τελειότητα μετά ταύτα; Για την απάντησι σ’ αυτό το ερώτημα διαβάστε, παρακαλούμε, το επόμενο άρθρο.